Fractal

Ποίηση: “Ένα κοράκι αρνήθηκε τη φύση του.”

Της Ελένης Τριβέλλα //

 

f7

 

Δυόσμος και μέντα

σε να κρεβάτι

που πάλιωσε.

Στις άηχες λέξεις

κατακόρυφα εκρήγνυται

ο θυμός

του άδειου βλέμματος,

η μανία μιας αστραπής

που διαλύθηκε,

ξαφνικά.

Πασιφανές αντίκρισμα

ο μαρασμός,

με παρωπίδες γυαλιστερές

στην ψυχή,

στην σκέψη,

στον ευκρινή σχεδιασμό

της προτροπής

των ανοιχτών χεριών,

άψυχης πρωινής δροσοσταλιάς.

Σπιλιάδες ανέμου

επάνω στο μπλε…

βρεγμένα βήματα.

Επιλεκτικά

επιλαχόντας

βαπτίστηκε,

πριν στάξει

στο μέτωπο το λάδι.

Στης στάχτης

το ξαναγέννημα,

βαρύς κοιλόπονος,

μήτρα που καρτερούσε

να ελευθερωθεί.

Αίμα που έβαψε

το φως του δειλινού

κι ήθελε χαλκό

να μυρίζει.

Θρύμματα και κρίματα,

πήγματα και ψήγματα

αλμυρού νερού,

τσουβαλιασμένα

στις άδειες τσέπες

και στο γαζί που ξέφτισε

μια στάλα

τσούλησε

υγραίνοντας

τα κατάξερα ρούχα,

αυτά απ το σχοινί,

τα παραφορτωμένα ήλιο.

Μπηχτές, τρελές ματιές,

στο πάνινο παπούτσι,

στην αλλαγή του βήματος,

στο κάγκελο.

Εκεί, στο σίδερο,

πριν από την βουτιά

άφτερου αγγέλου.

Εκεί…

στροφή απότομη,

ταχύτατη,

επίπλαστη,

παραδεισένια.

Κλωτσώντας

και σπρώχνοντας

το άδειο κύτταρο

ένα κοράκι μάζευε

μυαλά και καρδιές

από το μάρμαρο

και χάραζε θαύμα ανείπωτο,

αιφνίδιο·

αυτοστιγμεί

φύσηξε ζωή

στα παγωμένα χείλη.

Ένα κοράκι

αρνήθηκε τη φύση του.

Νηστικό από σκουλήκια

σάπιου κρέατος,

λιωμένης σάρκας,

σε σκουπιδότοπο

αστικής πολυκατοικίας.

 

Στον εξακολουθητικό μέλλοντα

ένα κοράκι

τριγύριζε,

ατένιζε,

αλέτρισε φρέσκο χώμα,

συνέτισε

νοήματα.

 

Βόμβησε,

έπεισε

και έφυγε.

 

Ένα κοράκι….!

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top