Fractal

Διήγημα: “Διονυσιασμός”

της Ελένη Κουφογιάννη //

 

dionysus-11

 

Δε βρισκόταν πια στην πρώτη νιότη. Το έβλεπε στον καθρέφτη και στο βλέμμα των ανθρώπων γύρω του. Ο αυθορμητισμός που υπήρχε κάποτε στα μάτια του, τώρα ήταν συμβιβασμός. Τα μαύρα του μαλλιά είχαν γκριζάρει και αραιώσει αισθητά. Διατηρούσε την ψηλόλιγνη φιγούρα του και το αρρενωπό του περπάτημα, αλλά το σώμα του είχε χαλαρώσει από την καθιστική ζωή.

Άλλο ένα Σάββατο βράδυ που βρισκόταν μόνος στο καφενείο της πλατείας, βυθισμένος στις σκέψεις του, πίνοντας κρασί. Δεν είχε φίλους στο χωριό, μόνο γνωστούς. Ήταν επιφυλακτικός. Δεν ανοιγόταν εύκολα. Είχε μια παρέα στις Σέρρες, που συναντούσε κάπου-κάπου, πάντα με το φόβο μην τον δει κανένα μάτι. Κάποιες φορές πήγαινε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πετούσε τη μάσκα. Ποιος να ασχοληθεί με έναν άγνωστο που σύχναζε σε κακόφημα μπαρ; Αντίθετα, στο χωριό οι άνθρωποι μπορούσαν να γίνουν πολύ σκληροί. Το ήξερε, το είχε ζήσει στο πετσί του.

Τριάντα χρόνια πριν οι ξυλοδαρμοί, η κοροϊδία και η περιφρόνηση ήταν η ζωή του. Πήρε τη μάνα του κι έφυγαν. Ήταν λάθος του να εκφραστεί ελεύθερα σε μια κλειστή κοινωνία. Κατάλαβε ότι δε θα ζούσε ποτέ όπως ήθελε. Το ορκίστηκε στη μάνα του, ζητώντας της συγνώμη που την απογοήτευσε. Γονάτισε μπροστά της κι έκλαψε που δε θα την έκανε ποτέ περήφανη. Ήταν διαφορετικός απ’ τα άλλα αγόρια. Ένιωθε τύψεις που ξεσπιτώθηκαν. Ορκίστηκε να πολεμήσει το πάθος του, να μη γνωρίσουν άλλη ντροπή. Εκείνη τον αγκάλιασε και του υποσχέθηκε ότι θα άρχιζαν μια νέα ζωή στον καινούριο τόπο.

Σ’ αυτό το χωριό των Σερρών, ζούσε μια θεία, που ήταν χήρα χωρίς παιδιά και δέχτηκε να τους φιλοξενήσει. Η μητέρα του έγινε γηροκόμος της για δέκα χρόνια. Ο Αιμίλιος διορίστηκε, από ένα γνωστό της θείας, στην Κεντρική βιβλιοθήκη Σερρών. Όταν η θεία πέθανε, κληρονόμησαν το σπίτι κι έζησαν ήρεμα για κάποια χρόνια. Αργότερα άρχισαν τα προβλήματα υγείας της μητέρας του, μέχρι που την έχασε πριν από μερικούς μήνες. Είχε αναλάβει ο ίδιος την φροντίδα της, μένοντας δίπλα της μέχρι την τελευταία στιγμή. Της το χρωστούσε. Η μάνα του ήταν η μόνη που δεν τον εγκατέλειψε στα δύσκολα.

***

Έξω απ’ το καφενείο χόρευαν καρναβαλιστές, τραγουδούσαν, πετούσαν πονηρά πειράγματα μεταξύ τους. Αποκριάτικος τουρισμός στο χωριό. Άνθρωποι νέοι, κυρίως φοιτητές, με δίψα για ζωή, με όνειρα. Τους ζήλεψε. Εκείνος δεν είχε όνειρα. Δεν είχε ζωή. Φόρεσε το παλτό του και ξεκίνησε για το σπίτι.

«Με συγχωρείτε, κύριε», ακούστηκε μια άγνωστη φωνή. Ο Αιμίλιος γύρισε να κοιτάξει. «Παρακαλώ» είπε στον νεαρό. Θα ορκιζόταν ότι κάπου τον είχε ξαναδεί. Ίσως σε κάποια διαφήμιση στην τηλεόραση ή σε αφίσα στο δρόμο. Σίγουρα, δεν ήταν χωριανός πάντως.

«Είμαι ο ιδιοκτήτης του καινούριου μπαρ στο τέρμα του δρόμου. Θα χαιρόμουν να σας κεράσω ένα ποτό στο μαγαζί μου».

«Πολύ ευχαρίστως!» είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του και τον ακολούθησε. «Δε σας έχω ξαναδεί στο χωριό. Δεν είστε από δω;»

«Είμαι από τον Όλυμπο, αλλά έχω ρίζες στις Σέρρες. Να μιλάμε στον ενικό;»

«Φυσικά» είπε μπαίνοντας στο σκοτεινό μαγαζί.

Το ξύλινο δάπεδο έτριζε. Τα τραπέζια ήταν παλιά βαρέλια με σκουριασμένες κάνουλες. Η διακόσμηση θύμιζε καπηλειό άλλης εποχής. Η μυρωδιά της δρυός και του ρετσινιού ξυπνούσε τη δίψα του για αλκοόλ.

«Ούτε εσύ φαίνεσαι να είσαι ντόπιος. Ξεχωρίζεις από μακριά» είπε ο νεαρός και πέρασε πίσω απ’ το μπαρ.

«Κι όμως έζησα εδώ όλη την ενήλικη ζωή μου».

«Δεν την έζησες όπως ήθελες όμως. Έτσι δεν είναι;» Τα χέρια του νεαρού ήταν τραχιά και οι μύες φούσκωναν στα μπράτσα του καθώς κουνούσε το σέικερ. Ο Αιμίλιος ένιωσε πάλι είκοσι χρονών. Ο έρωτας παλλόταν μέσα στο παντελόνι του. Σάλιωσε τα στεγνά του χείλη και τον ρώτησε: «Πώς σε λένε;» Ο νεαρός τον κοίταξε. Τα μάτια του γίνονταν τη μια κόκκινα και την άλλη κατακίτρινα. «Ποιος είσαι;» ψέλλισε αλαφιασμένος.

***

Είμαι ο Βρώμιος, ο Ζαγρέας, ο Διόνυσος. Γιος του Δία και της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου. Πυρογενής και μηρορραφής μετά το άδικο τέλος της μητρός μου από τη μεγαλοπρέπεια του πατρός μου. Ο πιο λατρεμένος απ’ όλους τους θεούς. Ξέφυγα από το μίσος της Ήρας και περιπλανήθηκα μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Όσοι με υποδέχτηκαν ως θεό, είχαν την εύνοιά μου. Τους δίδαξα την τέχνη της αμπέλου και γέμισα τις κούπες τους με, το νέκταρ της ευθυμίας και της γλυκιάς μέθης. Όσοι με έδιωξαν ως τυχοδιώκτη, τιμωρήθηκαν. Δε συγχωρώ την ύβρη. Πιστοί μου ακόλουθοι οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Με τίμησαν και με λάτρεψαν ως ευοίωνο και καταστροφικό μαζί. Η Ήρα δεν είχε δύναμη επάνω μου πια. Ο Δίας με αναγνώρισε ως γιο του. Απέδειξα τη θεϊκή μου υπόσταση και πήρα τη θέση που μου άξιζε στον Όλυμπο. Τώρα είμαι εδώ μπροστά σου. Ακολούθησέ με! Πιες και γίνε δικός μου! «Στην υγειά μας!» είπε και τσούγκρισαν τα σφηνάκια τους.

Ο Αιμίλιος δεν άκουσε τα λόγια του, όμως τα σπλάχνα του αναγνώρισαν την αρχαία ηδονή. «Καλορίζικο το μαγαζί!» Το γλυκό ποτό ξάφνιασε τη γλώσσα του και του χάιδεψε τον οισοφάγο. Τα λόγια του θεού στο μυαλό του ένα τρένο που σφύριζε. Η φωνή απάλυνε την απέχθεια που ένιωθε για την διαφορετικότητά του, τα χαμένα του χρόνια, το διχασμένο του εαυτό. Του ξυπνούσε μνήμες που δεν θυμόταν να είχε ζήσει. Σκεφτόταν ότι αυτός ο τολμηρός νέος δεν τον είχε κοιτάξει ως πιθανό πελάτη μόνο, αλλά και ως πιθανό εραστή. Η γοητεία του δεν είχε ξεφτίσει όσο νόμιζε.

«Τι θέλεις να κεράσω; Ουίσκι, βότκα;»

«Θα συνεχίσω με κρασί. Κόκκινο».

Τα μάτια του νεαρού πυρωμένα κάρβουνα. «Έλα μαζί μου στο κελάρι, να σου δείξω το καλύτερό μου κρασί παλαίωσης» Τον άγγιξε στον ώμο. Άγγιγμα βαρύ, αντρικό. Η καρδιά του σκίρτησε. «Είκοσι δύο χρόνων κρασί. Όσο κι εγώ. Σα να πίνεις εμένα».

Ο Αιμίλιος ένιωσε έξαψη. Το θράσος της νιότης και η ζεστασιά του νεαρού, του ξύπνησαν τη λαχτάρα για έρωτα. Τον ακολούθησε στο κελάρι μαγνητισμένος.

***

Είμαι ο Διόνυσος ο Βότρυς. Κυνηγός της απόλαυσης, γητευτής της έλξης. Αγγίζεις τα σγουρά τσαμπιά μου, σε τυλίγω στην κληματαριά. Το σταφύλι είναι όπως το κορμί. Οι ρόγες του έχουν χυμούς και σάκχαρα. Γίνε το αποψινό κρασί μου! Πρώτα σε τρυγάω. Διαλέγω τα καλύτερά σου σημεία. Πετάω τα κοτσάνια και τα κουκούτσια που σου δίνουν στυφή γεύση. Μ’ αρέσει η ωριμότητα των καρπών σου. Το κρασί γίνεται γλυκό. Μετά σε πατάω κι εσύ με ικετεύεις. Όταν στραγγίζω τους χυμούς σου, αρχίζει η λύτρωση. Τα κατακάθια σου, μένουν στον πάτο, ανεβαίνεις διαυγής, πανέμορφος. Βράζεις από τον πόθο της ζύμωσης. Σε κοιτάζω να σπαρταράς και να μεταμορφώνεσαι από γλεύκος σε οίνο αλκοολούχο. Όταν ηρεμείς, με αγκαλιάζεις. Έχεις αρώματα λουλουδιών και φρέσκων φρούτων. Η γεύση σου είναι το κρασί μου. Μπορώ να σε μεθύσω. Μπορώ να σε εθίσω. Το καλό κρασί θέλει υπομονή. Χορεύεις λιγωμένος απ’ το πετιμέζι των φιλιών. Άφησε το να γλιστρήσει μέσα σου. Είσαι δικός μου!

Δεν πρόλαβαν να κατέβουν στο κελάρι και τον στρίμωξε στις σκάλες. Τράβηξε την πόρτα, έμειναν στο σκοτάδι. Τον έπιασε απ’ τα μαλλιά, τον κόλλησε στον τοίχο. Ο Αιμίλιος έτρεμε απ’ την αναπάντεχη έξαψη. Το άρωμα του θεού μεθυστικό. Ξύλο, βανίλια και μοσχοκάρυδο. Μπουκέτο έντονο, φίνο με χαρακτήρα μπαχαρένιο. Κόκκινο κρασί παλαίωσης. Είκοσι δύο ετών. Ανάσαινε και θόλωνε. Τον δάγκωνε και γευόταν μούστο. Οι φλέβες στα μπράτσα και στο λαιμό του, έδιναν ρυθμό στις ανάσες τους.

«Πόσο σε θέλω!» είπε χώνοντας τη γλώσσα του στο στόμα του Αιμίλιου. Του ξεκούμπωσε το παντελόνι κι έβαλε το χέρι του μέσα απ’ το εσώρουχο. Ο Αιμίλιος τελείωσε αμέσως με μια κοφτή ανάσα. Ο νεαρός χαμογέλασε και συνέχισε να τον πασπατεύει αλείφοντας το σπέρμα του και στους δυο τους.

«Γονάτισε!» τον διέταξε κι ο Αιμίλιος έσκυψε μπροστά του. Άπλωσε τα χέρια του, αναζητώντας τον στα σκοτεινά. Χάιδεψε πρώτα τους πέτρινους μηρούς του και συνέχισε προς τα πάνω. Του κατέβασε το φερμουάρ. Δέος. Σκέφτηκε ότι κάτι τόσο εξαιρετικό δεν έπρεπε να περιορίζεται στα στενά τζιν παντελόνια. Το άρπαξε στο στόμα του. Άκουγε τα πνιχτά βογκητά του, φανταζόταν την έκφρασή του. «Μη βιάζεσαι. Το καλό κρασί θέλει υπομονή».

Ξύπνησε μεθυσμένος, βυθισμένος σε όνειρο. Τον έπαιξε στη χούφτα του. Βογκούσε αδιάντροπα με μια φωνή που δεν αναγνώριζε κι αναρωτιόταν ποιος του μιλούσε.

Είμαι ο Διόνυσος, ο Ωμιστής, ο ωμοφάγος. Ο θεός της φρίκης και του σπαραγμού. Οργίζομαι μπροστά στην υποκρισία και την σεμνοτυφία των ανθρώπων. Τη λαιμαργία σου για ηδονή της σάρκας δεν μπορείς να σταματήσεις. Πιάσε να νιώσεις την υφή. Ούτε υγρή, ούτε στεγνή. Μόνο γυαλιστερή και κολλώδης. Είναι γλυκιά η γεύση του αίματος. Γίνε αδηφάγος της δύναμης του ταύρου και κόρεσε την πείνα σου με το μεδούλι του. Ο ταύρος είμαι εγώ, ο Βουγενής. Ανδρόγυνος και φαλλικός μαζί. Μάσησέ με. Νιώσε με στο στόμα σου. Γέμισε το στομάχι σου με μένα. Πάρε τη δύναμή μου. Νιώσε θεός. Γίνε αφέντης και τραγούδησε αυτοσχέδιο διθύραμβο. Καθαίρεσε την ψυχή σου. Εξάγνισε τον άνθρωπο. Καταπολέμησε την θνητότητά σου. Προετοίμασε τον εαυτό σου γι’ αυτές τις ημέρες που ο θάνατος γιορτάζει τους νεκρούς του. Διαμέλισέ με, να πεθάνω και να ζωντανέψω πάλι, όπως η βλάστηση στη φύση κάθε χρόνο. Η θεοφαγία είναι πράξη ιερή. Φάε τη σάρκα μου και τραγούδησε για τον ερχομό της άνοιξης. Είσαι δικός μου!

 

238340128-b1d25fdbef

 

Ήταν η τελευταία Κυριακή των Αποκριών. Αύριο ξεκινούσε η νηστεία. Ενώ στο φαγητό ήταν εγκρατής, τώρα λυσσούσε για κρέας.

Έβγαλε τον κιμά απ’ το ψυγείο, να φτιάξει μπιφτέκια. Έμπηξε τα δάχτυλά του μέσα στον ωμό κρεάτινο πολτό. Η αίσθηση ήταν παγωμένη και το χρώμα κόκκινο μωβ. Τον πήρε στα χέρια του και τον έσφιγγε, μέχρι να πεταχτεί από την πάνω και την κάτω μεριά της γροθιάς του. Ξαναπήρε τα μέρη του κιμά που περίσσευαν και τα έβαλε στη χούφτα του.

Έβαλε τέσσερεις τεράστιους φαλλούς στο ταψί. Έκανε παχιά τη βάση, μακρύ τον κορμό και πλατιά τη βάλανο. Έκοψε ένα μικρό κομμάτι απ’ τον ένα και το έβαλε στο στόμα του. Το κατάπιε αμάσητο. Η γεύση ήταν πλούσια. Μπουκώθηκε με δεύτερη χούφτα κιμά. Αυτή τη φορά τον μάσησε. Ένιωσε την υφή του ωμού κρέατος να πλημμυρίζει το στόμα του. Το ακούμπησε με τη γλώσσα και το έσυρε στον ουρανίσκο του. Μούγκρισε απολαμβάνοντας και κοίταξε ψηλά. Οι κόρες των ματιών του διαστάλθηκαν. Δεν έβλεπε τίποτα, μόνο πεινούσε.

Η λαχτάρα του για ωμό κρέας δυνάμωσε. Έχωσε το κεφάλι στο ταψί με τον κιμά κι έτρωγε μανιασμένα. Έγλειψε τα τελευταία υπολείμματα και σηκώθηκε χαμογελώντας αλαζονικά, με μια μεγαλοπρεπή στύση. Χορτασμένος απολάμβανε το σπέρμα του που κυλούσε στο πάτωμα. Ένιωθε τη φωνή του θεού στο μυαλό του.

Είμαι ο Διόνυσος ο Λύσιος. Λύνω τη σιωπή σου. Συνθλίβω τους φόβους σου. Σπάω τη μοναξιά σου. Οι ακόλουθοί μου σε αναγνωρίζουν. Σε πιάνουν απ’ το χέρι. Χτυπούν το θύρσο τους στη γη, να σε ξεδιψάσουν με κρασί. Μπες στο βαλλισμό των κάρνων. Έλα στο χοροπηδητό των βοσκημάτων. Γίνε ταύρος που διψάει για έρωτα με έναν Σάτυρο και έναν Σειληνό. Μην απορείς που είναι μισοί άνθρωποι, μισοί ζώα. Αποδέξου κι εσύ τη διττή ύπαρξη σου. Οι μαινάδες μου σε οδηγούν σε μένα. Έλα με δέος. Με περίμενες καιρό. Μην αντισταθείς. Μην κάνεις ερωτήσεις. Όλες οι απαντήσεις είναι μέσα σου. Ένα κύμα ευδαιμονίας σε φέρνει σε έκσταση. Άγγιξε τα κορμιά τους. Απόλαυσέ και φώναξε. Ελευθερώσου. Λύσε τα δεσμά με το παρελθόν. Τα κύμβαλα ηχούν στο δικό σου αλαλαγμό. Τρέξε στους δρόμους. Διασκέδασε. Είσαι δικός μου!

***
Πίσω απ’ την κουρτίνα έβλεπε πολλούς μασκαράδες στο δρόμο που χόρευαν κι έπιναν μες στη φλεβαριάτικη νύχτα. Πάνω στη ντουλάπα, είχε τη δερμάτινη βαλίτσα με τα ρούχα της μακαρίτισσας της μητέρας του. Την κατέβασε, πάτησε προς τα μέσα τα μεταλλικά κουμπιά, την άνοιξε. Όλα τα φορέματά της ήταν άψογα διπλωμένα και μοσχομύριζαν λεβάντα. Στην εσωτερική τσέπη της βαλίτσας υπήρχαν τα κοσμήματά της και κάποια καλλυντικά. Στο κάτω μέρος οι γόβες της. Είχε φτιάξει η ίδια τη βαλίτσα της. Ήθελε να την πάρει μαζί της όταν θα ‘έφευγε’ να συναντήσει τον άντρα της.

Διάλεξε μια μαύρη μακριά φούστα κι ένα άσπρο μεταξωτό πουκάμισο, το μόνο που του έκανε. Πέρασε στο λαιμό του τα μαργαριτάρια της. Χάρηκε που χώρεσε στο παλτό της κι έριξε από πάνω τη λουλουδάτη εσάρπα της με τα κρόσσια. Το κοκκινάδι στα χείλη και στα μάγουλα, του πήγαιναν. Είχε γλυκό πρόσωπο σχεδόν κοριτσίστικο. Με τις γόβες δυσκολεύτηκε. Ισορρόπησε αδέξια πάνω στα τακούνια με τις φτέρνες απ’ έξω.

Πήρε την τσάντα φάκελο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν ήταν ωραία γυναίκα, όμως ήταν ελεύθερος. Περπάτησε καμαρωτός στο δωμάτιο, κουνώντας τους γοφούς του. Ήθελε να μιλήσει πρόστυχα, να φλερτάρει τους άντρες έξω χωρίς να ντρέπεται. Δε θα τον αναγνώριζε κανείς. Έκλεισε την εξώπορτα και ξεκίνησε για την πλατεία. Μπήκε στο στενό για να κόψει δρόμο. Ο πόνος που ένιωθε απ’ τις κοντές γόβες δε συγκρινόταν με τη ματαίωση και την ντροπή που αισθανόταν τόσα χρόνια.

Στην πλατεία είχε στηθεί γλέντι γύρω από μια τεράστια φωτιά. Άντρες ντυμένοι με μαύρες προβιές, ζωσμένοι με κουδούνια και ψηλά καπέλα χτυπούσαν τα ταμπούρλα κι έδιναν το ρυθμό. Άλλοι φορούσαν παραδοσιακές στολές κι άλλοι ήταν ντυμένοι αποκριάτικα. Όλοι μαζί έπιναν κρασί και χοροπηδούσαν τραγουδώντας σατυρικά κι άσεμνα.

Δύο άγνωστοι με μάσκες, μυτερά αυτιά και ουρές τον παρέσυραν στον αλλόκοτο χορό τους. Η μουσική ήταν μια έντονη τυμπανοκρουσία. Χόρευαν με έξαλλο τρόπο, με τινάγματα αντί για βήματα και κολλούσαν τα κορμιά τους πάνω στο δικό του. Κρατούσαν καλάμια τυλιγμένα με κισσό και όποτε τα χτυπούσαν στη γη, έβγαινε κρασί. Ήπιε από έναν πίδακα κι άρχισε να χορεύει.

Ήθελε ν’ απαλλαχτεί από ό,τι τον πίεζε. Έμεινε ξυπόλυτος και με μια απότομη κίνηση ξήλωσε τα κουμπιά του πουκαμίσου. Ένιωθε ελεύθερος κι ερωτικός. Στην παρέα ήρθαν τρεις γυναίκες με λυτά, μπερδεμένα μαλλιά. Φορούσαν γούνα και τα ρούχα τους ήταν σκισμένα. Χόρευαν στον ίδιο ρυθμό κι έβγαζαν κραυγές ηδονής. Άρχισαν να του χαϊδεύουν το στέρνο.

«Έλα μαζί μας!» του είπαν κι ο Αιμίλιος ακολούθησε χορεύοντας. Δε σκεφτόταν τίποτα, μόνο χόρευε. Δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ αυτό το γλέντι. Γελούσε συνεχώς χωρίς λόγο. Το μυαλό του θολό και ξελαμπικαρισμένο ταυτόχρονα.

Ένας άντρας τον ανέβασε στην πλάτη του, πέρασαν μέσα απ’ το μασκαρεμένο πλήθος, άφησαν πίσω τους τα σπίτια, προσπέρασαν τα χωράφια και χώθηκαν σ’ έναν αμπελώνα. Βυθισμένος στη μέθη του, αναρωτιόταν πώς περπατούσαν τόσο γρήγορα κι έψαχνε να βρει από πού ερχόταν ο καλπασμός. Σκύβοντας είδε ότι ο άντρας που τον κουβαλούσε ήταν άλογο από τη μέση και κάτω. Δίπλα τους ένας τραγοπόδαρος και οι γυναίκες έμοιαζαν με λύκαινες. Έχασε τις αισθήσεις του κι η παρέα τον ξάπλωσε ανάμεσα στ’ αμπέλια. Πάλι η θεϊκή φωνή ψιθύριζε στα σπλάχνα του.

Είμαι ο Διόνυσος ο Βάκχος. Οι Μαινάδες μου βακχεύονται μεταξύ τους για να με τιμήσουν. Πάρε μέρος στην τελετή. Άπλωσε σταφύλια στο γυμνό κορμί σου καθώς σε δένει ο κισσός μου. Γλείψε το κρασί μου πάνω σε άλλα σώματα. Μούγκρισε ηδονικά! Οι πιστοί μου υπήκοοι σε προετοιμάζουν για μένα.

Παρουσιάζομαι μπροστά σου με τη θεϊκή μου υπόσταση. Εντυπωσιάζεσαι και παραδίνεσαι στο ερωτικό μου κάλεσμα. Η νύχτα είναι αφιερωμένη στο κρεβάτι της λατρείας. Στη γλώσσα της σάρκας δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε θεούς και θνητούς, ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. Ένωσε τον άνθρωπο με τον θεό της πλάνης και του πάθους. Μπες στην έκσταση μαζί μου κι ακολούθησε τα χνάρια της αρχέγονης φύσης σου. Είσαι δικός μου!

***
Έξι κορμιά μπερδεμένα στο ημίφως ζητούσαν και χάριζαν απόλαυση. Χέρια υψώνονταν να κόψουν τσαμπιά σταφύλια. Έτρωγαν και τάιζαν. Αλείφονταν με γλυκό κρασί και γλείφονταν αναμεταξύ τους.

Ο Αιμίλιος γυμνός, ξαπλωμένος στο χώμα, φορώντας μόνο τα μαργαριτάρια στο λαιμό του. Φύλλα κισσού σκαρφάλωναν πάνω του, χέρια τυλίγονταν γύρω του, στόματα ρουφούσαν το κορμί του. Τον προετοίμαζαν για το θεό.

Στο αμπέλι χύθηκε έντονο φως. Μαινάδες, Σάτυροι και Σειληνοί σταμάτησαν να οργιάζουν. Γονάτισαν γύρω απ’ τον θεό. Τον φιλούσαν στα χέρια, στα πόδια, στο σώμα, ικέτευαν λίγο από το χυμό του.

Προσπάθησε να καταλάβει τι ζούσε. Έβλεπε μόνο σκιές. Καθώς ο θεός ερχόταν κοντά του, όλα φωτίζονταν σταδιακά. Ο νεαρός απ’ το μπαρ, η φωνή στο μυαλό του, ήταν ο Διόνυσος.

Ο θεός του κρασιού τον πλησίαζε αργά. «Είσαι αυτός που θέλω. Είσαι δικός μου!» Έκαιγε, ακτινοβολούσε φως. Άγγιζε τα κορμιά και τα ζέσταινε. Άγγιζε τις ψυχές και τις γαλήνευε. Ήταν τόσο όμορφος που ο Αιμίλιος ευχήθηκε να ξεψυχούσε στα χέρια του.

Ο Διόνυσος δάγκωσε αχόρταγα τις σκληρές ρόγες του. Τον έσφιξε πάνω του με δύναμη, ζουλώντας τα σταφύλια, που είχαν απλώσει οι Μαινάδες στο στέρνο του. Του έδωσε να πιει το θείο φιλί του. Το χαλαρωμένο σώμα του έγινε πάλι σφριγηλό. Αναστέναξε αφήνοντας πίσω του τριάντα καταπιεσμένα χρόνια.

‘Είμαι δικός σου, Βάκχε μου!’ ψέλλισε γεμάτος δέος κι αφέθηκε στην αγκαλιά του. Έχωσε τη μύτη του στα σγουρά τσαμπιά του. Άρωμα αιχμηρό, ώριμων μαύρων κερασιών, καπνού και καβουρδισμένης σοκολάτας. Ρουμπινί, πληθωρικό κρασί με ταννικό τελείωμα.

Ο Διόνυσος τον γύρισε μπρούμυτα, πάνω σ’ έναν πεσμένο κορμό δέντρου. Κρατώντας τον από τους γοφούς, μπήκε δυνατά μέσα του. Οι κραυγές του Αιμίλιου θύμιζαν ζώο που σπαρταρούσε. Οι μαινάδες έγιναν λύκαινες που ούρλιαζαν.

Ο Αιμίλιος εγκατέλειψε το γερασμένο κορμί του πάνω στον κουτσουρεμένο κορμό. Σηκώθηκε αναγεννημένος, δυνατός, με μυτερά κέρατα στο μέτωπο, μακρύ γένι και τραγίσια πόδια. Αναδύθηκε Σάτυρος, ακόλουθος του Διονύσου για όλες τις επόμενες αποκριές.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top