Fractal

Διήγημα: “Ελευθερία και Δημοκρατία”

 Της Κωνσταντίνας Σώζου-Κύρκου // *

 

 

f3

 

Ο Θοδωρής σούφρωσε τον τενεκέ με την κόκκινη μπογιά απ’το μπακάλικο του πατέρα, όταν αυτός τον άφησε στη θέση του για να πάει τουαλέτα. Τον έκρυψε μαζί με μια βούρτσα κάτω απ’τα καφάσια με τις μπύρες στο σοκάκι δίπλα στο μαγαζί. Δε φοβόταν μήπως τον πιάσει στα πράσα. Ήταν καλός σ’αυτό. Πάντα βούταγε πράγματα κάτω απ’τη μύτη μας και κανείς δεν τον έπαιρνε χαμπάρι. Φυσικά, τώρα ήταν διαφορετικά. Το έκανε για καλό σκοπό. Για το καλό του χωριού.

Όταν έφερε τη μπογιά σπίτι, την έκρυψε κάτω απ’το κρεβάτι του, αλλά εγώ τον είδα. Στην αρχή δεν ήθελε να μου πει τι έκρυβε αλλά όταν τον απείλησα ότι θα το πω στον πατέρα, τα ξέρασε όλα. Του είπα ότι ήθελα να πάω μαζί του. Ήμουν αρκετά θαρραλέα και θα μπορούσα να κουβαλήσω εγώ τον τενεκέ. Είπε ότι θα είχε τον φίλο του τον Ανδρέα γι’αυτό. Εξάλλου, αν οι χωριανοί έβλεπαν ένα κορίτσι έξω το βράδυ παρέα μ’αγόρια θα τους φαινόταν ύποπτο. Έμεινα στο δωμάτιό του και χτύπαγα τα πόδια μου στο μουσαμά του πατώματος ώσπου τελικά υποχώρησε. Υπό έναν όρο. Δεν θα έλεγα σε κάνεναν τίποτα γι’αυτό. Ποτέ. Μου είπε ότι έπρεπε να δώσουμε όρκο αίματος. Τρύπησε το δείχτη του με μια καρφίτσα και μετά το δικό μου. Αγγίξαμε τα ματωμένα δάχτυλά μας και είπε με τραχιά φωνή, ‘Τώρα είσαι συντρόφισσα, Αγλαία. Είσαι κομμουνίστρια. Πρέπει να πράττεις σύμφωνα με τη μυστική μας οργάνωση, να δουλεύεις για το καλό της χώρας και των Ελλήνων. Να είσαι έτοιμη να θυσιάσεις τη ζωή σου γι’αυτούς.’ Άρπαξε τη μπογιά και χτύπησε το καπάκι ρυθμικά με τα δάχτυλά του. ‘’Ετοιμη, λοιπόν?’

‘Μμμ.’ Κούνησα το κεφάλι μου. Δεν ήμουν σίγουρη ότι ήμουν έτοιμη να τα κάνω όλα αυτά αλλά δεν ήθελα να του τη σπάσω. Εξάλλου, ήταν για το καλό όλων. Και θα είμαστε ήρωες έπειτα, παρόλο που κανείς εκτός από εμάς τους τρεις δεν θα ήξερε γι’αυτό. Θα ήταν το μικρό μας μυστικό που θα μας έκανε όλους περήφανους.

Αργά το βράδυ, αφού ελέγξαμε ότι όλοι στο σπίτι κοιμόταν, γλιστρήσαμε απ’την πόρτα της κουζίνας έξω στο κρύο του Νοέμβρη. Τα πνευμόνια μου με τσιμπούσαν με κάθε αναπνοή και δεν ήξερα αν ήταν απ’το κρύο ή απ’το φόβο μου. Συναντήσαμε τον Ανδρέα στο δρόμο έξω απ’το σπίτι του και γίναμε ένας σφιχτός κόμπος συνωμοτών που σκόρπαγαν μικρές, ζεστές, γρήγορες αναπνοές στον παγωμένο αέρα. Οι πατημασιές μας έσπαγαν την ησυχία της νύχτας κι ακούγονταν στ’αυτιά μου σα χαλάζι σε αλουμινένια στέγη.

Το νεόχτιστο δημοτικό ήταν δύο πέτρινα σπίτια δρόμος, στο τέλος του χωματόδρομου. Η μαύρη, σιδερένια καγκελόπορτα στεκόταν μπροστά μας σαν διμοιρία οπλιτών. Πίσω απ’την πόρτα υπήρχε ένα τεράστιο προαύλιο με χαλίκι και καχεκτικές φτελιές πλαισίωναν τον τοίχο περιμετρικά. Τα γόνατά μου έτρεμαν σαν ζελέ και θα είχα πέσει απ’τα κάγκελα αν ο Θοδωρής δεν με είχε πιάσει απ’τα πόδια για να με βοηθήσει να σκαρφαλώσω.

Δύο λέξεις έπρεπε να γραφτούν. Ελευθερία και Δημοκρατία. ‘Αρχές που είχαν προκαλέσει ομαδικό αιματοκύλισμα στο παρελθόν. Έχουμε παλέψει γι’αυτές πολλές φορές και τώρα πρέπει να παλέψουμε ξανά,’ είπε ο Θοδωρής. Τα φασιστικά γουρούνια, οι δικτάτορες ξεπέρασαν τα όρια αυτή τη φορά. Τ’ακούσαμε στον πειρατικό ραδιοσταθμό. Τανκς κατακρεούργησαν φοιτητές στο Πολυτεχνείο χτες το βράδυ. Στρατιώτες ενάντια σε άοπλους φοιτητές. Ο Θοδωρής έκλαιγε από θυμό όταν τελείωσαν οι ειδήσεις. Το κρατικό κανάλι ΥΕΝΕΔ έδειξε απλά μερικές λογοκριμένες σκηνές χωρίς θύματα και ανέφερε τη δήλωση του Παπαδόπουλου που έλεγε, ‘Αυτό το μίασμαν ο κομμουνισμός έχει απλώσει τα δηλητηριώδη πλοκάμια του εις τους φοιτητάς, διέφθειρε τους χαρακτήρας των, διέλυσε την παιδείαν,’ και ότι ‘αι προσπάθειαι των αγρίων κτηνών να ανατρέψουν το υγιές σύστημα έχουν αποπνιγεί επιτυχώς.’ Ο Θοδωρής εξήγησε ότι οι κομμουνιστές ήταν οι καλοί, αυτοί που πάλευαν εναντίων αυτών των μπάσταρδων. Γινόταν άλλος άνθρωπος όταν μίλαγε γι’αυτούς. Με μάτια ολοστρόγγυλα, σφιγμένες γροθιές και αφρό στα πλαινά του στόματός του.

Ο Θοδωρής ανέβασε τα μανίκια του, τίναξε το καπάκι ανοιχτό μ’ένα κουτάλι και βούτηξε το πινέλο. Έγραψε τη λέξη Ελευθερία πρώτα με μεγάλα, στρογγυλά γράμματα στον πρόσοψη του σχολείου. Ο Ανδρέας φύλαγε σκοπιά.

‘Να γράψω κι εγώ το Δημοκρατία?’ είπα.

‘Όχι, βέβαια. Τα θέλω ίσια και ορθογραφημένα.’

‘Έλα… Θα μου πεις εσύ πως.’

‘Εντάξει. Εντάξει,’ είπε και μου έδωσε τη βούρτσα. ‘Δημοκρατία με ήτα, εντάξει?’

Να τα! Κόκκινα, μεγάλα, στρογγυλά γράμματα σε φρεσκοβαμμένο τοίχο, σαν στάλες αίματος σε νεαρό δέρμα.

‘Ω, Θεέ μου!’ είπα, δαγκώνοντας τον αντίχειρά μου.

‘Τι έγινε?’ είπε ο Θοδωρής.

‘Τι κάναμε?’

‘Τι, τι;’ Γούρλωσε τα μάτια του.

‘Δεν τα κάναμε με κεφαλαία. Θα αναγνωρίσουν το γραφικό μας χαρακτήρα.’

‘Ω, κανείς δεν θα το προσέξει,’ είπε ο Θοδωρής.

‘Δεν ξέρω… Εγώ φοβάμαι. Θα γίνει χαμός αύριο.’ Έτρεμα με τη σκέψη. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο αμίλητοι, τα μάτια μας σαν κι αυτά παραβρασμένων ψαριών. Ξαφνικά έπιασε αέρας και τα κλαδιά των φτελιών αλάλαζαν καθώς τα μαστίγωνε ο αέρας.

‘Θοδωρή, τι κάνανε στους φοιτητές του Πολυτεχνείου στην Αθήνα?’ είπε ο Ανδρέας.

‘Τους βασάνισαν υποθέτω. Μην το σκέφτεσαι. Κανείς δεν θα μας πιάσει εμάς.’

Πραγματικά έγινε μεγάλη φασαρία το πρωί. Οι μαθητές έμπαιναν στο σχολείο με τις παλάμες τους να φράζουν τα ανοιχτά στόματά τους καθώς έδειχναν τον τοίχο του σχολείου. Οι δάσκαλοι είχαν αφηνιάσει. Σφύριζαν σα φίδια προσπαθώντας να σιωπήσουν τους μαθητές και τους έβαζαν σε σειρές ίσιες σαν χάρακες στην αυλή για προσευχή. Είδα τον επιστάτη μ’ένα τενεκέ μπογιά και ένα πινέλο να τρέχει προς το βαμμένο τοίχο. Τι κρίμα όλος ο κόπος της προηγούμενης βραδιάς να πάει χαμένος, σκέφτηκα βλέποντας τις άλικες λέξεις να τις καταπίνουν οι βιαστικές άσπρες πινελιές του επιστάτη.

‘Τι κοιτάς έτσι, ανόητο κορίτσι;’ Η κυρία Πηνελόπη με χαστούκισε και με έσπρωξε μπροστά στη σειρά μου, κοντά στα σκαλάκια όπου είχαν συγκεντρωθεί οι δάσκαλοι. Αλλά ήταν και κάποιος άλλος εκεί. Ο Μπούκος, ο χωροφύλακας του χωριού, με τη μπλε, καλοσιδερωμένη του στολή, τα γυαλιστερά, μαύρα παπούτσια του και το αυστηρό καπέλο. Η μαμά έλεγε ότι μπορούσε κανείς να σφάξει αρνί με την τσάκιση στο παντελόνι του. Ο διευθυντής μας καλημέρισε και αμέσως μετά έδωσε το λόγο στον Μπούκο. Φαινόταν πολύ σοβαρός και το στόμα του είχε μια παράξενη κλίση προς τα κάτω σαν μωρό που έτρωγε φρουτόκρεμα για πρώτη φορά.

‘Αγαπητοί μαθητές,’ είπε και τα μαύρα κορδόνια που κρέμονταν απ’τους ώμους του ταλαντεύονταν καθώς μαχαίρωνε τον αέρα με τα χέρια του. Δεν ακουγόταν κιχ. ‘Φοβούμαι ότι δεν έχω έλθει εδώ μόνον δια να σας ευχηθώ καλημέρα. Ευρίσκομαι εδώ δια ένα σοβαρό θέμα, όντως. Κάποιος, όπως πρέπει να γνωρίζετε ήδη, έχει προσβάλλει το σχολείον, το χωρίο, την χώραν με το να γράψει αυτές τις λέξεις στον τοίχον του σχολείου. Με το να υπαιγνίσεται αδίκως ότι υποφέρομεν από έκλειψη της ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Είναι ευρέως γνωστόν ότι τα πάντα δουλεύουν σωστά και δικαίως σ’αυτό το σχολείον, αυτό το χωρίο αυτή την χώραν, όντως.’ Η φωνή του έφτασε σ’ένα τρεμουλιαστό κρεσέντο. ‘Το άπαν δουλεύει οσάν ένα καλοκουρδισμένο ωρολόγιον. Η τωρινή κυβέρνησις υποστηρίζει αυτόν τον αποδοτικόν κρατικόν μηχανισμόν. Η τωρινή κυβέρνησις έχτισεν αυτό το σπουδαίο σχολείον, όντως. Η τωρινή κυβέρνησις έφερε τον ηλεκτρισμόν στο χωρίο και βελτίωσε το σύστημα ύδρευσης και τα λοιπά και τα λοιπά. ‘Ολοι έχετε γνώσην των πλεονεκτημάτων που το χωρίο απολαμβάνει από όταν οι Συνταγματάρχες εσχημάτισαν τη νέα δημοκρατική κυβέρνηση και οδήγησαν την χώραν σε νέους οδούς ευρημερίας, όντως. Υπάρχει άπλεκτη ελευθερία και δημοκρατία εις την χώραν για να επιδιωχθεί από αυτά τα μιάσματα που σκεβρώνουν εναντίον ενός υγιειούς συστήματος.’ Πήρε μια βαθιά ανάσα και άλλαξε τόνο. Έγινε παράξενα γλυκομίλητος. ‘Θέλω να πιστεύω ότι κανείς παρών δεν έχει σχέση με αυτή την ανεχθή πράξη, όντως. Αλλά, αν τις γνωρίζει ποίος το έπραξε, θα τον εσυμβούλευα να έλθει εις το γραφείον του διευθυντή σήμερα κιόλας δια να αποκαλύψει το όνομα. Καλύτερα αυτό να γίνει τώρα, πριν είναι πολύ αργά. Φοβούμαι ότι αν αυτό δε συμβεί σύντομα, θα αναγκαστώ να προσφύγω σε σκληρά μέτρα έτσι ώστε η τάξη να αντικατασταθεί, όντως.’

Ήμουν έτοιμη να λιποθυμίσω και ρούφηξα με δύναμη τον παγωμένο αέρα για να συνέλθω. ‘Ω, Θεέ μου! Τι θα απογίνουμε;’ σκέφτηκα. Ποιά θα ήταν αυτά τα σκληρά μέτρα;

Όταν ο Μπούκος τελείωσε το λόγο του, ένα αγόρι απ’την έκτη μασούλησε το Πάτερ Υμών και έπειτα σύραμε όλοι τα πόδια μας στις τάξεις. Απαλά συννεφάκια από ψιθύρους αιωρούνταν πάνω από κάθε παρέα μαθητών.

Ποτέ δεν μου άρεσε ο Μπούκος. Τον ακολουθούσε πάντα ένα κρύο ρεύμα στο διάβα του. Ερχόταν συχνά στο μπακάλικο του πατέρα και έκανε παρατηρήσεις για το πώς να ζυγίζει τη ζάχαρη, πώς να μετράει το πλαστικό τραπεζομάντηλο με το ξύλινο μέτρο, πώς να κόβει το τυρί. Ο πατέρας στην αρχή έχανε το χρώμα του αλλά μετά τον κέρναγε λουκούμια ή ένα κομμάτι τυρί φέτα και ο Μπούκος χαλάρωνε για λίγο, τα παχουλά του σαγόνια γδέρνονταν στο σκληρό σαν τσιμέντο γιακά της στολής του. Σύντομα όμως συνέχιζε ακάθεκτος το καθήκον του. Όποτε ήμουν κι εγώ εκεί κρυβόμουν πίσω απ’το ψυγείο ώσπου να φύγει. Η μάνα έλεγε ότι ο Μπούκος έβγαινε το βράδυ και κρυφάκουγε έξω απ’τα παράθυρα του κόσμου. Είχε δει τη σκιά του καπέλου του μια φορά έξω απ’το παράθυρο της κουζίνας.

‘Έχει εντολές από τους ανωτέρους του να επιβλέπει το χωριό, να προλαβαίνει σχέδια ενάντια στην κυβέρνηση,’ έλεγε ο πατέρας. ‘Δεν έχει κάτι εναντίον μας. Ξέρει ότι είμαστε με το μέρος του. Σίγουρα η μάνα σας θα είδε τη σκιά κανενός δέντρου στο παράθυρο.’

Κατά τη διάρκεια της μέρας, οι μαθητές ψιθύριζαν, ‘Ποιός το’κανε? Εσύ ήσουν? Είδες τίποτα?’ Και φυσικά, εφόσον κανείς δεν τ’ομολογούσε, περιμέναμε όλοι με την καρδιά στο στόμα τα σκληρά μέτρα.

Την επόμενη μέρα ο Μπούκος ήταν ξανά στο χολείο. Επισκεπτόταν όλες τις τάξεις. Μπήκε και στη δική μου. Η κυρία Πηνελόπη μας ζήτησε να γράψουμε στα πρόχειρα τετράδιά μας τις δύο λέξεις, Ελευθερία και Δημοκρατία, ενώ ο Μπούκος έσερνε τη μύτη του πάνω απ’τα χειρόγραφά μας. Ένιωθα την παγωμένη του ανάσα να μουδιάζει τα δάχτυλά μου καθώς κρατούσα το τετράδιο ανοιχτό. Ο Μπούκος ψιθύρισε κάτι στην κυρία Πηνελόπη και όταν έφυγε, αυτή μας είπε ότι τέσσερα αγόρια θα έπρεπε να παρουσιαστούν στο γραφείο του το πρωί. Για ανάκριση. Δηλαδή για ξύλο. Έτσι ανακρίνουν αυτοί. Βασανίζουν αυτούς που πιάνουν μέχρι θανάτου. Το ίδιο έγινε και στο Λύκειο στην πόλη. Ο Θοδωρής, ο Ανδρέας και δύο άλλοι μαθητές πήγαν πρώτοι πρώτοι στο Αστυνομικό Τμήμα.

‘Ξέρεις τίποτα γι’αυτό;’ Ο πατέρας είχε ρωτήσει το Θοδωρή την προηγούμενη νύχτα. ‘Αν ξέρεις, σε παρακαλώ, γιέ μου, πέστα όλα για να σώσεις το τομάρι σου. Δεν είναι καιρός για ηρωισμούς. Θα σε τσακίσουν στο ξύλο, παιδί μου.’

‘Δεν ξέρω τίποτα,’ είπε ο Θοδωρής και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρή του με σκυφτό το κεφάλι. Ο πατέρας δεν με ρώτησε εμένα γιατί είμαι κορίτσι και τα κορίτσια υποτίθεται δε σκαρώνουν τέτοιες επαναστατικές πράξεις με τίποτα.

Ο Θοδωρής ήρθε στο σπίτι την επόμενη μέρα με μελανιές στους ώμους και τα χέρια του αλλά ήταν τυχερός, είπε. Τα άλλα αγόρια είχαν μαύρα μάτια και μαστιγωμένες πλάτες. Τους είχαν κλείσει στο Τμήμα και τους χτύπαγαν αλύπητα. Υπήρχε και ένας γιατρός εκεί που τους αφουγγράζονταν με το στηθοσκόπιο. Η μάνα δεν μπορούσε να σταματήσει τα κλάματα. ‘Οι μπάσταρδοι!’ είπε ο πατέρας. ‘Και να σκεφτείς τι κεράσματα του έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Και τώρα κοίτα πώς με ξεπληρώνει! Να χτυπάει το μοναχογιό μου!’ Χτύπησε το στήθος του με τη μπουνιά του.

‘Δεν μίλησες, ε?’ Ρώτησα το Θοδωρή όταν μείναμε μόνοι μας.

‘Ούτε λέξη, μην ανησυχείς.’

‘Αχ, Θοδωρή!’ Τον αγκάλιασα. ‘Είσαι ένας πραγματικός ήρωας, σαν τον Κολοκοτρώνη, σαν το Διάκο. Είσαι…’ Δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου που δεν μας κάρφωσε. Εγώ θα τα’χα ξεράσει όλα, αλλά δεν του το είπα αυτό.

Από εκείνη τη μέρα βλέπαμε καθημερινά μελανιασμένα πρόσωπα στο σχολείο, ώσπου τα αγόρια τελείωσαν και ήταν η σειρά των κοριτσιών. Η καλύτερή μου φίλη η Αλκμήνη ήρθε στην τάξη νωρίς ένα πρωί, γλίστρησε πλάι μου στο ξύλινο θρανίο και μου είπε, ‘Δεν έχει νύχια.’

‘Ποιός?’

‘Η Αντιγόνη.’ Μου μίλαγε μέσα από το χωνί που είχε σχηματίσει το χέρι της.

‘Δεν έχει νύχια; Όλοι έχουν νύχια. Μας δουλεύεις;’

‘Όχι, αλήθεια, καθόλου νύχια στ’αριστερό της χέρι. Να, φιλάω σταυρό.’ Φίλησε τα σταυρωμένα της δάχτυλα.

‘Τα είδες;’

‘Η μάνα μου. Της τα’βγαλαν και τα πέντε.’

‘Ποιοι;’

‘Σσς! Αυτοί. Στην Αθήνα.’

‘Πώς;’

‘Τανάλιες, πένσες, δεν ξέρω. Ο πατέρας λέει ότι το κάνουν αυτό.’ Δάγκωσε το νύχι της και το έφτυσε στο μωσαικό.

‘Γιατί;’ Μ’έπιασε ναυτία.

‘Το κάνουν στους εχθρούς της χώρας,’ είπε. ‘Στους κομμουνιστές.’

‘Και, η Αντιγόνη είναι…’

Η Αλκμήνη σήκωσε τους ώμους. ‘Ίσως.’ Η Αντιγόνη ήταν της κυρα Μίνας της γειτόνισσας η κόρη. Σπούδαζε στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα και ήταν μέσα όταν τα τανκς έσπασαν τις πόρτες. ‘Ήρθε στο χωριό χτες το βράδυ και η μάνα τους επισκέφτηκε. ‘‘Εχει πληγές παντού και το κεφάλι της είναι μαδημένο πάνω απ’το αριστερό αυτί.’ Είπε η Αλκμήνη.

‘Αλήθεια;’

‘Είναι τέρατα σου λέω.’ Συνέχισε να δαγκώνει τα νύχια της.

‘Ω Θεέ μου! Θα κάνουν τα ίδια και σ’εμάς;’ Ξαφνικά ήθελα να πάω τουαλέτα.

‘Όχι. Είναι έτσι με τους φοιτητές, τους κομμουνιστές. Εμείς δεν κάναμε τίποτα. Είναι προπαγάνδα, μου έχει πει ο πατέρας. Απλώς θέλουν να μας φοβίσουν, να μην τολμήσουμε να ξανακάνουμε καμία βλακεία…. Αναρωτιέμαι ποιός το έκανε.’

‘Δεν έχω ιδέα,’ είπα και έσκυψα να πάρω τα βιβλία μέσα απ’την τσάντα μου.

Ήταν 25 Νοεμβρίου όταν ακούσαμε στο ραδιόφωνο ότι ο Παπαδόπουλος ήταν στο σπίτι του υπό περιορισμό απ’τον Ιωαννίδη. Ο Ανδρουτσόπουλος ήταν τώρα ο νέος Πρωθυπουργός της χώρας. Σύντομα έρχονταν και τα Χριστούγεννα, αλλά ο Μπούκος δεν ξαναήρθε στο σχολείο να τελειώσει με τα σκληρά μέτρα. Αρχίσαμε όλοι να αναπνέουμε με ανακούφιση και να παίζουμε κυνηγητό και σκοινάκι στην αυλή του σχολείου, βγαίνοντας σιγά σιγά απ’την παγωμάρα που ο φόβος μας επέβαλε. Αργότερα ακούσαμε ότι ο Μπούκος πήρε σύνταξη και πήγε στο χωριό του στην Πελοπόννησο. Η νέα Δημοκρατική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ιδρύθηκε την 24η Ιουλίου 1974 και ήμασταν επιτέλους ελεύθεροι να ξεχάσουμε το παρελθόν.

Όταν ξεκίνησε η νέα σχολική χρονιά, την πρώτη κιόλας μέρα, το είπα στην Αλκμήνη. ‘Όχι!’ Παρά τρίχα να πνιγεί απ’την έκπληξη.

‘Ναι! Ο θοδωρής, ο Ανδρέας και εγώ.’

‘Άντε ρε! Εσύ δεν μπορείς ούτε τη λέξη Δημοκρατία να γράψεις σωστά. Είδα το πρόχειρό σου όταν ήρθε ο Μπούκος στο σχολείο. Με ύψιλον την έγραψες.’

‘Έξυπνο, ε; Το’κανα για να τον μπερδέψω. Και θα σου πω και κάτι άλλο, αν υποσχεθείς ότι δεν θα το πείς, εντάξει;’ Η Αλκμήνη κούνησε το κεφάλι της. ‘Είμαι κομμουνίστρια.’ Τα γράμματα κύλισαν γύρω απ’τη γλώσσα μου αργά σαν καραμέλα. ‘Σαν τον αδερφό μου και τον Ανδρέα.’

‘Σσσς! Μη λες αυτή τη λέξη!’ είπε η Αλκμήνη.

‘Γιατί όχι? Ξύπνα! Είμαστε ελεύθερη χώρα τώρα. Έχουμε Δημοκρατία ξέρεις. Οι Δικτάκτορες είναι στη φυλακή. Για πάντα.’ Χτύπησα παλαμάκια θριαμβευτικά.

Η Αλκμήνη προφανώς δεν ήξερε να κρατάει μυστικά γιατί την επόμενη μέρα όλο το σχολείο ήξερε. Με περικύκλωσαν και με σκούνταγαν για να τους πω τι έγινε, αν φοβηθήκαμε, πώς νιώσαμε, τέτοια πράγματα. Τους είπα ότι δεν φοβήθηκα διόλου και ότι ακόμα και αν μου έβγαζαν τα νύχια, όπως έκαναν στην Αντιγόνη, εγώ δεν θα έβγαζα τσιμουδιά και ποτέ δεν θα πούλαγα τον αδερφό μου ή τον φίλο μου. ‘Ημουν αληθινή κομμουνίστρια.

Όταν γύρισα σπίτι το μεσημέρι, βρήκα το Θοδωρή να κάθεται μπροστά απ’το τζάκι. Η σκιά του στον τοίχο φαίνονταν σα μια γιγάντια αρκούδα. Με κοίταξε με μια παράξενη λάμψη στα μάτια και τα χείλη του ήταν ένα ίσον που στράβωσε.

‘Έλα εδώ εσύ!’ πήδηξε πάνω και με έσυρε απ’το χέρι στο δωμάτιό του.

‘Τι συμβαίνει;’ ρώτησα.

‘Νομίζεις ότι είσαι συντρόφισσα; Οι αληθινές συντρόφισσες ποτέ δε λένε τα μυστικά τους απο δω κι απο κει. Δεν το ξέρεις; Τάφος! Ξέρεις τι σημαίνει; Βασική αρχή του κομμουνισμού. Γιατί μας μαρτύρισες; Σου’παμε εμείς κάτι τέτοιο;’

‘Μα… έχουμε δημοκρατία τώρα. Δεν κινδυνεύουμε.’

‘Η δουλειά μας δεν τελείωσε. Καθάρματα σαν αυτούς τους μπάσταρδους τους δικτάτορες υπάρχουν ακόμα γύρω μας.’ Χαμήλωσε το κεφάλι του και είπε σοβαρά. ‘Θα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες.’

‘Τι συνέπειες;’

‘Θα πρέπει να τιμωρηθείς γιατί δεν τήρησες τους νόμους μας.’

‘Μα… Δεν ήξερα… ότι παραβίαζα κάποιο νόμο.’ Ένιωθα τα πόδια μου να λιώνουν.

‘Ποτέ δεν πρέπει να λες τα μυστικά μας, εκτός κι αν το έχει αποφασίσει το συμβούλιό μας.’

‘Μα, Θοδωρή, αλήθεια, δεν ήξερα…’

Ο Θοδωρής κλείδωσε την πόρτα και τράβηξε τη ζώνη απ’το παντελόνι του. Σήκωσε την μπλούζα μου ψηλά και στόχευσε στη γυμνή μου πλάτη. Και μετά άκουσα τη ζώνη να σφυρίζει κα ένιωσα τον πόνο να με τσουρουφλίζει, αλλά ήξερα ότι δεν έπρεπε να ουρλιάξω γιατί αυτό θα τον εκνεύριζε περισσότερο. Και ήξερα ότι έπρεπε να φανώ γενναία γιατί αυτό σημαίνει να είσαι αληθινή συντρόφισσα. Να παλεύεις για την πατρίδα και το λαό σου. Να παλεύεις για την ελευθερία και τη δημοκρατία και να τιμωρείσαι για τα λάθη σου. Και να μη βγάζεις μιλιά.

 

 

* Η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου ζει στην Αθήνα με το σύζυγό της, τα δύο παιδιά της  και το terrier westie της. Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και έχει πάρει το MA in Creative Writing απ’το Αγγλικό Lancaster University. Τα διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί (στην Αγγλική) σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά και ανθολόγια στο εξωτερικό. Το συγκεκριμένο διήγημα (αρχικώς ‘Freedom and Democracy’) έχει πρωτοδημοσιευτεί εδώ: http://themissingslate.com/2013/05/24/freedom-and-democracy/

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top