Fractal

Τα κορίτσια από τη Νάπολη

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

 

«Η υπέροχη φίλη μου» της Έλενα Φερράντε, μετάφραση: Δήμητρα Δότση, Εκδ. Πατάκης, σελ. 436

 

Ο Όρσον Γουέλς είχε πει για τον Βιτόριο Ντε Σίκα ότι κατάφερε κάτι αδιανόητο: να κρύψει την κάμερα. Να αφήσει, δηλαδή, την ισχνότητα των καθημερινών γεγονότων να περάσει μέσω των μηχανημάτων προβολής ανεπεξέργαστη, δίχως περαιτέρω σκηνοθετικές «σημειώσεις». Είναι η Ιταλία μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και τη λαίλαπα του Μουσολίνι. Το Σαλό είναι πλέον ένα κομμάτι του παρελθόντος και της Ιστορίας. Τα ερείπια και η ανέχεια έχουν μείνει, αλλά μέσα από τα συντρίμμια αναδύεται μια αργοκίνητη μέθη για ζωή. Κάπως έτσι προκύπτει ο γνωστός ιταλικός νεορεαλισμός στον κινηματογράφο φέρνοντας στο προσκήνιο σκηνοθέτες όπως ο μέγας Ντε Σίκα, ο Ροσελίνι και ο Βισκόντι. Για να ακολουθήσουν στη συνέχεια, επεκτείνοντας το κάδρο, οι Αντονιόνι και Φελίνι.

Είναι όλα αυτά άσχετα με το μυθιστόρημα της Έλενα Φερράντε, «Η υπέροχη φίλη μου»; Αν δεν είχαν παρεμβληθεί κάποιες, πολλές, δεκαετίες, άρα και δομικές αλλαγές στον κόσμο, το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για να γυριστεί μια ακόμη ταινία του είδους. Το 2016, μια τέτοια ταινία, θα αντιμετωπιστεί ως φιλμ εποχής, ενδεχόμενα παρωχημένο για κάποιους, αλλά ευλαβικά νοσταλγικό για κάποιους άλλους. Ναι, και η δική μας νεορεαλιστική εκδοχή «Συνοικία το όνειρο» είναι μια ταινία που αξίζει και σήμερα να δει κανείς, παρά το γεγονός ότι οι ταυτίσεις είναι δύσκολες έως απίθανες.

Εδώ, όμως, έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία και οι κώδικες είναι κάπως διαφορετικοί. Η Φερράντε μάς προσκαλεί σε μια νοσταλγική βουτιά στο παρελθόν. Όλος ο καμβάς είναι φτιαγμένος από τα χρώματα της μεταπολεμικής Ιταλίας. Τα πρόσωπα, οι δράσεις, τα γεγονότα και ο διάκοσμος παραπέμπουν σε εκείνη την εποχή, δεν γίνεται να μπερδευτεί κανείς. Οι αντιστοιχίσεις με το σήμερα έρχονται μέσα από τον εσωτερικό πυρήνα των δύο ηρωίδων με την έννοια ότι η ανθρώπινη «ποιότητα», στην πιο αληθινή της μορφή, παραμένει αναλλοίωτη. Αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα να διαβάζει κανείς σήμερα τον Ντοστογιέφσκι, τον Προυστ, τον Φλωμπέρ ή τον Ροτ. Κοινώς: τα ανθρώπινα θα μας είναι πάντα οικεία, ανεξάρτητα σε ποια εποχή εκτυλίσσονται.

Ας ξεφύγουμε λίγο από το περιοριστικό hype που ακολουθεί την Φερράντε σε σημείο να έχει προκληθεί παράνοια στις ΗΠΑ και τη Βρετανία για τα βιβλία της, αλλά και για το γεγονός ότι η ίδια είναι εξαφανισμένη από προσώπου γης και ουδείς γνωρίζει ποια είναι και τι κάνει. Όλα τούτα παραπέμπουν στην κερδώα λογική του λογοτεχνικού εμπορίου και καθόλου στην έννοια της δημιουργίας.

Τουτέστιν: αν πρέπει να κριθεί η Φερράντε είναι για την «Τετραλογία της Νάπολης» ως δημιούργημα. Ως τέτοιο, λοιπόν, είναι ένα απόλυτα ειλικρινές βιβλίο που ακολουθεί το μονοπάτι του μέχρι τέλους – σε τούτο τον πρώτο τόμο, τουλάχιστον, διότι για τους επόμενους δεν γνωρίζουμε τίποτα.

Είναι η κοινή ιστορία δύο κοριτσιών από τη Νάπολη. Η Ελενα είναι ένα κορίτσι που αναζητεί την αυταξία της μέσα από τα βιβλία και το σχολείο. Η Λίλα είναι εκκεντρική και ταλαντούχα και μπορεί ως μικρή να ήταν κάτι σαν αγριοκάτσικο, αλλά μεγαλώνοντας κυκλώνεται από μια αχλή αβίαστης υπεροχής με ό,τι καταπιάνεται. Τα δύο κορίτσια ενώνονται από την πρώτη στιγμή παρά το γεγονός ότι είναι αντίθετοι πόλοι που προσπαθούν να βρουν ένα κοινό σημείο συνάντησης. Αγαπιούνται, συμμαχούν, αντιπαλεύουν η μια την εικόνα της άλλης, συγκρίνονται και σκιαμαχούν. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει σε μια ιστορία φιλίας. Η Έλενα αισθάνεται από την πρώτη στιγμή ότι μειονεκτεί έναντι της Λίλας. Αυτά που για τη φίλη της είναι προφανή για την ίδια έρχονται, όταν έρχονται, έπειτα από κόπους. Και οι δύο, όμως, έχουν να αντιπαλέψουν μια συγκεκριμένη συνθήκη: τον περίκλειστο κόσμο της γειτονιάς. Όχι μιας οποιασδήποτε γειτονίας. Βρισκόμαστε στη Νάπολη, έναν τραχύ και καθοριστικό τόπο όπου κυριαρχεί η βαριά σκιά του άνδρα σε όλες τις εκδοχές (πατέρας, φίλος, αγαπημένος), η σωματική και λεκτική βία, ο επαρχιωτισμός, ο συντηρητισμός και η πνιγηρή ανάγκη του ανήκειν ακόμη και για εκείνους που θέλουν να μην ανήκουν. Τα δύο κορίτσια κάνουν όνειρα «εξόδου», πάντα όμως κάτι τις κρατάει καθηλωμένες στην εστία τους. Ακόμη και η επαναστάτρια του ζεύγους, η Λίλα, θα ακολουθήσει την πεπατημένη. Πρώτα θα σταματήσει το σχολείο, εν συνεχεία θα δουλέψει στο τσαγκαράδικο του πατέρα της και τελικά θα παντρευτεί ένα από τα «αρχοντόπουλα» της γειτονιάς. Ένα γενικά πράο και καταδεκτικό παιδί με κάποια οικονομική επιφάνεια, το οποίο όμως λειτουργεί ως «δεσμός» μέσα στα προδιαγεγραμμένα όρια του μικρόκοσμου. Από την άλλη, η Έλενα, ενόσω μεγαλώνει, βλέπει ότι για εκείνη μόνο μια ελπίδα «σωτηρίας» υπάρχει: οι σπουδές και ο κόσμος των βιβλίων.

Από το βιβλίο παρελαύνει η τυπική πανίδα της εποχής: οι σκληροί γονείς, οι φαρμακόγλωσσες, οι ατσίδες, τα πειραχτήρια, οι μάγκες, οι αετονύχηδες, τα ροδαλά κορίτσια που μεστώνουν σιγά σιγά, οι ελάχιστοι λεπταίσθητοι έφηβοι που είναι φτιαγμένοι για άλλα πράγματα, η βαρβατίλα συνάμα με την ευγένεια, η ανέχεια σε σύμπνοια με την προοπτική μιας άλλης ζωής. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία που υφίσταται πολλαπλές αλλαγές έχοντας βγει από το κάρβουνο του πολέμου. Η διαφορά είναι ότι η Νάπολη είναι ένας ιδιαίτερος τόπος, ως εκ τούτου αυτές οι αλλαγές ακολουθούν άλλους ρυθμούς και δεν γίνονται με μια σχετική φυσικότητα.

Η γραφή της Φερράντε είναι απλή και ανεπιτήδευτη. Η σκιαγράφηση των ηρωίδων, αλλά και των δευτεραγωνιστών, είναι επαρκής. Το κείμενο αφήνει μια γεύση νοσταλγίας και κινείται μέσα στον αδιάρρηκτο κύκλο του παρελθόντος. Όλα είναι βαλμένα όπως πρέπει: τακτοποιημένα και σε ακριβείς δόσεις. Πουθενά δεν υπάρχει ένα καταδηλωτικό ξήλωμα, ούτε μια ισχυρή αμυχή που να αλλάζει ή να διαβρώνει τους ανθρώπους και το τοπίο. Τούτο μπορεί να είναι ταυτόχρονα μειονέκτημα ή πλεονέκτημα για το βιβλίο. Η λογοτεχνία, πάντως, αυτά τα θέματα τα έχει, εν πολλοίς, λύσει. Χιλιάδες σελίδες εκλεκτών έργων μάς έχουν αποδείξει ότι ο συγχρονισμός του ύφους με την πλοκή είναι κάτι που μπορεί να συμβεί και ότι ένα «καλό» ξήλωμα είναι ικανό να προκαλέσει μεγαλύτερες συγκινήσεις από ένα λεπτοδουλεμένο πλέξιμο.

Η Δήμητρα Δότση, έμπειρη μεταφράστρια αναρίθμητων ιταλικών μυθιστορημάτων, ακολουθεί ένα προς ένα τα χνάρια της Φερράντε, δεν χάνει πουθενά το δρόμο και μας παραδίδει ένα «καθαρότατο» κείμενο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top