Fractal

Διήγημα: “Καλοκαίρι”

Της Ελένης Μπουκαούρη //

 

 

καλοκ

 

 

Αισθάνθηκε την ύπουλη, υγρή ζέστη του καλοκαιριού να εισβάλει στο δωμάτιο, ενισχυμένη από το κλειστό τζάμι του παραθύρου. Το φως του ήλιου έπεσε στο πρόσωπό της κι έκλεισε τα μάτια. Παλιά, κοιμόταν με το παράθυρο μισάνοιχτο και νωρίς το πρωί, το άνοιγε εντελώς για να καθαρίσει ο αέρας. Ύστερα, το έκλεινε και τραβούσε τις κουρτίνες για να εμποδίσει τη ζέστη να μπει στο σπίτι, που παρέμενε σκοτεινό. Όμως, τώρα, δεν ήταν σπίτι της. Ήταν σ’ ένα άλλο Σπίτι, με κεφαλαίο Σ. Της άρεσε, που ήταν σχεδόν γυμνό το δωμάτιο κι έτσι, αν κάτι χανόταν και δεν μπορούσε να θυμηθεί πού το είχε βάλει, ήξερε πως δεν θα έμενε κρυμμένο για πολύ. Και αυτό την ανακούφιζε. Η γύμνια και το λιγοστό την ανακούφιζαν. Φυσικά, αυτό δεν ήταν αλήθεια 100%, αλλά και τι είναι απόλυτα αληθινό; Τίποτε! Τίποτε, επανέλαβε και τα δάχτυλά της έπαιξαν, μάλλον νευρικά, πάνω στο τραπέζι. Αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλύτερα να πλύνει τα δόντια της πριν κατέβει στο σαλόνι ή να φυλάξει αυτή την κουραστική πράξη καθαριότητας ως μία τελετουργία πριν από την κατάκλιση. Αν και τότε, δεν θα ήταν φρόνιμο να κάνει πολλές κινήσεις, γιατί ελλόχευε ο κίνδυνος να διαταραχθεί η διαδικασία χαλάρωσης και τότε, αντίο ύπνε. Τέλος πάντων, όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις, καλύτερα να μην κάνεις τίποτε. Έμεινε ακίνητη, τα μάτια κλειστά.

Θυμήθηκε τη δροσερή ζέστη της άνοιξης, που έπνιγε την πόλη όπου είχε σπουδάσει και φόρτωνε με λουλούδια, δέντρα και παρτέρια. Θυμήθηκε την ανθισμένη μανόλια έξω από το αγαπημένο της καφέ-μπαρ. Και ύστερα, τα φωτεινά δειλινά του καλοκαιριού, που μάκραιναν και συντηρούσαν το λυκόφως, ώσπου να νυχτώσει στις δέκα η ώρα το βράδυ. Θυμήθηκε το ανοιχτό της σώμα. Χαμογέλασε σαρκαστικά και σκέφτηκε πως οι Οίκοι Ευγηρίας, κανονικά θα έπρεπε να μετονομαστούν σε Οίκους Αναμνήσεων, αλλά η γειτόνισσά της, που έπασχε από Αλτσχάιμερ, σίγουρα δεν θα συμφωνούσε. Το στοίχημα, βέβαια, ήταν αν οι ηλικιωμένοι, πέρα από τον αγώνα να διατηρήσουν αλώβητη τη δική τους μνήμη, θα κατόρθωναν να επιβιώσουν οι ίδιοι στη θύμηση κάποιου ζωντανού. Έστω και ενός μόνον. Έστω και ελάχιστα…

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο. Έριξε μια λοξή ματιά απέναντι και είδε πως η κόρη της γειτόνισσας ήταν ήδη εδώ και φρόντιζε να κάνει αισθητή την παρουσία της, μιλώντας δυνατά, ενώ τακτοποιούσε στο τραπέζι τα πράγματα που είχε φέρει, γλυκά, χαρτομάντιλα, ένα θερμός. Κι ένα καλαθάκι με φρέσκα, κατακόκκινα κεράσια. Η ηλικιωμένη είχε εισαχθεί προχθές. Την επισκέφθηκε με ένα λουλούδι από τον κήπο και της άφησε ένα βιβλίο, προφανώς, δεν θα το είχε καν ανοίξει. Μήπως να το ζητούσε από την κόρη της; Χτύπησε δισταχτικά την ανοιχτή πόρτα, η κοπέλα γύρισε και την κοίταξε μάλλον ανέκφραστα.

Καλημέρα, είπε η Ιρίνα και συνέχισε μάλλον αμήχανα, ζέστη σήμερα… Σα να ζωντάνεψε, η κοπέλα πήγε προς το μέρος της,- κι εγώ ήθελα να σας μιλήσω, είπε, ήθελα να σας ευχαριστήσω γιατί ξέρω ότι της κάνετε παρέα, είμαι σίγουρη ότι αυτό τη βοηθάει, όλους μας βοηθάει, πρόσθεσε, όλοι έχουμε ανάγκη τον άλλον, τους άλλους… Σταμάτησε εξ ίσου αμήχανη και αυτή. Με λένε Φραντσέσκα, είπε τέλος. Ο πατέρας μου ήταν ιταλικής καταγωγής, έσπευσε να συμπληρώσει, απολογούμενη κατά κάποιον τρόπο. Αυτός πέθανε νωρίς, -ευτυχώς! Κατέληξε σιβυλλικά και η Ιρίνα κοίταξε ασυναίσθητα προς το κρεβάτι. Η Φραντσέσκα επενέβη και πάλι: Μια χαρά τη βλέπω σήμερα, θέλετε να πιούμε ένα τσάι μαζί, αργότερα; Θα προσπαθήσω να τη σηκώσω, να κάνει μία βόλτα, ίσως θελήσει να κατέβει στο σαλόνι μαζί μου, δεν σας πειράζει, ελπίζω…

Η Ιρίνα δεν είπε ούτε ναι, ούτε όχι και βγήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε από το δωμάτιο. Όχι, δεν είχε όρεξη να πιεί καφέ με την κόρη και τη μητέρα της, δεν είχε καμία όρεξη να ακούει ιστορίες, δεν ήθελε να κάνουν παρέα, ούτε να έχει ανάγκη τον άλλον, τους άλλους. Η επίσκεψή της στη γειτόνισσα έγινε αυστηρά για τυπικούς λόγους και ντρεπόταν να ομολογήσει πως αισθανόταν τυχερή, που η ηλικιωμένη γυναίκα είχε αυτό το χαμένο βλέμμα και μιλούσε ελάχιστα. Αντίθετα με την κόρη της, η οποία, ολοφάνερα, με την πολυλογία και την τάση να αποκαλύπτει τα (εντελώς αδιάφορα) γεγονότα της ζωής της, προσπαθούσε να γεμίσει το κενό από την απουσία της μητέρας της. Κατά πάσα πιθανότητα, θα πρέπει να ήταν απούσα από πάντα, είχε παντρευτεί έναν «ξένο», άντε να επικοινωνήσεις βαθιά, άντε να καταλάβεις όλες τις αποχρώσεις και τα λογοπαίγνια μιας ξένης γλώσσας… Αδύνατον, συμπέρανε η Ιρίνα. Οι άνθρωποι που παντρεύονται αλλοδαπούς, σκέφτηκε, θέλουν να κρατήσουν ένα κομμάτι του εαυτού τους μυστικό και απροσπέλαστο, ένα κομμάτι που θα είναι μόνο δικό τους και θα εγγυάται ως ένα βαθμό την ανεξαρτησία τους, ξεχνώντας πως και ο σύντροφός τους αισθάνεται, πιθανόν, εξ ίσου ξένος με αυτούς. Ίσως πάλι, αποσιωπούν τη βαθύτερη επιθυμία τους να γίνουν κι αυτοί ‘άλλοι’ -διαφορετικοί, μέσα σε μιαν άλλη γλώσσα, ξένη.

Η ίδια δεν παντρεύτηκε ποτέ και μάλλον δεν το είχε μετανιώσει. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι, δίπλα στη τζαμαρία που έβλεπε στον κήπο, γύρισε την καρέκλα της πλάτη στην αίθουσα και μοίρασε τα χαρτιά της τράπουλας για να ρίξει μια πασιέντζα. Δεν έβαζε πια ευχές στα παιχνίδια. Την πρώτη χρονιά των σπουδών της, ευχόταν να περάσει τις εξετάσεις της και μια μέρα, η πασιέντζα βγήκε τρεις συνεχόμενες φορές. Πέρασε τις εξετάσεις της και εκείνη και τις επόμενες χρονιές, πάντα με τη μία, πάντα με την πρώτη. Το πράγμα κόλλησε προς το τέλος, στο πτυχίο της. Αδύνατον να τελειώσει, δεν ήθελε να φύγει, δεν ήξερε πού να πάει, δεν ήξερε πού ανήκε, δεν ήξερε τι ήθελε. Τότε. Τώρα, ξέρει πως δεν θέλει σχεδόν τίποτε, γι’ αυτό, όταν θυμάται να βάλει μια ευχή, ψιθυρίζει μόνον: «δος ημίν σήμερον». Παράτησε τα χαρτιά και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο πράσινο του κήπου, μπροστά της. Όμως, η κηπουρική δεν ήταν από τα αγαπημένα της χόμπι, η ζωγραφική –δεν έπιανε το χέρι της, η μαγειρική –πόσο να μαγειρέψεις για έναν άνθρωπο μόνον; Της άρεσε το διάβασμα και της άρεσε ο χορός. Φυσικά, τώρα πια, ούτε μάτια, ούτε πόδια άντεχαν. Είχαν λιγοστέψει κι αυτά. Τι άντεχε τώρα πια; Τίποτε! Τίποτε, επανέλαβε και ίσιωσε τη ρόμπα της, πάνω στην οποία, παρατήρησε ένα λεκέ, πιθανότατα από τσάι. Δύσκολα θα έβγαινε, το τσάι βάφει, είναι από τα φυτά που χρησιμοποιούνται ευρέως για βαφή, άρα, ό,τι και να έκανε, μάλλον δεν θα καθάριζε. Ανεξίτηλα βάφουν και τα φρούτα: φοβού τα κεράσια! Της άρεσαν ωμά, όχι κονσέρβα ή γλυκό, της άρεσε αυτό που άφηναν πίσω τους: κατακόκκινα χείλη, βυσσινιά γλώσσα, αλλά δεν ήθελε τους ανεξίτηλους λεκέδες στα ρούχα από τα ζουμιά. Κεράσια; Φόβος και τρόμος!

Στη Γιορτή των Κερασιών, είχαν πάει με τα άλογα. Η Σύλβια, ο Λούκα κι αυτή. Η Σύλβια είχε γνωρίσει τον Λούκα στο σπίτι της, ένα χειμωνιάτικο βράδυ που αποφάσισε να μαγειρέψει ένα δυνατό γκούλας. Είχε έρθει με τον Καρλ, τον Γερμανό συμφοιτητή τους, ήταν ζευγάρι τότε, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να τον παρατήσει σύξυλο και να ορμήσει να κατακτήσει τον Λούκα, με πρωτοφανή βιαιότητα, με το ένστικτο ενός ζώου που χιμάει και κατασπαράσσει τον σύντροφό του. Και υπήρχαν πολλά τέτοια ζώα, ας φαίνονταν εύθραυστα και λεπτεπίλεπτα. Το αλογάκι της Παναγίτσας, ας πούμε… Παντρεύτηκαν την άνοιξη και νοίκιασαν ένα μεγάλο σπίτι, λίγο έξω από την πόλη, σ’ ένα χωριό, όπου εγκαταστάθηκαν με τα σκυλιά και τα άλογά τους. Η Ιρίνα τους επισκέφθηκε τέλη Ιουνίου.

Ξεπέζεψαν και άφησαν τα άλογα δεμένα σ’ ένα φράχτη. Ο Λούκα και η Σύλβια προπορεύθηκαν αγκαλιασμένοι, η Ιρίνα βολτάρισε στους πάγκους, όπου οι κάτοικοι πρότειναν από γλυκά μέχρι καλλυντικά κεράσι, και εντέλει, απομακρύνθηκε και ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο. Πολλά κεράσια είχαν πέσει στο χώμα. Τα σκούπισε και με το σάλιο της καθάρισε μερικά και τα έφαγε, ενώ γύρω της ζουζούνιζαν έντομα. Αποχαυνώθηκε από τη ζέστη. Λάτρευε το καλοκαίρι και τα κεράσια ήταν το σήμα κατατεθέν του. Για πρώτη φορά, ένιωσε γαλήνια και κάπως ανάλαφρη. Σαν να μην την ένοιαζε τώρα πια, που ο Λούκα και η Σύλβια ήταν μαζί.

Το βράδυ, γύρω από το τραπέζι, συζητούσαν χαλαρά, όταν είπε αυτό το πράγμα, δεν θυμόταν πώς ακριβώς το είπε, ούτε γιατί το είπε, όμως είπε: τότε που ήμασταν μαζί, αυτό είπε, απευθυνόμενη στον Λούκα κι αυτός την κοίταξε απορημένος, γούρλωσε κάπως τα μάτια του και κούνησε δύσπιστα το κεφάλι του, το στόμα του στράβωσε, ενώ η Σύλβια τον κοιτούσε έντονα και μετακινήθηκε νευρικά στην καρέκλα της. Ήμασταν μαζί; Εμείς; Πότε ήμασταν μαζί, εμείς; Είπε ο Λούκα και η Ιρίνα αισθάνθηκε τα μάγουλά της να καίνε, τα αυτιά της να καίνε, το σώμα της πελώριο και ανοικονόμητο. Τη νύχτα, στο κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια της Σύλβια και του Λούκα, δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Ένιωθε να την ταλανίζει φοβερή ναυτία και δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει τον εμετό που πίεζε το στομάχι της. Κοκκινωπό ποτάμι πετάχτηκε από τα σωθικά της, -ίσως δεν είχε καθαρίσει καλά τα κεράσια που μάζεψε από το χώμα…

Τώρα, μετά από τόσον καιρό, παρ’ όλη την ωμή ειλικρίνεια, που οι ηλικιωμένοι αποκτούν με τα χρόνια και συχνά, αγγίζει τα όρια της αγένειας, ακόμη δυσκολευόταν να θυμηθεί ακριβώς, αν ήταν στ’ αλήθεια μαζί ή όχι. Το μόνο που θυμόταν ήταν πως αυτή ήταν τρελά και απόλυτα ερωτευμένη μαζί του, πως ναι, είχαν κάνει έρωτα, κάμποσες φορές, όμως, έναν έρωτα υπολογισμένο από την πλευρά του και κάπως βεβιασμένο, σαν να ήθελε να ξεμπερδεύει με αυτό το θέμα, σαν να έπρεπε να το διεκπεραιώσει για να πάψει να υπάρχει αυτή η εκκρεμότητα στη σχέση τους, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την χαρακτήριζε κανείς. Λίγη σημασία είχε τώρα πια. Εξάλλου, και η δική της πρόταση στον Καρλ να παντρευτούν -για να πάρει την υπηκοότητα, είχε πει, ήταν μια χαζοχαρούμενη ιστορία, ένας σπασμός πριν από το τέλος, γιατί κατά βάθος, ήξερε ότι ποσώς την ενδιέφερε να μείνει και να δουλέψει σε μια ξένη χώρα, εξ ίσου κρύα με τη δική της.

Πριν κάμποσα χρόνια, χαζεύοντας τις ειδήσεις σ’ ένα ξένο κανάλι, τον είδε να δίνει συνέντευξη, πριν από τον Β’ γύρο των δημοτικών εκλογών. Φορούσε σκούρα ρούχα και το ωραίο μελαχρινό κεφάλι του, ήταν γυμνό σαν γλόμπος, όσο για τις δηλώσεις του, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να καταλάβει πως ήταν ρατσιστικές, ξενοφοβικές, στα όρια του μίσους για τους πρόσφυγες και τους ξένους εργάτες, που είχαν πλημμυρίσει τη χώρα του… Με μια απότομη κίνηση, μάζεψε την τράπουλα κι όταν είδε να καθρεφτίζεται πάνω στην τζαμαρία η φιγούρα της Φραντσέσκα, που κοίταζε γύρω της διερευνητικά, σηκώθηκε και άνοιξε αποφασιστικά τη μπαλκονόπορτα, που έβγαζε στον κήπο.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top