Fractal

Διήγημα: “Ο Μπέκετ πάει παρέλαση”

Της Ελένης Μπουκαούρη // *

 

f8

 

Πάλι εδώ; Μήπως είχαμε ραντεβού και δεν το ξέρω; Ήρθε το πρωί και ξανάρθε το απόγευμα, θρονιάστηκε στην άλλη άκρη, τακτοποίησε την τσάκιση στο παντελόνι του, έβγαλε ένα βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει. Ή παριστάνει ότι διαβάζει. Τον έπιασα να έχει τα μάτια κλειστά. Αλλά κι αυτός μ’ έπιασε που προσπαθούσα να δω τι διαβάζει. Μου έτεινε το βιβλίο να δω. Έκανα πως διάβαζα από μακριά τον τίτλο κι έκανα πως κατάλαβα, γιατί δεν ήθελα να μπλέξω σε συζητήσεις.

Αναπόφευκτα, μπλέξαμε σε συζητήσεις. Συγγραφέας ή κάτι τέτοιο. Φιλόσοφος. Στοχαστής. Μπορεί και ποιητής. Γιατί όχι; Όμως κι εγώ ξέρω να μιλάω, τα λέω όπως πρέπει, εκεί που πρέπει, όταν πρέπει. Και σ’ αυτόν, θα τα πω κι αφού είναι τόσο σπουδαγμένος, θα καταλάβει, δεν μπορεί. Κι έτσι, θα έχουμε συζήτηση επιπέδου, πανεπιστημιακού οπωσδήποτε. Φιλοσοφικού τουλάχιστον. Ποιητικού και πάνω.

Ήμουν έτοιμος να μιλήσω, όταν πέρασε το σκυλί, μύρισε το πόδι στο παγκάκι, ξαναμύρισε κι ύστερα έχεσε κανονικότατα, εδώ δίπλα. Ένας ωραίος αχνιστός σωρός. Θαλπωρή.

Τον κοίταξα ερωτηματικά. Αυτός πάλι όχι. Δεν ξέρω γιατί όχι, πάντως όχι. Γιατί όχι; Ναι, αλλά έτσι, δεν κάνουμε δουλειά. Πήγα να διαμαρτυρηθώ, παίρνοντας βαθιές ανάσες πάνω από τα αχνιστά σκυλόσκατα, που φυσικά δεν φτάνουν τις πλούσιες αχνιστές σβουνιές της αγελάδας ή τις καβαλίνες των αλόγων, ήμουν έτοιμος να μιλήσω, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή, πέρασαν κάτι παιδιά, που κρατούσαν ελληνικά σημαιάκια. Προχωρούσαν σαν να βάδιζαν σε παρέλαση. Αμέσως, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί, σηκωθήκαμε όρθιοι, στάση προοοοσ’χή! Κι αρχίσαμε να τραγουδάμε τον Εθνικό μας Ύμνο. Αυτός το παράκανε. Ανέβηκε μ’ ένα σάλτο πάνω στο παγκάκι κι άρχισε να βηματίζει σημειωτόν επί τόπου και να τραγουδάει όλο και πιο δυνατά, με το χέρι σε στρατιωτικό χαιρετισμό. Τον τράβηξα να κατέβει. Υπάκουσε χωρίς πολλά-πολλά. Ξανακάθισε, οπωσδήποτε λίγο σαν ντροπιασμένος. Κρατούσε το κεφάλι του σκυφτό. Εεεε, του είπα. Ντρέπεσαι που αγαπάμε την πατρίδα μας; Που σεβόμαστε τη γαλανόλευκη σημαία μας; Εμένα μου σηκώνεται η τρίχα, ανατριχιάζω στην κυριολεξία όταν ακούω να παίζουν τον Εθνικό μας Ύμνο, εσύ τι ντρέπεσαι; Δεν πας στο γήπεδο; Δεν χαίρεσαι που νικάει η Εθνική μας; Σε γνωρίζω από την όψη, σε γνωρίζω κι απ’ την κόψη, τους κόψαμε τον κώλο των Τουρκαλάδων, των Γερμαναράδων, ζούσες τότε;

Και τι γυρνάει και μου λέει ο φιλόσοφος;

-Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ζούμε τώρα;

Ζούμε και παραζούμε, θύμωσα, μια χαρά ζούμε και μόνο αφού ζούμε, μπορούμε να πεθάνουμε κι αν εσύ δεν ζεις, δικαίωμά σου, αλλά τότε μην ξανάρθεις εδώ πέρα σ’ αυτό εδώ το παγκάκι, ακούς; Δεν γουστάρω εγώ φαντάσματα και τέτοιες αηδίες.

Τσιμουδιά. Μ’ άκουσε; Δεν μ’ άκουσε; Ακούς εκεί δεν ζούμε…

Το βιβλίο του είχε πέσει κάτω κι έσπευσα να το σηκώσω και να του το δώσω. Όμως, είχε λερωθεί από τα σκατά του σκύλου. Προσπάθησα να το καθαρίσω. Έτριψα τη σελίδα με την παλάμη μου κι έκανα να του το δώσω, αλλά το κοίταζε από μακριά και δεν το πήρε. Μάλλον ήθελε να μου το κάνει δώρο. Πιο κει είχε πέσει ένα σημαιάκι, το πήρα και το κάρφωσα πάνω στα σκυλόσκατα, ο λόφος κατελήφθη στρατηγέ μου, ξαναστάθηκα προσοχή, χαιρέτησα στρατιωτικά και…

Τι μέρα έχουμε σήμερα; Τώρα-τώρα δα, τι μέρα είναι; Τον ρώτησα αιφνιδιαστικά, αλλά πρόσχαρα, για να συνεχίσουμε την εκλεκτή συζήτησή μας. Με κοίταζε. Δεν θα τα πάμε καλά έτσι. Όταν σε ρωτάω κάτι, θέλω να μου απαντάς, του είπα. Και μάλιστα, αμέσως. Ακαριαία! Εγώ θα ρωτάω, εσύ θα μου απαντάς, κατάλαβες; Ακαριαία, μπαμ-μπαμ, στρατηγέ μου!

Τσιμουδιά.

Μα τι κάνει; Κοιμάται; Δεν βλέπει την παρέλαση, δεν ακούει τις κανονιές; Μου φαίνεται πως δεν θα κάνουμε χωριό. Από ποιο χωριό είσαι, τον ρώτησα. Είσαι από χωριό; Όχι; Καλά, άμα δεν είναι αυτός από χωριό, τότε ούτε εγώ είμαι. Που εγώ είμαι. Αλλά εδώ, είναι σαν να μην είμαι. Εγώ μένω εδώ, κοιμάμαι και ξυπνάω εδώ κάθε μέρα, αλλά δεν πλησιάζει κανένας σ’ αυτό το παγκάκι. Κανείς δεν έρχεται να καθίσει εδώ μαζί μου. Εκτός από τον σκύλο κι αυτόν τον τύπο, αλλά αυτός είναι το ίδιο με τον κανέναν, αυτόν που δεν έρχεται ποτέ να κάτσει μαζί μου. Κανένας ή αυτός, το ίδιο και το αυτό. Ένα και το αυτό. Αυτό και το ένα. Το ένα και το άλλο, τούτο-κείνο, τούτο-τ’ άλλο, εκείνο και τούτο, έλα, τι έγινε; Πες κάτι. Πες ένα τραγούδι, ναι, ναι, αυτό είναι, θα πεις κι ένα τραγούδι, καλό ε; Καλά τα λέω εγώ, αλλά αν είναι να μιλάω μόνος μου, του λέω, τότε δεν λέει, άμα δεν λες τίποτε, άμα δεν βρίσκεις τίποτε να πεις, να σηκωθείς να φύγεις από το παγκάκι μου. Κι εκεί που νόμιζα ότι δεν ακούει, σηκώνεται και κάνει να φύγει. Ε, του λέω πού πας; Γύρνα πίσω, ένα αστείο είπα, θύμωσες; Κοίτα, αν δεν μου μιλάς καθόλου, αν δεν μιλάς γενικώς, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε συζήτηση. Δεν μου θύμωσες, ε; Έλα, γύρνα πίσω να μιλήσουμε, να συζητήσουμε. Θες να τραγουδήσουμε πάλι τον Εθνικό Ύμνο; Είδα που σου άρεσε πριν κι ενθουσιάστηκες, έλα: Σε γνωρίζω από την κόψη… Ή από την όψη; Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη… Θες να πάμε μια βόλτα στο νεκροταφείο; Έχω κι εκεί ένα παγκάκι δικό μου, ήξεις αφήξεις, ουκεντωπολέμωθνήξεις, κι από πόλεμο, κόκαλα γεμάτη η γη, να τώρα εδώ που πατάμε, από κάτω γεμάτο κόκαλα, -και τι γυρνάει και μου λέει ο φιλόσοφος;

-Τι σε κάνει να πιστεύεις πως ο πόλεμος τελείωσε;

Κι άρχισε να τρέχει σαν ζουρλός πέρα-δώθε κάνοντας πως πυροβολεί το σύμπαν, πολυβολούσε κανονικά και ούρλιαζε τα-ρα-τα-τα-ρα-τα-ρα-τα-τα-τα-ρα-τα-τα-τα-τα- τρρρρρρρρρρρό-μοοοοοος, τρρρρρρρρρρρό-μοοοοοοος ! βροχή έπεφταν οι σφαίρες, καλύφθηκα πίσω από το παγκάκι. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν, τα δόντια μου να κροταλίζουν και εντέλει, -εντέλει συνέβη το μοιραίο: χέστηκα πάνω μου!

Τσιμουδιά. Εγώ αυτή τη φορά. Νομίζω πως ήταν καλύτερα πριν, που δεν μιλούσε καθόλου, που δεν έβγαζε άχνα ο μαλάκας, καλύτερα, πολύ καλύτερα, γιατί μ’ αυτά και κείνα, δεν βγάζουμε άκρη.

Λούφαξα. Μηδέν πλην μηδέν, ίσον μηδέν. Κανείς. Τίποτα. Ποτέ. Ποτέ κανένας με τον χέστη. Ποτέ κανένας με κανέναν. Εκτός… Εκτός από την… την τέλος πάντων, την εκείνη, που ερχόταν εδώ, γύρω από το παγκάκι μου, να σκουπίσει και μάζευε τα φύλλα σωρό, τα έκανε έναν ωραίο λόφο κι εγώ πήγαινα κι έσκαγα πάνω του, στα μαλακά και φάτσα ο ουρανός. Θαλπωρή. Κι αυτή με τραβούσε, μ’ έπιανε, με τραβούσε μέσα στην αγκαλιά της, με σήκωνε, με λίγα λόγια με αγκάλιαζε κανονικά, δεν ήξερα τι να κάνω, την αγκάλιαζα κι εγώ και περίμενα να τελειώσει τη δουλειά της, καθόταν λίγο στο παγκάκι μου μετά τη δουλειά της και κάπνιζε ένα τσιγάρο, καθόμουνα κι εγώ. Ωραίες στιγμές. Σχέση κανονική! Μετά έφευγε και ξαναρχόταν την άλλη μέρα και πάλι τα ίδια. Ώσπου δεν ξανάρθε. Τέρμα ο έρωτας. Τώρα, ήρθε αυτός ο τύπος. Ξανά-μανά θα κάνουμε σχέση. Το νιώθω. Είμαι σίγουρος. Σαν να τον ξέρω και να με ξέρει.

Ξανάπιασα το βιβλίο του και το έβαλα στην τσέπη μου να μην το βλέπει κανείς. Κι έτσι όπως το είχα εκεί μέσα στην τσέπη μου και δεν το έβλεπε κανείς, ένιωσα μεγάλη χαρά που είχα επιτέλους κάτι δικό μου, κάτι κρυφό, κάτι απόλυτα μυστικά δικό μου μέσα στην τσέπη μου, χωρίς να το βλέπει κανείς, χωρίς να το ξέρει κανείς. Θαλπωρή.

Γύρισα και τον κοίταξα. Ήταν σκεφτικός κι απόμακρος. Γύρισα κι εγώ στις σκέψεις μου. Κι όλη αυτή την ώρα που σκεφτόμουνα, το μόνο που κυριαρχούσε στη σκέψη μου ήταν τα κόπρανα, υπάρχει τίποτε πιο συγκλονιστικό, τίποτε πιο αληθινό από αυτό; Μόνο τότε, που κυλιόμουνα στα σκουπίδια και με σήκωνε αυτή.

Κοίταξα ένα γύρω τα δέντρα. Ύστερα πάλι αυτόν, εκεί στην άκρη στο παγκάκι. Μου. Αυτό είναι το παγκάκι μου, του είπα. Καλοσυνάτα. Ευγενικά. Θέλω να κάνουμε μια πολιτισμένη συζήτηση. Θέλω να συζητήσουμε ευγενικά και να βγάλουμε μια άκρη με όλα αυτά που συμβαίνουν. Θέλω μια συζήτηση της προκοπής. Μήπως σε λένε Προκόπη; Ρώτησα τον ξένο στο παγκάκι. Γιατί αλήθεια, πώς να το πω καλύτερα; Μου φάνηκε προκομμένος, άνθρωπος που μελετά και δεν γουστάρει ζώα και σκατά, του αρέσει η μουσική και το τραγούδι και γνωρίζει Ιστορία. Γνωρίζει κι από πόλεμο. Γενικώς, είναι ένας μορφωμένος και προκομμένος άνθρωπος, δεν μοιάζει ρεμάλι.

Σηκώθηκα ενθουσιασμένος να του συστηθώ επισήμως, ήθελα να επισημοποιήσουμε τη σχέση μας, ήθελα να βρισκόμαστε κάθε απόγευμα στο ίδιο μέρος, ήθελα να γίνουμε αχώριστοι αυτός κι εγώ, εγώ κι αυτός και κανένας άλλος, όχι άλλος. Κανένας. Θαλπωρή. Αλλά αυτός έφυγε. Εξαφανίστηκε.

Μου έμεινε το βιβλίο του. Το έβγαλα από την τσέπη μου και το άνοιξα.

 

Χαίρε! Κι όποιος σε μισάει

Και πικρά σε λοιδορεί

Ευτυχιά να πιθυμάη

Και ποτέ να μη την δη

Ήταν κάτι δικό του και τώρα έγινε δικό μου. Ορίστε: σχέση κανονική. Παρ’ όλο που αυτός έφυγε. Παρ’ όλο που δεν είχε νυχτώσει ακόμη και σουρούπωνε αργά και το νερό της λίμνης εκεί δίπλα αναριγούσε κι ο άνεμος έσειε απαλά τα φύλλα του δέντρου μου, και τα κόκαλα των πεθαμένων διαλύονταν και τα τρίμματά τους έτρεφαν τα σκουλήκια και το χώμα κριτσάνιζε κάτω από τα κουρασμένα μου πόδια. Κούραση.

Κι έτσι ξανακάθισα στο παγκάκι μου και σκέφτηκα ότι αρκετά για σήμερα. Αύριο πάλι.

 

* Η Ελένη Μπουκαούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Λογοτεχνία στο Στρασβούργο και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον Ρ/Σ ΦΛΑΣ. Έχει δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές (Εκδ. Γαβριηλίδη). Tο διήγημά της «Αγγελοφτιάχτρα» διακρίθηκε στο διαγωνισμό «Hotel Παπαδιαμάντης» των εκδ. Πατάκη.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top