Fractal

Έκπτωση και ανάβαση

Γράφει ο Βασίλης Μακρυδήμας // *

 

Χέρια που δεν τελειώνουνε κι όλο μακραίνουν

βγαίνουνε σούρνοντας από τον αιώνιο σεισμό

εκμαγείο στο πρόσωπό μου σφραγίζουνε το σημάδι

του Κάιν, «Κι άλλους κι άλλους», ψιθυριστά

ουρλιάζουνε, «φέρε μας εδώ να πληθύνουμε,

κατέβασε κι άλλους».

 

Μνήμη του Δικαίου

Γύρισε για μια στιγμή

μια λέξη μικρή ολομόναχη

σαν εμένα είναι…

 

ΟΧΙ

Κατερίνα Γώγου, από την συλλογή Νόστος

 

 

Αν κάτι σημάδεψε βαθειά την ανθρώπινη συνείδηση του 20ου αιώνα αφήνοντας ανεπούλωτες πληγές, σίγουρα αυτός ήταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η τομή που χάραξε στη σκέψη και την καρδιά της ανθρωπότητας ήταν πρωτοφανής. Όχι γιατί για πρώτη φορά θρησκευτικές έριδες ή πολιτικές διαμάχες οδηγούσαν σε γενικευμένες συρράξεις (η άνοδος του θετικισμού, άλλωστε, τον 19ο αι. είχε “απενοχοποιήσει” τα ζωικά ορμέμφυτα του είδους μας -με εμβληματικό το ντετερμινιστικό μοντέλο του Δαρβίνου- ενοφθαλμίζοντας τις πρωτογονικές εκρήξεις των ενστίκτων ως εγγενείς της βιολογικής μας καταγωγής). Το καινοφανές σημείο της υπόθεσης ήταν το γεγονός ότι ένα συνονθύλευμα θρησκευτικών προλήψεων και ακόρεστης δίψας για γεωγραφικό και πολιτισμικό επεκτατισμό διοχετεύονταν στο σώμα του ορθού Λόγου για να δομήσουν μία θεωρία αποκάθαρσης και τελειοποίησης του ανθρώπινου είδους.

 

dok2

Επί της ουσίας, όμως, αφενός η θεωρία αυτή εν είδει επιστημονικού επιχειρήματος εισήχθη στον στίβο της πολιτικής για να λειτουργήσει προσχηματικά προκειμένου να καταπνιγεί η ετερότητα και να νομιμοποιηθεί η μισαλλοδοξία, αφετέρου η βίαιη εκτόνωση της φυλετικής μνησικακίας κατέδειξε με τον πιο σκληρό τρόπο το φάσμα της αποκτήνωσης με τον Λόγο να εξωθείται στα έσχατα όριά του. Ο πυρετός της αποικιοκρατίας, βέβαια, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. θα έπρεπε να είχε προειδοποιήσει πως το κέλυφος του ανθρωπισμού θα θρυμματιζόταν στο προσεχές μέλλον, όπως επίσης, η υπερεντατική ανάπτυξη της βιομηχανίας όφειλε να είχε προϊδεάσει πως ο εκτοπισμός του ατόμου από την άμεση παραγωγική διαδικασία και η συνώθησή του στο ασφυκτικό τέρας της γραφειοκρατίας ήταν ένας τρόπος εκτροφής εγωμανών ανθρώπων που διψούσαν να επανακατακτήσουν την ευδαιμονία των μεγάλων πολιτισμικών αφηγήσεων.

Τα καταστροφικά αποτελέσματα από την παγκόσμια αναμέτρηση οπλικής ισχύος και ιδεολογικής “ρώμης” ήταν αποτέλεσμα μιας επισυσσώρευσης των ολοκληρωτικών συστημάτων στα εξουσιαστικά μοντέλα των (ευρωπαϊκών κυρίως) χωρών. Αν η Γαλλική Επανάσταση ήταν η κατεξοχήν στιγμή της ιστορίας που συνέθετε την ωδή στην αξία του ατόμου και της φιλελεύθερης διεκδίκησης των δικαιωμάτων του, η σταδιακή επανάκαμψη του απολυταρχισμού στο μεσοπολεμικό προσκήνιο απέδειξε την δυσαρέσκεια των κοινωνιών απέναντι στην συλλογικότητα. Ερήμην της θρησκευτικής φλόγας, την οποία είχαν σβήσει ούτως ή άλλως ολοσχερώς τα συνθήματα του Διαφωτισμού (μιας και το κίνημα είχε στόχο να απαλλάξει τον ορθό Λόγο από τις δεισιδαιμονίες της πίστης στο υπερφυσικό), η προσχώρηση των κοινοτήτων στις διακλαδώσεις της δικτατορίας λησμονώντας τα ομαδικά οράματα, είχε χαραχτεί σταδιακά πάνω στον καμβά μιας εγκόσμιας αυτοκυριαρχίας θεμελιωμένης στις δυνατότητες του καθαρού λόγου (κατά το καντιανό πρότυπο). Οι σειρήνες του δεσποτικού παρελθόντος ηχούσαν ξανά. Οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί καταλύονταν μπροστά στην σαρωτική επέλαση των αυταρχικών καθεστώτων. Ένα-ένα τα κράτη του δυτικού κόσμου διέγραφαν την περίοδο της συνταγματικής δημοκρατίας για να ξαναβυθιστούν σε εκδοχές του ολοκληρωτισμού, με εμφανή την σαγήνη του μακραίωνου θεσμού της συγκεντρωτικής εξουσίας.

Η εγκαθίδρυση των αυταρχικών μορφωμάτων δεν επετεύχθη απόλυτα ερήμην της κοινωνικής βάσης. Όσα ελαφρυντικά και αν αναγνωρίσει κανείς, από την ψυχολογία της μάζας και τις τακτικές εκφοβισμού μέχρι τον προπαγανδισμό νοθευμένων ιδεολογημάτων, όσο και αν εξαγνιστούν τα μέσα στον βωμό του σκοπού, για την αντιμετώπιση της «κρίσης του φιλελευθερισμού» δεν χορηγήθηκε κάποιο αντίδοτο, αλλά το ίδιο φάρμακο που τον είχε δηλητηριάσει: το άτομο. Από τις συμπαγείς δικτατορίες του ναζισμού και του φασισμού, μέχρι τον σοβιετικό κομμουνισμό, αν και οι ελευθερίες καταστρατηγήθηκαν, πολλοί ήταν εκείνοι που ανέμεναν την λύτρωση από έναν ηγέτη, από την προσωποποιημένη εξουσία. Στα χνάρια του ουμανιστικού ιδεώδους του αιώνα των φώτων ο ορθολογισμός της ανερχόμενης αστικής τάξης πάσχιζε να υπογράψει το ρουσσεϊκό Κοινωνικό Συμβόλαιο για την κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών. Τελικά, η απογοήτευση από τα πεπραγμένα της τάξης αυτής την οδήγησε στον πολιτικό μεσσιανισμό. Η σωτηρία δεν αναμένονταν πια από την αναμόρφωση των κοινωνικών θεσμών -πόσο μάλλον από την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας- αλλά από την δύναμη του ίδιου του ανθρώπου. Ήταν η ώρα να εκπληρωθούν οι προφητείες του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου. Αναπόφευκτα, όμως, η υπέρ του δέοντος εμπιστοσύνη στην κατανόηση του κόσμου μέσα από την διανοητική σφαίρα έσπρωξε την λογική στο οριακό άκρο του γενικευμένου παραλογισμού και της ανηλεούς βαρβαρότητας, τα σκήπτρα των οποίων κρατούσαν αποθεωμένα υποκείμενα.

Αν κάτι μπορούμε να διδαχτούμε από την Παλινόρθωση και τις δικτατορίες του 20ου αι. (και της σταλινικής συμπεριλαμβανομένης) είναι ότι κάθε περίοδο κρίσης την συνόδευσε η απολυταρχία, η διακυβέρνηση του ενός. Θα πρέπει, όμως, να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι κατά τις, φαινομενικά τουλάχιστον, περιόδους σταθερότητας και ανάπτυξης του φιλελευθερισμού δεν εκκολάφθηκε ένα συλλογικό όραμα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά τα ιδεώδη που κυοφορήθηκαν επικαθορίστηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις επιδιώξεις των ανώτερων στρωμάτων, δηλαδή του εξής ενός: της ηγεμονεύουσας αστικής τάξης. Από την άποψη αυτή, τα νεωτερικά κράτη της Ευρώπης και το κατ’ επίφαση δημοκρατικό μοντέλο που υιοθέτησαν (με την έννοια ότι η αρχή της πλειοψηφίας μάλλον αποδεικνύεται ανεπαρκής μπροστά στην κατοχύρωση ενός οικουμενικού ανθρωπισμού) ουδέποτε θέσπισαν μια ιδεολογία που να υπερβαίνει τα συμφέροντα μιας κάστας και να ενδίδει στις προκλήσεις της συλλογικότητας. Οι κοπιαστικές προσπάθειες του Marx και του Engels ή πολύ αργότερα του L. Althusser, του M. Foucault, του J. Habermas, του Tz. Todorov, του E. Said, για να περιοριστώ σε μία υπερβολικά μικρή (δειγματοληπτική) λίστα των διανοουμένων που προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των νεότερων κοινωνιών, φαίνεται πως δεν μας έπεισαν για την αναγκαιότητα εύρεσης μιας δίκαιης ιεράρχησης μεταξύ λογικού και θυμικού που θα ξεπερνά το κέντρο του ατόμου.

Μεταπολεμικά, ύστερα από την εμπειρία του Άουσβιτς και των γκούλαγκ, η δίνη της ρευστότητας εγκλώβισε κάθε προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των αξιών στη βάση της σχετικότητας. Ανήμποροι να εξηγήσουμε τα παραστρατήματα της λογικής (στο όνομα της οποίας εκπορεύτηκαν οι διώξεις και οι βασανισμοί) βρεθήκαμε από την καθιερωμένη σύλληψη της ιστορίας στον άξονα της γραμμικότητας, στην αποδόμηση ταυτόχρονα του παρελθόντος και του μέλλοντος. Το μοντέλο της ιστορικής αιτιοκρατίας, όπως και της εσχατολογίας ως άμεσα επακολουθούμενου του πρώτου, εγκαταλείφθηκαν για να αντικατασταθούν από την ατέρμονη διεκδίκηση ενός «εδώ και τώρα» που δεν μπορεί να τιθασευτεί από το υποκείμενο ή τα αντικείμενά του μονάχα, αλλά από πλήθος άλλων παραγόντων που ενδέχεται να διαφεύγουν της συνειδησιακής προσοχής μας. Η μετανεωτερικότητα άνοιξε διάπλατα τις πύλες στον πλουραλιστικό διάλογο κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών σχημάτων, ώστε να ενδυναμωθεί η ιδέα της ανομοιομορφίας. Η ενδεχομενικότητα, η αμήχανη, δηλαδή, υποδοχή της αστάθμητης παραμέτρου που θα καθορίσει το αποτέλεσμα, αφού όλα είναι πιθανά, δεν κατέδειξε μόνο την πολυπλοκότητα που ενέχει κάθε προσπάθεια χαρτογράφησης των κοινωνιών μας. Παράλληλα, βύθισε ακόμη περισσότερο το άτομο στον πυρήνα της ύπαρξής του, το μόνο καταφύγιο όπου μπορεί να εξασφαλισθεί κάποια μορφή σταθερότητας. Από τον νομιναλισμό του Μεσαίωνα και την εντατική αναζήτηση μιας γνωσιοθεωρίας που συγκροτείται μέσα από την ατομική εμπειρία, μέχρι την σημερινή υποκειμενοκεντρική περιχαράκωση, η δυτική σκέψη κατάφερε να συνθέσει τον καμβά ενός υπερτροφικού ατομισμού.

Ο μεταμοντερνισμός προϋπαντίζοντας την πολιτισμική πολυφωνία ως τρόπο άρσης παλαιότερων μονολιθικών αντιλήψεων που δεν μπορούσαν να ανεχθούν την ετερότητα του άλλου, ταυτόχρονα άνοιγε (ασυνείδητα;) και τον ασκό του Αιόλου, όσον αφορά τις οικονομικές προϋποθέσεις αυτής της πολυμορφίας. Παραδείγματος χάρη, το όραμα της ενωμένης Ευρώπης, ενώ από την μία προωθούσε την διεθνική συνομιλία και ισότιμη συμμετοχή των κρατών-μελών, από την άλλη επέτρεψε την είσοδο στον διάλογο αυτό μονάχα των ισχυρών, όσων μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Μεταποικιακά, λοιπόν, μπορεί στην φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου να έγιναν πολύ σημαντικά βήματα όσον αφορά την κανονικοποίηση της φυλετικής πολυχρωμίας, την ισότητα των φύλων, το σπάσιμο του φράγματος που χώριζε μειονοτικές και εν γένει περιθωριακές ομάδες. Όμως, όπως περίτρανα έχει αποδειχθεί εκ των υστέρων, το σύνδρομο του γεωγραφικού επεκτατισμού αντικαταστάθηκε από ένα άλλο, αναίμακτο σωματικά μεν, ηθικά και ψυχικά οδυνηρό δε. Οι παραδοσιακές πολεμικές πρακτικές μετεξελίχθηκαν. Εύρωστες χώρες επιδίδονται στην θήρευση των κεφαλαίων των μικρότερων με σκοπό την ενδυνάμωση της εθνικής τους κυριαρχίας. Μόνο η πράξη του θυμιάματος παρέμεινε αμετάβλητη. Όπως ο παπάς ευλογούσε τον πολεμιστή πριν από την μεγάλη μέρα της αναμέτρησης, τώρα τραπεζικά ιδρύματα-κολοσσοί καθαγιάζουν ένα σύστημα που νομιμοποιεί την ελεύθερη διεκδίκηση όλων των αγαθών.

dokimio

Στο επίπεδο της καθημερινότητας καλούμαστε να κερδίσουμε μια ατομική αυτοπραγμάτωση εννοούμενης ως ένα (θετικό) αριθμητικό γεγονός. Ατομικό κεκτημένο μπορεί να θεωρηθεί ό,τι ισούται με μία τιμή. Εδώ δεν με ενδιαφέρει να υπεισέλθω περισσότερο στην ανάλυση του πολυδαίδαλου οικονομικού συστήματος που έχει παγιώσει ο ύστερος καπιταλισμός. Στον βαθμό, όμως, που η παγκοσμιοποίηση ήταν το επιφανές ιδεολόγημα του τελευταίου, μέσα από αυτή την χοντρική ερμηνεία μπορούμε να καταλάβουμε πώς ο αριθμητικός μακρόκοσμος έχει διεμβολίσει τις συνειδήσεις του μικρόκοσμού μας. Αν το laizzez-faire δεν μπόρεσε να θεσμοθετήσει απόλυτα τις αρχές της εμπορικής διακίνησης των προϊόντων παραγωγής, τουλάχιστον κατάφερε να υποτάξει την καθημερινή μας συμπεριφορά.

Τα σημάδια αυτής της θεωρίας είναι εμφανή παντού γύρω μας. Ενδεικτικά θα αναφέρω το πνεύμα του ωφελιμισμού που μας διακατέχει είτε ως διασπορά μονάχα πρακτικών πληροφοριών (που αγνοούμε τις περισσότερες φορές και ποιος τις αξιώνει ως τέτοιες) είτε ως θεσμοθέτηση του κανόνα της εμπορικότητας, η οποία είναι επιφορτισμένη με την διαλογή των αναγκών και την κυκλοφορία των κερδοφόρων προϊόντων, παραβιάζοντας κάθε ιδέα καθολικής εποπτείας. Ο οικονομικός αντίκτυπος ενός προϊόντος κατευθύνει την σκέψη μας και τις αγοραστικές μας συνήθειες. Παράλληλα, η οικονομική μας αντοχή είναι η μόνη που μπορεί να μας καταξιώσει ως άτομα σε μια απρόσωπη κοινωνία. Αν δεν μπορούμε να ξοδεύουμε, δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Για την κατοχύρωση του κύρους μας οφείλουμε να επιδοθούμε στο κυνήγι του κέρδους. Για την επίτευξη του στόχου μας αναγκαζόμαστε να προσηλωθούμε απρόσκοπτα στον κατάλληλο σχεδιασμό των ατομικών μας επιθυμιών. Τραγελαφικό, αλλά παρά την οικονομική δυσπραγία των τελευταίων ετών, την εναλλαγή κυβερνήσεων και την ιδεολογική ρευστότητα, προσωπικά δεν μπορώ να πεισθώ ότι το μοντέλο αυτό αντιμετωπίζεται πια ως παρωχημένο ή έχει αποδυναμωθεί.

Αν τα παραπάνω μοιάζουν να είναι υποδόριες τακτικές χειραγώγησης, στη γοητεία των οποίων μπορεί κανείς ασυναίσθητα να αφεθεί, τα πράγματα είναι πιο ευκρινή στην συγκρότηση των εργασιακών και πολιτικών μας υποχρεώσεων – απαιτήσεων. Και στα δύο πεδία φαίνεται να έχει ριζώσει για τα καλά ένα είδος αμοραλιστικής προσέγγισης. Ο φόβος της κρίσης αλλά και η κρίση των φοβικών μας ενστίκτων μας έχουν εισάγει για τα καλά στην απο-ηθικοποίηση του σκοπού, ο οποίος «αγιάζει και τα μέσα». Η ηχηρή απουσία των περισσότερων εργαζομένων από όργανα που, υποτίθεται τουλάχιστον, τους είχε ανατεθεί η προώθηση συλλογικών αποφάσεων για την προστασία απέναντι στις ατασθαλίες των εργοδοτών, δείχνει είτε ότι αγνοούμε το πόσο ευάλωτοι γινόμαστε προκαλώντας ουσιαστικά την εκμετάλλευσή μας, είτε ότι καταφεύγουμε στην αυτοδικία. Έχουμε μάθει από γεννησιμιού μας να μισούμε τέτοιου είδους προσπάθειες, γιατί θεωρούμε –όχι αδίκως- ότι διαιωνίζουν μικροπολιτικά συμφέροντα που εξυπηρετούν τους λίγους και όχι τους πολλούς. Η αδιαφορία, όμως, δεν οδηγεί σε κάποιο αποτέλεσμα. Στηλιτεύοντας την κατάχρηση των σωματείων και απέχοντας απ’ αυτά καταλήγουμε να γινόμαστε αυτό που κατηγορούμε: υποκείμενα που μπροστά στο τέρας της ανεργίας και του οικονομικού αδιεξόδου πασχίζουμε να προφυλάξουμε το ατομικό μας συμφέρον. Σταματώ εδώ, γιατί σίγουρα έχει γίνει κατανοητός ο προβληματισμός μου, ο φαύλος κύκλος που εμείς οι ίδιοι αδυνατούμε να σπάσουμε.

Όσον αφορά τον τρόπο που στεκόμαστε απέναντι στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο απλά. Από τις δεκαετίες που η επιλογή της ψήφου εξαρτώνταν από την διασφάλιση των προϋποθέσεων για οικονομική και κοινωνική ανέλιξη (τη γνωστή ρουσφετολογία), δηλαδή από μία εποχή που η πολιτική ήταν πεδίο προβολής και εκπλήρωσης των ατομικών επιθυμιών, περάσαμε στη φάση εξάντλησης του συστήματος, αφού αναπόφευκτα βρεθήκαμε προ των ευθυνών μας, όταν η φούσκα έσκασε. Στον απόηχο του θορύβου της μείναμε να αντικρίζουμε απέναντί μας την δική μας διαστροφή, τα δικά μας συμπλέγματα. Την αιτία φυσικά και θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, που όταν νιώθει να απειλείται θέτει σε προτεραιότητα προφύλαξης την ατομική ουσία. Βέβαια, για την δική μας χώρα μεταπολεμικά δεν φαίνεται να ευθύνεται τόσο κάποιος άμεσος κίνδυνος που παραμόνευε και ώθησε στον εγωκεντρισμό τους εξουσιαζόμενους, όσο τα προηγούμενα ιστορικά τεκταινόμενα που καταπίεσαν ένα έθνος μεταβάλλοντας άρδην την πορεία του στον χρόνο. Όταν, όμως, οι ερμηνείες τελειώνουν μένει μονάχα το αποτέλεσμα. Η πολύχρονη κρίση μας έχει διδάξει πως κανένα συλλογικό όραμα δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει στην Ελλάδα. Απεναντίας, από την μεταπολίτευση και μετά αναδύθηκε ως πρότυπο ένα είδος υποκειμένου που ενδιαφέρεται για τον θεσμό της πολιτικής στον βαθμό που ο τελευταίος μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του. Ο κοινωνικός χώρος δεν είναι πια πεδίο συλλογικής ευημερίας, αλλά χώρος ατομικών επιδιώξεων, το οποίο ούτε το αίσθημα της πολιτικής δικαιοσύνης μπορεί να διαχειριστεί.

Θα ήμουν ιδιαιτέρως αφελής αν πίστευα ότι ο ατομισμός μπορεί να σβηστεί από τον ορίζοντα των φιλοσοφικών συστημάτων που έχουν καθιερωθεί στην σύγχρονη συνείδηση, πόσο μάλλον να απεκδυθούμε κάθε εφαρμογή του, όταν ο εγωκεντρισμός είναι ο πρώτος κανόνας γαλούχησης που προτάσσουν οι μικροαστικές μας συνειδήσεις. «Κοίταξε την δουλειά σου», «μη νοιάζεσαι για τους άλλους», αυτά είναι τα εκφωνήματα-κλειδιά που μας τριβελίζουν από μικρή ηλικία τα αυτιά, η επιτελεστική λειτουργία των οποίων περιορίζεται στην θέσπιση διακριτών ορίων μεταξύ του εαυτού μας και των άλλων. Το διακύβευμα είναι η διαφύλαξη της υποστασιακής μας ακεραιότητας, όταν αναπόφευκτα συγχρωτιζόμαστε με τον άλλον. Ο φόβος που μας γεννά η σκέψη αυτή αποτυπώνεται σε τσιτάτα όπως τα προηγούμενα, προκειμένου να νομιμοποιήσουμε και την αμυντική μας στάση απέναντι σε ό,τι προσκρούει στις παρυφές της δεκτικότητάς μας.

Παράλληλα, όμως, η περιστολή στις υπαρξιακές προϋποθέσεις του ατόμου εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται πως δεν απέφερε κάποιον καρπό. Ο υπαρξισμός τόσο στην θεολογική του πτυχή (π.χ. Kierkegaard) όσο και στην εκκοσμικευμένη, αγνωστικιστική (π.χ. Sartre), εκτός από την ανάδειξη της αγωνίας που προκαλείται στο άτομο από ερεθίσματα που αδυνατούν να τα συλλάβουν οι γνωσιακές του λειτουργίες, δεν μπόρεσε να το βοηθήσει στην απολύτρωσή του. Ούτε η μεταφυσική ούτε ο κυνισμός επαρκούν για να αποδεσμεύσουν τον άνθρωπο από τα τέρατα που ο ίδιος δημιούργησε. Ακόμη και όταν το πρόταγμα της νεωτερικότητας για ομοιογένεια τέθηκε επιτυχώς σε ισχύ οδεύοντας προς την μαζοποίηση, καμία ατομοκεντρική φιλοσοφία δεν κατάφερε να ανακόψει την ορμή του.

Αποτέλεσμα εικόνας για Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πριν μετα

Αυτό που τελικά δεν δοκιμάσαμε σε ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο εκτεταμένων εφαρμογών είναι μία θεωρία της συλλογικότητας. Παραμένει ζητούμενο γιατί, ενώ ο μεταμοντερνισμός τόνωσε το αίσθημα της ισοτιμίας και του πλουραλισμού, εξομαλύνοντας τις ακανθώδεις πτυχές της διαφορετικότητας, ακόμη βασανιζόμαστε να απαντήσουμε το ερώτημα: ο ένας για τους πολλούς ή οι πολλοί για τον έναν; Νομίζω ότι την απάντηση θα την βρούμε στην κράση των δύο πόλων. Αν, φερειπείν, ακολουθήσουμε την φροϋδική θεωρία θα καταλάβουμε γιατί ο πατέρας της ψυχανάλυσης αφοσιώθηκε στην μελέτη των σαδομαζοχιστικών συμπλεγμάτων που απειλούν την ατομική και κοινωνική ευρυθμία. Από την άλλη, αφομοιώνοντας την λακανική ψυχανάλυση και κατανοώντας τον μηχανισμό της αλλοτρίωσης μπορούμε να συμμεριστούμε τον άλλο, να αμβλύνουμε τις αντιθέσεις μας και να εισαχθούμε στον κόσμο των πραγματικά διαλεκτικών κοινωνιών. Επομένως, το ζήτημα δεν είναι ούτε να διαιωνίζουμε μανιχαϊστικού τύπου κριτήρια που ευνοούν την διάκριση των ανθρώπων βάσει της ατομικής μας εμπειρίας, αλλά ούτε παγιδευμένοι στη δίνη της συνεχούς μεταβλητότητας να αναγάγουμε την ετερότητα σε αυτοσκοπό αποξένωσης από τον άνθρωπο που κρύβουμε μέσα μας. Για να γλιτώσουμε την μέγγενη της “αυτο-ανοικείωσης” δεν βλέπω άλλο δρόμο από εκείνον της έκπτωσης των εγωπαθών μας ενστίκτων. Για να αποφύγουμε τις αφαιρέσεις νεόκοπων ιδεολογημάτων στον καιρό της αναβίωσης του ακροδεξιού λαϊκισμού και της τυποποιημένης μαζικής κουλτούρας θα πρέπει να ανέβουμε τον Γολγοθά της ανομοιότητας, να ενδώσουμε στην γοητεία της ανομοιογενούς συνάφειας των συνόλων, όχι του εξισωτισμού ή μιας «αισθητικοποίησης» της ετερότητας. Και ίσως πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ξανά το μέλλον, όχι με όρους αποκαλυπτικούς, προσμένοντας την λύτρωση του εσχατολογικού επέκεινα, αλλά ως έναν επίμονο οραματισμό μιας εγκόσμιας χειραφετημένης ετερογένειας.

 

 

* O Βασίλης Μακρυδήμας είναι Υπ. Διδάκτωρ Τμήματος Νέας Ελληνικής Φιλολογίας Παν/μιου Ιωαννίνων

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top