Fractal

Διήγημα: “Εκτός ελέγχου”

Της Κατερίνας Λιβιτσάνου – Ντάνου // *

 

 

 

Ήξερε πως γεννήθηκε κατακαλόκαιρο, της Αγίας Παρασκευής στις είκοσι έξι Ιουλίου ή του Αλωνάρη, όπως της έλεγε η μητέρα της. Ξαφνικά την πιάσανε οι πόνοι στο χωράφι, εκεί που κουβαλούσε τ’ άχερα και ταχτοποιούσαν το στάρι, μετά το αλώνισμα. Δεν ήταν και τόσο χαρούμενος ο ερχομός της, μια και ήταν το δεύτερο κορίτσι στην οικογένεια κι ο γιος δεν υπήρξε, να συνεχίσει την ιστορία της. Κι αφού όλα πήγαν καλά με τη μαμή και τη γέννα στο χωράφι, κάθε χρόνο η μητέρα της την έπαιρνε κι ανέβαιναν στο διπλανό χωριό, στην Αγία Παρασκευή, να προσευχηθεί και να την ευχαριστήσει που αν και κόρη ήταν γερή, όμορφη και κυρίως έξυπνη. Την ονόμασαν Παρασκευή, γιατί το όνομα της πεθεράς το είχε το πρώτο κορίτσι, την έλεγαν όμως Βιβή κι έκανε μαζί ονομαστική γιορτή και γενέθλια. Θυμάται το πανηγύρι με τους χορούς και τα γλέντια, το πλήθος προσκυνητών από τα γύρω χωριά, τους άρτους, τα σπερνά, το δροσερό νεράκι και τα πιοτά στην αυλή της εκκλησιάς, τις ευχές, τα όμορφά παιδικά της χρόνια. Κυρίως νοσταλγεί τις αγαπημένες μορφές των γυναικών, που κρύβανε τα βάσανα και τους καημούς τους κάτω απ’ τα σκούρα μαντίλια

Ένα πράγμα σιχαινόταν κάθε καλοκαίρι στο χωματένιο αυλόγυρο της εκκλησιάς και στο χορταριασμένο μονοπάτι απ’ το οποίο περνούσαν, για να φτάσουν. Κάτι ζωύφια, που ξεπετιόντουσαν κι ενοχλούσαν τα καινούρια γοβάκια της και το χαριτωμένο φόρεμά της , που μόλις το είχε φορέσει, πρώτη φορά στη γιορτή και τα γενέθλιά της. Έβγαζε κραυγές τότε κι έτρεχε να γλιτώσει. Μάταια προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν, αλλά αυτή ένιωθε αηδία, όλο της το κορμί μυρμήγκιαζε και την έπιανε φαγούρα και κοκκινίλα πολλές φορές. Της είπαν πως αυτά τα άσχημα έντομα τα λένε ακρίδες. Ήταν πράσινα ή καστανά, μικρότερα ή μεγαλύτερα, με μεγάλο κεφάλι, πεταχτά μάτια, δυο κεραίες σαν καρφίτσες που προεξείχαν από το σώμα τους, κάτι φτερά θορυβώδη πολλές φορές, ενώ τα πίσω πόδια τους ήταν πιο μεγάλα απ’ τα μπροστινά, για να κάνουν άλματα. Αυτά τα απροσδόκητα άλματα πάνω της την έκαναν έξαλλη. Την είδε κι ο γιατρός της και είπε πως πάθαινε κάποια μορφή αλλεργίας από το φόβο της και πως με τον καιρό αυτό θα περάσει.

Έλα όμως που όσο μεγάλωνε τόσο φοβόταν τις ακρίδες! Σαν το μάθανε οι συμμαθητές της τής έκαναν το βίο αβίωτο. Ειδικά την Άνοιξη η ζωή της ήταν μαρτύριο. Τις πετούσαν πάνω της, τους έκοβαν τα φτερά και τις έβαζαν στα πράγματά της. Θυμάται τιμωρία που της έβαλε ο δάσκαλος στην έκτη τάξη, μια μέρα που ανοίγοντας την τσάντα της ξεπετάχτηκε μια απ’ το βιβλίο των Μαθηματικών. Προφανώς την είχαν βάλει τα αγόρια, αλλά εκείνος δεν καταλάβαινε πως είχε πράγματι πρόβλημα, γιατί κανένας δεν τον είχε ενημερώσει. Η Βιβή έβαλε τις φωνές και δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση στην τάξη. Μόνο η συζήτηση με τη μητέρα έδωσε φως στην υπόθεση.

-έπρεπε κυρία Χαρά να γνωρίζω, για να την προστατεύσω

-ντρεπόμουν να σας πω δάσκαλε ένα τόσο αστείο, όπως το λέει ο πατέρας της θέμα. Έπειτα δεν περίμενα τα παλιόπαιδα να κάνουν κάτι τέτοιο στο κορίτσι, αφού ξέρουν.

-δεν το θεωρώ αστείο, αντίθετα, έχουμε ευθύνη για τα παιδιά. Άδικα την τιμώρησα, θέλω πιο ουσιαστική επικοινωνία και πιο συχνή.

-σας το υπόσχομαι, αν είναι για το καλό του παιδιού πως θα την έχετε, αν κι έχω πολλές δουλειές

-μπορεί να έρχεται και ο σύζυγος

-α όχι, εκείνος δεν ασχολείται με τέτοιες…λεπτομέρειες.

Ο δάσκαλος ποτέ δεν κατάλαβε τη λέξη λεπτομέρειες, ενώ η Βιβή ούτε εκείνον συχώρεσε ποτέ ούτε τους συμμαθητές της, που την ταλαιπωρούσαν. Κάθε χρόνο στην Αγία Παρασκευή, με τον ίδιο εφιάλτη, μεγαλύτερη όμως κι ομορφότερη.

Τα χρόνια πέρασαν, η Βιβή μεγάλωσε, σπούδασε εκπαιδευτικός και ήθελε να έχει καλή σχέση με τους μαθητές της. Γνώρισε τον έρωτα της ζωής της, το Γιάννη και παρά τις επιφυλάξεις των γονιών της, παντρεύτηκαν λίγα χρόνια μετά. Κάθε καλοκαίρι πήγαιναν στο χωριό του, ήταν όμορφα σε κείνο το ορεινό χωριό της Ηπείρου και υπήρχε Αγία Παρασκευή! Μένανε λίγες μέρες, γιατί ο Γιάννης ασκούσε ελεύθερο επάγγελμα και δεν είχε τις διακοπές της Βιβής. Όμως περνούσαν ωραία, γιατί γέμιζε το χωριό κόσμο, που έρχονταν από παντού, να δουν τους δικούς τους και να γιορτάσουν την προστάτιδά τους. Έφερναν γνωστά συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής και στήνανε χορό στην αυλή της εκκλησιάς, που τότε δεν είχε στρωθεί ακόμη με μπετόν. Η Βιβή φορούσε κλειστά παπούτσια, γιατί δεν άντεχε τα ζουζούνια, που τριγυρνούσαν στο χώρο, μια και το εκκλησάκι ήταν έξω από το χωριό, στην κορυφή ενός πυκνοφυτεμένου λόφου.

-τι παθαίνεις κάθε τέτοια μέρα και φυλακίζεις τα όμορφα πόδια σου σε μια γόβα; Της είπε ο Γιάννης χαμογελώντας

-θέλω να προστατέψω τον εαυτό μου από ανεπιθύμητη επίσκεψη κι εσένα από το ρεζιλίκι που θα πάθεις, αν μου συμβεί κάτι τέτοιο μπροστά σε όλους τους συχωριανούς σου, απάντησε εκείνη με σοβαρό ύφος.

-καλά, αφού είναι έτσι ας το σεβαστούμε, απάντησε ο Γιάννης χωρίς φυσικά να μπορεί να καταλάβει το μέγεθος του προβλήματος, μια κι αυτός έπαιζε μικρός με τα συμπαθητικά πλάσματα, που μαζί με συνομηλίκους έβρισκαν στα χωράφια του χωριού.

Ετοιμάστηκαν, φόρεσαν ό,τι καλύτερο είχαν πάρει μαζί τους κι ανέβηκαν με τα πόδια στην εκκλησιά, πριν βγει ο ήλιος κι αρχίσει η ζέστη. Τελικά ήταν καθορισμένο από τότε που γεννήθηκε να βρίσκεται σε μια Αγία Παρασκευή. Ήταν πολύ όμορφη και χαρούμενη τη μέρα εκείνη, όχι μόνο για τα γενέθλια και τη γιορτή της, αλλά και γιατί είχε πολλή όρεξη για χορευτικές φιγούρες στο γλέντι, που είχε προγραμματιστεί μετά τη θεία λειτουργία. Όταν έφτασαν, δεν είχε μαζευτεί ακόμη πολύς κόσμος κι έτσι προσκύνησαν κι έμειναν μέσα, να παρακολουθήσουν με κατάνυξη την ιερή ακολουθία. Κοιτάζοντας πλάι έβλεπε τα περίεργα βλέμματα των γυναικών, κρυμμένα κάτω από τα χρωματιστά μαντίλια, να την περιεργάζονται. Αισθανόταν όμως σιγουριά, γιατί είχε δίπλα της το Γιάννη. Και καθώς η Θεία λειτουργία προχωρούσε, οι πιστοί αυξάνονταν και το εκκλησάκι γέμισε ασφυκτικά. Ο Γιάννης της έγνεψε να βγουν έξω μέχρι να τελειώσει κι εκείνη πρόσχαρη τον ακολούθησε. Τώρα είχαν να χαιρετήσουν συγγενείς και φίλους, που είχαν στήσει κουβεντολόι, παρά τις παρατηρήσεις του ιερέα για ησυχία.

Κάποια στιγμή κι ενώ μιλούσε χαμηλόφωνα για το σχολείο και τους μαθητές της με μια ξαδέρφη του Γιάννη, η Βιβή ένιωσε μια ενόχληση στο γυμνό της πόδι. Ιδέα μου θα ‘ναι, σκέφτηκε. Παντού εμένα θα κυνηγάνε; Ας μαζέψω το μυαλό μου, μη ρεζιλευτώ εδώ που ήρθα, μέρα που είναι. Μετά όμως από λίγο, αισθάνθηκε κάτι παράξενο, στο ίδιο πόδι, αλλά πιο ψηλά τώρα, κάτω από το εντυπωσιακό της φόρεμα κι από ένστικτο έβαλε το χέρι της στο

σημείο. Ο κόσμος της γκρεμίστηκε, έχασε το χρώμα της, άρχισε να ξεφωνίζει και να τρέχει στην αυλή, ανάμεσα στον κόσμο, που την κοιτούσαν παράξενα. Κάποιες είπαν ότι είχε δαιμονικό, άλλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα, ο Γιάννης την αγκάλιασε και προσπάθησε να την κάνει να ηρεμήσει και να του εξηγήσει τι είχε συμβεί. Την έβαλε να καθίσει στο πεζούλι, της έδωσε ένα ποτήρι νερό. Πέρασε αρκετή ώρα, ώσπου η Βιβή να συνέλθει και να εξηγήσει και φυσικά λίγοι ήταν αυτοί, που την πίστεψαν.

-εκεί που συζητούσαμε κατάλαβα κάτι να με ενοχλεί και λίγο αργότερα άγγιξα μια τεράστια ακρίδα στο πάνω μέρος του ποδιού μου. Τρελάθηκα, άρχισα να μουδιάζω, όταν την είδα να πηδάει στην αυλή έχασα το χρώμα μου. Γιατί να μου συμβεί αυτό εδώ; Ρεζίλι έγινα, όλοι ασχολούνται με μένα, ακόμη κι ο παπάς διέκοψε για μια στιγμή τη θεία λειτουργία.

-πάει πέρασε, προσπάθησε να το ξεχάσεις, σε λίγο ο χορός και τέλος.

-πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ, δεν έχω διάθεση, δε βλέπεις πόσο περίεργα με κοιτούν; Τι θα λένε στο χωριό για σένα, που παντρεύτηκες μια αλλοπαρμένη γυναίκα;

-αυτό δε με απασχολεί

-μάταια προσπαθείς, δεν έχω κέφι, πάω προς το σπίτι, εσύ μείνε, αν θες.

Η Βιβή σηκώθηκε από το πεζούλι και βγήκε από την αυλή. Είχε τελειώσει γι αυτήν η γιορτή, ο Γιάννης την ακολούθησε φυσικά, χωρίς να μπορεί να καταλάβει πώς μια ακρίδα μπορεί να βλάψει τόσο την αγαπημένη του. Προβληματίστηκε πολύ, όμως ο γιατρός τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως θα έπρεπε να δεχτεί τη Βιβή όπως είναι, αφού δεν μπορεί η επιστήμη να κάνει κάτι σε ανάλογες περιπτώσεις.

Δύο χρόνια μετά γεννήθηκε η κόρη τους η Γωγώ. Της έδωσαν το όνομα της μαμάς της Γεωργίας, που πέθανε ξαφνικά μια μέρα γύρω στα εξήντα της. Στοίχησε πολύ αυτό στη Βιβή, που πρώτη φορά ένα τόσο αγαπημένο της πρόσωπο έφυγε χωρίς να το χορτάσει. Πήγαινε συχνά και άναβε το καντήλι, μιλούσε μαζί της, της φαινόταν πως την έβλεπε και φυσικά πάντα πρόσεχε να κρατάει αποστάσεις από τις σιχαμερές καφετί ακρίδες, που ξεπετιόντουσαν από τα χόρτα ανάμεσα στα μνήματα. Μια φορά μάλιστα βρήκε εκεί το Χρήστο, το συμμαθητή της που της θύμισε τα χρόνια στο δημοτικό και την τιμωρία του δασκάλου

-δεν πιστεύω να έχεις πλέον πρόβλημα, ολόκληρη γυναίκα;

-δυστυχώς τα πράγματα είναι ίδια και χειρότερα, απάντησε εκείνη και γυρίζοντας σπίτι της, του διηγήθηκε το περιστατικό στο χωριό του Γιάννη στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής.

-ελπίζω να το ξεπεράσεις , αφού τώρα είσαι και μανούλα

-δεν είναι στο χέρι μου Χρήστο, άκου που σου λέω.

-τι μπαμπά λέει η κυρία Βιβή; Φώναξε ο μικρός Νίκος, ο δεκάχρονος γιος του γείτονα και συμμαθητή Χρήστου, που στο μεταξύ άκουσε να μιλούν φτάνοντας σπίτι.

– Να, η φίλη μου από δω Νικόλα φοβάται τις ακρίδες

-άσε το παιδί Χρήστο, δε χρειάζονται λεπτομέρειες είπε με αυστηρό ύφος εκείνη και χαιρετώντας τους μπήκε στο σπίτι της.

Ήταν εκεί ο Γιάννης με τη μικρή Γωγώ και χάρηκαν, σαν την είδαν. Λίγο μετά ο Χρήστος με το μικρό Νίκο επισκέφτηκαν τη Βιβή. Κάθισαν στην αυλή, ο καιρός ήταν θαυμάσιος, ο Νίκος έπαιζε με τη Γωγώ που έκανε τρέλες σαν τον έβλεπε, ο Γιάννης συζητούσε με το Χρήστο και η Βιβή έκανε κάποιες δουλειές. Τους σερβίρισε μεζέ με ουζάκι και η ώρα περνούσε ευχάριστα, με τα δυο παιδιά να παίζουν ασταμάτητα στον ίσκιο της αυλής, παρά τη διαφορά ηλικίας.

-ελάτε κυρία Βιβή να πάρετε τη Γωγώ, κουράστηκε να τρέχει, καθίστε κι εσείς λίγο, όλο δουλειές κάνετε, ξεφώνισε κάποια στιγμή ο Νίκος

– σε ευχαριστώ Νικόλα, που παίζεις όμορφα με τη Γωγούλα, είπε εκείνη και πήγε προς το μέρος της μικρής.

Πριν όμως προλάβει να την πάρει στην αγκαλιά της, ο Νίκος άνοιξε τη χούφτα του και πετάχτηκε πάνω της μια τεράστια άσχημη ακρίδα, που την έκανε να ουρλιάζει και να χτυπιέται. Μαζί με αυτή έκλαιγε κι η μικρή Γωγώ, που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι συνέβη στη μαμά της.

-γιατί Νίκο το έκανες αυτό; Ζήτα συγνώμη από την κυρία Βιβή και φύγαμε.

-μπαμπά συγνώμη, δεν πίστεψα πως όλα όσα μου είπες για τα χρόνια που πηγαίνατε Δημοτικό ήταν αλήθεια, ήθελα να δοκιμάσω , αλλά τώρα βλέπω την κυρία Βιβή και ζητώ να με συχωρέσει, γιατί μαζί με εκείνη στενοχώρησα και τη Γωγούλα.

-εντάξει, αλλά μην ξανατολμήσεις κάτι τέτοιο φώναξε ο Γιάννης, που προσπαθούσε να ηρεμήσει και τις δυο του γυναίκες.

-Νίκο δε φταις εσύ, ο μπαμπάς σου ευθύνεται, που σου ανέφερε τα σιχαμερά κατορθώματα των παιδικών του χρόνων

– Ίσως έχεις δίκιο Βιβή, δεν έπρεπε να βάλω το παιδί σε τέτοιο προβληματισμό, και μου το είπε η γυναίκα μου, αλλά εγώ δεν την άκουσα, πίστεψα πως ο Νίκος μεγάλωσε, μα είναι ακόμη μικρός.

Σε λίγη ώρα ένας ακόμη εφιάλτης είχε τελειώσει. Οι επισκέπτες φύγανε για το σπίτι τους, αφού συχωρέθηκαν από την παθούσα. Η μικρή Γωγώ γέλασε και πάλι, η Βιβή υποσχέθηκε να είναι πιο συγκρατημένη μπροστά στο παιδί. Η γιορτή της Αγίας Παρασκευής πλησίαζε, θα πήγαιναν στο χωριό του Γιάννη, όμως δεν ήθελαν άλλες συμπτώσεις κι αιφνιδιασμούς. Όλα όσα έζησαν τους έφταναν, έπρεπε να είναι πιο δυνατοί πλέον, κυρίως για το παιδί τους. θα μπορούσαν άραγε να τα καταφέρουν;

 

 

* Η Κατερίνα Λιβιτσάνου – Ντάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση . Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΑΣΧΕΝΤΗ η πρώτη ποιητική της συλλογή «Λυκαυγές», ενώ το Καλοκαίρι του2010 εκδόθηκαν διηγήματά της με τίτλο «Απόδραση στους Σφακιώτες»από τις ίδιες εκδόσεις. Το 2006 ο Αποστόλης Αποστολόπουλος στην ποιητική του ανθολογία συμπεριέλαβε εννέα ποιήματά της. Το ίδιο έκανε και ο Κώστας Βαλέτας σε ανθολόγια του 2009 και του 2013. Με ομάδα ατόμων επιμελήθηκε το λεύκωμα «κοπιάστε όπως μας ηύρατε» του Δήμου Σφακιωτών Λευκάδας το 2008. Το Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΕΝΤΟΣ ΟΡΙΩΝ». Τον Απρίλιο του 2014 από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε η 3η ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΑΓΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΚΙΜΩΛΙΑ». Το Καλοκαίρι του 2016 από εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ κυκλοφόρησε το πέμπτο της βιβλίο, διηγήματα με τίτλο «Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ» Είναι μέλος διαφόρων συλλόγων και κείμενά της, πεζά ή ποιητικά, δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top