Fractal

Διήγημα: “Περίπατος στην Πλάκα”

Της Ελένης Αλεξανδράκη //

 

φ16

 

Χαμένος στις σκέψεις του, μονολογώντας και αναλύοντας τον κόσμο με αθέατους και αόρατους συνομιλητές, προχωρούσε στην οδό Αδριανού, στο Μοναστηράκι, δίπλα στην αρχαία αγορά ανάμεσα στο πλήθος, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό ούτε προορισμό, βγήκε απλώς μια βόλτα, ήταν ένας από το πλήθος. Ήταν Μάρτιος έντεκα του μηνός και ο καιρός ήταν στα μεγάλα κέφια του, είκοσι δύο βαθμούς, κανένα σύννεφο και έναν ήλιο τόσο λαμπερό, που αφηνόσουν ευχάριστα στα χάδια του.

Σήμερα ήτα τα γενέθλιά του. Το είχε ξεχάσει, το ανακάλυψε εντελώς τυχαία όταν πήγε στο περίπτερο να αγοράσει εφημερίδα. Από το ραδιοφωνάκι του περιπτερά άκουσε τον εκφωνητή να κάνει μια αφιέρωση, το τραγούδι αυτό το αφιερώνει ο Πέτρος στη Μαρία για τα γενέθλιά της, και συνέχισε, και από μένα αφιερωμένο σε όποιον έχει γενέθλια σήμερα έντεκα Μαρτίου. Χαμογέλασε, κάποτε γιόρταζε τα γενέθλιά του με ξέφρενα πάρτι που κρατούσαν ως το πρωί και συνεχιζόταν στην παραλία, σταδιακά τα πάρτι αραίωσαν ώσπου καταργήθηκαν και τελικά ξεχάστηκαν.

Προχωρούσε αργά προς την Πλάκα και τις σκέψεις του συνόδευαν οι εικόνες του πλήθους, των καφέ όπου γινόταν το αδιαχώρητο και των τουριστικών μαγαζιών με τα στιλιστικά ατοπήματα, «πρέπει οπωσδήποτε να δημιουργηθεί αστυνομία μόδας» σκέφτηκε. Και μέσα σ’ αυτόν τον χαμό στριμωχνόταν και το τρενάκι που ξεναγούσε τους τουρίστες. Όταν έφτασε στο τέλους του δρόμου κοντοστάθηκε , στ’ αριστερά του ήταν το τζαμί απέναντι ακριβώς από τον σταθμό του τρένου, χωμένο στην άκρη του περιβόλου, δίπλα στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΔΡΙΑΝΟΥ και στους πεσμένους κίονες φάνταζε σαν φτωχός συγγενής. Έστριψε δεξιά στην οδό Άρεως ατενίζοντας την Ακρόπολη και τις Καρυάτιδες και ανηφορίζοντας χώθηκε στα στενά της Πλάκας, παρατηρώντας τα αναπαλαιωμένα κτήρια, μερικά εκ των οποίων ήταν απίστευτης ομορφιάς. Κάποια στιγμή βγήκε στην Ρωμαϊκή Αγορά στο ύψος των Αέρηδων και στάθηκε να θαυμάσει το ρολόι του Ανδρόνικου Κηρρύστου. Ήταν έξω από τα κάγκελα του περιβόλου, μακριά από το μνημείο, αλλά αρκετά κοντά για να το παρατηρήσει, έχοντάς το ολόκληρο μέσα στο οπτικό του πεδίο. Ξαφνικά μια ομάδα τουριστών μπήκε μπροστά του και στάθηκε να διαβάσει την επιγραφή. Θόρυβος, ομπρέλες, καπέλα και μια γλώσσα καθόλου γνώριμη με χοντροκομμένη προφορά, κάποια ανατολική γλώσσα ίσως, που για έναν ανεξήγητο λόγο δεν του άρεσε ν’ ακούει. Όπως τότε στην Νέα Υόρκη, θυμήθηκε, σ’ ένα καφέ δίπλα του καθόταν δύο πολύ όμορφες κυρίες αλλά όταν άρχισαν να συζητούν, οι ήχοι ήταν τόσο σκληροί και άγαρμποι που του γρατζουνούσαν το μυαλό και μονομιάς έχασε την αίσθηση του ωραίου και επικεντρώθηκε στην εφημερίδα του. Έφυγε ενοχλημένος και συνέχισε στην οδό Κηρρύστου που ξεκινούσε απέναντι ακριβώς από το ρολόι προσπαθώντας να απελευθερώσει ένα χόρτο από το παπούτσι του που είχε πατήσει κοντά στον περίβολο. Κοντοστάθηκε στο Χαμάμ που συνάντησε σχεδόν αμέσως μετά στα δεξιά του. Μετά από ένα δισταγμό και αφού κατόρθωσε να απαλλαγεί από το χόρτο που είχε πατήσει, έκοψε εισιτήριο και περιηγήθηκε στο χώρο. Διάβασε την ιστορία στον προθάλαμο του μουσείου, το χαμάμ χτίστηκε στην πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας το 1430-1669 και συνέχισε να λειτουργεί, με τις διάφορες κατά καιρούς μετατροπές του, έως το 1965. Είδε τα αποδυτήρια με τα διάφορα σκεύη που χρησιμοποιούσαν τότε, ιδιαίτερη εντύπωση του έκαναν τα τσόκαρα που φορούσαν, έπειτα πήγε στους κυρίους χώρους με τα μαρμάρινα δάπεδα , τα μαρμάρινα καθίσματα και τις μαρμάρινες γούρνες όπου έτρεχε το καυτό νερό και τέλος ανέβηκε στον πάνω όροφο όπου υπήρχαν μικρά δωματιάκια στα οποία καθόταν οι λουόμενοι μετά το μπάνιο και συζητούσαν τρώγοντας και πίνοντας. Συνήθως οι υπηρέτριες των κυριών τα είχαν στρώσει από πριν και είχαν αφήσει στα τραπέζια όλα τα καλούδια που είχαν φέρει από το σπίτι. Ήταν ένας τόπος διασκέδασης, όπου πέρα από την καθαριότητα του σώματος και την ευεξία του πνεύματος, ακολουθούσε η χαρά της κουβέντας και η ευχαρίστηση της ψυχής.

Για μια στιγμή αναλογίστηκε όλα εκείνα τα κορμιά, αφημένα πάνω στα λευκά μαρμάρινα παγκάκια μέσα στους πυκνούς ατμούς, έχαναν το σχήμα τους, γινόταν όλα ίδια, δεν υπήρχαν καμπύλες, κοιλιές, στραβά πόδια, μεγάλα στήθη. Το ωραίο και το άσχημο δίπλα-δίπλα φαινόταν ίδια, κυριαρχούσε μόνο η ψυχή, το πνεύμα, ένα γέλιο, κάποιος αναστεναγμός, ένα πείραγμα. Το σώμα είχε από-ενοχοποιηθεί για τις ατέλειές του. Υπήρχε η προσωρινή ευχαρίστηση της τελειότητας του, η κυριαρχία των αισθήσεων, η απελευθέρωση των κορμιών ώσπου να βγουν πάλι έξω στην κρίση των ανθρώπων και να σηκώσει το καθένα ξεχωριστά το δικό του φορτίο κάνοντας μια στάση στα πάνω δώματα για προσομοίωση με το εξωτερικό περιβάλλον, όπως κάνουν οι αστροναύτες επιστρέφοντας από το διάστημα. Χαιρέτισε την κυρία στην είσοδο και συνέχισε την βόλτα του απολαμβάνοντας την ζεστασιά του ήλιου ώσπου έφτασε στις στήλες του Ολυμπίου Διός.

Στάθηκε στο φανάρι για να περάσει απέναντι. Ένας μετανάστης, σε απόσταση μισού μέτρου περίπου, περίμενε και αυτός ετοιμοπόλεμος πότε θα ανάψει το κόκκινο να τρέξει να καθαρίσει τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Το μικρό κόκκινο αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα μπροστά τους με τα φρένα να στριγκλίζουν από την φόρα του οχήματος. Ο μετανάστης πετάχτηκε μπροστά και άρχισε να καθαρίζει το τζάμι παρ’ όλα τα νοήματα που του έκανε η οδηγός. Τότε αυτή άνοιξε το παράθυρο, ήταν μια νεαρή γυναίκα γύρω στα τριάντα, καλοντυμένη, με πιασμένα τα μαλλιά αλογοουρά και αγριεμένο βλέμμα, άρχισε να ουρλιάζει και να επιτίθεται φραστικά στον μελαμψό άντρα να σταματήσει , αλλά αυτός δεν άκουγε έπρεπε να τελειώσει την δουλειά, χρειαζόταν απελπισμένα τις δεκάρες που ίσως του έδιναν. Πεινούσε. Η γυναίκα, βλέποντας ότι ο μετανάστης δεν σταματούσε, ξεκίνησε το αυτοκίνητο και το σταμάτησε απότομα, για να τον τρομάξει. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Πάτησε το γκάζι περισσότερο απ΄ ό,τι έπρεπε και τον πέταξε κάτω. Κι ο άνδρας, μάρτυρας του συμβάντος έτρεξε να βοηθήσει τον νεαρό που ήταν πεσμένος κάτω και να ηρεμήσει την έξαλλη οδηγό που τώρα οι τύψεις της την έκαναν να τρέμει ολόκληρη. Με την προτροπή του, για να μην ενοχλούν την κυκλοφορία, έβαλαν τον μετανάστη μέσα στο αυτοκίνητο και αφού βρήκαν ένα ανοιχτό παρκινγκ μετά από λίγα λεπτά σταμάτησαν για να ελέγξουν την κατάσταση, του παρ’ ολίγον θύματος. Ευτυχώς είχε μόνο ένα γδάρσιμο στον αγκώνα και τίποτα άλλο. Τον ρώτησαν αν πονούσε πουθενά αλλά ο χείμαρρος που ξεχύθηκε από το στόμα του δεν τους διαφώτισε παραπάνω και ο μετανάστης περιορίστηκε σε ένα βαθύ ένοχο βλέμμα που έφτανε ως μύχια της ψυχής σου έτσι όπως σε κοιτούσε, φόβος, απελπισία, αγανάκτηση, απόρριψη φαινόταν στα μάτια του, συναισθήματα που δεν μπορούσε να εκφράσει στη γλώσσα που δεν ήξερε αλλά είχαν χαραχτεί με ευγλωττία στο πρόσωπό του.

– Ήσασταν πολύ απότομη, έπρεπε να προσέχετε πιο πολύ, ακούστηκε να λέει ο άνδρας

– Τους βαρέθηκα όλους αυτούς, δεν μπορείς να σταθείς πουθενά, ξεφυτρώνουν από παντού, ανταπάντησε η γυναίκα.

– Μήπως υπερβάλλεται λίγο; Δεν πιστεύω να είστε ρατσίστρια.

– Και να μην είμαι θα γίνω όπως πάμε

– Μάλλον σας απασχολεί κάτι άλλο και ξεσπάσατε σ’ αυτόν τον κακόμοιρο.

– Ίσως.

– Ελάτε πάμε να καθίσουμε κάπου να σας κάνω το τραπέζι και στους δύο, να ηρεμήσουν τα πράγματα και να δώσουμε την ευκαιρία στον νεαρό να διαπιστώσει την φιλοξενία μας, γιατί απ’ ότι καταλαβαίνω έχει πολύ καιρό να αισθανθεί κάτι τέτοιο ίσως και από τότε που έφυγε από την πατρίδα του, ελάτε κάντε μου τη χάρη.

– Μάλιστα, απάντησε η γυναίκα με ένα ειρωνικό τρόπο, κοιτάζοντας προς τον τρίτο της παρέας, που δεν πέρασε απαρατήρητος από τον συνομιλητή της. Ευχαριστώ αλλά δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα, να μη σας βάλω και σε κόπο. Συγνώμη και για την ενόχληση ήμουν λιγάκι εκνευρισμένη και παραφέρθηκα. Μόλις είχα μαλώσει με την κολλητή μου για ένα προσωπικό θέμα και έτσι ήμουν λίγο απότομη είπε και έφτιαξε ένα τσουλούφι από τα μαλλιά της που είχε ξεφύγει από την αλογοουρά της.

– Ελάτε πάμε, σήμερα έχω τα γενέθλιά μου και δε θέλω να τα περάσω μόνος μου, μια και βρίσκομαι στην Ελλάδα για λίγες ημέρες μόνο, είπε αυτός χωρίς να δώσει συνέχεια στο λόγο της συμπεριφοράς της.

Τελικά κάμφθηκε η αντίστασή της και προχώρησαν και οι τρεις προς το εστιατόριο που βρισκόταν στο τέλος του παρκινγκ.

– Για μια στιγμή, του είπε η γυναίκα. Αυτό το εστιατόριο είναι ο Διόνυσος !

– Γιατί δε σας αρέσει; Ρώτησε ο άνδρας

– Μα τι λέτε, είναι πανάκριβο, συνέχισε η γυναίκα.

– Ω μπορώ να το αντέξω μη σας νοιάζει, συμπλήρωσε ο άνδρας και έκανε στην άκρη να περάσουν μπροστά η ίδια και ο μετανάστης.

– Και αυτός; Είπε δείχνοντας τον μετανάστη. Δε βλέπετε πως είναι;

– Απ’ ότι βλέπω τα ρούχα του είναι αρκετά καθαρά και δε μου μυρίζει, οπότε το σμόκιν που του λείπει μπορούμε να το ξεπεράσουμε, απάντησε χαμογελώντας. Δε νομίζω ότι θα έχουμε πρόβλημα, ελάτε προχωρήστε τους άφησε να περάσουν και ακολούθησε κι αυτός.

Κατευθύνθηκαν και οι τρείς προς το εστιατόριο. Ο σερβιτόρος στην είσοδο στύλωσε επίμονα το βλέμμα του στον μελαμψό άντρα της παρέας, αλλά το αριστοκρατικό στιλ και το ύφος του άνδρα που τον συνόδευε, έκαμψε την προσωρινή του αντίσταση. Προχώρησαν μέσα στην αίθουσα και κάθισαν σε ένα ωραίο τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία.

Απ’ έξω φαινόταν σαν μια χαρούμενη παρέα να συζητούν ζωηρά και με τον Αχμέτ, έτσι έμαθαν μετά από κόπο ότι έλεγαν το νεαρότερο μέλος της παρέας, να κοιτάζει χαρούμενα, για την προσωρινή του τύχη, μια τον ένα και μια τον άλλον κι ας μην καταλάβαινε τι έλεγαν, του έφτανε μόνο που βρέθηκε έστω και για λίγο σε ένα ανθρώπινο περιβάλλον.

Φεύγοντας από το εστιατόριο, η Σίλα, έτσι συστήθηκε η οδηγός του κόκκινου αυτοκινήτου, συμφώνησε να ξανασυναντηθεί μαζί με τον Αλέξανδρο, τον καινούριο της φίλο, πριν την αναχώρησή του για το εξωτερικό και έδωσε το τηλέφωνό της στον Αχμέτ. Ίσως μπορούσε να του βρει κάποιο μεροκάματο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top