Fractal

Μην πιστεύοντας το ποτέ των μεθυσμένων και το πάντοτε των ερωτευμένων[1]

Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου //

 

ektos_edras_1για το μυθιστόρημα Εκτός Έδρας[2] του Αντρέα Αντωνιάδη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016, 244 σελ.

 

Αντί εισαγωγικής σημείωσης

Το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του Αντρέα Αντωνιάδη[3], η συλλογή διηγημάτων «Τα Πληγωμένα Άλογα», είχε τιμηθεί το 1971 με το βραβείο Νέου Λογοτέχνη του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου. Ο Α. Α. έκτοτε εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές και μετά αφοσιώνεται στη σκηνοθεσία, κυρίως την θεατρική και τηλεοπτική, υπογράφοντας και κάποια θεατρικά έργα. Στην πεζογραφία επιστρέφει 45 χρόνια μετά, με το «νουάρ» όπως ο ίδιος ονόμασε, μυθιστόρημα «Εκτός Έδρας». Παρόλο που ανήκουν σε διαφορετικά είδη και απέχουν τόσο πολύ χρονικά, αν διαβάσουμε συγκριτικά το μυθιστόρημα και τα διηγήματά του, θα διαπιστώσουμε πως υπάρχουν αρκετά ομόλογα φαινόμενα, είτε αναλογικά είτε και αντιστρόφως ανάλογα.

Η συντριπτική πλειοψηφία των προσώπων στο έργο του Α., τόσο το πεζογραφικό όσο και στο θεατρικό, στερείται από ειλικρίνεια και αυθορμητισμό, οι ήρωες πνίγουν ή περιθωριοποιούν τα αληθινά τους αισθήματα, αυτοπεριοριζόμενοι στην ατομική τους ρουτίνα, ενώ οι μόνοι στόχοι που θέτουν περιελίσσονται γύρω από τον άξονα της κοινωνικής τους ανόδου. Το ίδιο βλέπουμε πως κυριαρχεί είτε επιβαλλόμενο είτε υποβαλλόμενο και στο νέο του μυθιστόρημα. Όλες οι δικτυωτές αντιστίξεις για το κυνήγι της δόξας και του χρήματος, η ματαιοδοξία, η αλλοτρίωση, οι ανθρώπινες σχέσεις που φθείρονται, η αδυναμία να επικοινωνήσει κανείς βαθύτερα με τον Άλλον υπογραμμίζονται μέσα από τις περισσότερες επιλογές των προσώπων και κυρίως μέσα από την καταληκτική μοναξιά του βασικού ήρωα.

 

Ρομάντσο και νουάρ

Το «Εκτός Έδρας» χωρίζεται σε 4 επεισόδια, όπως τα ονομάζει ο συγγραφέας, και αρχίζει τυπικά ως ένα αισθηματικό ρομάντσο (όπως αναφέρεται ειρωνικά και από τον αφηγητή), ή για να χρησιμοποιήσουμε τις κινηματογραφικές αναφορές (που πολύ συχνά χρησιμοποιεί ο ίδιος), ως μια αισθηματικού τύπου ρομαντική ταινία, κάτι σαν το Pretty Woman[4]. Αλλά. Εξελίσσεται άτυπα ως προς το συγκεκριμένο είδος, αφού προλέγεται,  όμως δεν συντελείται, το happy-end. Μια τέτοια λύση πιο στερεοτυπική, δεν θα εμπεριείχε το μυστήριο που προσημαίνει ο επίτιτλος του βιβλίου: «νουαρ μυθιστόρημα». Η πρωταγωνίστρια Λυδία εξαφανίζεται και ο αφηγητής συνωμοτικά μεταλλάσσει την εσωτερική εστίαση από την πλευρά της Λυδίας σε εξωτερική, ώστε να αφήσει ανεξιχνίαστο το τέλος της εξαφάνισης και να περάσει σε πρώτο ρόλο ο Τίτος, ο 55χρονος σκηνοθέτης, στον οποίο εστιάζεται εφεξής ο αφηγηματικός φακός.

 

Οριζόντια δια-πλοκή

Στο 1ο επεισόδιο τίθεται η πλαισίωση της αφήγησης: η ιστορία της Λυδίας, η οποία είναι γυμνάστρια και χορεύτρια σε μπαρ, καταγόμενη από τα Σκόπια, η γνωριμία της με τον σκηνοθέτη Τίτο και η εξαφάνισή της.

Διαπιστώνουμε υπαρχής πως οι διάλογοι καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της διήγησης και είναι οι περισσότεροι δραματοποιημένοι, χωρίς μάλιστα εξω-διαλογικούς χαρακτηρισμούς ή σχόλια από την αφηγητή, παρά σε πολύ λίγες περιπτώσεις. Τα λόγια των προσώπων δίνονται σε εισαγωγικά, με εναλλαγή των στίχων χωρίς περαιτέρω σχόλια. Σαν σε θεατρικά επεισόδια. Η εστίαση παραμένει σταθερά εσωτερική, εκτός από την έναρξη, που μονοπωλείται από την Λυδία, μόνο δύο φορές φαίνεται να απουσιάζει η οπτική του Τίτου. Στο 2ο κεφ όπου προετοιμάζεται ένα τροχαίο ατύχημα καθοριστικό για την πορεία της αφήγησης και στο 3ο , όπου ο Τίτος είναι παρών αλλά η αφηγηματική φωνή χρωματίζεται από τον εσωτερικό μονόλογο της Αντιγόνης, της ηθοποιού που θα την μοιραστούν ως ερωμένη με τον βοηθό του.

Στο  2ο επεισόδιο,  ο Τίτος καλύπτει σκηνοθετικά ένα φεστιβάλ νεανικών ταινιών, «εκτός έδρας», στον Πύργο της Ηλείας. Γνωρίζεται με τον οπερατέρ Ιάσονα που θα μείνει ανάπηρος σε ένα τροχαίο και τον βοηθό του Ενιπέα ο οποίος θα σκοτωθεί στο ίδιο ατύχημα. Στο κεφ αυτό παρατηρούμε με ενδιαφέρον ότι τα ονόματα έχουν ιδιαίτερες συνδηλώσεις, όπως αυτό του Ενιπέα που ενώ γενεαλογείται αφηγηματικά στο παρόν, εμείς το εκλαμβάνουμε ως σημαδιακό και αναγόμαστε στο μυθολογικό του υπόστρωμα, το οποίο δημιουργεί μιαν αφηγηματική εκκρεμότητα: περιμένουμε  να επαληθευτεί ο προβολικός συνειρμός του θανάτου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο ο κεντρικός ήρωας χάνει προσωρινά την «ακουστική επαφή», στην διάρκεια του μοναχικού του χορού την ώρα της ομαδικής ψυχαγωγίας, και στο τέλος την όρασή του για δύο μήνες μετά το ατύχημα. Τα δύο αυτά συμβάντα λειτουργούν ως αφηγηματικές εντολές που ωθούν τον Τ. να πάρει την απόφαση πως δεν θα σκηνοθετήσει ξανά. Ωστόσο. Δεν σταματά να έχει την οπτική του σκηνοθέτη: όταν βλέπει κάτι ενδιαφέρον το φαντάζεται ως κινηματογραφική σεκάνς.

Στο 3ο επεισόδιο, ο Τ. μετά από προτροπή και του βοηθού του Σήφη, θα σκηνοθετήσει θέατρο, δηλ. «ζωντανούς» ανθρώπους, χωρίς την διαμεσολάβηση της κάμερας. Θα ανεβάσει την Ευρυδίκη του Ανούιγ. Εκτός έδρας και πάλι, στο Αγρίνιο. Αμέσως μετά, θα θελήσει να απομονωθεί, για να ασχοληθεί με την κατεξοχήν μοναχική τέχνη, την συγγραφή. Ένα τηλεφώνημα όμως θα του αλλάξει τα σχέδια.

Στο 4ο επεισόδιο η ματαιοδοξία νικά την απογοήτευση και ο σκηνοθέτης ξεκινά και πάλι ένα ντοκυμανταίρ για έναν γνωστό νεαρό ποδοσφαιριστή που θα αποδειχθεί ο καταλύτης, για να μαζευτούν όλα τα κεντρικά πρόσωπα των 4 επεισοδίων του Αφηγηματικού θιάσου, στην Ρόδο. Εδώ η περιφερειακή καμπύλη της πλοκής συσπειρώνεται μέχρι να επικεντρωθεί και πάλι στην αδιάγνωστη ακόμη Λυδία, γίνεται η ολοκλήρωση ενός παζλ που αναμένεται ότι θα δικαιώσει τον χαρακτηρισμό του μυθιστορήματος: θα πάρει την μορφή ενός φιλμ μυστηρίου, όπου στο τέλος όλα ξεκαθαρίζουν και ο ήρωας καταστρέφεται αλλά εν ταυτώ καθαίρεται. Κι ενώ φαίνεται πως το παζλ ολοκληρώνεται επιταχυνόμενα προς το τέλος, ωστόσο κάποια κομμάτια δεν τοποθετούνται ποτέ. Όπως. Ο αναγνωρισμός της Λυδίας ο οποίος θα έπρεπε ήδη να είναι συντελεσμένος από τον Τ., μια που έχει δει την φωτογραφία της ως της αρραβωνιαστικιάς του ποδοσφαιριστή, Συλβί, λειτουργεί υπονομευτικά: αργεί να την αναγνωρίσει, δηλ. είναι σαν η φωτογραφία να μη δείχνει το «αληθινό» πρόσωπο, αυτό συμβαίνει μόνο με την αυτοψία, αλλά μήπως και τότε μπορεί να ελέγξει την αλήθειά του; Ποιος μπορεί εξάλλου να οριοθετήσει τις λεπτές γραμμές που διαχωρίζουν τις μνήμες των γεγονότων από την μυθοπλασία; Η ιστορία που διηγείται η «Συλβί» (το δεύτερο ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί η «Λυδία», μια που ούτε αυτό δεν είναι το αληθινό της όνομα) συνέβη πραγματικά; Ή είναι μια επινόηση εξ υστέρου που τα διηγητικά της θέλγητρα δολερά στοχεύουν στο να κατευνάσουν την αντίδραση του σκηνοθέτη; Ο ίδιος εξάλλου της λέει προς το τέλος με ειρωνεία: «Πάρε ακόμα ένα ρίσκο και άλλαξε ξανά το όνομά σου!»

 

Ανδρέας Αντωνιάδης

Ανδρέας Αντωνιάδης

 

Κάθετη δικτύωση

Επομένως. Οι σχεδόν ειρωνικές διαπλοκές μέσα από τα αυτοσχόλια που προβάλλονται από τον Τίτο αλλά ξεκάθαρα υποβάλλονται από τον αφηγητή, η ελισσόμενη σκηνοθεσία που θα συμπεριλάβει εμβόλιμα θέματα κατά κάποιον τρόπο φυγόκεντρα, θα οδηγήσουν στο επίπεδο της σκηνικής πλοκής στη λύση του μυστηρίου άρα και του δράματος, ενώ στο επίπεδο του συνθετικού μύθου θα κεντράρουν στην απόλυτη μοναξιά του ήρωα, είτε βρίσκεται στο παρα-σκήνιο του κόσμου του θεάματος είτε και στο προσκήνιό του.

Βασικό χαρακτηριστικό ότι οι σχέσεις τόσο οι φιλικές όσο και οι ερωτικές περιπλέκονται, ποτέ δεν αποκτούν τη βαθύτερη δομή του ζεύγους: δεν υπάρχουν δύο φίλοι ή δύο εραστές που να μπορούν μέχρι τέλους να αφοσιωθούν ο ένας στον άλλον. Πάντα μπαίνει ανάμεσα κάποιος που δρα διαλυτικά ή και ενισχυτικά, γιατί η διπολική σχέση είναι ανολοκλήρωτη ή συμβατική ή πολύ φτωχή, για να καλύψει τις συναισθηματικές ανάγκες ή και τις σαρκικές επιθυμίες των προσώπων. Χαρακτηριστική η πολύ συχνή παρουσία των ερωτικών τριγώνων, η ερωτική διάθεση και προς τα δύο φύλα, οι σχέσεις ανάμεσα σε άτομα με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Αλλά εκείνο που με ωμότητα επιβάλλεται και με γλωσσική βιαιότητα προεξέχει είναι η χρησιμοποίηση της ηδονής ως μέσο για την επίτευξη κάποιας σκοπιμότητας ή ως αποτέλεσμα μιας επιπόλαιης συμπεριφοράς μετά από την κατάχρηση αλκοόλ. Τα βαθύτερα πάθη, τα κίνητρα που πηγάζουν από τις αρχέγονες πηγές του ανθρώπινου ψυχισμού και τον βασανίζουν, ελλείπουν. Οι ήρωες διψούν για το εδώ και τώρα. Θέλουν την απόλαυση και το κέρδος. Αδιαφορούν αν και πώς θα χρησιμοποιήσουν τους άλλους. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να ξεφύγει από την αρπάγη αυτή, αλλά δεν τα καταφέρνει, γιατί αυτός είναι ο κόσμος του.

Τα μεγαθέματα του έρωτα και της φιλίας συγκρούονται και συνθλίβονται ή εξουδετερώνονται. Οι ομαδικές σκηνές της διασκέδασης στα μπαρ,  τα ξενυχτάδικα και τα πάρτυ υποβάλλουν κάτι από την αρχαιοελληνική ύβρη: γελούν αναίτια, πριν καν ολοκληρωθεί ένα ανέκδοτο, πίνουν και μιλούν προσβλητικά, με μιαν ένταση που, όσο ανιούσα και συναρθρωτική προβάλλει, άλλο τόσο γνωρίζουμε πως θα καταλήξει κατιούσα και εξαρθρωτική: διότι πίσω από την υπερβολή της ξεγνοιασιάς, της επιπολαιότητας και της ελαφρότητας θα κρύβεται πάντοτε η Τιμωρία.

Το «Εκτός Έδρας» χρησιμοποιεί έναν αφηγητή που μιλά για έναν σκηνοθέτη, ο οποίος αρέσκεται να «κινηματογραφεί» την ίδια του την ζωή, ένας αφηγητής που με την σειρά του σκηνοθετεί τον χώρο και τον χρόνο της αφήγησης, δρώντας και υπονομευτικά, μια που προς το τέλος, λίγο πριν την Έξοδο, δείχνει τον ήρωά του Τίτο να βρίσκει τυχαία τα «Πληγωμένα Άλογα», το άλλο πεζογραφικό βιβλίο του συγγραφέα Α.Α., και να το παίρνει με περιέργεια, για να το διαβάσει.

Πρόκειται γενικότερα για ένα κείμενο γεμάτο αναφορές από θεατρικά έργα, λογοτεχνικά βιβλία, μουσικές, και κυρίως κινηματογραφικές ταινίες, παρακολουθούμε  ένα συνεχές μπες-βγες παιχνίδι διακειμενικό και δια-καλλιτεχνικό, σαν να θέλει να υπενθυμίσει διαρκώς πως όλα ποιού-νται και τίποτα δεν παρ-ίσταται πραγματικά.

 

ektos_edras_cover

 

Επιλογίζοντας

Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο του βιβλίου θυμήθηκα κάτι που είχε πει ο Μάνος Ξυδούς σε μια συναυλία του, εισάγοντας ένα πολύ γνωστό τραγούδι του: «μην πιστεύεις το ποτέ των μεθυσμένων και το πάντοτε των ερωτευμένων». Οι ήρωες στο Εκτός έδρας, όπως διαβάζουμε, «πίνουν ασύστολα καπνίζουν και ερωτεύονται ανεξέλεγκτα»- ψευδόμενοι διαρκώς για τα βαθύτερα συναισθήματα και τις απώτερες προθέσεις τους, με έναν τόσο γκροτέσκο τρόπο, ώστε εκ παραλλήλου με τις συνεχείς κινηματογραφικές αναγωγές να υπενθυμίζεται υπογραμμιστικά ότι πρόκειται για μυθοπλασία, μια ταινία, που κρύβει τον σκοτεινό μυχό της, μένοντας ένα βήμα πριν το happy-end και που όταν τελειώσει θα μας αφήσει να κοιμηθούμε ανακουφιστικά ανενόχλητοι. Γιατί ο σκηνοθέτης γνωρίζει πως έτσι θα επιθυμούσαμε να γίνεται πάντα. Έστω κι αν ο συγγραφέας ξέρει ότι ποτέ δεν θα θελήσουμε ενώπιον των άλλων να παραδεχθούμε κάτι τέτοιο.

 

______________________________________

[1] Βλ. το Επιλογικό μέρος του παρόντος

[2] Αντρέας Αντωνιάδης, Εκτός Έδρας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016

[3] Βλ. και Αλέξη Ζήρα, Όψεις της κυπριακής πεζογραφίας 1900-2000, Πάπυρος, Αίπεια, 2010

[4] Pretty Woman, Γκ.Μάρσαλ, ΗΠΑ, 1990

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top