Fractal

Aφηγήματα: “Ποιος καπνίζει Μάλμπορο…” & “Νυχτερινό επεισόδιο” & “Το σχολειό μου”

Της Ελένης Γούλα // *

 

let-the-light-guide-your-life-story

 

 

 “Ποιος καπνίζει Μάλμπορο…”

 

Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Δεν κοίταζε γύρω του. Όσα είχε αποφασίσει να κάνει ήτανε τρομερά. Φοβόταν.

—Ένα μάλμπορο παρακαλώ!

Σταμάτησε λίγο μακρύτερα, ακούμπησε λυγισμένο το πόδι στο μικρό παρτέρι, άνοιξε το πακέτο, τσαλάκωσε το σελοφάν, το έβαλε στην τσέπη του – δεν είχε εκεί κοντά καλάθι να το πετάξει – και έβγαλε από μέσα ένα τσιγάρο που το κάπνισε ως το τέλος.

Κόσμος πήγαινε και ερχόταν. Σακούλες με ψώνια, βιαστικοί καταναλωτές. Ακριβώς τη γιορταστική ατμόσφαιρα υπολόγιζε κι αυτός.

—Καλημέρα. Ο Στέφανος είμαι

—Στέφανε! Επιτέλους!

Σχεδόν τον έσυρε μέσα στο διαμέρισμα. Τα ρούχα στις καρέκλες, ποτήρια κι αποτσίγαρα παντού.

—Κάτσε. Θα σου φέρω να πιεις.

Πάντα έτσι συνέβαινε.

Πήρε ένα καθαρό κρυστάλλινο ποτήρι από κείνο το παλιό ξύλινο μπαρ με το χάλκινο περίτεχνο κλειδί και το γέμισε ως τη μέση σχεδόν.

—Πέντε αστέρων…

Είχε πλησιάσει πολύ κοντά της, έτσι όπως έκανε τόσες πολλές φορές στο παρελθόν – σα να μην άλλαξε τίποτα, το κεφάλι της μεγάλο, τα μαλλιά της βαμμένα καστανά και από τόσο κοντά, γκρίζα η ρίζα που έβγαινε –

—Φοράς τόσα χρόνια την ίδια κολόνια… την άκουσε στο αυτί του να λέει και προς στιγμήν δείλιασε.

Τράβηξε την πολυθρόνα έτσι που να μη βλέπει στο παράθυρο και την κοίταξε. Για τελευταία φορά.

 

*

Την άλλη μέρα είπανε ότι η γυναίκα πέθανε στον ύπνο της και ότι κανείς δεν είχε ιδέα πως αυτή η δραστήρια και πετυχημένη δικηγόρος ήταν τόσο βαριά άρρωστη.

Αμέσως σχεδόν εκφράσανε υποψίες ότι τον θάνατό της τον προκάλεσε η ίδια θέλοντας να αποφύγει την τρομερή εξέλιξη που προβλεπόταν σε τέτοιες σαν τη δική της ασθένειες. Οι συγγενείς – ένας αδερφός και μια ξαδέρφη – υποστήριξαν ότι αυτή η εκδοχή ταίριαζε στον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της συχωρεμένης και έτσι φάνηκε ότι η υπόθεση θα έμπαινε στο αρχείο.

Δεν υπολόγισαν όμως μια μικροκαμωμένη μαυροντυμένη γυναίκα που χαμένη στο πλήθος της νεκρώσιμης πομπής παρακολουθούσε και κατέγραφε όλες τις κινήσεις και τις αντιδράσεις των παρευρισκομένων.

Αυτή η γυναίκα πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί το τελετουργικό της περίστασης – κηδεία, συλλυπητήρια, κόλλυβα, στεφάνια κλπ –είχε επισκεφθεί τον ιδιωτικό αστυνομικό Μάρκαρη και του είχε ζητήσει να ανακαλύψει τον δολοφόνο.

—Ήτανε φίλη μου. Η καλύτερη που είχα. Την ήξερα καλά. Μιλούσαμε για όλα. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά! Δεν το έκανε μόνη της!

Η γυναίκα είχε βγάλει από τη μαύρη δερμάτινη τσάντα της όλη την προκαταβολή που απαιτούσε ο επαγγελματίας και την είχε ακουμπήσει δεσμίδα στο γραφείο από αστραφτερή μαύρη λάκα.

– Όσα στοιχεία έχω για την Ελένη, στη διάθεσή σας! Να δείτε το κινητό, το λάπ τοπ με τα μέιλ, τον υπολογιστή στο γραφείο της…

Οι οικείοι βέβαια έφεραν αντιρρήσεις – αυτοί δεν δώσανε εντολή, η επίσημη αστυνομία δεν έχει λόγους να ασχοληθεί και τέτοια – ο Μάρκαρης όμως ήτανε μάρκα και κανένα εμπόδιο δε μπορούσε να τον αποθαρρύνει.

Εφτά ημέρες αργότερα…όρθιος, με το τσιμπούκι στο στόμα – σβηστό, τον πείραζε ο καπνός, αλλά του άρεσε το στυλ – περίμενε την πελάτισσα, που καθότανε στην πολυθρόνα του να δείξει αδημονία πριν κάνει την σοβαρή του δήλωση.

—Ο φόβος του ξένου κυρία μου.

 

*

Αργότερα στο δωμάτιο ακουγόταν μόνο ο χαμηλόφωνος ήχος που έβγαινε από το τάμπλετ. Ψηφιακός, τρεμάμενος με παύσεις. Μια αντρική φωνή που διέκοπταν λυγμοί.

–Ήταν η καλύτερη! Κανείς δε μπορούσε να συγκριθεί μαζί της. Τη θαύμαζα. Όλα τα υπέροχα παιδικά μας χρόνια. Μετά το δυστύχημα όμως…

Μίσησα όλους τους έγχρωμους άντρες κύριε Μάρκαρη!

Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να γίνει εραστής της! Δυο μικρά απροστάτευτα παιδιά που βγαίνανε από την εφηβεία! Καταλαβαίνετε τι δύσκολη υπόθεση ήτανε αυτή. Παρόλο που ήμουν μικρότερός της το έβλεπα ότι είχε πάρει στραβό δρόμο αλλά δεν είχα τη δύναμη να αντιδράσω. Κανένας δεν υπήρχε να τη συγκρατήσει, αφού ήταν ενήλικη. Και οι γονείς μας είχανε και οι δυο σκοτωθεί μέσα σε ένα λεπτό….

Τσακώθηκε με όλους τους συγγενείς και ‘γω δε μπορούσα παρά να την ακολουθήσω στην απομόνωση. Άρχισα να κρύβομαι από τον κόσμο και να απομακρύνομαι από όλους. κατέστρεφε τον εαυτό της κι εγώ ήμουνα ο θεατής…

…Όταν αρρώστησε, της είπα να τα πουλήσουμε όλα. Να πάμε στους πιο ακριβούς γιατρούς. Στην Ευρώπη, στην Αμερική! Όπου μπορεί να υπήρχε μια ελπίδα να γίνει καλά! Γελούσε κύριε Μάρκαρη, με κορόιδευε λες και ήμουνα κανένα νιάνιαρο. Εγώ όμως κύριε Μάρκαρη είχα γίνει από καιρό ένας ώριμος άντρας και ήθελα να την προστατεύσω. Αχ! ας με άφηνε μόνο να τη φροντίσω…

Αν δε μάθαινα τουλάχιστον για τον γάμο… Από τη στιγμή που μου το σφυρίξανε όμως δεν σκεφτόμουνα πια τίποτα άλλο. …παραφύλαξα, έστησα αυτί, ανακάτεψα τα χαρτιά της… Όχι μόνο δε με άφηνε να τη φροντίσω, όχι μόνο σκότωνε κάθε μέρα τον εαυτό της, αλλά ετοιμαζότανε να παντρευτεί κι έναν ξένο, έναν προικοθήρα, έναν επιτήδειο αλήτη!

Τότε κύριε Μάρκαρη… ήτανε λες και το φάντασμα του πατέρα με έβγαλε στο δρόμο.

Βλέπετε … στα δεκαπέντε της…, την είχε εμποδίσει να κάνει παρέα με κείνο τον Γιούρι… Και από τη θέση του – στέλεχος υπουργείου – είχε μεσολαβήσει … να τη διώξουνε τη μάνα του φιλαράκου της. Πανικόβλητη εκείνη είχε πάρει το καράβι για την Ιταλία. Μόνο που δεν φτάσανε με το γιο της ποτέ στη στεριά. Τον κατάπιε τον Γιούρι η θάλασσα η παγωμένη, στα δεκαπέντε του…

Μπορεί να είχε όλες τις δικαιολογίες του κόσμου κύριε Μάρκαρη για τη ζωή που έκανε, αλλά δεν το άντεχα αυτό, όχι!. Να είναι ετοιμοθάνατη και να θέλει να παντρευτεί έναν αλλοδαπό! Τρελάθηκα στ’ αλήθεια.

Περίμενα λοιπόν τις γιορτές και πήγα στο σπίτι της … δεν ήταν δύσκολο. Όταν κατάλαβε την πρόθεσή μου, πήρε ένα χάπι από το συρτάρι της και μου το έδωσε. «Δεν έχω το θάρρος να το κάνω μόνη μου… σε παρακαλώ αδελφούλη…»

 

Δεκέμβριος 2014

 

 

Νυχτερινό επεισόδιο

— Άκουσα την πόρτα της πολυκατοικίας να τρίζει και μετά να χτυπάει απότομα.

Είχα μόλις χάσει τον Φώντα και ένιωθα ανασφάλεια. Σηκώθηκα κι άναψα το μικρό πορτατίφ του κομοδίνου. Αφουγκράστηκα κρατώντας την ανάσα μου τους θορύβους. Τίποτα. Ούτε το ασανσέρ να ανεβαίνει, ούτε βήματα ούτε ανάσες.

Περπάτησα ξυπόλυτη μέχρι το χωλ. Τα κρύα πλακάκια διώξανε και τον λίγο ύπνο που μου απόμενε και η κρυάδα ανέβηκε μέχρι το λαιμό. Σχεδόν δε μπορούσα να αναπνεύσω. Στάθηκα ακίνητη πίσω από την πόρτα ασφαλείας, που όταν κλειδώνει πιάνει σε τέσσερα σημεία πάνω, κάτω, δεξιά και αριστερά, δηλαδή σε δεκάξι, αλλά εξακολουθούσα να μην ακούω τίποτα.

Περίμενα κάμποσο, έτσι όρθια στο σκοτάδι, σε μια στάση αναμονής, με το χέρι πολύ κοντά στο ψεύτικο πιστόλι, απομεινάρι κάποιου παλιού συντρόφου, πριν ο Φώντας ομορφύνει τη ζωή μου.

Μπορεί να ήτανε επισκέπτες σε κάποιο ένοικο και τώρα έφευγαν, σκέφτηκα.

Άπλωσα το γυμνό μου μπράτσο στον τοίχο και πάτησα με τα δάχτυλα τον διακόπτη.

Όλα ήτανε όπως τα είχα αφήσει. Τα πολύχρωμα μαξιλαράκια στον καναπέ, το τασάκι καθαρό στο τραπέζι, τα τηλεκοντρόλ παραταγμένα στη θέση τους και τα βιβλία μου όλα στοιχισμένα κατά μεγέθη πολύχρωμα και καθαρά.

Θα μπορούσα να γυρίσω τώρα στο κρεβάτι μου.

Δε γύρισα όμως. Στο βάθος μπροστά μου, στο τυφλό σημείο, εκεί που το μικρό χωλ στρίβει για την κουζίνα, που για να φωτιστεί πρέπει να πλησιάσει κάποιος πολύ και να πατήσει τον διακόπτη, μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι να χαρχαλεύει.

Τι κι αν είχα ασφαλίσει την εξώπορτα με τετραπλό κλείδωμα, τι κι αν έπιαναν οι μεταλλικές λάμες σε δεκάξι σημεία, τι κι αν είχα κατεβάσει όλα τα ρολά σε όλες τις μπαλκονόπορτες κατά το δρόμο. Το μικρό μπαλκόνι της κουζίνας, εκείνο που έβλεπε στον ακάλυπτο, ήταν αφύλαχτο.

Στη μέση του χωλ με το χέρι πολύ κοντά στο ψεύτικο πιστόλι, στα όρια του πανικού θυμήθηκα πάλι τον Φώντα και τα μάτια μου γεμίσανε δάκρυα. Αν τον είχα τώρα εδώ δίπλα μου με την υγρή του μουσούδα και τη βραχνή του φωνή… Κανείς δεν θα τολμούσε να πλησιάσει τη μπαλκονόπορτα. Τίποτα δε θα με φόβιζε, ακόμη κι αν κάποιος τρελός διακινδύνευε τη ζωή του σκαρφαλώνοντας με σκοινί για να μπει σε ένα σπίτι όπου δεν υπάρχει δεκάρα, όσο κι αν αναποδογυρίσει τις φόδρες, όσο κι αν τραβήξει όλα τα συρτάρια και βγάλει όλα τα ρούχα από τις ντουλάπες και σηκώσει τους καναπέδες και κατεβάσει τα βιβλία. Δε θα φοβόμουνα ακόμη κι αν ένας δυνατός οπλισμένος άντρας εμφανιζότανε στο άνοιγμα της κουζίνας, στο σημείο εκείνο που ήταν σκοτεινό, που για να φωτιστεί έπρεπε να φτάσει κανείς ως εκεί, να ανοίξει το μικρό άσπρο διακόπτη τον κολλημένο στον τοίχο…

Το χαρχάλεμα έγινε πιο δυνατό στο σκοτάδι – της κουζίνας; του μυαλού μου; – κι εγώ ξαφνικά, που δεν είχα τη δύναμη να φτάσω ως το διακόπτη του χωλ, προχώρησα στο μεγάλο σαλόνι, άνοιξα το ξύλινο μπαρ με τον κρυφό φωτισμό και γέμισα δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Αστράψανε όμορφα στο φως. Άφησα τότε το όπλο στο έπιπλο και με τα ποτήρια στα χέρια πλησίασα το μικρό σκοτεινό σημείο μεταξύ χωλ και κουζίνας, σήκωσα τον αγκώνα να πατήσω τον διακόπτη, αλλά…

δεν πρόλαβα. Κάτι σκληρό με χτύπησε στο πρόσωπο και κάτι μαλακό και βρώμικο μου έκλεισε το στόμα. Το τελευταίο που άκουσα ήτανε ο ήχος από τα κρυστάλλινα ποτήρια καθώς πέφτανε στα πλακάκια. Το ακριβό ουίσκι πρέπει να χύθηκε όλο και να γέμισε την κουζίνα ανακατεμένο με τα κομματάκια από τα κρύσταλλα, αλλά αυτό δεν το άκουσα ούτε το είδα.

χειμώνας 2015

 

Το σχολειό μου

Στο σχολείο φοιτούν πολλοί μαθητές. Έρχονται από διάφορα μέρη της πόλης. Κάθε πρωί φτάνουν με λεωφορεία και με ιδιωτικά αυτοκίνητα. Στέκομαι στην πόρτα και τους υποδέχομαι: φύλακας – επιστάτης.

Ξέρω το κάθε παιδί με το όνομά του. Νομίζουν ότι τα αγαπώ και τα νοιάζομαι. Ότι η δουλειά μου είναι η ίδια μου η ζωή. έτσι νομίζουν γονείς, καθηγητές, ο διευθυντής και τα πιο πολλά απ τα παιδάκια. μόνο μερικά με κοιτάζουν περίεργα. Δεν ξέρουν φυσικά τι μου συμβαίνει – καλά-καλά ούτε εγώ ξέρω – αλλά κάποιο κρυφό ένστικτο τα ειδοποιεί.

Όχι δεν είμαι παιδεραστής – τίποτα τόσο φριχτό ευτυχώς. Μια άλλη διαστροφή όμως με έχει κυριεύσει πια και κυβερνάει όλο και πιο πολύ τη ζωή μου. Όλες τις μέρες πια και, το χειρότερο, και σχεδόν όλες τις νύχτες.

Σίγουρα δεν είναι επιφανειακό, και ήταν πάντα εκεί, σε κάποιο βάθος της ύπαρξης, μόνο που εγώ δεν το ήξερα. Όταν μπήκα στη δουλειά – πριν τρία χρόνια ούτε καν το φανταζόμουνα. Μια προσμονή, ένα τρέμουλο αλλά όχι τίποτα άλλο. Μόνο η αγωνία για τα τόσα παιδιά στην αυλή, και τη μεγάλη ευθύνη.

Στην αρχή χάζευα τα κορμιά τους τρυφερά, πετάγανε ανάστημα ιδίως τα αγόρια μέσα στη χρονιά ή το καλοκαίρι αλλάζανε, δοκιμάζανε να γίνουνε άντρες, δεν ξέρανε τι να κάνουνε με τα χέρια τους με τη φωνή τους.

Ωστόσο το κουσούρι μου όχι δεν το είχα ανακαλύψει – καλά κρυμμένο κάτω από τόσες στοίβες κανόνων.

Έπρεπε να πέσει στα χέρια μου κείνο τα βιβλίο, να διαβάσω για τον φύλακα στη Γερμανία και να μου γεννηθεί σιγά-σιγά η ιδέα. και πάλι όμως αν δεν ερχότανε η περίσταση…

Και όχι δεν το επιδίωξα. Μόνο όταν έτυχε να με ρωτήσουν για τη μικρή εκείνη κοπελίτσα που ήξερα ότι ήταν ορφανή και έψαξα να βρω την καρτέλα της… τότε που μπήκα στο άδειο γραφείο με τις καρτέλες και ανασκάλεψα τα χαρτιά … από τότε ήμουνα πια ένας χαμένος άνθρωπος.

Σίγουρα δεν το κάνω για τα λεφτά, κι ας πληρώνουν καλά οι εταιρίες. Είναι τόση η ανατριχίλα μου όταν ανακατεύω όλα εκείνα τα προσωπικά δεδομένα των αθώων μαθητών…

Αν ήταν μόνο τα τηλέφωνα και οι διευθύνσεις θα σταματούσα. Θα έπαυα τις νύχτες να ψάχνω στη ντουλάπα με τους φακέλους και τις καρτέλες. Θα κοιμόμουνα ήσυχη στο σπίτι, στην ανάγκη πίνοντας τίλιο ή κανένα χάπι που φέρνει χαλάρωση και σε βυθίζει σ’ ένα αναπόδραστο ύπνο.

Δεν είναι όμως τα ονόματα, οι διευθύνσεις και τα τηλέφωνα. ο καθένας μπορεί αυτά να τα μάθει. Τα άλλα, τα στοιχεία της ζωής, τα στιγμιότυπα, οι επίσημες πληροφορίες για τους ανθρώπους, αυτά, που με τραβάνε σα να έχουν μαγνήτη …

Όταν χώνομαι στη γωνία και σέρνω τους φακέλους στο φως του φακού μου, όταν κουλουριάζω τα πόδια μου και συγκεντρώνω τα πιστοποιητικά με τις σφραγίδες… γάμοι, γεννήσεις, θάνατοι…

Την ημέρα πλησιάζω τους μαθητές διακριτικά. Φλέγομαι να διασταυρώσω τις πληροφορίες μου. Με οδηγό τις φωτογραφίες – τις τραβάω όλες απ’ τις καρτέλες με το σύγχρονο κινητό μου – αναζητώ διευκρινίσεις και επιβεβαιώσεις.

Μαθαίνω με σιγουριά τα πάντα. Έχω τον τρόπο μου να ρωτάω και μια μνήμη ισχυρή. Πρόσωπα και πληροφορίες όλες στο σκληρό του μυαλού μου. Όταν πια ξέρω όσα μπορώ να μάθω ε τότε πια δεν κρατιέμαι. Ούτε η νύστα ούτε η κούραση ούτε οι χίλιες δυο έγνοιες της καθημερινότητας μπορούνε να με πτοήσουν. Κάθομαι στο μικρό γραφειάκι μου και αρχίζω την ταξινόμηση. Τα μάτια μου τσούζουν, νυστάζω και θέλω πάρα πολύ να απλώσω τα πονεμένα μου πόδια στο κρεβάτι. Όμως δεν το κάνω ποτέ. Ετοιμάζω πρώτα γρήγορα-γρήγορα τον φάκελο για την εταιρία – την όποια εταιρία έχω να ικανοποιήσω – και μετά συμπληρώνω το δικό μου αρχείο.

Στην πρώτη σελίδα με κωδικούς γράφω ονόματα, επάγγελμα, ηλικίες και άλλα στοιχεία τυπικά. Στη δεύτερη, παρατηρήσεις με συντομογραφίες και κωδικούς, δυο τρεις αραιογραμμένες σειρές και …από την τρίτη σελίδα και ύστερα, ε τότε πια αφήνω τον εαυτό μου να ελεύθερο. Όλο το τρέμουλο γίνεται κάτι που τρέχει ασυγκράτητα. Βρίσκομαι πια πέρα από τα όρια. Λες και έχω μια πλαστελίνη και πλάθω συνεπαρμένη έναν ολόκληρο κόσμο. Βάζω δέντρα, λίμνες, ανθρώπους, ρυάκια… γάμους, βαπτίσεις, γεννήσεις, θανάτους.

Δεν είμαι μια κάποια συνηθισμένη γυναίκα πια. Δεν εργάζομαι σε μια κακοπληρωμένη εργασία, δεν ζω σε μια μικρή διαλυμένη χώρα ούτε ανήκω σε μια μάλλον αδιάφορη οικογένεια. Μια ιδέα τρομερή με σηκώνει ψηλά- πολύ ψηλά πάνω από τα σύννεφα από όπου ο κόσμος σχεδόν είναι αόρατος. Γίνομαι ένας μικρός υπέροχος θεός! και είναι τόσο ηδονική η αίσθηση, που δε μπορώ πια να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτή.

Κι αν τρέμω τώρα τελευταία με τις οικονομικές δυσκολίες της χώρας μην τυχόν και χάσω τη δουλειά μου δεν είναι επειδή φοβάμαι την ανεργία. Και άλλοτε ήμουνα άνεργη και ξέρω ότι αυτό αντιμετωπίζεται. Εκείνο που δεν θα αντέξω πια είναι να χάσω όλη αυτή τη μαγική πρώτη ύλη.

Η ικανότητα μου – αλίμονο – να γεμίζω μόνο τα κενά στις ιστορίες που αφηγούμαι. Την ίδια τη ζωή, πώς να την πλάσω…

Φεβρουάριος 2015

 

 

* H Ελένη Γούλα γεννήθηκε στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Από το 2007 είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Μανδραγόρας. Διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά (έντυπα και ηλεκτρονικά) και στην ανθολογία “Τρεις ματιές τ’ αλλάζουν όλα”, Μια Ανθολογία Διηγημάτων από την Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας, Εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος, 2007. Το 2011 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μανδραγόρας η συλλογή διηγημάτων “Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες”.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top