Fractal

✔ Ελένη Γκίκα «Το μόνο δικό μου είναι η σφοδρή επιθυμία μου και μετά τον φόνο, να υπάρξει ζωή. Να νικά η ζωή! Και να μπορεί παντού ακόμα και ν’ αγιάζει κανείς!»

Συνέντευξη στην Πηνελόπη Πετράκου //

 

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Κλεψύδρα

 

Συναντήσαμε την Ελένη Γκίκα με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία από τις εκδόσεις Διάπλαση του μυθιστορήματός της «Η ωραία της νύχτας» – βασισμένου σε δυο αληθινά περιστατικά δολοφονιών που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη- και μας μίλησε για τις ηρωίδες του βιβλίου αλλά και για το δικό της προσωπικό συγγραφικό προφίλ.

 

 

-Πώς ωρίμασε μέσα σας η ιδέα να γράψετε για το έγκλημα στο Κορωπί τον Αύγουστο του 2016;

Στις αιφνίδιες ιστορίες μας συχνά αποφασίζουν οι χρονικές συγκυρίες. Βρισκόμουν στη μέση ενός άλλου μυθιστορήματος, και η ιστορία της γιαγιάς που έκαψε τον άνδρα της ήταν δυο κεφάλαια όλο κι όλο. Μιλούσα για έναν άνδρα που αυτοπυρπολήθηκε εκεί και όσο κι αν ακούγεται αλλόκοτο, πρόκειται για μια καθαρά ερωτική ιστορία. Και ξαφνικά ξέσπασε όλος αυτός ο χαμός. Με το που άκουσα την είδηση, ήδη ήξερα, ήταν κόρη συμμαθήτριάς μου, θα μπορούσε να είναι το δικό μου παιδί αν είχα παιδί. Ταυτίστηκα, πόνεσα, την υπερασπίστηκα, με έκαιγε η σκέψη της γιαγιάς που ενώ πλήρωσε για το κρίμα της το αντιμετωπίζει και πάλι νεκραναστημένο και ολοζώντανο, βλέποντας, λίγο πριν από την έξοδό της από τη ζωή, να ξανάρχεται ο παλιός σκοτεινός νεανικός της εαυτός στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στα περίπτερα, στην τηλεόραση εκείνο-που-κάποτε-υπήρξε ξανά και ξανά. Ε κι ύστερα ήταν κι ο τόπος μου. Δίχως να το πολυκαταλάβω ξεκίνησα να μιλώ για τον τόπο μου, για εκείνη την τραγική γιαγιά, για το κορίτσι που θα μπορούσε να ήταν η κόρη μου… Ζητώντας διέξοδο για όλους μας.

 

-Θεωρείτε πως πράγματι ένας τόπος μπορεί να ευνοήσει το κακό και με ποιον τρόπο;

Το πρωτάκουσα από τον Ταρκόφσκι όταν τον ρωτούσαν για την περίφημη σκηνή της «Θυσίας» όπου γινόταν ένας φόνος εκεί ακριβώς που σκότωσαν μετά τον Ούλωφ Πάλμε. Ο Ταρκόφσκι το είχε ως σκηνή ονείρου, εκείνο που η ίδια η ζωή φρόντισε να επαληθεύσει μετά! Κι όταν ρωτήθηκε «αν ήταν προφητικό», είπε πως «όχι, απλώς αυτός ο τόπος ευνοεί το κακό». Είναι μεγάλη η δύναμη και η δυναμική ενός τόπου. Δεν είμαστε ίδιοι οι βουνίσιοι με τους νησιώτες κι ύστερα είναι και οι άγραφοι νόμοι: στη Μάνη και στην Κρήτη η βεντέτα είναι δικαιοσύνη και λεβεντιά. Στην Αλβανία υπάρχει το Κανούν ως φόρος αίματος, όταν χρωστάς ή σου χρωστούν αίμα. Ο Σαίξπηρ και η αρχαία μας τραγωδία βαδίζουν δίπλα μας καθημερινά. Κι όσο για τον δικό μου τόπο, ε ναι ευνοεί την παραφορά! Όπου κι αν σκάψεις ανακαλύπτεις ανθρώπινα ίχνη, παλιά νεκροταφεία, μια αρχαία πολιτεία. Έχει μνήμη κατά συνέπεια και βαριά σκιά.

 

-«Φραγκοδίφραγκα θα είναι πάντα εκείνα που γράφω», δηλώνει η αφηγήτρια: το δέος και ο σεβασμός στους άγνωστους τόπους των ανθρώπινων ψυχών είναι κατά τη γνώμη σας βασικά προσόντα του καλού συγγραφέα;

Δεν ξέρω ποια είναι «τα βασικά προσόντα του καλού συγγραφέα» εκτός από την αντιδικία του με την πραγματικότητα και την πολλή δουλειά, αλλά σίγουρα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι ήρωες. Οι ήρωες που εκπληρώνουν το πεπρωμένο τους σε Τόπο και Χρόνο. Στο αλωνάκι της δικής τους καρδιάς δίνονται οι μάχες, εκπληρώνονται τα συμβόλαια, μπαίνει ή δεν μπαίνει, εν τέλει, το χρέος, η άφεση και το φως.

 

-Η ιστορία που γράφει η αφηγήτρια για την καθημερινότητα της φόνισσας στον φάρο θα λέγατε πως είναι μια ρομαντική ή μια ρεαλιστική εκδοχή της ζωής μετά τη φυλακή;

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου και τόσο… ρομαντική ψυχή. Η μοναξιά, πιστεύω, πως είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εξιλέωση. Μόνο σου έρχονται να σε βρουν τα μεγάλα, κι αυτό έκανα, την έβαλα να ψάχνει τον φωτεινό εαυτό της με έναν άνδρα που είναι και δεν είναι, στην άκρη της γης. Αλλά ναι, θα μπορούσε να είχε αποφασίσει διαφορετικά η ζωή. Δηλαδή, η αληθινή εκδοχή είναι άλλη, πιο… καθημερινή. Αλλά γράφοντας και ταυτιζόμενη με όλους, αν ήμουν εκείνη, θα ήθελα να πήγαινα εκεί.

 

 

-Οι γυναίκες του βιβλίου που εμπλέκονται στα εγκλήματα είναι μοιραίες, εκπληρώνουν το πεπρωμένο τους και αποδέχονται τον τρόπο που αυτό συμβαίνει. Ποιο κόστος πληρώνει η αφηγήτρια στη διαδικασία της δικής της εκπλήρωσης;

Το κόστος του να μην ανήκει και να μην της ανήκουν ενώ είναι υποχρεωμένη να εξιστορεί. Από παιδάκι ήμουν εκείνη που παρακολουθούσα τους άλλους να παίζουν [φιλάσθενο και δεν έπρεπε να ιδρώσω, άργησα πολύ να βγω από τη τζαμαρία], η απουσιολόγος στο σχολείο, κάτι σαν… μαμά κλώσα και η διασώζουσα μνήμη, όλο σε μένα τα έλεγαν και τα λένε, «ξέρεις εσύ», «για να τα γράψεις εσύ», ε αυτό είναι φουλ τάιμ απασχόληση, σχεδόν εξορίζει από την ζωή την φυσιολογική ζωή. Είμαι, ξέρετε, απ’ εκείνους που όταν κάνουν κάτι και πετύχει ή τους πουν «μπράβο», το ξανακάνω. Παντρεύτηκα στα 20, στα 25 είχα αποτύχει και είχα χωρίσει, ε δεν το ξανάκανα. Έγραψα έκθεση για πρώτη φορά στην Τρίτη δημοτικού κι όλοι μου είπαν μπράβο. Κι αυτό, μάλλον, συνεχίζω να κάνω μια ζωή. Κάποιο κόστος θα έχει, δεν μπορεί!

 

-Τα βότανα και τα λουλούδια -ειδικά το νυχτολούλουδο- έχουν ιδιαίτερη σημασία στην υπόθεση: τι ρόλο παίζει ο συμβολισμός στη γραφή σας και πόσο σχετίζεται με την ποιητική σας ιδιότητα;

Ομολογώ πως όλα ξεκίνησαν σαν συγγραφικό εύρημα, ήθελα έναν κήπο ουράνιο σαν την Εδέμ και σαν εκείνο των παιδικών μου χρόνων, σε έναν τέτοιο κήπο μεγάλωνα ως παιδί αν και ήμουν… αλλεργική [με την κυριολεκτική έννοια του όρου, έβγαινα και φούντωνα στα στιγμή], αλλά στο φινάλε ήταν το δώρο που μου επιφύλαξε η ποιητική της ζωής. Ήθελα η γιαγιά να κτίζει στη μέση του πουθενά έναν παραδείσιο κήπο, έναν κήπο που μόνο θα ονειρεύομαι πια και δεν θα το αποκτήσω, έβαλα νυχτολούλουδο γιατί δεν έχω και τόσο καλή όσφρηση μετά από μια εγχείρηση αμυγδαλών στα τέσσερά μου, είχα τελειώσει λοιπόν το βιβλίο όταν ξαναπήγα εκεί: ευωδίαζε ο τόπος νυχτολούλουδα! Η Μιράμπιλις Τζ., η Ωραία της νύχτας εκ των υστέρων, με επιβεβαίωνε: ήταν εκεί. Θέλω να πω ότι επαληθεύτηκε απ’ τη ζωή η κάθε τρελή ή ποιητική φαντασία.

 

-Για τις ηρωίδες των βιβλίων σας λέτε πως γνωρίζουν ό,τι κι εσείς. Σε ποιο βαθμό απηχούν τη δική σας ιδιοσυγκρασία;

Στα προηγούμενα βιβλία μου ενδεχομένως και να γινόταν έτσι. Στην «Ωραία της νύχτας» ήταν η δική τους ιδιοσυγκρασία που με καθήλωσε και με υπέταξε, εκείνο-που-υπήρξαν είναι εκείνο που, τελικά, με οδηγεί. Το μόνο δικό μου είναι η σφοδρή επιθυμία μου και μετά τον φόνο, να υπάρξει ζωή. Να νικά η ζωή! Και να μπορεί παντού ακόμα και ν’ αγιάζει κανείς! Ούτε κι αυτό είναι δικό μου. Είναι πατερική αρετή.

 

 

-Διαπληκτίζονται ποτέ μέσα σας η δημοσιογράφος και η λογοτέχνιδα;

Στην «Ωραία της νύχτας» είχαν συνεργασία αγαστή. Αλλά έτσι ή αλλιώς ούτε ως δημοσιογράφος υπήρξα ποτέ βιαστική. Το δικό μου «αποκλειστικό» ήταν συνήθως ποιοτικό κι όχι χρονικό, ποτέ δεν με ένοιαξε να πω κάτι πρώτη. Το να το δω σε βάθος κι αλλιώς είναι, εντέλει, και λογοτεχνικό. Άρα μάλλον δεν θα πρέπει να υπήρξε διαπληκτισμός. Τουλάχιστον δεν το κατάλαβα. Η δημοσιογραφία είναι μεγάλη βοηθός της λογοτεχνίας, προαπαιτεί έρευνα, ζωή αληθινή.

 

-Έχετε βάλει μπροστά τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;

Τα έχω ήδη αφήσει στη μέση με την «Ωραία της νύχτας». Είναι ένα εξίσου σκοτεινό, ερωτικό μυθιστόρημα αλλά κι ένα αστυνομικό που με κάνει ν’ αντέχω και με ψυχαγωγεί. Για το ποιο απ’ τα δυο θα προηγηθεί, μάλλον θα το αποφασίσει για μια ακόμη φορά η ζωή.

Σας ευχαριστώ πολύ για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας! Μου βάλετε δύσκολα και γι’ αυτό σας ευχαριστώ πολύ!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top