Fractal

Διήγημα: “H γυναίκα- αυτί”

Της Ελένης Γκίκα //

 

fractal_

 

Θα μπορούσε και να είχε γεννηθεί αυτί.

Ένα καλογραμμένο, ολάνθιστο, καθαρό και τεντωμένο αυτί.

Την ακοή μονάχα απ’ αυτήν οι άνθρωποι ήθελαν.

Ή ίσως και αυτό το απολύτως καθησυχαστικό της χαμόγελο: Κάτι σαν ένα ατελεύτητο «ξέρω, ξέρω» αλλά και «δεν σε διακόπτω ποτέ». Επειδή, παρ’ ότι ξέρω, φλέγομαι και για τα παρακάτω.

Τα παρακάτω που- όσο κι αν είναι φρικιαστικά- εδώ θα μείνουν. Κι όλα θα πάνε καλά.

Διότι, κι αυτό το ξέρω. Πώς όλα θα πάνε καλά.

Την πρώτη φορά που ανακάλυψε πως θα μπορούσε να είχε γεννηθεί αυτί, ήταν σχεδόν παιδί. Και ένα μόνιμο αυτί για τη μάνα της.

Έλεγε, έλεγε… Και τι δεν έλεγε. Για την άδικη μοίρα της, για τη θυσία της, για την αχάριστη πεθερά και τη δική της μαμά.

Και για τον αχαϊρευτο.

Τον πρώτο καιρό, της φώναζε: «Γιατί δεν λες τίποτα;» Παραήταν σιωπηλή. Αργότερα, ίσως να σκέφτηκε «καλύτερα».

Έτσι εξασκήθηκε από παιδί στην τέχνη της ακοής.

Οι φιλενάδες της, την βρήκαν εκπαιδευμένη.

Στο σχολείο, λες κι είχε μέλι. Όλοι ήταν κολλημένοι στο μπράτσο της. Κοιτάζοντας λατρευτικά το αυτί.

Έρωτες, φυγές, παρεξηγήσεις…

Διλήμματα, απορίες και συνέπειες. Σαν σήριαλ. Μια ιστορία με συνέχειες για τον καθένα.

Με την δική της συμμετοχή απολύτως βουβή.

«Ξέρεις εσύ, όμως», της λέγανε.

Ή «αφού συμφωνείς κι εσύ».

Πολλές φορές ρωτούσανε «Τι λες; Θα πάνε όλα καλά»; Δίχως να περιμένουν απάντηση.

Όσες φορές αποτόλμησε να μιλήσει, έδειξαν να βαριούνται.

Μερικοί, έφυγαν κιόλας. Έτσι σαν παύλα άσπλαχνη ή παρένθεση καθοριστική στη μέση μιας ανάσας. Μια κομμένη πρόταση κρατούσε βαθιά στο στήθος μια ζωή.

Ποτέ δεν βγήκε.

Όλοι είχαν πάρει το ρόλο τους.

«Αυτί» της κλήρωσε.

Σ’ αυτήν, ναι, κλήρωσε «αυτί».

Κι αυτό το «αυτί», το εκμεταλλεύτηκε. Πήγε και έπιασε δουλειά σε «Ανοιχτή γραμμή». Οκτάωρο. Έντεκα, οκτώ, ογδόντα οκτώ και πέντε δώδεκα. Ο κάθε πονεμένος. Ποταμοί παράπονα. Και καταρράκτης ο θυμός. Ωκεανός τα επιχειρήματα. Άσπρο και μαύρο στο λεπτό.

Ήτανε τόσο καλή που όλοι εκείνην γύρευαν. Μονάχα. «Καλώς ήρθατε», «καλημέρα». Κι ύστερα ένα «αντίο» ξερό. Και αν το άκουγαν κι αυτό.

Βλέπετε ήταν όλοι «στόμα».

Ο εφιάλτης της.

Σαν έπεφτε για ύπνο, έβλεπε ένα στόμα να μιλά. Στ’ αυτί της ταυτόχρονα και η δική της κραυγή. Πάσχιζε για να πει κάτι και ούτε φθόγγους έβρισκε, ούτε και ήχους.

Ατόνησαν με τα χρόνια και οι φωνητικές της χορδές.

 

Πριν πάρει τη σύνταξη, την έβαλαν σε ανοιχτή ακρόαση. Το αυτί της κι απέναντι ο πελάτης. Να λέει και να χειρονομεί.

Είχε μάθει να απαντά με τα μάτια. Καλοσυνάτα πάντα με αποχρώσεις επίγνωσης, καφέ. Κατευναστικά, απολύτως.

Το αφεντικό της, κατ’ επανάληψη τής σύστηνε «ν’ ακούει όπως μια μαμά τα παιδιά». Δηλαδή «τα μισά να τα ρίχνει στη θάλασσα».

Στη θάλασσα δεν πέταξε τίποτα. Ποτέ.

Μια θάλασσα έγινε η ίδια μέσα της. Ένας κοχλάζων τεράστιος ωκεανός. Από βουβές κραυγές. Κι επιχειρήματα που, όμως, γράφτηκαν και σβήστηκαν. Ένα βιβλίο μεγάλο που δεν γράφτηκε ποτέ.

Το αστείο είναι πως κάποτε κουφάθηκε.

Δεν το κατάλαβε ποτέ, κανείς!

 

 

 

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2006

Καθαρά Δευτέρα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top