Fractal

Δύο ποιήματα

Της Ελένης Τριβέλλα //

 

poetry

 

Γεράνια φυτεμένα στις γλάστρες

με μπουμπουκιασμένα μάτια,

λοξεύουν

κρυφοκοιτάζοντας

τον ήλιο.

Μπετόν και σίδερα

βρωμάνε πολιτισμό,

κουτιά από τούβλα

που ασφαλίζουν ανθρώπους,

που απασφαλίζουν αέρα

ανακατωμένο με τον άνεμο.

Σε να παράθυρο με κάγκελα

φουμάρει ο κοστουμαρισμένος,

καλοπέραση.

Στην άσφαλτο, πιο κάτω,

καίνε τα λάστιχα οχημάτων

απ την τριβή της βιασύνης.

Ένα παιδί σχεδόν δεμένο

στο μπράτσο της μαμάς του

κλωτσά εικονικά και επαναλαμβανόμενα,

περιμένοντας

να διασχίσουν τον δρόμο.

Σε μια βάρκα ξύλινη, μπλε,

με πάνινο γιατάκι

αλωνίζει ο ψαράς στον κίνδυνο.

Μόνος, περήφανος και αδαής

των πραγμένων

και των πεπραγμένων,

σηκώνει το καπάκι

απ το φελιζολένιο ψυγείο

βουτάει τα χέρια του στον πάγο

για να δροσιστεί.

Αφυδατωμένη επιδερμίδα

και τραχιά χέρια,

γρατσουνισμένα,

να αγκαλιάζουν,

να δουλεύουν,

να πίνουν,

να σκουπίζουν τον ιδρώτα.

Άγια χέρια,

άγια ζωή,

λιβανίζουν

τους πιο κρυφούς μου

πόθους.

 

________________________________

Κρατάς κλειδωμένες τις κρύπτες,

αντιφεγγίζοντας θολά στα τζάμια

λυσσασμένες κραυγές

πνιγερής σιωπής.

Σκάβεις με τα γόνατα,

σβουριχτά.

Να μην αφήσεις αποτυπώματα.

Να μη σε προδώσει

ο απειροελάχιστος κύκλος

του δακτύλου σου.

Για να καταχωνιάσεις το πτώμα.

Πρόχειρα, αρνακούκουδα,

βιαστικά.

Χωρίς μάρτυρες.

Με μαρτυρίες της παρουσίας σου

ή της απουσίας σου

από κείνα που συμμετείχες

κι απ τ άλλα που φοβήθηκες.

Σινάφι πια.

Ορκίστηκες στο χώμα

που σε γέννησε

και στον άνεμο

που σε φύσηξε,

να κόψεις την κλωστή

σε μικροσκοπικά κομμάτια.

Να τραβήξεις την σκουριασμένη άγκυρα

στο λιμάνι με τους κυματοθραύστες.

Να κλάψεις για τελευταία φορά.

Να θάψεις

τον τρεμάμενο ανθρωπάκο

που βολεύτηκε,

μαζί με το φτυάρι και τον γκασμά.

Να γίνεις αντιστρόφως ανάλογος

των κυττάρων της κληρονομιάς σου.

Να δανειστείς γονίδια

από θαλασσοπόρους,

ερημίτες και στοχαστές.

Ν αλλάξεις το αίμα σου

με πλάσμα ταύρου,

πεινασμένου λύκου

και κατακτητή της χιονισμένης

κορυφογραμμής.

Για ν αναθαρρέψεις,

στα μικρά σου χρόνια

η γιαγιά σου έσφαξε την κότα

κρατώντας στην παλάμη

την ματωμένη καρδιά της

και στην έδωσε να την φας.

Έτρεξες.

Ακόμη σε κυνηγάει στους εφιάλτες σου

ένα τόσο δα μικρούλι

πραγματάκι,

που δεν κατάπιες.

 

Και ο καθρέφτης;

Μην ξανακοιταχτείς

στον καθρέφτη.

Της ψυχής σου το είδωλο

βουτάει στην λίμνη

Άμα την αναταράξεις.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top