Fractal

ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΜΩΣΑΪΚΟ [1] – Ελένη Δεληθανασοπούλου

Γράφει ο Απόστολος Ζιώγας // *

  

Ησυχία –

όποιος πνίγεται δεν φωνάζει πάντα βοήθεια

Το μερτικό μου από το θαύμα

το παραχώρησα στο θαύμα

Κική Δημουλά

 

 

Οι ζωντανοί-νεκροί των ημερών που διανύουμε,  ζουν και αισθάνονται με τρόπο που θυμίζει παρελθόν, και μάλιστα, κατεψυγμένο ˙ εξαίρεση αποτελούν όσοι κουβαλούν μια σκέψη που να είναι ταυτόσημη με χαμόγελο μωσαϊκής υφής, καταφέρνοντας εντέλει να το κάνουν τέχνη. Η περίπτωση της λαρισαίας ψηφιδογράφου Ελένης Δεληθανασοπούλου είναι άκρως ενδεικτική. Το έναυσμα για να ασχοληθεί με το ψηφιδωτό προκλήθηκε αβίαστα από το πάρκο Gϋell  στην Βαρκελώνη όταν πρωτοαντίκρισε τα πολύχρωμα μωσαϊκά πλακίδια του φημισμένου Γκαουντί. Έκτοτε, ξεκίνησε να πειραματίζεται και εν συνεχεία ειδικεύθηκε να σπάει καλλιτεχνικά τον γρανίτη πετραδάκι-πετραδάκι.

 

 

del_1

Όλες οι δημιουργίες που καταθέτει τα τελευταία χρόνια, θα ᾿λεγε κανείς, πως ‘’μεταφέρουν’’ αναμνήσεις κι όχι ιδέες, μέσα σε μια περίοδο ορμητικά πεζή ˙ δημιουργίες που δείχνουν τη ζωή ως κάτι απρόβλεπτο, αντιφατικό, απίθανο, οι οποίες πραγματώνουν έναν συγκεκριμένο ρεαλισμό που πηγάζει από μια αργόσυρτη αθωότητα. Όταν βρίσκεσαι σε κατάσταση γαλήνης, θέλεις να αναμειχθείς με το θεματικό περιεχόμενο του κάθε έργου, όπως η βανίλια κι η σοκολάτα που όταν αναμειχθούν αποκτούν μπεζ χρώμα.

 

del_2

 

Τόσο άμεσα επιδρούν τα ψηφιδωτά της πάνω στις αισθήσεις ώστε φτάνεις να αναρωτιέσαι : ‹‹ οι αισθήσεις μας, που δεν έχουν, όπως τα αισθήματά μας, ιστορία – τι περίεργο. Που χωρίς να υπόκεινται στη μεταβολή, την προκαλούν και την υποβοηθούν αποτελεσματικότερα ˙ που χωρίς να εκβιάζονται να παρακολουθήσουν το πνεύμα μιας εποχής, το εκφράζουν πάντα πιο εύγλωττα ››[2] ˙ συνομιλούν επομένως με αισθήσεις που σου γεννούν σκέψεις γύρω από τις ίδιες.

 

del_3

 

Ενώπιον του ανελέητου άσπρου, η Δεληθανασοπούλου  σπέρνει χρωματισμένες ψηφίδες ικανές να προσφέρουν ένα νεύμα αφύπνισης σε συνειδήσεις που ᾿χουν ναρκωθεί ή καταντήσει λιπαρές. Κάθε έργο της, ανεξάρτητα από το μέγεθος, χαρακτηρίζεται από ήπιο εύρος και μια παράδοξη δύναμη ονείρου, ενώ μόλις σταθείς μπρος στη θέα της ομορφιάς του  είναι σαν να στέκεσαι μπροστά στο κατώφλι μιας ζωής δίχως ανία ή κόρο. Τα θέματα δεν τα αντλεί η δημιουργός από την έννοια του σπαραγμού, γι ᾿ αυτό και αδυνατεί να πιστέψει πως ο άνθρωπος θα μπορούσε ποτέ να μείνει φριχτά μόνος, μια και για όλα υπάρχει εξήγηση, κι ας μην την γνωρίζουμε : τούτο μαρτυρά ο τρόπος που διοχετεύει το φως στα έργα της.

 

del_4

 

Παρά το γεγονός ότι πολλά έργα της δεν φέρουν μια δεδομένη αύρα χώρου και χρόνου, η θεματολογία της Δεληθανασοπούλου σε κάνει να διερωτάσαι  εάν η ίδια επιλέγει τα θέματα ή τα θέματα επιλέγουν εκείνη. Επίσης, κάμποσες φορές έχεις την εντύπωση ότι η σχεδίαση που εφαρμόζει, σκοπό έχει να αναδείξει μια μνήμη παραδείσου που να ακυρώνει όποιο φόβο θανάτου. Η υποψία κίνησης που αντιλαμβάνεσαι στις αντίστοιχες μορφές υποθάλπει μια αίσθηση γελαστής βραδύτητας ˙ τα ‘’σώματά’’ της Δεληθανασοπούλου σπαρταρούν με ρυθμό διηνεκή γόνιμο. Ως απόρροια μιας μη-αντικειμενικότητας  παράγονται οι μορφές που πραγματεύεται, καθότι τις μεταπλάθει σε εικόνες πραγματικοτήτων, σχεδόν  χειραφετημένες. Ακόμα και αυθαίρετη να είναι μια μορφή, δεν της ξεφεύγει η ‘’εν-τύπωση’’ της ακεραιότητας. Νιώθεις ότι κι οι πιο αλλόκοτες φαινομενικά μορφές της αφορούν κατά ένα μέρος το καθολικό είναι ˙ ως εκ τούτου, το ατίθασο βάθος που διαθέτουν είναι αυτό που εκφράζει και τη γενναιοδωρία τους. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για μορφές  πρωτίστως υποσυνείδητες – σε εμβρυακό επίπεδο – που δεν προσδίδουν έτοιμες ‘’απαντήσεις’’[3] και οι οποίες απεικονίζουν μια γεμάτο ευγένεια[4] διαίσθηση της καλλιτέχνιδας. Ετούτη η διαίσθηση δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή σαν σκοπός ενός αισθήματος που ψάχνει για αντικείμενα, αλλά σαν την αλήθεια που ετοιμάζεται να ξυπνήσει μέσα σε κάθε έργο – η διαίσθηση , λέει ο Μάλεβιτς, ‘’είναι ο σπόρος του απείρου’’.

Η Δεληθανασοπούλου, λαχταρώντας να κοινωνήσει μια πρώτη αίσθηση των πραγμάτων, επιθυμεί μια άλλη θέση για τα πράγματα ούτως ώστε να αποκαλυφθεί και μια άλλη τους ομορφιά. Γι ᾿ αυτό και η προοπτική που παρατηρούμε στο καθένα έργο ομολογεί, σε ανύποπτο χρόνο, έναν δικό της ρομαντισμό, αφοπλιστικά λιτό. Ένα αραχνοΰφαντο δέος, νά τι σου προκαλεί η όψη των δημιουργημάτων της : μόνο που το δέος απαιτεί επιδεκτικότητα, οπότε τα έργα της εξάπαντος δεν απευθύνονται σε ανθρώπους ασυναίσθητους. Από τη μια, ως δείκτης υψηλής αισθητικής, όλα της τα έργα αναμεταξύ τους δείχνουν να ανταλλάζουν νοήματα ˙ και από την άλλη, η ελευθερία που η ίδια βιώνει, είναι αυτή που ευθύνεται για κείνο το ατόφιο που διακρίνει τα έργα μες στη διαφορετικότητά τους.

Η τέχνη της Δεληθανασοπούλου αφενός δεν υπηρετεί φαντάσματα ούτε φιλοδοξεί να διακοσμήσει σαμπάνιες μελλοθάνατων, και αφετέρου, ξέρει να δρέπει όλη την εύφορη αδράνεια του καθημερινού βίου απορροφώντας το απερίσκεπτο της ζωής. Καλλιτεχνεί λεπτεπίλεπτα, που σημαίνει ότι, ενώ στα χρώματά της εντοπίζεται φινέτσα και μια γκλαμουράτη ευαισθησία, η απόδοση του εκάστοτε θέματος μένει απλή , ειλικρινής, ύστερα από πολλή πειθαρχία. Μια τέχνη , λοιπόν, εγκάρδια, ραφινάτη, στιβαρή, μα είναι και φορές  που γίνεται αλλοπαρμένη, εκτυφλωτική, ξέφρενη : το σίγουρο είναι ότι δεν επιδιώκει να προκαλέσει θόρυβο, απλώς φέγγει σαν μεγάλη χρυσή καμπάνα δίχως γλωσσίδι. Ψηφιδωτό και πραγματικότητα είναι σαν βελόνα και κλωστή που ποτέ δεν χωρίζουν, με αποτέλεσμα ο θεατής (να ωθείται ) να σκέφτεται ανασκοπικά γύρω από προσωπικά βιώματα. Μπορεί η τέχνη της να εμβολιάζει μεν την απόλαυση του θεατή, θεμελιώνει δε στο ασυνείδητό του την ενότητα νου και συναισθήματος. Απέναντι στη σκληρότητα του κόσμου, η δεληθανοσοπούλεια τέχνη υιοθετεί ένα στυλ σεληνιακού μοτίβου πάνω σε μωσαϊκές επιφάνειες, ένα στυλ που σε καλεί να το ασπαστείς. Η τεχνοτροπία της υφίσταται ως το χάδι ενός ενήλικα σ ᾿ ένα παιδί : νιώθεις τη δύναμη του χεριού αλλά και την απαλότητά του. Ενόσω ο ουρανός, βαρύς και ασήκωτος, παρακολουθεί σιωπηλός την πέτρα, η τέχνη της προσμένει να ρίξει άγκυρα σε βάθος απροσμέτρητο. Μια τέχνη που αρνείται να συμμορφωθεί αισθητικά στο παρελθόν και κοιτά μπροστά, χωρίς ίχνη δειλίας ή πενίας, δηλαδή χωρίς τα ίχνη εκείνα που ξεγελούν τον καλλιτέχνη. Η σκοποθεσία που θα μπορούσε να ανιχνευθεί στην τεχνοτροπία της , πιθανόν να κυοφορούσε το μότο : η επιτυχία αποτυγχάνει, η αποτυχία επιτυγχάνει. Είναι μια καλλιτέχνιδα που όταν στοχάζεται ένα θέμα, ήδη καταφέρνει να το βλέπει να χαράζεται πάνω στην πέτρα. Αρπάζει τη στιγμή με την ομορφιά της, μα και την ομορφιά μες στη στιγμή. Με ύφος και με πυγμή, προσπαθεί να συλλάβει τη χαρά του ανθρώπου όταν ποθεί, συνεπώς, (ξέρει να) φέρεται με στοργή σε ένα αύριο γεμάτο χρώματα : εύλογα το καλλιτεχνικό της ταμπεραμέντο είναι ακονισμένο διαφορετικά.

Αν ρίξεις διάσπαρτα στο δρόμο τριαντάφυλλα, θα βρεθεί να τα φάει κάποιο στόμα παρά-λογο : για το λόγο αυτό, η Δεληθανασοπούλου προβαίνει σε επι-κοινωνία δια του ψηφιδωτού ˙ και μόνο τότε ˙ σαν να δηλώνει απερίφραστα  ‹‹ μόνο στο φως των πρωινών / ανοίγω την πόρτα μου : / όλη μέρα κλειστή ››[5] . Ξέρει καλά πως ακόμα κι ένα χαμόκλαδο, εάν είναι ορθά κλαδεμένο ίσως μπουμπουκιάσει ˙ νάτος ο ορίζοντας που ατενίζει τη στιγμή που φιλοτεχνεί, ένας ορίζοντας όπου μπορούν να γειτνιάζουν ποντικοί και πυγολαμπίδες. Μακριά από την πολλή συνάφεια, η καλλιτέχνιδά μας, δημιουργεί τη στιγμή ακριβώς που οι περισσότεροι από μας ευγνωμονούμε κάθε συμβάν που δεν μας επιτρέπει να σκεφτούμε, ειδάλλως θα νιώθαμε τιποτένιοι για την μιζέρια του μυαλού μας. Τα καλλιτεχνικά δρώμενα που στερούνται πάθους , της φαίνονται τόσο μα τόσο ανούσια. Αναμφίβολα, το έργο της συνολικά δεν παρουσιάζει οξύτητες ελπίδας ούτε απελπισίας, απλά μπορεί και υπάρχει ως μια σημαίνουσα σκιαγράφηση τέχνης – άλλωστε, η ίδια δεν θεωρεί τον εαυτό της καλλιτέχνη. Επομένως, όντας στον ελάχιστο βαθμό καλλι-τεχνική stricto sensu[6], παρακολουθεί την τέχνη της εποχής της αν και με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν μπορείς όμως να πιάνεις ποτέ το κελάηδημα  τους. Νιώθει την ψυχή της να πλαταίνει μονάχα όταν τα ψηφιδωτά της την οδηγούν σε βάθη συναισθημάτων, διότι στα ρηχά δεν αντέχει, πνίγεται.

Τώρα που οι διανοούμενοι καπνίζουν την υπεροψία τους, η Δεληθανασοπούλου εμπνέεται  από ανθρώπινες καταστάσεις  όχι απαραίτητα καθωσπρέπει, οι οποίες αφορούν τον καθένα μας ξεχωριστά, ολοκληρωτικά. Αγαπά τη ζωή με ευλάβεια και θέλει να την αποδίδει  ατελεύτητα με τη μορφή ελευθερίας ˙ στην τελευταία ίσως αχνοφαίνονται ψήγματα πόνου. Η σκληρότητα της πέτρας προκαλεί την καλλιτέχνιδα ώστε να της χορηγήσει ζωή. Ανήκει στους ανθρώπους που είναι ‹‹ συγκινητικά διακριτικοί μέσα στη μεγαλοσύνη της αφάνειάς τους, χάρη στους οποίους λεπτουργείται ο κόσμος ››[7] . Εφόσον μια εικόνα που απαρνείται την ασημαντότητα αποτελεί ταυτόχρονα και τη ματιά της ασημαντότητας πάνω μας, τα ψηφιδωτά της Δεληθανασοπούλου, αμέριμνα αισθαντικά, θα κοχλάζουν ωσάν ένα φουτουριστικό σκηνικό ολκής quand il  n’y aura plus de temps[8] .

 

 

* Ο Απόστολος Ζιώγας είναι βιολόγος (email : ziogasapostolos12@gmail.com)

(τέλος καλοκαιριού 2016)

___________________________________

[1] Η λέξη “Μωσαϊκό” προέρχεται από το μεσαιωνικό musaicus , που σημαίνει ‘’ψηφιδογραφία σπηλαίων αφιερωμένων στις  Μούσες’’, το οποίο ανάγεται στο  αρχ. Μοῦσα

[2] Οδυσσέας Ελύτης, ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ, εκδ. Ίκαρος, σελ.44

[3] Το ρήμα απαντώ αρχικά σήμαινε ‘’συναντώ’’ , από το αρχ. ἀντῶ : ‘’τίθεμαι απέναντι’’

[4] Η ευγένεια είναι αυτή που ζητά συνεχώς να αποδεικνύει στον εαυτό της ότι στέκεται στο ύψος του

[5] Χαϊκού

[6] Υπό στενή έννοια

[7] Κυριάκος Χαραμπίδης, ΟΛΙΣΘΗΡΟΣ ΙΣΤΟΣ, εκδ.Άγρα, σελ.14

[8] Όταν δεν θα έχουμε πια χρόνο

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top