Fractal

Διήγημα: «Η ποντικότρυπα»

Της Ελένης Μπουκαούρη // *

 

f10

 

Η Λου θέλει ν’ ανοίξει τα μάτια της, παρόλο που φοβάται ότι δεν έχει χαράξει ακόμη και σκέφτεται ότι αν πράγματι είναι ακόμη αχάραγα, τότε θα περάσουν πολλές, ατέλειωτες ώρες μέχρι να νυχτώσει και να πέσει πάλι για ύπνο. Προσπαθεί ν’ ανοίξει τα μάτια της και το αριστερό αντιστέκεται. Καταλαβαίνει αμέσως ότι το βλέφαρο είναι πάλι πρησμένο και κατακόκκινο, τεντώνεται τεμπέλικα, προσπαθεί να ξεμπλέξει τα ατίθασα κατσαρά μαλλιά της. Ύστερα, ακούει τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνουν τα ρολά που ανεβαίνουν από το μπακάλικο του Νικ δίπλα και καταλαβαίνει ότι έχει ξημερώσει, άρα πρέπει να σηκωθεί. Ανοίγει τα παράθυρα να διώξει τη μυρουδιά του ύπνου, να αφήσει το φως να μπει. Βάζει για καφέ, το κεφάλι της είναι βαρύ. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο και βλέπει τον Ηλία να προχωρεί με γοργό βήμα και αποφασιστικό προς τη δημοσιά. Τι παριστάνεις; καγχάζει άθελά της, ότι έχεις δουλειά; Ότι είσαι απασχολημένος; Άσε μας, ρε Ηλία, ξεπλένει στα γρήγορα ένα φλιτζάνι και κάθεται, ξεφυλλίζοντας ανόρεχτα ένα περιοδικό που βρίσκει πεταμένο στην κουζίνα. Στην προτελευταία σελίδα, μαζί με τα ζώδια, έχει και διάφορα τεστ: Τι σου λείπει για να γίνεις ευτυχισμένη; Η απάντηση είναι τουλάχιστον περίεργη: Ένας Ζωολογικός Κήπος! Πετάει αποκαρδιωμένη το περιοδικό και σκέφτεται πως τον έχει ήδη: ο πατέρας της, μαύρος λύκος, ο Νικ βαρύς και τετράπαχος ταύρος, η Λίνα με τα μακριά πόδια, σαν ακρίδα, ο Ντικ… Α, ο Ντικ σκέφτεται, ο Ντικ έχει αλλάξει, τελευταία, μοιάζει με κοκοράκι, μάλλον το’ χει κάνει, κάποια βρήκε να κουτουπώσει κι έχει πάρει αέρα, το ξέρει ότι έτσι είναι, αλλά πάλι δεν μπορεί να εντοπίσει το “πρόσωπο”.

Πίνει μια γουλιά δυνατό μαύρο καφέ και το βλέμμα της σκαλώνει απέναντι. Βλέπει το γέρο να βγάζει με προσοχή έξω στο τραπέζι φλιτζάνια, κάτι πιάτα και μια κανάτα. Η γριά βγαίνει λίγο μετά, κάθεται και κοιτάζει ευθεία μπροστά, αφύσικα στητή. Κάθε τρεις και λίγο, όμως, σηκώνεται, λες και συνέβη κάτι επείγον, κάτι τρομερό, πιάνει τα μάγουλά της με τα δυο της χέρια και τα τραβάει προς τα κάτω. Έχει δύο ρόμπες, μια γαλάζια και μια κιτρινωπή. Κάθονται και μετά, εμφανίζεται η μελαχρινή γυναίκα με τον κότσο, η ‘ξένη’, που φροντίζει τη γριά και μεσημέρι-βράδυ προσπαθεί να την ταΐσει. Μια φορά, η Λου είχε αφαιρεθεί να κοιτάζει από το παράθυρο και η γριά με μια γερή ξανάστροφη της πέταξε το χέρι με το κουτάλι και τη μπουκιά μίλια μακριά -πάλι καλά, που δεν περνούσε κανείς εκείνη την ώρα στο δρόμο. Η ξένη έκανε μια τρελή στροφή γύρω από τον εαυτό της, -η Λου νόμισε προς στιγμήν ότι θα βαρέσει τη γριά, αλλά όχι, έπιασε τα σίδερα του μπαλκονιού, τα τράνταξε με λύσσα και χάθηκε μέσα. Η γριά σηκώθηκε, έπιασε τα μάγουλά της και τα τράβηξε, κοιτώντας κάτι, πέρα μακριά.

Ο γέρος πουθενά, η ξένη βγήκε και σφουγγάρισε. Είχε μεγαλώσει από τότε που πρωτοήρθε στην πόλη τους και έπιασε δουλειά στο δικό τους σπίτι, όταν η ίδια ήταν πολύ μικρή και η μάνα της πολύ μεγάλη και πολύ άρρωστη. Τότε, ο πατέρας της δούλευε ακόμη στον σταθμό, αλλά εδώ και δυο χρόνια, η κυβέρνηση αποφάσισε να κόψει τα δρομολόγια του τρένου στο χωριό τους. Οι γραμμές χορταριάσανε, το κουβούκλιο του σταθμάρχη ερήμωσε και παραδίπλα, το καφέ μπαρ του Μικ φυτοζωούσε. Η κόρη του, η Σου, ήταν η καλύτερή της φίλη και σέρβιρε από πιτσιρίκα, όμως, μια ωραία πρωία, δεν ξαναφάνηκε στο μαγαζί, ούτε και στο χωριό. Μάλλον την είχε γκαστρώσει εκείνος ο πλασιέ με τα μούσια και το έσκασε μαζί του. Τουλάχιστον έτσι ακούστηκε και η Λου δεν ξαναμίλησε για αυτήν, κρυφά μέσα της, της κρατούσε λίγη κακία που την έκανε από την ποντικότρυπα, ενώ η ίδια έμοιαζε να έχει ριζώσει για τα καλά…

Ο αέρας έπιασε απότομα και μόνο τότε θυμήθηκε ότι τα σύννεφα της χθεσινής δύσης ήταν κατακόκκινα. Θυελλώδεις άνεμοι, είχε πει το ράδιο, στο τοπικό δελτίο καιρού. Βγάζει από την κατάψυξη μια χοντρή μπριζόλα να ξεπαγώσει για να την τηγανίσει μόλις ξυπνήσει ο γέρος της και φεύγει για το κομμωτήριο. Ο πρώτος πελάτης είναι ο κουτσός αγρότης, με το τζαναμπέτικο άλογο, που κλωτσάει όποιον βρει μπροστά του. Η μονόφθαλμη γάτα, η τρίχρωμη Παρδάλω, νιαουρίζει και η Λου σκύβει να τη χαϊδέψει αφηρημένα. Βάζει την άσπρη ρόμπα της, καθαρίζει το λουτήρα, περνάει γρήγορα τη σκούπα να μαζέψει τις τρίχες από κάτω, φτιάχνει τη σειρά με τα μπουκαλάκια, βάζει τις χτένες σε βραστό νερό, τις τινάζει και τις στήνει πάλι στη σειρά, ανάλογα με το μέγεθός τους. Μπαίνει η Τζίνα μασώντας με μανία μια τσίχλα και κατευθύνονται προς το λουτήρα. “Καλύτερα να τη φτύσεις, μην και την καταπιείς…”, της λέει η Λου, τραβώντας το κεφάλι της προς τα πίσω. “Πρόσεχε”, της λέει εκνευρισμένη η Τζίνα, “πότε θα κουρέψεις αυτή τη τζίβα;” τη ρωτάει επιθετικά, “σαν προβατίνα είσαι”, προσθέτει και η Λου σφίγγει τα χείλη “όταν μεγαλώσω και φύγω από αυτή την ποντικότρυπα”, κι ύστερα, πάλι η Τζίνα, “τι κάνει ο πατέρας σου;” ρωτάει προκλητικά και κολλάει την τσίχλα σ’ ένα χαρτί για να την ξαναχρησιμοποιήσει. “Τι να κάνει δηλαδή;”, λέει ψυχρά η Λου και η Τζίνα επιμένει, “πες του χαιρετίσματα και να ‘ρθει να με δει, αντί να κάθεται όλη μέρα και να μπεκροπίνει, άκουσες;” Ανεπαίσθητα, η Λου τραβάει λίγο παραπάνω τις τούφες της πελάτισσας και μπαίνει σοβαρά στον πειρασμό, πρώτα να την κάψει κι ύστερα να την παγώσει, χωρίς καν να ζητήσει συγγνώμη.

Με τον αέρα, σίγουρα δεν θα έβρεχε, κάτι ήταν κι αυτό κι έπειτα τα σύννεφα, που κοκκίνιζαν στη δύση, ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφα. Κι ο αέρας καθαρίζει το μυαλό και μπλέκει τα μαλλιά και σηκώνει τα φουστάνια και δεν μπορείς να ανάψεις εύκολα τσιγάρο και τα κλαριά στα δέντρα βουΐζουν στο δάσος, ναι, καλή ιδέα, εκεί θα πάει να τελειώσει τη μέρα της. Προς το παρόν, όμως, μαζεύει τα πεταμένα ρούχα του πατέρα της, ισιώνει τα παπούτσια του και πλένει το τηγάνι και το λιγδιασμένο πιάτο στο νεροχύτη. Ο γέρος της μισοκοιμάται και η ασπρόμαυρη τηλεόραση παίζει χαμηλά. Τον κοιτάζει να ανακάθεται σαν αγουροξυπνημένος, αξύριστος, -πιάσε μια μπύρα, της φωνάζει, του τη δίνει και στρώνεται δίπλα του. “Δεν θα βρέξει”, του λέει. “Είδα τον Ηλία να τρέχει πρωί-πρωί, μήπως έπιασε δουλειά, ξέρεις;” Δεν της απαντάει αμέσως, γιατί έχει μαγνητιστεί από την οθόνη. “Μπαμπά, ο Ηλίας…” “Τι ‘ναι πάλι μ’ αυτόν τον μαλάκα;”, της λέει απότομα, “αν ποτέ βρει δουλειά αυτός, να ξέρεις, πως όποιος τον πάρει, είναι δυο φορές μαλάκας”. Αλλάζει κανάλι και πέφτει πάνω σε ένα ντοκιμαντέρ που δείχνει άλογα να βόσκουν, άλογα να καλπάζουν και η ουρά τους να μαστιγώνει τον αέρα, ο καμπυλωτός τους αυχένας να τινάζεται, τα μάτια να ανοιγοκλείνουν νευρικά στο γκροπλάν, φαίνονται ακόμη και οι αραιές τους βλεφαρίδες, φρουμάζουν και μοιάζουν με πλάσματα αλλόκοτα ωραία. Κομψά! Σκέφτεται η Λου, αυτή η λέξη της αρέσει, στο περιοδικό τα κομψά πράγματα -εντάξει, είναι κάπως περίεργα και προχώ για τα γούστα της, όμως νιώθει περισσότερο, παρά βλέπει την κρυμμένη ομορφιά τους, τη μαγνητίζουν και τα χαζεύει ώρα.

Φέρνει άλλη μια μπύρα στον πατέρα της και τότε θυμάται: “Μπαμπά, η Τζίνα είπε να σου πω χαιρετίσματα και να πας να τη δεις, έτσι είπε και μου φάνηκε ότι τα ‘χε πάρει”. “Τι λες;” λέει κοροϊδευτικά ο γέρος, αλλά το μάτι του ζωντανεύει. “Γυναικάρα, δεν μασάει”, της λέει, “στη λίστα μου είχε τρία αστεράκια. Κι η μάνα σου καλή ήταν”, σπεύδει να προσθέσει, “αλλά η Τζίνα και η…, η…”, κομπιάζει και κροταλίζει τα δάχτυλα, “…η ξένη!” μουρμουρίζει η Λου, “έλα;” δεν την άκουσε, αλλά η Λου πάει στην κουζίνα και κάθεται ακίνητη καθώς πέφτει το σκοτάδι. Έξω, στο απέναντι μπαλκόνι έχει φως και βλέπει μετά από λίγο την ξένη να βγαίνει, να κάθεται, να πασπατεύει τα μαλλιά της και με μια απότομη κίνηση να λύνει τον κότσο της. Τα μαύρα της μαλλιά απλώνονται στους ώμους της κι αυτή αρχίζει να τα χτενίζει σιγά και μαλακά. Το φως σβήνει, βγαίνει ο γέρος και κάθεται δίπλα της. Δίπλα, τα ρολά στο παντοπωλείο του Νικ κατεβαίνουν μ’ ένα ξερό κρότο, ακούει το φορτηγάκι του να μαρσάρει και βλέπει τον Ντικ να παίρνει το δρόμο για τη δημοσιά. Σταματάει στο καφέ μπαρ, λένε κάτι με τον Μικ, που φοράει μια λερωμένη μπλούζα, χαιρετιούνται με τις παλάμες ψηλά να συγκρούονται και ο αέρας κουνάει τα λαμπιόνια έξω από το τζάμι. Η Λου ακούει το ρολόι να χτυπάει οχτώ. Θα πάω στο δάσος μια βόλτα, ν’ ακούσω τον αέρα, πάω να καθαρίσει το μυαλό μου και να μπλέξουν τα μαλλιά μου, λέει και βροντάει την πόρτα βγαίνοντας.

Ερημιά στο χωριό, παίρνει το χωματόδρομο που βγάζει στο δάσος, όσο πιο βαθιά και σκοτεινά, τόσο πιο καλά. Κάθεται σ’ ένα κούτσουρο κι ανασαίνει βαθιά τον αέρα που βουίζει. Θέλει να σκεφτεί, αλλά όλα γλιστρούν κι απομακρύνονται σαν τα φύλλα που χορεύουν στον άνεμο. Πώς να ήταν αυτό το παράξενο και άγνωστο πράμα που διάβαζε στα περιοδικά και το έλεγαν μέλλον; Δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι συγκεκριμένο, βλέπει μόνο τους μεγάλους, φωτεινούς δρόμους σε μιαν άλλη πόλη, ψηλά σπίτια, σοβαρά πρόσωπα με μελιά μάτια και γυριστές βλεφαρίδες, σαν αυτές των αλόγων, γρήγορα, αστραφτερά αυτοκίνητα, ένα ζευγάρι μωβ σουέντ γάντια, όλα σαν ένα εκθαμβωτικό όνειρο, η ανάσα της φεύγει σε λόγια ανείπωτα, προσπαθεί να τα συνδέσει όλα αυτά, δεν γίνεται, παραμένουν σκόρπια και ανεκπλήρωτα, επιθυμίες και φιγούρες που τρεκλίζουν, αβέβαιες και άπιαστες. Μια φορά, ο Μπίλι, αυτό το μελαχρινό αγόρι με τα σκούρα μάτια, την είχε ξεμοναχιάσει στο δάσος, και φιλήθηκαν ώρα πολλή, με επιμέλεια και προσήλωση, τουλάχιστον αυτή πρόσεξε πάρα πολύ πώς θα τυλίξει τη γλώσσα της στη δική του, πώς θα αφεθεί να της δαγκώσει τα χείλη και να μην ουρλιάξει από τον πόνο, παρόλο που τα μάτια της δάκρυσαν και η πλάτη της είχε στραβώσει και την άλλη μέρα, το σαγόνι της ήταν κόκκινο κι ερεθισμένο, ενώ περιέργως το φούσκωμα στο μάτι της είχε υποχωρήσει. Όμως, δεν μπορούσε να πει σ’ αγαπώ και να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει, αφού ειπωθούν αυτές οι κουβέντες. Μια και δυο, ο Μπίλι βαρέθηκε και την κοπάνησε, της έκλεισε μόνο το μάτι συνωμοτικά, όταν η μάνα της πέθανε κι ύστερα, έμαθε ότι έφυγε σε μια πόλη, στα δυτικά. Δεν μπορούσε να πει σ’ αγαπώ, αλλά θυμόταν τον Ηλία να λέει ‘αγάπη μου’, στη γυναίκα του και να ακούγεται σαν τρυφερό γέλιο, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο πατέρας της τον έλεγε μαλάκα, αυτή τον θαύμαζε κι ήθελε πολύ να πει ‘αγάπη μου’ σε κάποιον, παρόλο που είχε παρατηρήσει ότι από τότε που ο Ηλίας έμεινε άνεργος, τα λόγια του ακούγονταν σαν φοβισμένη ικεσία και η γυναίκα του τον κοίταζε στραβά. ‘Γάμα τις δουλειές, γαμώ την ανεργία μου’, σκέφτηκε και τότε ακούστηκε κάτι σαν βροντή, μόνο που δεν φώτισε αστραπή. Σηκώθηκε να βγει από τον δεντρώνα για να μην την κάψει κανένας κεραυνός, αν τυχόν έπιανε μπόρα, βγήκε στο χωματόδρομο και τότε, το είδε. Είδε το άλογο να ανεβοκατεβάζει νευρικά το λαιμό του, να τινάζει τη χαίτη του και να σηκώνεται λίγο στα πίσω πόδια του, ένα πλάσμα αλλόκοτα ωραίο, που τρόχαζε κατά πάνω της και η Λου τρόμαξε. Ξεροκατάπιε κι έμεινε ακίνητη. Σταμάτησε και το άλογο. Μαγνητισμένη από την ομορφιά του ζώου, πλησίασε αργά και προσπάθησε να το χαϊδέψει στο λαιμό. ‘Αγάπη μου’, ψιθύρισε κομπιάζοντας, κι ύστερα πάλι, ‘αγάπη μου’, λίγο πιο σταθερά, όμως τότε πετάχτηκαν σμάρι οι νυχτερίδες από τα κλαριά των δέντρων του δάσους και το μαύρο σύννεφο έκανε τη Λου να ουρλιάξει από την τρομάρα της. Το άλογο κάλπασε μακριά, εξαφανίστηκε, σαν να μην είχε υπάρξει. Μια νυχτερίδα κόλλησε στα μαλλιά της, μπλέχτηκε πάνω τους και η Λου έτρεξε ξετρελαμένη, κουνώντας τα χέρια για να διώξει το ζώο από το κεφάλι της, αλλά αυτό είχε παγιδευτεί και ήταν αδύνατον να ξεκολλήσει.

Την είδαν να τρέχει στη δημοσιά με το κεφάλι της να φτεροκοπάει δαιμονισμένα. Έφτασε στο κομμωτήριο, ξεκλείδωσε τρέμοντας, μπήκε μέσα κι άναψε το φως, άρπαξε το μεγάλο ψαλίδι κι έκοψε αφηνιασμένα τα μαλλιά της, που έπεσαν στο πάτωμα μαζί με το ζώο. Το κλώτσησε μανιασμένα, ενώ η Παρδάλω, με τις τρίχες ορθωμένες, κοίταζε με το μάτι το καλό, μια το κουτσουρεμένο κεφάλι και μια το ποντίκι με φτερά μπλεγμένα σε μαλλιά, που προσπαθούσε μάταια να ξεφύγει και να πετάξει μακριά.

 

 

* Η Ελένη Μπουκαούρη  σπούδασε Γαλλική Λογοτεχνία, στο Στρασβούργο. Είναι δημοσιογράφος στο ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ και στον ραδιοσταθμό ΦΛΑΣ (μεταξύ άλλων). Γνωρίζει γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά και ιταλικά. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές στις Εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ («Η γυναίκα με τα κομμένα χέρια», 2006, «Ξένες γλώσσες», 2009). Το διήγημά της Η ΑΓΓΕΛΟΦΤΙΑΧΤΡΑ είναι ένα από τα δέκα που προκρίθηκαν και εκδόθηκαν, μετά από διαγωνισμό των Εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, στο HOTEL Παπαδιαμάντης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top