Fractal

Ποίημα: “Συνοικία ονείρων”. Από την Ελένη Χωρεάνθη.

Της Ελένης Χωρεάνθη // 

 

Των κεκοιμημένων

 

poihma

 

 

 

Είναι μια συνοικία ονείρων ετοιμόρροπη

στέγες που τρίζουν * οικοδομές που ταράζονται

ακυρώνοντας τα άγια * καταργώντας τα όσια

Μια πομπή από σώματα * γυναικών που φυραίνουν

Κάποτε υπήρξαν ωραία * κατοικημένα από θύελλες

βυθισμένα σε Χίμαιρες * πολλαπλής ωραιότητας

δωρισμένα του έρωτα * εκλεκτά του θανάτου

 

Ο φόβος αυλακώνει το έρεβος των αγνοημάτων

Πληθαίνουν μέσα μου τα συντρίμμια των αισθημάτων

Η φυγή πιλατεύει την αίσθηση του ρυθμού και του θρήνου

Είναι που δε γυρίζει ο χρόνος

ο καημός δε λυγίζει

 

Τριγυρνάω ξιπόλητη νύχτες απόκληρες

στων ονείρων την έπαλξη με βρίσκει το χάραμα

Ανεμίζει και βρέχει ο καιρός αναμνήσεις

βρέφη αιμάτων σημαιούλες ροδόχροες

ανοιγμένες σ’ οράματα =εαρινής ουτοπίας

κουπιά καραβόσκοινα σωσίβια λέμβους

καράβια μακρόπλωρα ταξίδια ουρανόπλοα

υποπτεριδίων ονείρων απατηλότερα

Ακουμπάω στην έπαλξη με προδίδουν τα μάρμαρα

ακούω φωνές τεθλασμένες νηπίων

Είναι των προδομένων των σκοτωμένων τα πρόωρα λέω

τα θηλάζοντα φρίκη κι αφουγκράζομαι

την οδύνη την έρπουσα των μηρυκαστικών

 

Ο γείτονας πέθανε στα εξήντα πέντε του

Τον έφαγε ο Καρκίνος τον καημένο το Χρήστο

η γειτονιά μας ορφάνεψε

Περίλυπη έως θανάτου η φωνή της ειδήσεως

της συνειδήσεως έστω

Βάλτε σειρά ένας ένας όχι όλοι μαζί δεν προφταίνω

Η γειτονιά λιγοστεύει

Τις προάλλες χορεύανε

 

Η Μάγδα έκλαιγε στην κηδεία της Χάιδως

χρόνια δέκα ζωντανή πεθαμένη η έρμη

κι όλα πήγαν του κάκου

προσευχές και τρεχάματα φιλανθρωπίες δωρίσματα

και παρόμοια δοσίματα

Ήτανε όντως δακρυσμένη η Μάγδα θρηνούσε

είχε εξάρτηση φαίνεται με την οδύνη

και τώρα πώς θα ζήσει χωρίς τόση λάτρα

 

Εμείς πάντως βάψαμε σομόν το δωμάτιο

η ζωή ξαναπήρε το δρόμο της

η γιαγιά ήταν στα πρόθυρα της μετάστασης χρόνια

Από τότε δε σίγασε ωστόσο η νοτιά στην ψυχή μου

ο καιρός το γύρισε έκτοτε στη βροχή

βρέχει συχνά πυκνά στην καρδιά μου βροχή πικραμένη

βρέχει ασταμάτητα μέσα μου όξινη μνήμη

Απόκτησε πάντως μόνιμη κατοικία στον κάμπο

η γιαγιά η Μαρία

αινοπαθή πατρίδα ίσως όχι

μα πήρε σίγουρα τέλος η προσφυγιά της

Θα την παρηγορούν τα ζουμπούλια κι οι νάρκισσοι

αδαπάνητοι των γλαυκών ελαιώνων

 

Ακούω βουερό θρήνο μέσα μου ή ράγισε ο κόσμος

Η στέγη μας έχει ρωγμές

κι εγώ δεν ξέρω πόσο θα μείνω ακόμα στην έπαλξη

πόσο θ’ αντέξω

 

Δυο κοτσύφια στον κήπο πεταρίζουν αμέριμνα

έχουν κάμει συνθήκη συνύπαρξης με τον κηπουρό

ή σκόπιμα ίσως τον αγνοούν

τη ζωή τους ξοδεύοντας σαν μια στάλα βροχής στον εξώστη

Τι έχουν άραγε να φοβηθούν ή να χάσουν εξόν απ’ το καθημερινό φαγοπότι

καθώς στον αιώνα που έφυγε και σ’ εκείνον που ορθρίζει

 

Μη με λησμόνει * Οξύνομαι

οξειδώνομαι * στη νοτιά των αιώνων

είπα Και σίγησε η φωνή της μεταμέλειας μέσα μου

της συνειδήσεως έστω

Είναι που βρίσκομαι στην αιχμή του κλαυθμώνος

του απατεώνος αιώνος

 

 

Π. Φάληρο, Νοέμβρης 1999

 

*(Ο ύπνος των μεσημβρινών ωρών, Φιλιππότης, Αθήνα 2004)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top