Fractal

Διήγημα: «Ένα κοφάκι και δυο σβαρνάδες»

της Ελένης Γκίκα //

 

[ο τρύγος της Μνήμης]

 

fractal_1«Ό,τι υπήρξε δεν γίνεται παρά για πάντα να υπάρχει».

Γερνάει η μνήμη; Σκέφτεται ξεφυλλίζοντας αυτό το παλιό τετράδιο στην αποθήκη. Είναι Κυριακή, οι Κυριακές του μπαμπά, θα σκεφτεί, και μόλις αρχίζει μια άνοιξη υποσχόμενη έστω και κάτω από την βρεμένη αλλ’ ολάνθιστη αχλαδιά του κήπου. Μαζί την είχαν φυτέψει, όπως μαζί φρόντισαν και για την φυτειά στον Βαραμπά που πια δεν υπάρχει. Εξάλλου ούτε εκείνος υπάρχει, σχεδόν τίποτα δεν υπάρχει.

Γερνάνε οι λέξεις; Σχεδόν ακούει την φωνή της από παιδάκι μιλούσε μόνη της, «το κάνουν αυτό τα μοναχοπαίδια» τους καθησύχαζε ο παιδίατρος πρώτα, ε ύστερα τα κουτσοβόλεψε, έμαθε αντί να μονολογεί να τα γράφει.

«Ο Τρύγος [τίτλος με ένα σταφύλι για ζωγραφιά, από τότε στο νου της όλα ήτανε fractal].

«Όλα τα παιδιά περιμένουν το Καλοκαίρι, αλλά εμείς είμαστε τα πιο τυχερά, το δικό μας πανηγύρι αρχίζει με τα σχολεία. Έτσι και εφέτος. Ο μπαμπάς με πήγε στου Καλιόλια για σάκα, κασετίνα, τετράδια πενηντάφυλλα κι εκατόφυλλα, μολύβια και μια σειρά από κηρομπογιές. Μετά με πήγε και με άφησε στη γιαγιά. “Από δω θα πηγαίνεις σχολείο”, είπε και κοίταξα τα κοφίνια που είχαν γεμίσει μέχρι την ντεραυλή το στενό με τα βασιλικά. Κάθε χρόνο τρυγάμε όλοι μαζί, τέσσερα αδέλφια με τη σειρά, όλοι μαζί πρώτα στον ένα και μετά στον καθένα.

Στη γιαγιά μαζευόμαστε με τη σειρά όλα μαζί τα παιδιά, ξαδέλφια, όσοι έμεναν στην αυλή αλλά και όλοι από τα πέριξ» [έτσι ακριβώς το είχε γράψει από τότε: «πέριξ»].

«Η γιορτή άρχιζε με το “όλοι μαζί”. Συνεχιζόταν αργά το απόγευμα με την επιστροφή, κοφίνια, κοφάκια, σταφύλια, φωνές και τραγούδια, τα χοροπηδηχτά από μας. “Μου πήρες τ’ αυτιά” η μαμά με μάτια γελαστά γιατί επιτέλους δεν μιλούσα μόνη μου. Αλλά η μεγάλη γιορτή ήταν το πατητήρι. Όλοι πατούσαμε στην αρχή, πρώτα εμείς οι μικροί κι ύστερα θεατές μιας αρχέγονης αλλόκοτης τότε για μας τελετουργίας [τα αρχέγονη κι αλλόκοτη τα έμαθε μετά, όπως και ό,τι όλο αυτό ήταν εκείνο ακριβώς: «τελετουργία». Αλλά με ό,τι γίναμε μόνο μπορούμε να ξαναγίνουμε παιδιά].

«Όλη την ώρα κοιτούσα την στροφυλλιά, στυφυλιά, την έλεγε κι έτσι την έλεγα, όπως την έμαθα απ’ τη γιαγιά, το μούστο να τρέχει μέσ’ στο πουρλάκι και τον Γιώργο τον ολιγόφαγο με το μουστάκι από μουσταλευριά, είχα κακό χούι, έτρωγα το σουσάμι από πάνω. Ο ρόλος μου άρχιζε στη σκάφη μαζί με τα κουλούρια: ανθρωπάκια, καρδιές, κοτσίδες, τσαντάκια ως κι ένα με σχήμα κοχύλι ψήσαμε, “πω πω εσύ θα γίνεις μαρμαράς”, “γλύπτης, παππού” τον διόρθωνα. Ζυμαράκι η πρώτη μας ύλη, η πλαστελίνη μας ήρθε μετά»…

Τίποτα δεν έγινε, πότε έπαψαν να- πιάνουν- τα –χέρια της; δεν το κατάλαβε, όλα τα σημαντικά έτσι συμβαίνουν: ανεπαισθήτως και ξαφνικά.

Όμως, θυμάται σα να ‘ναι τώρα και τα κοφίνια και τα σταφύλια και τα κουδούνια. Αυτά που τους επέτρεπαν κάπου στο τέλος να μαζεύουν κι αυτά, δηλαδή, τα παιδιά. Θυμάται, ακόμα, να πλάθει μουστοκούλουρα με τη μπλε του- Τσεκλένη- ποδιά. Κάποιος να της φωνάζει, η γη της επαγγελίας για τα παιδιά η αυλή της γιαγιάς. Η γη της επαγγελίας γι’ αυτήν και στο σχολείο- όλα-τ’- άλλα- παιδιά. «Τα κεράκια» στα πεύκα, καινούργια βιβλία. Κι έτσι παρέμειναν μέσα της, κουβαράκι: τρύγος, κοφίνια, γέλια, κεράκια, σχολείο, καινούργια βιβλία, κηρομπογιές και παιδιά.

Το πώς τελείωσαν όλα δεν το καλοκατάλαβε διότι όλα άρχισαν κάπως ν’ αλλάζουν σταδιακά. Πρώτα- πρώτα το ότι τρυγούσαν μόνοι τους μετά τον θάνατο της γιαγιάς. Αργότερα το ότι βγήκε σε αχρηστία, «αφού άνοιξε ο συνεταιρισμός;» έτσι τους άκουσε, το παλιό πατητήρι. Τον πρώτο καιρό αγόραζαν μούστο, με τα χρόνια σταμάτησαν και τα κουλούρια και την μουσταλευριά. Τρυγούσαν ωστόσο και σε ξένο χωράφι όταν πήγε βοηθός, αχ πόσο καλά το θυμάται; είχε κόψει το χέρι.

Τα ζόρικα ξεκίνησαν όταν παραμεγάλωσε ο μπαμπάς. Και τ’ ανέλαβε. Κάθε τρύγος πια ο-κακός-χαμός. Μάζευε κόσμο, άγνωστο πια, είχε πάψει να τρυγά εδώ και καιρό ο- ένας-μαζί- με- τον- άλλο, βρες φορτηγό, πιάσε σειρά για ν’ αδειάσεις στο συνεταιρισμό, άφησέ τον να πιστεύει ότι εξακολουθεί Εκείνος να είναι ο αρχηγός, όρκισέ τους να τον προσέχουν και να κουβαλούν και τα δικά του κοφίνια, πλήρωνε τώρα. Μέχρι που να ‘ρθει ο καιρός να του πεις ότι σας έχουν πληρώσει κανονικά και εν ανάγκη να τον πληρώσεις εσύ για εκείνα τα υπερπληθωριστικά «τι θαρρείς; κι εμείς τα πετάμε» πες τα χαμένα- πια, αν όχι πεταμένα, απάτητα ωστόσο σταφύλια.

Χαϊδεύει το μπλε ντύμα στο τετράδιο, θα βρει κι άλλα στην αποθήκη, ένα σταφύλι από χαρτοκοπτική, ένα πιάτο κεραμικό με αμπελόφυλλα που έχει ραγίσει στο πλάι, μια στολή Αμαλίας, μια κασετίνα με μια σειρά από καλοξησμένα μολύβια, ένα κοφάκι με δυο σβαρνάδες, ένα κοφίνι με πολύχρωμες κουρελούδες και μια σάκα, ερείπιο πια, με κάτι χειρόγραφα με ολοστρόγγυλα γράμματα, γραμμένα όσο γίνεται πιο προσεκτικά «όχι αεροδρόμιο στην περιοχή μας».

Η πρώτη της επαναστατική πράξη. Ένα μήνα εκτός. Κλειστοί δρόμοι, φωνές, εσωτερικός διχασμός, φυσικά και κλειστά τα σχολεία. Άλλοι υπέρ κι άλλοι κατά του αεροδρομίου. Οι μαθητές, κατά. Κι ας μην καλογνωρίζαμε τότε και το γιατί. Το κατάλαβε αργά κι αυτή, σε μια κυριακάτικη βόλτα όταν είδε σαν μια τεράστια πληγή όλα τα ξεριζωμένα αμπέλια. «Έγκλημα» ψιθύρισε η μάνα της. Όσο για τον πατέρα, με τις γέφυρες παραγέφυρες έτσι όπως δεν έβρισκε πρόσβαση για το παλιό του αμπέλι, άλλη χώρα πια.

Ναι, όλα είχαν γίνει για όλους «μια άλλη χώρα».

Δεν αναγνώριζε τίποτα. Άλλοι δρόμοι, άλλοι άνθρωποι, άλλοι νόμοι. Το πατητήρι γκρεμίστηκε, υπήρξαν στιγμές που σκεφτόταν αν την έλεγαν στροφιλιά; στιφιλιά; Ώσπου ήρθε να της τα μάθει όλα η μαμά, «θα χαθούν όλα έτσι όπως ξεχνά», από συμπαράσταση δεν κράτησε τίποτα, την εξαγρίωνε να τον χάνει κι εκείνη να ψάχνει τ’ αμπέλι. «Όλα ίδια μου φαίνονται» της είπε κοφτά. «Τι Λαμπρικάς, τι Πάτημα, τι Βαραμπάς, εδώ χάνονται οι άνθρωποι». Κι όμως εκείνοι –κάποτε το κατάλαβε- υπήρξαν οι ίδιοι η γη τους, τ’ αμπέλια τους, ήταν χώμα απ’ το χώμα.

Κατά καιρούς, τάχα μου ανάλαφρα, της έλεγε διάφορα. Για το πουρλάκι που όταν χανόταν ο κόσμος υπήρξε το καταφύγιό τους. «Οι περισσότεροι ανέβηκαν στον Άγιο Νικόλα, εμείς μπήκαμε στο πουρλάκι, μόνο ο μαυροΓιάννης δεν έμπαινε κι όλο φώναζε σα να ‘χε γιορτή κάτω από τους βομβαρδισμούς “ω μπο μπο νούσε!” “Κρύψου βρε μαυροΓιάννη!” “Ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά, ούτε ντέρντι στην καρδιά”».

«Μαμά, και τι απέγινε ο μαυροΓιάννης;»

«Πέθανε από πνευμονία όταν πέρασε ο πόλεμος γιατί του πήρε το αφεντικό την κατσούλα».

Για το τι απέγινε το Κορωπί, δεν ρώταγε, ήξερε, κάηκε. Τώρα τα ντεσού είναι άλλα και δεν τα ξέρει, εξάλλου δεν είναι και τρύγος. Τρύγος είναι το καταφύγιο – πουρλάκι. Τρύγος είναι η πληγιασμένη γη, τρύγος είναι ή μάλλον ήταν, ό,τι απόμεινε απ’ αυτόν, και το καινούργιο αεροδρόμιο.

Όπως τρύγος δεν θα ξαναϋπάρξει κι εκείνο το αμπέλι στο Βαραμπά που το πούλησε, όπως της είπαν μετά, εκείνη δεν ήξερε, «αχ καημένη, σε γέλασαν, για πέντε δεκάρες».

Από τότε δεν ξαναπήγε στον κάμπο. «Θα στα σπρώξουν, κι ούτε σύνορα θα βρίσκεις, ούτε βραγιά», «όποιος θυμόταν τα ξέχασε», ήθελε να τους πει, «κι όποιος τ’ αγάπησε έτσι όπως απέγιναν έπαψε πια και να τα πονά», αυτό θα τους έλεγε μέχρι σήμερα που βρήκε αυτό το τετράδιο με την έκθεση, το κοφίνι και ένα σκουριασμένο σβαρνά.

Γερνάει ή δεν γερνάει, τελικά, η μνήμη;

Τα πανηγύρια πού ζήσαμε χάθηκαν; Γιατί όταν τα ξαναγράφεις ή τα ξαναδιαβάζεις, όμως, πονάνε σαν ζωντανά; Πονάνε μαζί και δροσίζουν. Γιατί ό,τι ζήσαμε, είμαστε. Κι όσα υπήρξαν, υπάρχουν, χαμένος είναι μόνο ο ξεχασμένος μας χρόνος.

Δικό μας είναι εκείνο που χάσαμε. Αυτό αποτελεί στις μέρες μας την μοναδική της πια σιγουριά. Καθώς και το ότι γίνεται ανύπαρκτη η λήθη μπροστά έστω και στην ελάχιστη Μνήμη.

 

Αστεριάδης Αγήνωρ (1898 - 1977), "Γυναίκες στον τρύγο", 1966

Αστεριάδης Αγήνωρ (1898 – 1977), “Γυναίκες στον τρύγο”, 1966

 

Υγ. Ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά τον κύριο Μπούκη που διασώζει την Μνήμη και τον Χρόνο μέσα απ’ αυτό το εξαιρετικό του βιβλίο, καθώς και τον εκδότη Πέτρο Μιχάλη για την ευκαιρία να επανορθώσω, αλλ’ ακόμα χρωστώ, όσο κι αν αυτό ήταν και παραμένει απλώς και μόνο ένα αφήγημα, η- δική- μου- φυτειά, σαν την συλλογική τύψη, ενοχή, μνήμη.
Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Υγ2. Το διήγημα γράφτηκε ειδικά για τον «Τρύγο» του Δημήτρη Μπούκη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Α-Ω».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top