Fractal

Ένα διήγημα και ένα ποίημα

Της Ελένης Τριβέλλα // 

 

f12

 

 

Το διήγημα

 

Εκεί στη θάλασσα. Δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ, με κολλημένο απ έξω περιτύλιγμα από παγωτό ξυλάκι και στάλες ξεραμένου καφέ, σε μια στιγμή, για μια στιγμή, στην κίνηση του χεριού της, βγάζοντας το τσουλούφι απ το πρόσωπο… σα να είδε με άλλα μάτια.

Κι είδε ένα κορίτσι κακομαθημένο, αλαζονικό, αυτάρεσκο και αναιδή.

Κι έναν άντρα ισχυρό, δυνατό, σημαίνων και με επιρροή.

Και μία σχέση… την σχέση τους, που έμοιαζε με χολιγουντιανή ταινία, να παραλύει και να ξεφτίζει παράξενα και αδιατάρακτα, δίχως αφορμή, εντελώς ξαφνικά.

Δέκα μήνες σχεδόν με τόσες πολλές εναλλαγές, χρώματα διάφορα, αρώματα εξωτικά, εικόνες και επιθυμίες που ικανοποιούνταν πριν ειπωθούν, χατίρια που δεν αιωρούνταν, πραγματοποιούνταν, με διαπεραστικές ματιές σκάβοντας στο υποσυνείδητο. Κάποιες λέξεις δεν είχαν φωνήεντα και μερικές άλλες (οι περισσότερες) είχαν μόνο φωνήεντα. Αυτές ψιθυρίζονταν στα ενδόμυχα και φώναζαν στην έκφραση της φαντεζί φάτσας, παρέα με φαντεζί ρούχα.

Εντυπωσιασμένη κυρίως και απόλυτα προστατευμένη, ασφαλής σα γατάκι που γουργουρίζει ευχαριστημένο, καλοταϊσμένο και ήσυχο, πάνω σε μεταξωτή πολυθρόνα.

Δεν την αγόραζε. Δεν την πουλούσε.

Δεν της δάνειζε. Δεν απαιτούσε προκαταβολή. Δεν την χρέωνε και δεν την πίστωνε.

Την ήθελε κοντά του, δίπλα του. Να ξεχνάει και να ξεχνιέται. Του άρεσε η παιδικότητά της, συνδυασμένη με το άγριο φευγιό της, η φαντασία της και ο τρόπος που ερμήνευε τα πράγματα . Μόνο με σένα μιλάω, της έλεγε. Μόνο σε σένα εκθέτω τον εαυτό μου. Μόνο μπροστά σου κλαίω. Είσαι η μυστική μου πλευρά. Είσαι ψηλά και δεν θα αφήσω την σκοτεινή και παραβατική μου ζωή να σε μολύνει γιατί μετά δεν θα έχω από πουθενά να κρατηθώ. Και την είχε «στην απ έξω» και μακριά από παρανομίες, έκθεμα ανοσιουργήματα, παρατυπίες και φαυλότητες.

Σπάνια της εξιστορούσε και την ενημέρωνε γι αυτά. Όχι γιατί δεν της είχε εμπιστοσύνη, αλλά διότι δεν ήθελε να την μπλέξει.

Αν μας σταματήσει η αστυνομία με το αυτοκίνητο, θα προσπαθήσω να ξεφύγω για λίγο, ίσα για να σου δώσω τον χρόνο να εξαφανιστείς. Θα αρπάξεις την τσάντα σου και θα εξαφανιστείς.

Ήταν μπλεγμένος με ουσίες, με νονούς της νύχτας, με προστασία και εκβιασμούς και μπόμπες αλκοόλ. Υπέθετε, απ τα λίγα που έπαιρνε τ’ αυτί της και μισόλογα δυο φορές που βγήκανε παρέα με φίλους του που δεν είχε ξαναδεί.

Ήταν ο εξυπνότερος και δημιουργικότερος άνθρωπος που είχε γνωρίσει. Ακόμη μέχρι και σήμερα δεν έχει αλλάξει γνώμη και δεν έχει εντοπίσει άλλον ευφυέστερο. Σαν το σπίρτο άναβε ιδέες και λύσεις και πατέντες και διεξόδους. Τσακάλι ήταν, με απίστευτη φωτογραφική μνήμη και πολύπλοκη, παραγωγική και λειτουργική κρίση. Εντόπιζε τις εξελίξεις πριν από τα γεγονότα κι έπεφτε μέσα.

Ήταν γενναιόδωρος και πολύ τρυφερός. Παρόλο τον παρορμητισμό του και την αρρενωπή συμπεριφορά του, περπατούσε αθόρυβα στο δωμάτιο, ξάπλωνε στο κρεβάτι σαν το πούπουλο και την αγκάλιαζε με αργούς και κυματιστούς χορούς των δακτύλων του. Ήταν πολύ περήφανος που την είχε. Την καμάρωνε. Της αγόραζε ρούχα που θεωρούσε ότι θα την κολακεύουν. Έτρεχε πάντοτε, από δω κι από κει. Ήταν πολυάσχολος. Ερχόταν με τσάντες γεμάτες σικάτα φουστάνια που «τα είχε πάρει το μάτι του» σε μια βιτρίνα. Σε φαντάστηκα μέσα σ’ αυτό, της είχε πει, την πρώτη φορά, φιλώντας της το χέρι, μόλις την αντίκρισε. Είχε εμμονή με τα ρούχα. Τον εξιτάριζε να πηγαίνουν μαζί στα μαγαζιά, ειδικά σε κάποια μπουτίκ στην Πατησίων, που τότε ήταν must, να βολεύεται στο σαλονάκι κι εκείνη να του κάνει πασαρέλα. Μεσημεράκι, στο δοκιμαστήριο,” την έπαιρνε μάτι”, σα να μην την είχε ξαναδεί γυμνή. Και γέλιο. Πάρα πολύ γέλιο. Τόσο τρανταχτό γέλιο, έβγαινε κατευθείαν απ τα σπλάχνα. Και ποτό. Και μπουζούκια και κλαμπ και ακριβά piano bar και ταξίδια και τρέλες, πολλές τρέλες, απ αυτές που λες «δεν γίνεται»

Ανάλογα με την διάθεση και τη δύναμη της στιγμής. Πάμε για καφέ; Έφταναν στο αεροδρόμιο, έπαιρναν το πρώτο αεροπλάνο, συνήθως εσωτερικής πτήσης, απολάμβαναν την θέα και γύριζαν πίσω. Κάποια μέρα ήπιαν καφέ στην συμπρωτεύουσα και σε να μεγάλο νησί. Την ίδια μέρα.

Όταν είχαν πάει στην Χαλκιδική, μονορούφι τον δρόμο, ύστερα από ξενύχτι, αυτός ξεκουράστηκε για λίγο στο δωμάτιο κι εκείνη έκανε την βόλτα της τριγύρω. Μόλις συναντήθηκαν του φάνηκε στραβομουτσουνιασμένη…τι έχεις κοριτσάκι; την ρώτησε. Νομίζω πως θα μ’ άρεσε καλύτερα στην Κέρκυρα, του είπε. Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά ήταν στο αυτοκίνητο μαζί και συνέχιζαν για το νησί των Φαιάκων.

«Κοριτσάκι» την είχε βαφτίσει. Ποτέ δεν την προσφωνούσε με τ όνομά της. Αυτή το λάτρευε το χαϊδευτικό της, περισσότερο διότι δεν είχε «μου». Το έβρισκε ευφάνταστο, γλυκό κι ελεύθερο. Χωρίς ίχνος ιδιοκτησίας και κτητικότητας… φρεσκοκαμΜένη από δαύτα.

Έκανε τις δουλειές του με μαστοριά. Δεν της έδωσε ποτέ κανενός είδους δικαίωμα. Δεν την ανακάτεψε ακόμη κι όταν χρειάστηκε να την χρησιμοποιήσει για άλλοθι. Δεν θα ‘λεγε ψέματα. Οι δυο τους ήταν τότε. Δεν ήθελε όμως να στοχοποιηθεί και να αρχίσει «πάρε δώσε» με την αστυνομία. Είχε στείλει τον μικρό να παραλάβει χύμα ουίσκυ από τα Γιάννενα κι εκείνος νταραβεριζόταν με κάτι μπράβους στην Αθηνών Λαμίας κι ύστερα βρέθηκαν κατασκηνώνοντας σε παραλία της Αττικής. Τα «παιδιά του» τα χαν κανονίσει εξαιρετικά. Σα να είχαν μετακομίσει ολόκληρο δωμάτιο στην άμμο. Πως να μην τον αγαπούσε; Κάθε μέρα ήταν γιορτή. Κάθε μέρα μια έκπληξη που την συντάραζε.

Άλλαζε όμως. Όταν τον άκουγε να συνομιλεί στο τηλέφωνο. Όταν βρέθηκαν μαζί τους, φίλοι του. Όταν κάποιος ερχόταν και του ψιθύριζε στ αυτί. Άλλος γινόταν. Θηρίο. Έλαμπαν τα μάτια του. Δυνάμωνε μπάσα η χροιά της φωνής του. Εξαφανιζόταν για λίγα λεπτά και επέστρεφε διαφορετικός. Όπως τον γνώριζε.

Την βραδιά που ανακάλυψε τα όπλα στο αυτοκίνητο, ανοίγοντας το πορτ μπαγκαζ τυχαία, έγινε μεγάλος σαματάς. Τι γίνεται επιτέλους με σένα; Γιατί δεν μου λες; Τι συμβαίνει; Ξεκάθαρα και ντόμπρα πες μου. Τον πείραξε το «ντόμπρα», γι αυτό του το τόνισε άλλωστε. Άπειρες φορές είχαν τσακωθεί για την μυστικοπαθή συμπεριφορά του. Κι επειδή ήθελε να την προστατεύσει, της μπέρδευε με φανταστικά συμβάντα τα πράγματα και λέγοντας ψέματα δικαιολογούσε την απουσία του ή την καθυστέρησή του. Όταν καταλάβαινε το κοριτσάκι την παντελή σχέση με την αλήθεια, άρχιζε καυγάς μεγάλος…όπως τότε που του είχε γδάρει το πρόσωπο με τα νύχια της, από οργή. Κι ενώ εκείνη του φώναζε, τον έβριζε, τον εξευτέλιζε με λόγια, σπρωξιές και χαστούκια, ο τύπος δεν την είχε αγγίξει ποτέ. Δεν ήθελε να επιδείξει την κυριαρχία της πάνω του. Πιο πολύ να τον δοκιμάσει ήθελε και να ξεσπάσει. Να εκτονώσει τον θυμό και να εκτονωθεί. Ίσως να έψαχνε και μια αιτία να ξεγλιστρήσει. Έσκυβε το κεφάλι, συνήθως καθιστός και σιωπούσε, μέχρι να της περάσει. Τα ‘βαζε με Θεούς και δαίμονες. Δεν τρόμαζε ποτέ. Κοιμόταν με μισάνοιχτα μάτια. Είχε έρθει στα χέρια με τρείς νταβατζήδες, μια φορά και τους έκανε καλά με λίγα ράμματα στο κεφάλι κι ένα διάστρεμμα στον αστράγαλο. Δεν τους κατάπινε τους νταβατζήδες με τίποτα. Αυτά τα «πλέμπη» έλεγε, είναι να τα κόψεις κομματάκια και να τα πετάξεις στα γουρούνια να τα φάνε. Το είχαν θυμηθεί τα φιλαράκια του, σε να τραπέζι που είχαν πάει καλεσμένοι.

Πες μου μια ιστορία, κοριτσάκι. Κι έβαζε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της ν ακούσει την ιστορία, σαν μωρό. Κάθε φορά κι άλλη ιστορία και του χάιδευε τα μαλλιά κι έκαιγε η ανάσα του και ξεφυσούσε. Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα κοριτσάκι; Είσαι ότι δεν είμαι. Ότι θα ήθελα να είμαι αλλά είμαι ταμένος γι αλλού. Με τρώει, όχι τόσο για το χρήμα (και για το χρήμα) μα πιο πολύ για τον κίνδυνο. Είσαι το καλό μου.

Εκεί λοιπόν στη θάλασσα…τον παρακολουθούσε να πίνει τον καφέ του, ρίχνοντας μια σακούλα σουπερ μάρκετ στον κάδο. Όπως πήρε την στροφή να γυρίσει κοντά του… έμεινε ακίνητη, άγαλμα!

Την κοίταξε, σα να ήξερε. Σηκώθηκε από την ξαπλώστρα, άναψε ένα τσιγάρο και προχώρησε κοντά της με το αγαπημένο της ύφος, αυτό του θετικού που δεν κοντράρει με το αρνητικό, αλλά είναι καθαρό κι ατόφιο.

Στήθηκε απέναντί της. Την κάρφωσε ευθεία στα μάτια. Χαμογέλασε λοξά.

Δεν είσαι για εδώ κοριτσάκι, της είπε

και της φίλησε το χέρι

με να δάκρυ ανακατεμένο με την αλμύρα της θάλασσας.

Της θάλασσας, κοριτσάκι.

Ακούςςςςς;;;;

(Αφιερωμένο

Σε εκείνη που μοιραστήκαμε έναν καφέ, μαζί με φλασάκια απ την ζωή της…αληθινή ιστορία)

 

 

Το ποίημα

 

Βουνά παράλληλα

κι ανάμεσα θάλασσες

βρέχουν βασανισμένες λογικές.

Αυτές που πρόβαλλες εμπόδιο

από φόβο.

 

Τυραννάς ένα τσουβάλι έντερα.

Τα δένεις κόμπο.

Μπλεγμένα

τα πετάς στη θάλασσα

αφού δέσεις το σακί

στον αριστερό σου αστράγαλο.

Να κολυμπήσεις

στα άπατα.

Κι εκεί στα βαθιά,

να φωνάξεις “βοήθειααα”.

 

Αιτία θανάτου: πνιγμός.

Αιτία ζωής: πνιγμός.

 

Όταν οι δύο αιτίες ταυτίζονται,

μάλλον την προσοχή

επιδίωκες να σε τραβήξει

στην επιφάνεια.

 

Καλό σου ταξίδι.

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top