Fractal

Διήγημα: “Προς έκδοσιν”

της Ελένης Λύτρα // *

 

Pen-writing-008

 

«Δάκρυα της ομίχλης»! Ωραίος τίτλος για ποίημα, σκέφτομαι. Ακόμα και για μυθιστόρημα, γιατί όχι; Μου έρχεται στο νου το Αισχυλικό «Όσσοις ομίχλα προσήξε πλήρης δακρύων». Έτσι ακριβώς. Στα μάτια μου έπεσε ομίχλη γεμάτη από δάκρυα. Εγκαταστάθηκε εκεί και συνοδεύει το βλέμμα μου όπου κι αν το στρέψω. Απλώνεται τώρα έξω από το παράθυρο της αμαξοστοιχίας των πέντε και σαράντα πέντε το πρωί, της γραμμής Αλεξανδρούπολη-Αθήνα. «Σας ενημερώνουμε. Ημίωρη στάση στην Κομοτηνή, δίωρη στη Θεσσαλονίκη για ανταπόκριση» αναγγέλλει από το μικρόφωνο ο ελεγκτής εισιτηρίων καθώς ανεβαίνουμε στο τρένο.

Αδιαφορώ για την ώρα άφιξης στην Αθήνα. Το ραντεβού άλλωστε είναι για αύριο το πρωί στις δέκα…μπορεί και να μην πάω.. ίσως και να το έχω μετανιώσει μέχρι τότε…ποιος ξέρει…Η ομίχλη συνεχίζει ν’ απλώνεται απειλητικά, μου προκαλεί πάλι δάκρυα στα μάτια, με πνίγει, μ’ αναγκάζει να στρέψω το βλέμμα. Στο απέναντι κάθισμα η κυρία, ξεφυλλίζει ένα βιβλίο. Την κοιτάζω, κλεφτά στην αρχή, ύστερα επίμονα προσπαθώντας να κρύψω την έκπληξή μου. Ναι, είναι σίγουρο, όσο την παρατηρώ τόσο το βλέπω ότι μοιάζει… ναι…μοιάζει μ’ εκείνη…με την Ξένη Καλούδη. Πρέπει να βρω το θάρρος να της μιλήσω. Μα τι να της πω; «Μου θυμίζετε, κυρία μου, την ηρωϊδα του πρώτου μου μυθιστορήματος;» Ναι, θα μπορούσα να το κάνω. Κι ύστερα για του λόγου το αληθές να της το δείξω, αφού το έχω μαζί μου, στο χαρτοφύλακά μου και να της εξηγήσω, πως το αποδέχτηκε ο εκδοτικός οίκος «Ελληνικά Θαύματα» κι αύριο έχω ραντεβού μαζί τους στις δέκα…Σίγουρα θα μου απαντούσε «είστε τρελός κύριε». Κάτι πρέπει να κάνω, κάτι να σκεφτώ, πρέπει πάντως να της μιλήσω. Όσο την κοιτάζω, τόσο γίνομαι και πιο βέβαιος για την ομοιότητα. Είναι ίδια όπως την περιγράφω στο μυθιστόρημα. Πρέπει να τη γνωρίσω οπωσδήποτε.

Σκέφτομαι πως κι ο ήρωάς μου, ο Βένιος Βεντήρης, την πλησίασε, ενώ συνταξίδευαν με το τρένο. Όμως, δυστυχώς, εγώ διαφέρω από εκείνον. Ο Βεντήρης, τύπος κοινωνικός, μεγάλος επιχειρηματίας, γνωστός σ’ όλη τη χώρα, με γνωριμίες σημαντικές και σχέσεις με πρόσωπα σπουδαία, προσωπικότητες της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής, δε διστάζει να πλησιάσει την Ξένη, συνεπαρμένος από την ομορφιά της, και καταφέρνει γρήγορα με τη δυνατή προσωπικότητα και τη γοητεία του να κερδίσει τον έρωτά της. Εκείνη είναι γυναίκα κοσμική, με ακριβά γούστα, ταξιδεύει διαρκώς Παρίσι, Μιλάνο, Λονδίνο, είναι ερωτεύσιμη, ξέρει να παίζει καλά και το παιχνίδι στη σκακιέρα του έρωτα κι έτσι μ’ ένα «ρουα-ματ» τον εγκλωβίζει, αποδεσμεύοντας τον εαυτό της απ’ το ρουτινιάρικο γάμο της. Είναι έξυπνη. Καταφέρνει με ευκολία να γίνει αποδεκτή και να επιβάλλει την παρουσία της στον κύκλο του Βεντήρη. Έχει τον τρόπο, δεν διστάζει να υποδύεται, ακόμα και να παραπλανά. Η πλανεύτρα! Προσαρμόζεται στο περιβάλλον του, το χρησιμοποιεί, ανεβαίνει, καθιερώνεται κι ύστερα σταδιακά απορρίπτει έναν-έναν απ’ αυτό, μέχρι να τους αποξενώσει όλους. Έτσι καταφέρνει να επιβληθεί και στον ήρωά μου κι ύστερα να τον απομακρύνει από άλλες επιρροές, να τον απομονώνει και να τον κάνει του χεριού της. Μ αυτό τον τρόπο παίρνει τα ηνία στη ζωή του, την επαγγελματική και την κοινωνική. Μια σχέση πάθους που είναι φυσικό να προκαλέσει ανατροπές στη ζωή και των δύο.

Αυτή λοιπόν, η Ξένη, που κατασκεύασα με κυνηγάει ανελέητα. Αν και σύντροφος του Βεντήρη, ήταν δική μου, έτσι την ένιωθα και τη νιώθω μέχρι τώρα. Τη διεκδικώ απεγνωσμένα από εκείνον. Μα αυτή τώρα, εδώ απέναντι, μόνη με παρατηρεί αδιάφορα. Τα πόδια μου έχουν κοπεί. Πρέπει να της μιλήσω. Μα δεν έχω το κουράγιο. Η αναχώρηση βέβαια αργεί, έχω όλο το χρόνο μπροστά μου. Πιάνω το χαρτοφύλακα και βγάζω τα χειρόγραφα του έργου μου. Όχι δεν πρόκειται να επέμβω, να κάνω διορθώσεις ή αλλαγές πάλι, φοβάμαι μήπως τα χαλάσω…τα διαστρεβλώσω. Έχω όμως ανάγκη να τα ξαναδώ. Τα καμαρώνω, λες κι έχω μωρό στα σπάργανα. Τριακόσιες δακτυλογραφημένες σελίδες μεγάλου σχήματος. Δέος! Με κυριεύει αλαζονεία. Ντροπή μου! Τα βάζω με τον εαυτό μου. Θέλω να κατασιγάσω αυτή την έπαρση, να υποτάξω την έξαψη που νιώθω.

Δεν ένιωθα έτσι στο ξεκίνημα της γραφής μου. Ήθελα μόνο να αγγίξω λίγη μαγεία απ’ τον παθιασμένο έρωτα της Ξένης, να πλησιάσω την προσωπικότητα του Βεντήρη, να τα μεταφέρω όλα αυτά απ’ την ψυχή μου στο χαρτί, να τα αποτυπώσω στο χαρτί, μαζί με τα σύννεφα και τους κεραυνούς που τύλιξαν αυτή τη σχέση και γέμισαν με ένταση τη ζωή τους, αυτή τη ζωή κι αυτή τη σχέση που επηρέασε βαθιά και τη δική μου ζωή και με άλλαξε. Με το Βεντήρη απέναντί μου συνειδητοποίησα τις ελλείψεις μου. Τον ζήλεψα. Ευχήθηκα πολλές φορές όχι να ήμουν σαν αυτόν, αλλά να ήμουν αυτός, να υπήρχε ένας τρόπος να μετουσιωθώ, να μεταμορφωθώ σ’ εκείνον. Το ξέρω πως αυτό δε γίνεται. Μα δε με νοιάζει πια. Γιατί κοντά του έμαθα πολλά. Ο δυναμισμός του ήταν για μένα μια πρόκληση. Μπορούσα να τον μιμηθώ. Να διώχνω τους φόβους μου, να κυριαρχώ στους δαίμονές μου, ν’ απελευθερώνομαι απ’ τις εμμονές που με κυριεύουν κατά καιρούς. Είναι δύσκολο, το ξέρω, όμως μπορεί να τα καταφέρω.

Αποφασίζω να κάνω μια δοκιμή. Πλησιάζω την κυρία απέναντι. Την κοιτάζω επίμονα, στα μάτια. Όπως έκανε ο Βεντήρης. Εκείνη αποφεύγει το βλέμμα μου, αν και με την άκρη του ματιού της νιώθω να με παρατηρεί και να κολακεύεται. Να, τώρα στρέφει τη ματιά της προς εμένα. Νιώθω σα να παγίδεψα τηλεπαθητικά τη σκέψη της. Κάπως έτσι έκανε ο Βένιος. Αντιγράφω, μιμούμαι τον ήρωά μου. Της χαμογελάω. Ανταποδίδει.

«Έχει πολύ ομίχλη έξω», της λέω. Μεταφέρω τη φράση απ’ το μυθιστόρημα. Έτσι είχε πει ο Βεντήρης στην Ξένη. Απ’ αυτήν τη φράση ξεκίνησε η γνωριμία τους.

«Αλήθεια; » απαντάει αυτή με την έκφραση εκείνης, συνοφρυώνεται για λίγο και συμπληρώνει ανήσυχα.

«Λέτε να έχουμε πρόβλημα στο ταξίδι;»

«Δε νομίζω…πού πάτε;»

«Θεσσαλονίκη, εσείς;»

«Αθήνα.», λέω κρύβοντας την απογοήτευσή μου για το διαφορετικό προορισμό.

Η κουβέντα κρατάει αρκετά. Οι ήρωες σιγά-σιγά αποχωρούν, γλιστρούν στις σελίδες τους και μέσα στο κουπέ μένουμε εμείς, οι αληθινοί, οι ζωντανοί άνθρωποι, εκείνη κι εγώ. Εκείνη είναι η Μαριάννα, γιατρός σ’ ένα νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Στην Αλεξανδρούπολη ήταν για προσωπικούς λόγους. Έτσι λέει. Αινιγματική. Γιατί όχι; Στο κάτω-κάτω πού με ξέρει; Με ρωτάει για το δικό μου επάγγελμα.

« Στέλεχος Τράπεζας »,της απαντώ. Τη συγγραφική μου ιδιότητα την αποκρύπτω. Άλλωστε δε θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα, πιστεύω πως δεν έχω το δικαίωμα γι’ αυτό. Γιατί στην πραγματικότητα τίποτα δεν το δημιουργώ εγώ, τίποτα δεν επινοώ. Όλα τα ξεσηκώνω από την πραγματικότητα, τα αντιγράφω από τη ζωή, κάποιες στιγμές μάλιστα, κατηγορώ και τον εαυτό μου, λέω, πως δεν είμαι παρά ένα αχόρταγο βαμπίρ που ρουφάει τις ψυχές γνωστών και φίλων. Μήπως δεν έκλεψα κομμάτια απ’ τη ζωή της αδελφής μου, απ’ το χαρακτήρα του φίλου μου Βάσου, κάποια περιστατικά που μου διηγήθηκε μια γνωστή μου…Κάπως έτσι κατασκεύασα την Ξένη. Σαν ένα παζλ από διάφορα χαρακτηριστικά που με γοήτευαν ή με προκαλούσαν. Ο συνδυασμός είχε πετύχει. Η Ξένη ήταν πειστική, ήταν αληθινή, σχεδόν ζωντανή. Μια ακαταμάχητη, γοητευτική, αλλά και επικίνδυνη γυναίκα. Την εγκλώβισα σε μια δυνατή και παθιασμένη σχέση που εξελίχθηκε σε οδυνηρή δοκιμασία όχι μόνο γι’ αυτήν, αλλά και για το σύντροφό της το Βένιο. Και πράγμα παράξενο, οι φωτιές που τους άναψα καταλάγιασαν τις δικές μου. Τι είχε συμβεί? Γράφοντας για το δικό τους πάθος δεν ένιωθα πια την ανάγκη να ζήσω τίποτα για μένα. Μου έφτανε αυτό που ζούσαν εκείνοι. Με απορροφούσαν σιγά – σιγά. Λοιπόν, μήπως ήταν η ευκαιρία να βγω απ’ αυτήν την παγίδα; Να ζήσω πια τη δική μου ζωή; Ν’ απελευθερωθώ από τα φαντάσματα; Να δω την πραγματική γυναίκα που βρισκόταν απέναντί μου, τη Μαριάννα, και να πάψω να τη βλέπω σαν ομοίωμα της Ξένης;

Η Μαριάννα έχει αποκοιμηθεί. Την κατασκοπεύω σαν κλέφτης. Ξέρω ότι είναι ανήθικο να παρατηρείς κάποιον που κοιμάται, αλλά το έχω ανάγκη. Παρατηρώ τα καμπυλόγραμμα φρύδια της, τα σαρκώδη άβαφα χείλη, τα καστανά μαλλιά με τις μελιές ανταύγειες να πλαισιώνουν άτσαλα το πρόσωπο, τις γραμμές του κορμιού, που διαγράφονται κάτω απ’ το πλεκτό λευκό μπλουζάκι και το κολλητό τζην. Προσπαθώ να αποφύγω τις συγκρίσεις. Μα δεν μπορώ. Μέσα μου όλα φωνάζουν πως η γυναίκα όπου έχω μπροστά μου και τη λεηλατώ με το βλέμμα είναι η ηρωίδα μου η Ξένη Καλούδη. Και δεν είναι μόνο αυτό. Το τρένο δεν είναι παρά το τρένο του μυθιστορήματος. Ο νους μου τρέχει στα περιστατικά, όπως τα έχω εξιστορήσει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Βγάζω πάλι τα χειρόγραφα κι ανατρέχω σ’ εκείνο το κεφάλαιο. Διαβάζω όσο αυτή κοιμάται.

Θεέ μου, ψιθυρίζω κατάπληκτος καθώς διαπιστώνω, ότι δεν περιγράφεται παρά αυτό που τώρα ζω. Ο Βεντήρης μέσα στο κουπέ του τρένου παρατηρεί την κοιμισμένη Ξένη Καλούδη, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της κάθεται απέναντί της περιμένοντας τη στιγμή που θα ξυπνήσει για να βάλει μπροστά το κατακτητικό του σχέδιο.

Περνάμε απ’ την Κομοτηνή…Η πόλη ακόμα κοιμάται.. Δείχνει έρημη, εγκαταλειμμένη. Είναι η ώρα που ξετυλίγονται οι σκιές της νύχτας. Κι η Μαριάννα ακόμα κοιμάται, σε εμβρυακή στάση, αμέριμνη. Παρακολουθώ το στήθος της ν’ ανεβοκατεβαίνει. Το σάλι της που είχε κάπως σκεπαστεί, έχει γλιστρήσει από τον ώμο της. Αυθόρμητα, κάνω την τολμηρή κίνηση να τη σκεπάσω. Ανοιγοκλείνει τα μάτια, χαμογελάει, ενώ αφήνεται στο ανεπαίσθητο άγγιγμα. Ανατριχιάζω καθώς θυμάμαι την ίδια σκηνή στο μυθιστόρημα και μια παράξενη τρελή σκέψη μ’ αναστατώνει. Ποιο είναι το πραγματικό; Αυτό που έγινε εκεί, τότε, μέσα στη διήγηση ή αυτό που γίνεται εδώ, τώρα;

Η Μαριάννα ξυπνάει. Με βλέπει να διαβάζω τα χειρόγραφα και ρωτάει με πραγματικό ενδιαφέρον.

«Γράφετε;»

«Ναι, ένα μυθιστόρημα. Αύριο έχω ραντεβού με τον εκδότη μου.»

Ανακάθεται…και με ενθουσιώδη τρόπο με ρωτάει.

«Αλήθεια; Ποιος θα είναι ο τίτλος; Σαν εκδοθεί, να το βρω να το διαβάσω!»

«Δεν χρειάζεται! Θα μου δώσετε το τηλέφωνό σας να επικοινωνήσουμε και θα σας το στείλω.»

«Βεβαίως! Θα το περιμένω με χαρά. Πάρτε την κάρτα μου.»

Η ευκαιρία δόθηκε. Το υπό έκδοσιν μυθιστόρημα έγινε η αφορμή ατέλειωτης συζήτησης μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Η δική μου Ξένη, η Μαριάννα, είναι πιο γλυκιά, πιο καλή και προσιτή. Είναι για μένα. Έτσι νομίζω. Είμαστε κι οι δυο μας δύο ώριμοι άνθρωποι με προοπτικές. Αρχίζω να διώχνω από πάνω μου τον Βεντήρη. Όλον αυτόν τον καιρό με έχει καπελώσει. Έχω ταυτιστεί μαζί του αρρωστημένα! Απελευθερώνομαι σιγά-σιγά. Κι η Ξένη;

Φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη. Κατεβαίνω μαζί της. Άλλωστε έχουμε δίωρη καθυστέρηση. Της προτείνω έναν καφέ. Δέχεται. Η ζεστασιά και το γέλιο της με συνεπαίρνουν επικίνδυνα. Όμως έτσι δεν ήταν κι η Ξένη στην αρχή; Τώρα, αφήνομαι σ’ αυτή τη συγκίνηση, ξεχνιέμαι, τόσο που κοντεύω να χάσω το τρένο. Η Μαριάννα μου το υπενθυμίζει. Χωρίζουμε. Την αποχαιρετώ μ’ ένα φιλί. Θα τηλεφωνηθούμε, λέω και δίνουμε ο ένας στον άλλον τα τηλέφωνά μας, τα κινητά. Το τρένο ξεκινάει, εκείνη περιμένει ν’ απομακρυνθεί ο συρμός και φεύγει. Παρακολουθώ γοητευμένος τη φιγούρα της να μικραίνει, μέχρι που χάνεται εντελώς.

Μένω μόνος, με τυραννάει η απορία, ποια ερωτεύθηκα; Το ομοίωμα της Ξένης ή.. τη Μαριάννα; Δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Τη μια στιγμή πάω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, να δω την πραγματικότητα, μα την επόμενη αυτή η βεβαιότητα χάνεται, σβήνει και το πρόσωπο που φαντάστηκα επανέρχεται και κυριαρχεί. Όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, είναι μια τυραννία. Πρέπει να ξεφύγω απ’ αυτή την ψευδαίσθηση, αυτή τη φρεναπάτη. Τώρα, τουλάχιστον που ξέρω, πως η Μαριάννα αγάπησε εμένα, τον Μιχαήλ Πατρίδη, τον επίδοξο συγγραφέα! Η Μαριάννα δεν ξέρει τον Βεντήρη, ο Βεντήρης δεν υπάρχει γι’ αυτήν. Υπάρχω μόνο εγώ και η Μαριάννα θέλει εμένα, το έδειξε καθαρά! «Θα σε περιμένω», είπε, «θα τηλεφωνηθούμε. Θέλω να μάθω νέα του βιβλίου σου», μου είπε. Μέσα απ’ αυτή τη σύντομη γνωριμία βρήκα μια θέση στην καρδιά της. Με αγάπησε, εμένα, τον «κλειστό» κι «ευαίσθητο» Μιχαήλ, το συνεσταλμένο επίδοξο συγγραφέα.

«Σε είκοσι λεπτά, φτάνουμε Αθήνα, ετοιμαστείτε για αποβίβαση.»

Φτάσαμε κιόλας; Νιώθω έρμαιο συλλογισμών κι ανατροπών. Απ’ το παράθυρο βλέπω την πόλη, οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη αστραπιαία, σαν τις σκέψεις μου. Έχει βραδιάσει. Η ομίχλη απλώνεται κι εδώ, λες και μας έχει ακολουθήσει, λες και τη σέρνω μαζί μου σαν αποσκευή. «Σταθμός Λαρίσης. Αποβίβαση.» Κατεβαίνω από το τρένο και βγαίνω απ’ το σταθμό.

Το ξενοδοχείο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Παίρνω ταξί. Τακτοποιούμαι στο δωμάτιο. Από το μπάνιο ακούω το κινητό μου να χτυπάει επίμονα. Τρέχω να το προλάβω, παραλίγο να γλιστρήσω. Η Μαριάννα! Να μάθει αν έφτασα καλά! Να μου ευχηθεί καλή επιτυχία στο βιβλίο μου.

«Δε φαντάζεσαι, πως το περιμένω! Θα μου τηλεφωνήσεις;»

Ενδιαφέρεται, μέσω του βιβλίου, να με γνωρίσει καλύτερα, σκέφτομαι κολακευμένος, μα κι εγώ έτσι θα επικοινωνήσω πιο ουσιαστικά μαζί της. Γεμίζω αισιοδοξία. Τώρα πια δεν μπορώ να κάνω πίσω. Πρέπει να διώξω από μέσα μου τη σκιά του Βεντήρη και της Ξένης. Πρέπει να κερδίσω τον αληθινό μου εαυτό, να στηριχτώ σ’ αυτόν. Κατεβαίνω για φαγητό. Χαλαρώνω, απολαμβάνω το κάθε τι για ένα δίωρο. Πρέπει να κοιμηθώ καλά. Αύριο είναι μεγάλη μέρα. Θα μιλήσω με τον εκδότη του βιβλίου μου. Σαν τυπωθεί, θα λυτρωθώ απ’ αυτό κι από τους ήρωές μου. Έτσι σκέφτομαι.

Το ραντεβού πήγε καλά. Ο εκδότης κράτησε τα χειρόγραφα. Κοίταξε κάποιες διορθώσεις. Συμφωνήσαμε για το εξώφυλλο, τα γράμματα, το χαρτί. Μου δίνει να υπογράψω το συμβόλαιο. Διαβάζω τους όρους.

«Ελπίζω να πάμε καλά, μου λέει. Το πολύ σε ένα μήνα θα έχει κυκλοφορήσει. Μπορεί και νωρίτερα. Καλή τύχη!»

Φεύγω, συνεπαρμένος, ενθουσιασμένος, σχεδόν εκστασιασμένος. Είμαι…συγγραφέας! Υπέγραψα ως συγγραφέας…..Πάω να περάσω τη διάβαση, σαν μεθυσμένος, δε βλέπω το αυτοκίνητο που έρχεται κατά πάνω μου.

Ο κόσμος αναποδογύρισε…Μετά κενό..

Λευκές φιγούρες γύρω μου με περικυκλώνουν. Ύστερα ανοίγω τα μάτια. Τα πρώτα μάτια που αντικρίζω… είναι της Ξένης. Μα τι λέω; Θέλω να πω της Μαριάννας.

«Καλωσόρισες στο γήινο κόσμο», μου ψιθυρίζει χαμογελώντας. «Το ατύχημα ήταν πολύ σοβαρό. Σε είχαμε καταδικασμένο στην αρχή», λέει, ενώ μου χαϊδεύει το πρόσωπο. «Στο νοσοκομείο, βρήκαν την κάρτα μου στην τσέπη σου και με ειδοποίησαν. Είμαι συνέχεια εδώ από…τότε.»

Αναρρωτιέμαι γι’ αυτό το «τότε». Δεν έχω ακόμα την αίσθηση του χρόνου. Δεν ξέρω πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που μ’ έφεραν εδώ. Θέλω να τη ρωτήσω μα με προλαβαίνει.

«Δες …εδώ…», λέει, «το βιβλίο σου..»

Σκύβει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι μου και παίρνει ένα βιβλίο.

«Μόλις εκδόθηκε», μου λέει. «Το διάβασα πρώτη».

Έχει περάσει λοιπόν ένας μήνας από τότε.

«Είναι υπέροχο! Συγχαρητήρια!» συνεχίζει η Μαριάννα κι απιθώνει το βιβλίο στο στήθος μου. Σφίγγω απάνω μου τον πολύτιμο, αγαπημένο τόμο, το μυθιστόρημά μου. Δάκρυα αναβλύζουν από τα μάτια μου.

«Πες μου», ψιθυρίζω κοιτάζοντάς την βαθιά στα μάτια. «Πώς σου φάνηκε η ιστορία»;

«Ίδια με τη δικιά μας», απαντά. «Κι εσύ μοιάζεις τόσο με τον ήρωά σου, το δυνατό και θεληματικό Βεντήρη.»

Απίστευτο. Εγώ «δυνατός και θεληματικός»;

«Είσαι σίγουρη»; ρωτάω.

«Μα βέβαια αγάπη μου, ακόμα και φυσιογνωμικά είσαι ολόιδιος. Αφού μπερδεύομαι, δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω με σιγουριά ποιον απ’ τους δυο αγάπησα, εκείνον ή εσένα….»
* Η Ελένη Λύτρα  σπούδασε Οικονομικά και Φιλολογία, εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα και γράφει. Έχουν εκδοθεί βιβλία της: «σα σπασμένο ρόδι”, μυθιστόρημα, εκδόσεις ΚΥΠΡΟΕΠΕΙΑ . «Πέταξα μ’ ένα κοπάδι γλάρους», νουβέλες, και «Ζωή.. ρόδι που έσπασε» μυθιστόρημα, εκδόσεις ΔΑΡΔΑΝΟΣ. Έχουν δημοσιευθεί διηγήματά της σε εφημερίδες και περιοδικά.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top