Fractal

Ελένη Ψυχούλη: «Ο κερδισμένος είναι αυτός που τολμά και δεν δένεται στη ρουτίνα της συνήθειας»

Από την Αργυρώ Μουντάκη //

 

i-eleni-psychouli-mageireyei-tou-kalou-kairou

 

Πώς γίνεται ένα βιβλίο μαγειρικής να είναι λογοτεχνία; Δεν μπορεί κανείς να το φανταστεί αν δεν διαβάσει το βιβλίο «Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού» (Εκδόσεις Πατάκη, 2013). Δεν θα μπορούσε να υπάρξει τίποτα περισσότερο σε κείμενο λογοτεχνικής γραφής σε βιβλίο για τη διατροφή και τη μαγειρική. Επειδή η Ελένη Ψυχούλη είναι ειλικρινής και αυθεντική προτίμησα στη στήλη μας να αναδείξουμε περισσότερο την λογοτεχνικότητά της και όχι την ανυπέρβλητη –ούτως ή άλλως- μαγειρική της δεινότητα και άποψη.

 

Μαγειρεύοντας του καλού καιρού

b188381Ένα βιβλίο-λεύκωμα των μαγικότερων διακοπών που διαβάζεται ή ξεφυλλίζεται κυρίως το χειμώνα. Το σχεδίασε ο αδελφός μου, το φωτογράφισε ο καλύτερός μου φίλος, έγραψα τα κείμενά του σε επτά μόλις άγρυπνες νύχτες και ημέρες, κοιτάζοντας τη θάλασσα από την αυλή μου. Αμακιγιάριστη, αληθινή, η ζωή στο χωριό των παιδικών μου χρόνων, τα φαγητά της κάθε μέρας, τα μπάνια και οι μαζώξεις με τους φίλους. Όταν το έγραψα, όλοι ζούσαμε το πρώτο, επώδυνο σοκ της κρίσης. Το έκανα σαν αντίδοτο, σαν ευχή, σαν μια ανάσα αισιοδοξίας σε έναν κόσμο όπου όλοι μιλούσαν για λεφτά, ξεχνώντας πως η πραγματική ευτυχία είναι το πιο δωρεάν δώρο: κρύβεται στη θέα της φύσης, στη λιτότητα της νοστιμιάς που μαγειρεύεις με τα λαχανικά του μποστανιού, στη ζωή της παραλίας, με φίλους, σαγιονάρες και ένα παρεό. Επίτηδες δεν έδωσα ποτέ το όνομα του χωριού, για να ταυτιστεί ο καθένας με τη μνήμη και την πραγματικότητα του δικού του χωριού.

 

Η αγνότητα

Η νέα κουζίνα, παγκόσμια, είναι λιτή. Δίνει σημασία στην απόλυτη ποιότητα της πρώτης ύλης, στο μοναδικό προϊόν του κάθε τόπου, στη μικρή τοπική παραγωγή, στο αγνό λαχανικό χωρίς χημικά, στα δεύτερα κομμάτια του κρέατος και στα ζώα από παλιές ράτσες, προτιμά να πληρώσει κάτι παραπάνω για κάτι μοναδικό κι ας καταναλώσει λιγότερο. Η υπέροχη αγνή πρώτη ύλη, μαγειρεύεται ελάχιστα και πολύ απλά, χωρίς φλυαρίες και εντυπωσιασμούς.

 

H μαγειρική

Η μαγειρική αλλά και ό,τι έχει σχέση με την πρώτη ύλη είναι το πάθος μου. Θα έλεγα μάλλον ότι το κάθε καλό προϊόν πρωτίστως είναι η μεγάλη μου αγάπη. Παρακολουθώ εδώ και χρόνια το μικρό θαύμα της νεότερης τοπικής παραγωγής, τη νέα γενιά προϊόντων που έρχονται από το χωριό και ευχαριστώ το θεό που σαν δημοσιογράφος έχω το βήμα να μεταφέρω την πληροφορία σε ένα ευρύτερο κοινό, κυρίως της πόλης, που γνωρίζοντάς το έχει να κερδίσει σε γεύση και υγεία. Εξάλλου, η προώθηση της νέας ελληνικότητας μεταφράζεται σε πολιτισμό και οικονομικό μέλλον αλλά και περηφάνια. Κι όλα αυτά μας χρειάζονται για να βγούμε από τη δύσκολη περίοδο.

 

Το πιρουνάκι

Ήταν το δικό μου στοίχημα της αποκέντρωσης. Μια ευκαιρία να αλλάξω ζωή, να γυρίσω σελίδα και ταυτόχρονα να αναμετρηθώ με ένα μακρινό παρελθόν, στην πόλη της παιδικής μου ηλικίας, με την οποία είχα χάσει κάθε επαφή. Ο Βόλος είναι για μένα κάτι ολόφρεσκο και ολοκαίνουριο, μια πόλη όπου κάθε μέρα ανακαλύπτω κάτι καινούριο, ζω σαν φοιτήτρια στα 18 και ταυτόχρονα έχω ένα εστιατόριο όπως μου αρέσει, με απλό, καθημερινό φαγητό και ντόπια προϊόντα.

 

eleni-psixouli

 

Περπατώντας

Ο Βόλος είναι για μένα η οικειότητα, οι συναντήσεις χωρίς ραντεβού, ξενύχτια και γλέντια που στήνονται χωρίς να το προγραμματίσεις από το τίποτα, ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα που συναντιούνται σε κάθε σου βλέμμα. Η επαρχία είναι ποιότητα ζωής, το πιο υγιεινό και ποιοτικό φαγητό που αποκλείεται να βρεις στην Αθήνα, χρόνος για σιέστα, χρόνος για σένα, μια μέρα που διαρκεί 48 ώρες σε σχέση με τους ρυθμούς της Αθήνας που έχει καταντήσει απάνθρωπη.

 

Στο Πήλιο

Το Πήλιο είναι ο έρωτας. Ο Βόλος είναι για μένα το πρώτο βήμα μιας ευχής. Ίσως καταφέρω αργότερα να αποκεντρωθώ ακόμη περισσότερο, να ζήσω την απόλυτη νιρβάνα στο χωριό, μέσα στη φύση. Δεν ξέρω αν θα το άντεχα για πάντα αλλά για ένα διάστημα θέλω να το πειραματιστώ. Όσο μεγαλώνεις σε ενδιαφέρει να πετάς πράγματα και βάρη, να μπορείς να ζήσεις με το απόλυτα απαραίτητο, το πιο λίγο, το πιο ουσιαστικό. Μια βόλτα στο βουνό, ένα ψάρι βγαλμένο μόλις από τη θάλασσα, μια ντομάτα από το μποστάνι, τα βιβλία, το κέντημα και τις μουσικές σου.

 

Η τέχνη της ζωής

Είναι η αγάπη των μικρών πραγμάτων. Να κλαις από ευγνωμοσύνη για την κάθε μέρα που ξημερώνει και είσαι εκεί να την δεις, αρτιμελής και υγιής, ένας καφές με τους φίλους, ένα τσίπουρο, ένα τραπέζι στρωμένο από το τίποτα και κυρίως κάποιες ουσιαστικές κουβέντες που βγαίνουν από την ψυχή.

 

Οι επαγγελματικές φιλοδοξίες

Είμαι πολύ φιλόδοξη και έχω βάλει πολλά και δύσκολα στοιχήματα με τον εαυτό μου. Τώρα πια μπορώ να δηλώσω χορτασμένη. Η μόνη πρόκληση πια για μένα είναι οι συνολικές προσπάθειες, όταν μαζευόμαστε κάποιοι με το ίδιο όραμα για να βοηθήσουμε μια κατάσταση. Το μόνο που θέλω είναι να βοηθήσω με το μικρό μου κύρος κάποιους νέους παραγωγούς, βοηθώντας έτσι να στηθεί μια νέα Ελλάδα. Αληθινά ευρωπαία και ακομπλεξάριστη.

 

47597-eleni_psyhoyliΑν γύριζα το χρόνο πίσω

Θα έκανα ακριβώς τα ίδια. Και τα σωστά και τα λάθη. Έχω ζήσει δεκάδες ζωές σε μία και θεωρώ ότι το ωραιότερο έργο που έχω δει είναι η προσωπική μου ιστορία. Μια ιστορία χωρίς φόβο και με πολύ πάθος. Κι ας την έχω πληρώσει ενίοτε πολύ ακριβά.

Ζώντας στα άκρα είναι η μόνη ζωή που ξέρω να ζω. Ποτέ δεν υπολόγισα την ασφάλεια ή το κόστος των αλλαγών. Έζησα όπως μου κάπνισε την κάθε στιγμή και ποτέ δεν βασάνισα μια απόφαση, μετρώντας τα υπέρ και τα κατά. Γιατί στο βάθος ξέρω πως ο κερδισμένος είναι αυτός που τολμά και δεν δένεται στη ρουτίνα της συνήθειας.

 

 

Τα χρόνια στη Γαλλία

Πολλοί με ρωτούν για εκείνα τα χρόνια αλλά θεωρώ το ενδιαφέρον πολύ υπερτιμημένο. Έτυχε να μεγαλώσω στη δεκαετία του ’80, μια ευλογημένη εποχή, χωρίς προβλήματα, όπου ο κόσμος άλλαζε μέσα από τις μουσικές σκηνές, τα κλαμπ, τα πάρτι, τη μόδα, την τέχνη, τη διανόηση. Απλά ήμουν παιδί της γενιάς μου. Ανάλογα, όμως, ενδιαφέρουσα είναι και η εποχή της καμπής που ζούμε τώρα. Είναι μεγάλη τύχη να δουλεύεις στην ωριμότητά σου για έναν καινούριο κόσμο, πάνω στο πτώμα του προηγούμενου.

 

Κοιτάζοντας το γιο μου

Νοιώθω ενίοτε πολλές ενοχές για την κληρονομιά που του αφήνω. Και δεν ξέρω καν τί θα μπορούσα να έχω κάνει για να γεννηθεί σε έναν καλύτερο πλανήτη. Ωστόσο, επιμένω να εμπιστεύομαι τη δικιά του γενιά περισσότερο από τη δική μου.

 

Ονειρεύομαι

Χιλιάδες πράγματα που μου κόβουν καθημερινά τον ύπνο. Και το χειρότερο είναι πως όλα μου τα όνειρα τα μεταμορφώνω σε πραγματικότητες. Γιατί η ζωή είναι μικρή και πρέπει να τρέξεις πολύ για να τη χτίσεις στα δικά σου μέτρα και μόνον, αγνοώντας τις απόψεις και τις κρίσεις των άλλων.

 

toukaloukairoua

 

 

Ακολουθούν δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:

 

Η πόλη πάει διακοπές στο χωριό (σελ. 28-29)

Φορτώνουν να φύγουν. Δέκα μέρες στην πανσιόν πάνω στο κύμα, στο γραφικό χωριό των είκοσι κατοίκων, να ζήσουν, λένε, την κάθαρση, το μακριά από τον πολιτισμό της ξαπλώστρας, του ριζόρτ και γενικότερα. Το αυτοκίνητο φορτωμένο σαν γαϊδούρι, το λυπάσαι. Βαλίτσες, βαλιτσάκια και βαλιτσόπουλα, στο τέλος αποφασίζεις να λυπηθείς πιο πολύ τα πιτσιρίκια που θα βγάλουν το καυτό οκτάωρο της Εθνικής σαν παστές σαρδέλες κλεισμένες σε σαρδελοκούτι. Μα τι μπορεί να χρειάζεται ένας άνθρωπος, αναρωτιέσαι, για ένα δεκαήμερο στον πλανήτη της αθωότητας. «Μαγιό, παρεό, σαγιονάρες, ένα ζακετάκι για το βράδυ» σου απαντούν οι νέοι Ροβινσώνες. Και τι περιέχουν τότε οι τόνοι των αποσκευών; Και του πουλιού το γάλα του μεγάλου υπερμάρκετ, από μπάρες δημητριακών, εβαπορέ και ρυζογκοφρέτες μέχρι έτοιμη σάλτσα ντομάτας. Μέσα στο κατακαλόκαιρο της ντοματιάς. Ο αστός μπορεί να απεκδυθεί τη γραβάτα και τα τακούνια του, όχι όμως και τα φλέικς του πρωινού του. Η έρημη παραλία τον μαγεύει, η έλλειψη όμως σοκολατούχου με ημερομηνία λήξης είναι ικανή να τον πανικοβάλει. Στις παλιές διακοπές στο χωριό κουβαλούσαμε μόνο τα ρούχα μας. Η κατσίκα της γειτόνισσας μας άφηνε κάθε πρωί το γάλα στην πόρτα μαζί με τα πρωινά σύκα, τα μποστάνια του χωριού μάς έθρεφαν αγνά, κρέας τρώγαμε όταν έσφαζε ο γείτονας, εξάλλου δεν ξέραμε τι να πρωτοκάνουμε με τη φρέσκια γόπα και το σαυρίδι από τη βάρκα του μπαρμπα-Τάσου. Για δυο μήνες τρώγαμε αλλιώς και καλύτερα. Το μενού του καλοκαιριού και της αθωότητας. Και πιο φτηνά. «Τα παιδιά» ανταπαντά η μαμά «αποτροπιάζονται με το γάλα της κατσίκας, τα ντόπια τυριά μυρίζουν στάνη, οι μελιτζάνες από το μποστάνι είναι πικρές, το ζυμωτό ψωμί δεν είναι κρίσπι και το ζυγούρι δεν μασιέται». Άσε που η φέτα της κυρίας Κατίνας δεν κυκλοφορεί σε πλαστικό με τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά και μπορεί να σου προκαλέσει μελιταίο πυρετό. Ο ψαγμένος της πόλης ορκίζεται στην τεχνολογία των τροφίμων, στο πιστοποιημένο βιολογικό σε συσκευασία, στην «ασφάλεια». Ασχέτως αν αυτή η «ασφάλεια» και η πανύψηλη τεχνολογία ευθύνονται ενίοτε για αρρώστιες θανατηφόρες, πολύ πιο τρομερές από τον παλιό γνώριμο μελιταίο πυρετό. Χρόνια τώρα παρατηρώ τις «ψαγμένες» μικρομάνες παραθερίστριες, αυτές που από υπέρμετρη μητρική ευαισθησία τρέχουν ολοταχώς στον παιδοψυχολόγο για ένα στραβοκοίταγμα του μωρού τους, να ψωνίζουν στο μίνι μάρκετ της Χαρούλας πλαστικά κρουασάν, πορτοκάλια από την Ισπανία και ροδάκινα από τη Γουατεμάλα, κρεμοτύρια σε ασημόχαρτο κι ό,τι τους θυμίζει το γιγα-σούπερ-μάρκετ που ξέρουν και εμπιστεύονται. Σχεδόν με πληγώνει που δεν μπαίνουν στον κόπο να ψάξουν τα καλά που βγάζουμε εμείς στο χωριό, να ρωτήσουν στις αυλές για κανένα αληθινό αυγό, ένα ντόπιο κολοκύθι. Σχεδόν, επίσης, νιώθω βλαμμένη, που σαν μπαίνω στο μαγαζί συνεννοούμαι με τον Θωμά, τον γιο της Χαρούλας, με συνωμοτικά νοήματα, για το ποιο καφάσι περιέχει το ντόπιο πράγμα. Σαν το τζάνκι που στα κρυφά κάνει το νταραβέρι με τον ντίλερ του στη μέση της Ομόνοιας.

 

Το φρέσκο αυγό (σελ. 31)

Όταν ήμασταν μικροί, τα καλά πράγματα τα βρίσκαμε στα πόδια μας εύκολα, φτηνά και αβάδιστα. Το μόνο που μας παίδευε ήταν το φρέσκο αυγό, «από την κότα» όπως το περιέγραφε κωδικά η γιαγιά, αφού τα άλλα, της πόλης, ήταν, λέει, «της μηχανής». Κάθε απόγευμα έπαιρνε για δόλωμα εμένα, τον αδελφό μου και το ανορεκτικό μας παρουσιαστικό κι αρχίζαμε την περιφορά στις εξώθυρες. Εκείνη η αγέρωχη, αριστοκρατική και είρων Σκορπιός προσποιούνταν το πιο μισοκακόμοιρο ύφος του ρεπερτορίου της, μας έβγαζε μπροστά κι άρχιζε τα παρακαλετά: «Κανένα αυγουλάκι, κυρα-Βαρβάρα μου, για τα μωρά, κοίτα την αδυναμία τους, δεν τρώνε τίποτε, ψυχικό θα κάνεις, δεν ξέρεις τι τραβάω, τίποτε δεν τρώνε!». «Αυγό!» εντυπωσιαζόταν η κυρα-Βαρβάρα με τις εξήντα κότες. «Πού να το βρω, καλό μ’! Με τέτοια ζέστα δεν γεννάν οι κότες!». Στο ούτω καθεξής και μετά από πέντε έξι προσπάθειες, θυμάμαι το χέρι που στο τέλος ξετρύπωνε μέσα από τα σιδερένια κάγκελα της αυλής για να μας δώσει ευλαβικά δύο μικρά αυγουλάκια τυλιγμένα μέσα σε χαρτοπετσέτα. Η γιαγιά τα παραλάμβανε με μια απαλή κίνηση, λες κι έπιανε την ψυχή μιας πεταλούδας, τα έσφιγγε προστατευτικά στο στήθος της. Κι εγώ ήθελα να πεθάνω από την ντροπή μου. Ο κλειστός χαρακτήρας μου επαναστατούσε σ’ αυτή την επίδειξη της ενδοοικογενειακής μας διαμάχης για μια μπουκιά φαΐ, ντρεπόμουν που η γιαγιά έπρεπε να επιδεικνύει τα κόκαλά μου και μάλιστα για κάτι που ήταν ένα σιχαμερό αυγό κι όχι κάτι σαν παγωτό ξυλάκι ή μια σοκολάτα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, έτσι και τώρα η αναζήτηση του «αυγού από κότα» εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος πονοκέφαλος των διακοπών. Μέσα σε μια διαβολική συγκυρία, οι κότες του χωριού σταματάνε να γεννάνε τη βδομάδα ακριβώς που φτάνουμε εμείς ορεξάτοι. «Αμ, τώρα που ήρθες, ούτε ένα δεν έχω να σ’ δώκω! Μέχρι μια βδομάδα πριν δεν ξέραμε πια τι να τα κάνουμε». Όταν βρούμε το πολύτιμο εμπόρευμα, απολαμβάνουμε τις μπουκιές μικρές μικρές, σαν σπόρια από χαβιάρι, να μην τελειώσει ποτέ αυτό το αυγουλάκι, το μικρό, το τόσο δα, το ανυπέρβλητο, το τύφλα να ’χει ο αστακός. Από ό,τι μαγειρεύω, κρατάω και λίγο για τις κότες της Μορφίας, τους πηγαίνω τα μπαγιάτικα ψωμιά μας και ό,τι περισσεύει από τα λαχανικά που καθαρίζω, βάζω μέσα και λίγο κέικ, λίγη καρυδόπιτα, κάτι να νοστιμευτούν μπας και μας κάνουν τη χάρη να γεννήσουν κανένα αυγό παραπάνω. Πλην ματαίως, καθώς το υψηλό βαρομετρικό τις κάνει τεμπέλες και ακαμάτρες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top