Fractal

Δύο κείμενα: “Eλάκτισεν ο γάιδαρος και δέρουσι το σάγμα…” & “Ζώον δίπουν και άπτερον”

Της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη // *

 

 

f12

 

Eλάκτισεν ο γάιδαρος και δέρουσι το σάγμα…

 

 

«Εξετάστε λοιπόν με προσοχή όλες τις ικανότητες της ψυχής σας: τη Μνήμη-τη Νόηση-τη Θέληση. Εξετάστε επίσης με ακρίβεια όλες σας τις αισθήσεις. Και ακόμη εξετάστε όλες σας τις σκέψεις-τα λόγια σας-τις πράξεις. Εξετάστε ίσαμε και τα όνειρά σας. Αν δηλαδή, όταν ξυπνήσετε τα εγκρίνετε. Τέλος, να μην νομίσετε πως σε τούτο το τόσο ευαίσθητο κι επικίνδυνο θέμα, υπάρχει τίποτα το ασήμαντο και το ελαφρό.»

Η εποχή, όπου ο περιπλανώμενος άνθρωπος, χρησιμοποιούσε τη λεκτική του ακμαιότητα προς ανασκευή εικόνων κι εξήγηση επιθυμιών, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Ο P. Segneri, Ιησουίτης ιερέας και φιλόσοφος, κήρυττε τον δέκατο έβδομο αιώνα, ενδυόμενος της Ποιμαντορίας το χιτώνιο, πως τα πάντα θα πρέπει να ανακινούν ζητήματα ενοχικής περίσκεψης κι ενδεχόμενης απολογητικής διαδικασίας. Το κάλυμμα μιας απαίτησης ελαίω θεού που αποκαθαίρεται ενδελεχώς, αναχαιτίζει την αμεσότητα, εξωθώντας το κάθε τι στα δίχτυα ενός Λόγου που στοιχηματίζει πως δεν θα επιτρέψει ούτε μια μικρή γωνιά-ούτε μιαν ανάσα στη ρίζα της «αμαρτίας» μετατοπίζοντας τη βαρύνουσα στιγμή της πράξης προς τον δυσκολοδιατύπωτο κλυδωνισμό της επιθυμίας. Διότι αυτή είναι η γάγγραινα με τις άγνωστες εκφάνσεις που δύναται να θέσει υπό αίρεση οιαδήποτε νομότυπη εντολή.

Στον εικοστό αιώνα, ευτυχώς η Κοινωνία απαλλάχτηκε απ’ της θρησκομανίας τα κατάλοιπα. Το modus operandi ωστόσο απλά μεταμφιέστηκε και στον αντίποδα παρεμβάλλουν νέα διαδικαστικά τερτίπια, τεχνολογία κι επιστήμη, προς εξουσίαση ανθρώπου-φύσης κι εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του. Συνακόλουθα προσφέρεται αφειδώς το προβάδισμα στην ελεύθερη σκέψη-βούληση, οι οποίες αυτοπεριορίζονται υφιστάμενες εκουσίως στη μονολιθικότητα της πραγματικότητας. Αν πριν κάποιους αιώνες η αναφορά και μόνο σε κάποια θέματα επέσυρε τιμωρία, σήμερα με το να μιλάμε γι’ αυτά κλασαυχενιζόμαστε αγνόηση του κανονιστικού πλαισίου κι επίγνωση της ανατρεπτικότητάς μας.

Στην ουσία πρόκειται για οπερετικό πραξικόπημα, αφού το μόνο που καταφέρνουμε σαφώς είναι να υποβοηθούμε την καταστολή, υπογραμμίζοντας τη συνύπαρξη εκείνων που ο κίνδυνος του αστείου ή η κακόνοια της ιστορίας δεν επιτρέπει να συγκεράσουμε την επανάσταση με την ευτυχία. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί έχουν ήδη αφομοιώσει την αντινομία του δίπτυχου έγερσης-ηδονής μέσω της εδραίωσης απόλυτης ομοφωνίας των πολιτικών παρατάξεων σε βαθμό έσχατου ταρτουφισμού, αφού τοιουτοτρόπως οιαδήποτε εκδοχή αλλαγής φθίνει. Οι πένητες της αφθονούσας Δύσης αποτελούν τον στόχο κτηνώδικης μεταχείρισης, ενώ οι νεόπλουτοι πλέουν σε πελάγη ανυποψίαστης σκλαβιάς.

Μια τάξη πραγμάτων βρίσκεται στην τελική της ευθεία χωρίς ευοίωνη προοπτική. Η υπεροψία καθιστά τους θυσιαστές εθελοτυφλούντες μπρος στα σισύφεια έργα τους, καθώς και τα θύματα ανίκανα εναλλακτικών αντιπροτάσεων. Η συνάρθρωση των διαζευκτικών συλλογισμών ακροβατεί επί ξυρού ακμής. Η απειλή υποθετικής παγκόσμιας αναμέτρησης προβάλλεται με τρομολαγνική τακτική νουθετώντας σε ενστερνισμό αναχρονιστικών μεθόδων τιθάσευσης. Στο όνομα του υπέρτατου αγαθού της ασφάλειας, οι σκιώδεις κυβερνήσεις περιστέλλουν ατομικά δικαιώματα ελευθερίας περιάγοντας τους λαούς σε αυτόβουλη κοινωνική αναδίπλωση.

Μέσα σ’ αυτό το νοσηρό κλίμα, συγγραφείς τρέχουν δεξιά κι αριστερά παρουσιάζοντας τα βιβλία τους κι εκφωνώντας απόψεις. Και ως γνωστόν ακούμε πάντα αυτόν που μιλάει και όχι τις ρήσεις του. Με την ελπίδα της αναγνώρισης, σε κάθε παρουσίαση ο δημιουργός, σκληραγωγημένος απ’ την επανάληψη και προσαρμοσμένος στην ψυχολογία του βαρυποινίτη, παίρνει θέση στο εδώλιο. Ύστερα από τόσους ηθικούς θανάτους οι κινήσεις διέπονται από αμέριστη θελκτικότητα, αλλά δεν παύουν να είναι κεντροθετημένες σε μια ασταθή ισορροπία που προσδιορίζει τα υποσύνολα κόστους-αντιτίμου-ανταμοιβής. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης λειτουργεί σαν αυτεπίστροφο βλήμα. Το κοινό άλλοτε εναγκαλίζεται την προσπάθειά του κι ενίοτε τον εμβολίσει με περισσή εμπάθεια, επιρρίπτοντάς του ευθύνες για μείζονα ζητήματα. Ωσαύτως η μετριότητα της κοινωνίας αντανακλάται εν είδει κατάρας πάνω του.

Όταν περιδεείς εμπειρογνώμονες σε καίριες θέσεις δεν απαντούν σε κανέναν προβληματισμό, πως θα απαντήσει ο εκάστοτε γραφιάς και γιατί θα πρέπει να ακρωτηριάζεται ευθαρσώς κάθε φορά η οντότητά του χωρίς απολίνωση αγγείων; Στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα υπάρχει, αν όχι εμβρίθεια στηλιτευτικών κειμένων, μια σειρά ωστόσο πονημάτων που διάκεινται δυσμενώς κατά του γίγνεσθαι, τα οποία παραγκωνίζονται εντέχνως από ιθύνοντες και κοινό. Όσο πιο δυσνόητο και δύσπεπτο ένα έργο, τόσες κι οι πληγές του συγγραφέα για τα δεινά του πλανήτη κι αλίμονο στον αναγνώστη που δεν το αντιλαμβάνεται κι αποφεύγει να το διαβάσει.

 

 

Ποιητική διήγηση

 

Ζώον δίπουν και άπτερον

 

 

Στην οικία των θεών κρουνοί το νέκταρ αναβλύζουν, πομφόλυγες απόδημοι αναριγούν στον αφρό του μούστου. Κάθε αυγή ευαγγελίζεται η ποδιά του Ήλιου, τα φιλιά της σέρνοντας στα επίγεια και του έλους φράζοντας τον καθρέφτη. Χαράματα στην κόλαση των ζωντανών. Στην ανέμη η κλωστή τυλιγμένη, και τ’ απάνθισμα των μεταμορφικών ειδώλων σε διαιρέσεις κι υποδιαιρέσεις διχασμένο, στο επ’ απείρου να παρελαύνει διχοτομημένο σύνολο. Αριθμοί, προεκτάσεις λογικευθέντων. Πλήκτρα, πόζες στον παντεπόπτη οφθαλμό. Σ’ ιδρυτική ερείδεται πράξη το αλλόκοτο παραλήρημα κι όλα στην ανευόδωτη μαραίνονται σχέση χρόνου κι αιτιότητας, π’ εντοπίζει της αλαζονείας το κατάφωρον σαν περίπτωση επανορθώσιμης αδικίας.

Κι όταν ανήγγειλε την απόφασή του, ένας ανίσχυρος ήταν υπερόπτης χωρίς αναστολές, λες και κάθε μηχανισμός κριτικής ικανότητας γεφυρωνόταν με το ανεκτέλεστο, το χιμαιρικό και ζητούσε στο φως να βγει με το τίμημα κάποιας απελευθέρωσης…

Και τώρα καταμεσής σ’ οσμές τοξικές, λάγνα αγκιστρώνεται η διαστροφή τους σε φοβέρας ριπές.

Ήχοι, χνάρια, κραυγές στ’ ορίζοντα παγιδευμένες τ’ ακαθόριστο. Ανάλγητη η Μοίρα απίθωνε τη σκέπη της σε τύμβους, πλεκτάνη να κομπάζει ανιστόρητη στων γηγενών τ’ απέραντο νεκροταφείο.

Κι αυτός με το χακί περίζωμα παραλλαγής, όμοιο με τόσων άλλων, άλλοτε ποθητό, επίμωμο πια έλυτρο, σάστιζε μπρος στ’ ατελέσφορο παιχνίδι, το κυνήγι παρεμφαίνοντας των κεραυνών με τ’ αλεξικέραυνα. Κάθιδρη κι απηυδισμένη η σχοινοβασία, σ’ ένα επέκεινα δυσνόητο που σ’ αρένα εκφυλλίζεται χωλαίνουσα, την πνευματική του κλόνιζε συγκρότηση. Αργά στο χείλος βάδιζε βαρβαρότητας υποστασιοποιημένης, όπου η εικόνα προωθείται σε βάρος του λόγου, σε βάρος οιασδήποτε λογικής επεξεργασίας.

Στο μεθύστερον λοιπόν, στην ενδότερη μπήγονταν τα δάχτυλα, του λαιμού εσοχή. Το παράφωνο υποβαστάζοντας πανδαιμόνιο. Οι ραφές, ξιφολόγχες ανανήψασες στην αγκαλιά του άλγους. Τα παιδικά θα ήσαν τάχα πέλματά τους, κλωνιά να λυτρώσουν τα φτύματα στους τάφους.

Κι όπως σαν αξίνα πάνσοφη το μυδραλιοβόλο του, τις ανεστραμμένες υλακές σε χαυνότητα βαράθρωνε. Κι όπως τα βήματα βαριά κι οι αισθήσεις σ’ εγρήγορση. Οι αντιστάσεις ισχυρές και στη χαότητα των εσωτερικών ωκεανών τα μήκη και τα πλάτη άναυδα. Παραμέριζε ασελγώς τ’ αποσαθρωμένα κουφάρια η αιματοβαμμένη του αρβύλα, την αταραξία του διατηρώντας μπρος σε τούτη την αλληλουχία βδελυγμάτων, οι διάλεκτοι των σφαδασμών δύσαρθρες. Σαν αόρατη ορθώθηκε πύλη ένα κάλεσμα άψαυστο και απ’ την φωλιά του χώματος εμφανίστηκε ένας σκορπιός.

-Ποιος είσαι περαστικέ διαβάτη; Πορφύρας χρυσοκέντι ανεμίζει στο καφέ των ματιών σου βελούδο.

-Κατά τον Αριστοτέλη, αρχαίος Έλληνας Φιλόσοφος, είμαι ζώον πολιτικόν. Κι εφ’ όσον εμπίπτω σε νόμους είμαι το καλύτερο απ’ τ’ άλλα ζώα.

Τ’ αρθρόποδο ανασήκωσε την ουρά του, έτοιμο για επίθεση, κι αγνοώντας τη στέγνα της κομπορρημοσύνης του, με λαιμαργία επιδόθηκε ακλυδώνιστη στην βρώση ενός ζωύφιου που μόλις άδραξε. Ασύγκριτη η αχθεινότητα με όσα είχε ο ίδιος διαπράξει, αλλά τον τάραξε η απόλαυση λες ενός δικού του προνομίου. Της δικαιοδοσίας οι σειρήνες, δίχτυα ιχνογραφούσαν μ’ ανίδωτες κλωστές.

-Κατά τον Μαρξ, Γερμανός Φιλόσοφος, είμαι ζώον κοινωνικόν. συνέχισε επικαλούμενος προσωπικότητες αδιαμφισβήτητου κύρους.

Οράματα φτερωτά στης τρικυμίας αποσπασμένα τα βράχια κι η μνήμη να ρουφά τ’ αναφύλλισμα των κόκκων. Τ’ απαλό χνούδι στ’ αμούστακό του μάγουλο με πλέρια είχε παραχωρήσει διάθεση τη θέση του σε μια πυκνή γενειάδα. Η γνώση κι η πείρα μακρές. Τις ρίζες όσο κι αν έσκαψε, το λάθος του μήνυσε τον δρόμο. Πόσο άπληστος εφάνη, αβυσσαλέες της εξορίας οι χοάνες να του ψήνουν τα χείλη. Η ατραπός της επιστροφής δύσβατη, κι οι άφτρες ν’ ανακράζουν λυσσαλέες. Στο λευκό του δέρμα θαμμένοι αμφορείς, τραύματα επισωρεύουν πυορροούντα.

-Όσο μακρυά κι αν πας, η φυγόκεντρος θα σε έλκει πάντα στον πυρήνα. Πλήθος οι πληγές ιππεύουν των σελίδων σου το υφάδι κι οι συγχορδίες κρύβονται στων γιοφυριών τα τόξα. Δεν θα γυρίσεις! Διότι πάνω απ’ όλα

έγινες ζώον ομολογητικόν! αντιγύρισε ειρωνικά ο σκορπιός, το ζωύφιο που καταβρόχθιζε δεν ήταν άλλος παρά ο ερωτικός του σύντροφος, με τον οποίο μόλις είχε συνουσιαστεί και κυοφορούσε τους καρπούς του.

Ο πληγωμένος του εγωισμός υπέπιπτε σε χιλιάδες αποκλίσεις και δεν αρκούσαν απλώς αφ’ εαυτών τα λάγνα ακκίσματα. Ήταν που το είναι του αναζητούσε ανάμεσα στις άτονες ερυγές του βορβόρου. Αδημονούσαν τ’ ανθολόγια τις μεταφράσεις και της Ιεράς Νόσου τις ανυπάκουες ορχήσεις. Ίσα που κρυφοκοίταξε σ’ ένα ακροτελεύτιο αντανακλαστικό προς την ανεξαρτησία. Η ταπείνωσή του, όμοια μ’ εκείνη αγέρωχου βράχου στο ηδονικό της αρμύρας λείχημα.

Στον αγριότοπο κοντοστέκεται ο σκαπανεύς και διερωτάται:

-Τι προς εξόρυξην;

Και βάναυσα αίφνης στεντόρειες τσιρίδες νυχτερίδων στις κατωφέρειες της δορυφοροποίησης.

Η ουρά του ζώου ανασηκώθηκε με μανία…

Ενθάδε κείται ληξιπρόθεσμο το Μέλλον…

 

 

 

Ευαγγελία Τυμπλαλέξη

 

*Το διήγημα είναι αλληγορικό και αναφέρεται στον ψυχολογικό απομονωτισμό, στον οποίο υπόκειται ο στρατιώτης πεζοναύτης, ο οποίος προτάσσει και εισπράττει καθημερινά τη βία.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top