Fractal

Ένοχα μυστικά

Της Ελένης Χωρεάνθη // *

 

fractal_Α
Ο παράξενος συνεπιβάτης

Μπήκε στο τρόλεϊ μ’ έναν αέρα κοσμοπολίτικο. Πανύψηλος, επιβλητικός, απρόσιτος κι απροσπέλαστος. Οχυρωμένος στο ιερατικό του σχήμα, έδινε την εντύπωση ανθρώπου αποφασιστικού που πορεύεται σταθερά προς τον στόχο του κι αντιμετωπίζει τα πάντα εκ του ασφαλούς. Χωρίς να το επιδιώκει, η είσοδός του συγκέντρωσε πάνω του τα βλέμματα όλων όσοι βρίσκονταν μέσα στο όχημα.
Προσπέρασε πέντε ίσως έξι άδειες θέσεις και κάθισε δίπλα μου συμμαζεύοντας το ανεμίζον ως εκείνη τη στιγμή ράσο, προσέχοντας να μην γίνει ενοχλητικός. Αμέσως έπειτα, έβγαλε ένα σημειωματάριο, αδιαφορώντας διακριτικά για την ύπαρξή μου, και γύριζε προσεκτικά τις σελίδες χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, ώσπου συνάντησε μια λευκή σελίδα. Από τον κόρφο του ξετρύπωσε ένα στυλό από εκείνα τα παλιά με ρευστό μελάνι κι άρχισε να γράφει, μάλλον, να σημειώνει με πολύ ψιλά γράμματα, προφανώς, πράγματα και θέματα που τον απασχολούσαν.
Χωρίς να στρέψω προς το μέρος του, παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού τα λεπτά, ταλαιπωρημένα χέρια του, τα μακριά κουρασμένα δάκτυλα που κατέληγαν σε κομμένα σύρριζα, περιποιημένα νύχια κι έδειχναν άνθρωπο ο οποίος θέλει να είναι συνεπής με τον εαυτό του και αξιοπρεπής προς τους άλλους. Αν και όλα αυτά έρχονταν σε τρομερή αντίθεση με το σύνολο του παρουσιαστικού του, συμπλήρωναν, ωστόσο, την εικόνα εγκόσμιου ασκητή.
Από μια ανεξέλεγκτη διαστροφή μου να παρατηρώ τα αυτιά και τα χέρια των ανθρώπων, άρχισα να σκέφτομαι τι ιδιαίτερο θα μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος αυτός που συγκεντρώνει πάνω του αντιθέσεις που προκαλούν το κοινό αίσθημα, το δικό μου, φυσικά. Τα αυτιά του δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερα εξωφρενικό. Ήταν δυο κανονικά αυτιά τοποθετημένα εκεί για να στηρίζουν διακριτικά έναν καλογερίστικο σκούφο.
Εστίασα την προσοχή μου στα χέρια του. Μελετούσα τις κινήσεις των δακτύλων του, με πόση ευλάβεια κρατούσαν την πέννα που προχωρούσε βιαστική πάνω στη λευκή επιφάνεια του χαρτιού και χάραζε με τόση ακρίβεια, σαν να ζωγράφιζε, λέξεις για μένα άγνωστες ίσαμε εκείνη τη στιγμή.
Κόντευα να αλληθωρίσω από το λοξό κοίταγμα, όταν πήρε το μάτι μου τη φράση: Γιατροί χωρίς σύνορα. Ασυναίσθητα γύρισα και τον κοίταξα από πάνω ίσαμε κάτω αφήνοντας να μου ξεφύγει άθελά μου ένας ανασασμός ανακούφισης, που δεν έμεινε απαρατήρητος από τον πλαϊνό μου. Άφησε την πέννα ανάμεσα στις δυο σελίδες του σημειωματαρίου του και μου έριξε ένα βλέμμα κατανόησης.
«Ενοχλώ;» ρώτησε απλά.
«Όχι, καθόλου! Απεναντίας, με προκαλεί θετικά η παρουσία σας. Ανήκετε μήπως σε καμιά ομάδα εθελοντών Ελλήνων γιατρών;»
«Κατά κάποιον τρόπο», είπε σεμνά μη θέλοντας, προφανώς, να δώσει συνέχεια.
Με αργές κινήσεις, μάζεψε την πέννα του, την έβαλε στην κρυψώνα της, έκλεισε με περισσή ευλάβεια το σημειωματάριο, το έβαλε προσεκτικά στον φθαρμένο από την πολλή χρήση χαρτοφύλακά του και, προς μεγάλη μου έκπληξη, χωρίς να πει λέξη, έχωσε το δεξί του χέρι σε μια κάθετη σχισμή του ράσου, προφανώς τσέπη, έβγαλε και μου έδωσε μια κάρτα αφήνοντάς με άναυδη• και, συμμαζεύοντας το ράσο του, σηκώθηκε διακριτικά, διέσχισε πάλι διακριτικά τον συνωστισμό των όρθιων επιβατών, έφτασε στην έξοδο και κατέβηκε στη στάση ΛΥΣΣΙΑΤΡΕΙΟ μπερδεμένος ανάμεσα στους άλλους επιβάτες.
Τον έβλεπα αποσπασματικά καθώς απομακρυνόταν προς τη φορά του οχήματος ίσαμε που έστριβε στη γωνία• και προσπερνώντας την το τρόλεϊ, τον έχασα δια παντός, όπως συμπέρανα με λύπη μου τότε, από τα μάτια μου. Έχωσα μηχανικά το χάρτινο δώρο του καλόγερου σε μια θήκη στην τσάντα μου μαζί με πολλά άλλα σημειώματα, χαρτάκια κάρτες με διευθύνσεις συμμαθητών, συμφοιτητών, γιατρών, ταξί, εμπορικών καταστημάτων, κέντρων αδυνατίσματος και σταθμών υπεραστικών λεωφορείων, χωρίς να προσέξω τι ακριβώς ήταν γραμμένο πάνω της. Ήμουν τόσο, αδικαιολόγητα κατηφής που με εγκατέλειψε ο καλόγερος λες και έχασα έναν δικό μου άνθρωπο ή κάποια ευκαιρία, την ευκαιρία της ζωής μου. Ίσως.
«Αλλά ποια ‘ευκαιρία της ζωής μου’ μπορούσε να είναι για μένα ένας άγνωστος και μάλιστα ρασοφόρος, ένας καλόγερος που δεν έχει άλλη έγνοια στο μυαλό και άλλη επιθυμία στην καρδιά εκτός από το να συναντήσει τον Θεό στις ερημιές και στις πληγές του κόσμου…», σκεφτόμουν ίσαμε που έφτασα στον προορισμό μου. Αλλά μήπως δεν ήταν έτσι;
Τον ένιωσα τόσο μόνο, απελπιστικά μόνο κι αξιολύπητο μέσα στην επιβλητική, τη σκούρα μεγαλοπρέπειά του. Τον είδα σαν ασκητή που βολοδέρνει σε μια σκήτη στο Σινά και κάτω ν’ απλώνεται μια τεράστια συστάδα άνυδρων, μυτερών, όρθιων βράχων και ατέλειωτη έρημος λευκής άμμου. Για όσο καθόταν δίπλα μου, νόμιζα πως άκουγα την καρδιά του να χτυπάει, αισθανόμουν την ερημιά που κουβαλούσε μέσα του ένας τόσο λεπτοκαμωμένος άντρας, τόσο εύθραυστος. Είδα τη μοναξιά να περπατάει στο δέρμα του, να ρουφάει τη φυλακισμένη σάρκα του, να κυλάει κυριαρχικά στις φλέβες και στις αρτηρίες του αίματός του, να φαρμακώνει το αίμα του. Ήταν «Η μοναξιά ενός αγίου» που έγραψε το χέρι μου με το αίμα του στην έρημο της σκέψης μου. Ήταν φωνές από το παρελθόν που «…μες στη σκέψη τες ακούει το μυαλό;». Δεν ξέρω.

 

Β
Ο μαθητής του τελευταίου θρανίου

Αν δεν έβλεπα, εντελώς τυχαία, στην εφημερίδα της επαρχιακής πόλης που τυπικά είναι ιδιαίτερη πατρίδα μου, μια αγγελία που καλούσε όσους μαθητές αποφοίτησαν από το σχολείο μου τη χρονιά που αποφοίτησα και η ίδια, και αν δεν πήγαινα στη μοναδική εκείνη συνάντηση των παλιών συμμαθητών στο σαλόνι του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία στο Σύνταγμα, είναι πιθανό να μην μάθαινα ποτέ σε ποιον ανήκαν τα στοιχεία που αναγράφονταν στην καινούρια κάρτα που είχα τρυπώσει στην τσάντα μου.
Η πρόσκληση των παλιών συμμαθητών με πήγε κάμποσα χρόνια πίσω κι άρχισα να ανακαλώ στη μνήμη μου το πρόσωπο και το όνομα καθενός από τους εξήντα πέντε συμμαθητές και συμμαθήτριες και ήμουν πολύ περίεργη να διαπιστώσω αν είχα κάνει σωστούς συνδυασμούς όταν θα συναντιόμασταν.
Όταν έφτασε η καθορισμένη μέρα και ώρα, ήμουν πρώτη στον χώρο συνάντησης. Και για να έχω πλήρη εποπτεία, κάθισα στη γωνία του πλαστικού καναπέ από όπου μπορούσα να ελέγχω τους εισερχόμενους διακριτικά και να κάνω τους αναγκαίους συνδυασμούς και συσχετισμούς των δεδομένων.
Ταμπουρωμένη στην ανωνυμία πίσω από τα εντυπωσιακά μεγάλα μαύρα γυαλιά και κρατώντας προκλητικά ένα τσιγάρο που ποτέ δεν άναψε, γιατί δεν καπνίζω, ανάμεσα στα δυο δάκτυλα του αριστερού χεριού, απολάμβανα δήθεν αμέριμνη τον εσπρέσο μου όντας σίγουρη πως θα με εντόπιζε το περίεργο βλέμμα όλων. Αλλά οι ελπίδες μου διαψεύστηκαν. Οι παλιοί συμμαθητές έρχονταν και συστήνονταν, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, οι φιλοφρονήσεις έδιναν κι έπαιρναν, αλλά κανείς δεν μου έδινε την παραμικρή σημασία. Ούτε από απλή περιέργεια δεν με πλησίασε κανένας να ρωτήσει έστω, αν είχα καμιά σχέση μαζί τους, αν ήμουν εκεί για να τους συναντήσω, δεδομένου ότι δεν είχε έρθει να με συναντήσει κανείς. Ήταν όλοι τόσο αφοσιωμένοι στα δικά τους!
«Τι στο καλό! Τόσο πολύ έχω αλλάξει ή περιφρονούν ακόμα την Κλεοπάτρα του προσφυγικού συνοικισμού; Μάλλον αυτό συμβαίνει. Τους Μικρασιάτες πρόσφυγες μας θεωρούν ακόμα ‘παρείσακτους, περιθωριακούς’», συλλογίστηκα κι ένας κόμπος θλίψης δέθηκε στο λαιμό μου.
Έκανα πως έσβησα το τσιγάρο, το άφησα στο τασάκι κι ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω χωρίς να αποκαλυφθώ στους συμμαθητές μου, διαγράφτηκε πίσω από το τζάμι της κλειστής πόρτας του Καφέ μια αέρινη φιγούρα τόσο γνωστή σε μένα όσο και άγνωστη που με αναστάτωσε.
«Αυτός είναι πάλι!» είπα αυθόρμητα.
Και τότε, μόνο τότε, οι παλιοί συμμαθητές σταμάτησαν απότομα τις διαχύσεις και τις θριαμβολογίες του καθένας, γύρισαν όλοι μαζί προς το μέρος μου και με κοίταζαν έκπληκτοι, λες και μόλις ανακάλυψαν την ύπαρξή μου. Μηχανικά, έβγαλα τα γυαλιά και τα άφησα στο τραπεζάκι μπροστά μου και πριν προλάβω να συστηθώ, ο καλόγερος, άφησε πίσω του δυο ηλικιωμένες κυρίες που τον συνόδευαν, πλησίασε κι απίθωσε στον καναπέ που καθόμουν τα πράγματα που κρατούσε.
«Το υποψιαζόμουν από την πρώτη στιγμή, αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Βουνό με βουνό δεν σμίγει», ψέλλισε, «είσαι η… θύμισέ μου το όνομά σου…»
«Η Κλεοπάτρα Δονάτου ‘του συνοικισμού’», είπα τρεμουλιαστά και με σπασμένη φωνή, «εσείς…», ρώτησα χρησιμοποιώντας από συνήθεια, μπορεί κι από σεβασμό στο ιερατικό σχήμα, πληθυντικό αριθμό.
Αντί να μου απαντήσει, προς μεγάλη έκπληξη όλων, άνοιξε την αγκαλιά του, με τύλιξε με τους τεράστιους βραχίονές του και με κράτησε έτσι μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να βγάλει άχνα. Άκουγα μόνο τους παλμούς της καρδιάς του που χτυπούσαν βιαστικά σαν να ήθελαν να συντονιστούν με τους ατίθασους της ταραγμένης δικής μου. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, όρθιοι, παρακολουθούσαν τη σκηνή άναυδοι, περιμένοντας, προφανώς, την αποκάλυψη του μυστηρίου.
Η αυθόρμητη παράσταση κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας. Αμέσως μετά ο καλόγερος έλυσε τα χέρια του κι αφήνοντας με ελεύθερη να αναπνεύσω, φανέρωσε το πραγματικό του πρόσωπο:
«Ανέστης Ανδρέου», είπε απλά και προσφωνώντας τον ένα μετά τον άλλο με το μικρό του όνομα, αγκάλιασε όλους ασπαζόμενος τρεις φορές τον καθένα, όπως συνηθίζουν όσοι επανακάμπτουν από τις χώρες της Αφρικής. Οι δυο ηλικιωμένες κυρίες που τον συνόδευαν ως την είσοδο του Καφέ, είχαν ήδη αποχωρήσει διακριτικά, γνωρίζοντας προφανώς, τον σκοπό της συνάντησή μας από τον ίδιο. Ακολούθησε η ανταλλαγή απόψεων κι ο καφές εξελίχτηκε σε φαγοπότι που κράτησε ίσαμε αργά το βράδυ.
Κατά γενική ομολογία, κανένας μας δεν μπορούσε να φανταστεί πως, κάτω από τα ράσα και την μαραγκιασμένη όψη του καλόγερου, κρυβόταν ο Ψηλέας ή αλλιώς ο Λέλεκας του τελευταίου θρανίου, ο άριστος μαθητής Ανέστης Ανδρέου. Εκείνο το μοναχικό, σιωπηλό αγόρι με την χαρακτηριστική διαφορά στο χρώμα της ίριδας των ματιών, που στη σκληρή εφηβεία μπορεί να είχε παίξει αρνητικό ρόλο στη συμπεριφορά μας απέναντί του και σε αποχή από μέρους του σε κάθε είδους επαφή με το σύνολο των συμμαθητών που το εισπράτταμε ως απόρριψη και επιλογή της μοναχικότητας. Ή, όπως ερμηνευόταν από τους «επαΐοντες», ως ιδιαιτερότητα του φύλου, εννοείται, και συχνά προκαλούσε τον ψόγο με υπονοούμενα. Εκείνος, ωστόσο, έδειχνε να μην δίνει διόλου σημασία σε όλα αυτά, πως τον αφήνουν αδιάφορο.
Αλλά και ποιος από τους σοφούς καθηγητές μας θα υποψιαζόταν πως ο Ανέστης Ανδρέου ήταν η μοναδικότητα, ένα πλάσμα με ιδιαίτερες ικανότητες, ο μαθητής που έπιανε πουλιά στον αέρα, που ονειρευόταν και πετούσε κυριολεκτικά στα σύννεφα ώστε στην ηλικία των τριάντα ετών να μετέχει στα διαστημικά, ερευνητικά προγράμματα της Ν Α Σ Α. και στα τριάντα πέντε του να μας προκύπτει πατήρ ΙωάσαΦ, ιεραπόστολος;
Και όμως ο Ανδρέου, ο συμμαθητής μας, τις οίδε γιατί, ενώ είχε πετάξει στο αχανές διάστημα, στα αιθέρια ύψη, προτίμησε να προσγειωθεί κατακόρυφα, να μείνει τελεσίδικα στη Γη και να αφοσιωθεί στην υπηρεσία των ταπεινών ανθρώπων. Πώς να φανταζόμασταν τότε ότι θα συναντούσαμε ύστερα από μερικά χρόνια έναν άλλο Ανέστη, έναν ιεραπόστολο, έναν… πατέρα Ιωάσαφ!
Ο Ανέστης Ανδρέου από μαθητής ήταν αντιφατικός και παρέμεινε ως το τέλος αντιφατικός και παράξενος. Ξεκίνησε εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας στο Βέλγιο, συνέχισε φοιτητής αστροφυσικής στη Γερμανία, διαστημικός επιστήμων ερευνητής, καρδιοχειρουργός και γιατρός γενετιστής στη Ν Α Σ Α, κατέληξε μοναχός και ιεραπόστολος, εγκαταλείποντας μια λαμπρή καριέρα που άλλοι ονειρεύονται και ποτέ δεν φτάνουν. Για δικούς του, άγνωστους λόγους, προτίμησε να ξοδεύει την πολύτιμη ζωή του σε αγαθοεργίες και να αναλώνεται στην υπηρεσία των άλλων αυτοεξόριστος στη Μαύρη ήπειρο με τους «Γιατρούς χωρίς Σύνορα».
Εντελώς τυχαία είχαμε συναντηθεί στο τρόλεϊ. Η δεύετρη, όμως, και σημαδιακή συνάντησή μας δεν ήταν τυχαία..
Και δεν ήταν τυχαίο που έμεινα τελευταία κι έκανα πως κάτι έψαχνα στην τσάντα μου ώσπου να απομακρυνθούν οι άλλοι δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία στους δυο μας, χωρίς να ξέρω ποια ευκαιρία έψαχνα, κι εκείνος αποχαιρετώντας τελευταία από τους άλλους εμένα την ασυνόδευτη κυρία, με κράτησε λίγα μόνο δευτερόλεπτα, εντελώς δικά μας, στην έξοδο.
«Αν μπορείς να διαθέσεις λίγο χρόνο, θα ήθελα να βρεθούμε οι δυο μας, μόνοι μας», είπε συνεσταλμένα, σχεδόν ψιθυριστά. Με ασπάστηκε τρεις φορές όπως όλους και μου έβαλε με τρόπο στη φούχτα πάλι ένα διπλωμένο χαρτάκι.
Χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, προφανώς, για να μην δώσει λαβή για σχόλια, και πήγε βιαστικά στις κυρίες που είχαν ξανά παρουσιαστεί και περίμεναν φανερά ενοχλημένες να τελειώσει τα «ιδιαίτερα» μαζί μου. Άνοιξε τα τεράστια χέρια του, αγκάλιασε και τις δυο προς μεγάλη μου λύπη κι απογοήτευση κι απομακρύνθηκαν σιωπηλοί κι απόμακροι μεταξύ τους σαν κάτι να τους βάραινε ή να τους χώριζε.
Σε λίγο τους σκέπασε το ημίφως του δρόμου και πιο πέρα τους κατάπιε το σκοτάδι. Τον έχασα πάλι από τα μάτια μου, όπως και την πρώτη φορά που με άφησε άναυδη μέσα στο τρόλεϊ με μια κάρτα στο χέρι. Για άλλη μια φορά νόμισα πως η περιπέτεια που μόλις είχε αρχίσει, τέλειωσε!
Γύρισα στο σπίτι γεμάτη ένοχα μυστικά γιατί πίστευα και πιστεύω πως δεν υπάρχει μήτε στοιχειώδης διαφορά ανάμεσα στην έμπρακτη και τη διανοητική απιστία. Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμη να κόψω κάθε επαφή με τον ιεραπόστολο.
«Είναι όντως άνθρωπος του Θεού ή μεταμορφωμένος ο διάβολος που ήρθε να καταστρέψει την οικογενειακή μου ευτυχία;» αναρωτιόμουν.

(Ανέκδοτο)

 

 

ph9* Η Ελένη Χωρεάνθη γεννήθηκε στην Aγία Bαρβάρα Tριχωνίδας, του νομού Aιτωλοακαρνανίας. Tελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Παραβόλας και το Γυμνάσιο Θηλέων Aγρινίου. Σπούδασε Παιδαγωγικά στη P. Π. Aκαδημία Πειραιώς, μετεκπαιδεύτηκε δε στο Παιδαγωγικό Iνστιτούτο και στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Παράλληλα με τη δημοσιοϋπαλληλική της ιδιότητα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και με τα γράμματα γενικότερα: ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, κριτική μελέτη, μετάφραση. Iδιαίτερο μέλημά της υπήρξε η σπουδή της Γλώσσας μας. Kείμενά της έχουν δημοσιευτεί και δημοσιεύονται στα εγκυρότερα παιδαγωγικά και λογοτεχνικά περιοδικά της Aθήνας και των επαρχιών (Διαβάζω, Eυθύνη, Tομές, Tραμ, Γραφή, Eλίτροχος, Oδός Πανός, Nέα Eστία, Έρευνα, Περίπλους, Σχολείο και Zωή, το Σχολείο και το Σπίτι, Σύγχρονη Eκπαίδευση, Eπιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας κ.ά.) όπως και σε εφημερίδες (Pιζοσπάστης, Πρώτη, Kαθημερινή, Έθνος, Nέα εποχή Aγρινίου, Λήμνος, Nέα Λήμνος, Φωνή Aιγίου, Xιακός Λαός, Aιτωλική, Eλεύθερος Aγρινίου, Mεσολογγίτικα Xρονικά κ.ά.). Eπίσης στα περιοδικά για παιδιά: Pόδι και Συνεργασία. Tου τελευταίου είναι τακτική συνεργάτης. Kείμενα της, ποιητικά και πεζά, έχουν συμπεριληφθεί στα βιβλία του Δημοτικού “H Γλώσσα μου”. Eίναι τακτικό μέλος της E.E.Λ. Eίναι τακτικό μέλος του Kύκλου του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου, μετέσχε στην επιτροπή κρίσεως για την εισδοχή νέων μελών στην Eταιρία Eλλήνων Λογοτεχνών και από το 1994 είναι μέλος της επιτροπής του Yπουργείου Πολιτισμού για τη βράβευση έργων για παιδιά (Παιδικό Bιβλίο). Έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο Mάρκου Aυγέρη από την E.E.Λ. για το ιστορικό μυθιστόρημά της “Mεσολόγγι, η Πολιτεία του Nερού” και η Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων της απένειμε το βραβείο πεζογραφίας 2000 για το κοινωνικό μυθιστόρημά της με τίτλο: “Η σκοτεινή αποθήκη”. Aπό την Ένωση Aιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών τής απενεμήθη τιμητική πλακέτα για την προσφορά της στα Γράμματα και από το σύλλογο “Tο Λυκοχώρι” για τον ίδιο λόγο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top