Fractal

Γιάννης Αντιόχου : Ένας αλαφροΐσκιωτος «δικός» μου ποιητής και βλάσφημος προφήτης

Γράφει η Ηρακλεία – Ελευθερία Πέππα //

 

Δεν είμαι κριτικός, δεν είμαι λογοτέχνης, ερασιτέχνης μάλλον της γραφής, αλλά όπως και να’ χει, λέω πως είμαι προσεκτικός αναγνώστης. Κι ως προσεκτικός αναγνώστης ποιητικού κειμένου καλούμαι σήμερα να σας δώσω μια κριτική, παρουσίαση των «Εκπνοών» του Γιάννη Αντιόχου. ( Εκδόσεις Ίκαρος)

 

Μόνο που δεν μ’ ενδιαφέρει ο ποιητής αυτός καθ εαυτός, για να τον κρίνω, ούτε ο τρόπος που ανασαίνει. Δεν γνωρίζω τον Γιάννη, ούτε καν τον Καλοφυσούδη, δεν μεγαλώσαμε, ούτε σπουδάσαμε μαζί, δεν βρεθήκαμε στις ίδιες γειτονιές, δεν ξέρω ποιες μουσικές του αρέσουν, ποια τα διαβάσματά του, ούτε πως πίνει τον καφέ.

Μια τυχαία επαγγελματική συνάντηση και μάλιστα στην Μόσχα, πέρσι τέτοιο καιρό, στάθηκε η αφορμή όχι να βρω τον Αντιόχου, τον ποιητή, μα να με βρούν κατάστηθα – κατάκαρδα τα βέλη που εκείνος έριξε, όπως είχε πει κάποτε ο Τέλλος Άγρας – «Έριξα ένα ποίημα στην τύχη και ύστερα από χρόνια το βρήκα στην καρδιά ενός αναγνώστη». Ήταν οι «Εισπνοές», βέλη βουτηγμένα στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη και φράσεις-κλειδιά του ποιητή που ταίριαξαν ιδανικά στις δικές μου πόρτες του μυαλού, του συναισθήματος, της παραίσθησης, της στιγμής μεταξύ ύπνου και ξύπνιου που δεν αναγνωρίζεις το σώμα σου και το μυαλό κάνει άλμα στο κενό … «κι αλήθεια να μην γίνομαι και ψέμα να μην είσαι…».

 

antioxou-ekpnoes-review

Δεν ξέρω τίποτα για τον αναστεναγμό, την πίκρα, τα πραγματικά όνειρα, τους εφιάλτες που έδωσαν τις «Εκπνοές». Αυτά τα ξέρει ο ίδιος και παραμένουν δικά του, κι όσο κι αν μας τα κοινοποιεί, παραμένουν κρυπτογραφημένα.

Όταν ο ποιητής έρχεται κατά πάνω σου, ζητώντας την συναναστροφή, δημοσιεύοντας, δεν σου ζητά να τον καταλάβεις, να γίνεις ίδιος μ’ αυτόν, το μόνο που αναζητά είναι μια επιβεβαίωση, ότι δεν είναι μόνος, αναζητά δικαίωση της ύπαρξής του «αφού αν δεν σε αναγνωρίζει κανείς / απλά δεν υπάρχεις». Μοιράζεται απλώς, κοινοποιεί την ελπίδα ότι ο ανεπαρκής χρόνος μιας ζωής θα νικηθεί εν τέλει από ένα υπερκόσμιο φως ψυχής, που δεν έχει να κάνει με την Αθανασία.

Ακούστε τον:

«…Αυτό που ξέρω
Αυτό που ξέρω σίγουρα για σένα
Είναι πως πάντα κάποιοι
Θα ανοίγουν τα μάτια τους μέσα στο όνειρο
Καθώς ο ‘Ικαρος θα αναφλέγεται
Ακόμη και σε σκοτεινό ορίζοντα
Βουτώντας στην θολή και ρυπαρή θάλασσα της παραίσθησης
Που σου χορήγησε
Παυσίπονο
Παυσίλυπο
Η Αδελφή Αθανασία»

Κι αφού «εσαεί/ Μόνο τα όνειρα έσονται/ συναντώ κι εγώ, ο αναγνώστης ποιητικών κειμένων και λαθραναγνώστης της ψυχής του ποιητή, τα δικά μου όνειρα έτσι όπως ξεδιπλώνονται με τις λέξεις του και «λάμνουν με βιολετί σάβανα οι μνήμες» μου.

Ο ποιητής έρχεται κατά πάνω μου

«Μιλητικός» – «σαν του βοριά κατεβασιά», για να μου ψιθυρίσει πως
«κάποτε δεν θα μετρούν
Κάποτε δεν θάναι χρόνος
Μήτε το τικ τακ
Αλλά ο καιρός της ακριβούς συμμετρίας
Κι ο άνθρωπος αμνήμων
Μέτοικος σε τοπία με χαμηλά όρη
Με πράσινα βάτα κι αγκάθια στα δάχτυλα
Κατάφορτος οδύνη
Θα γέρνει σαν κυρτωμένο τόξο στην περιδίνησή του»

Έρχεται κατά πάνω μου ως «διχοτομημένος άλλος»,
«Γιατί αυτός είναι ο τρόπος
Να μπαινοβγαίνει ο άνθρωπος στο αεί
Κι αγάπη
Η μεγάλη λήθη
Που εξουθενώνει την ύπαρξη στις αγέλες των σωμάτων

Κι επέστρεψε»
…..
Ανάμεσα από «παρένθετες στροφές»
«Καθημερινά
Νωρίς το πρωί»
σαν «πίνει δυο βαριά τσιγάρα απανωτά
Σφίγγει την γραβάτα του
Και ξεκινά
‘Ολοι νομίζουν πως έτσι επιβάλλεται
Εκείνος δένει το λαρύγγι του
Να μην τους ξεράσει»,

αντικρίζοντας θα’ λεγα εγώ από μακριά τον Μαγιακόβσκι, στον ίδιο τόπο, εκεί που «πάτησε στον λαιμό το ίδιο του το τραγούδι», έστω και μέσα απ την σκιά μιας Αχμάτοβα,

«Ικέτης του χρόνου», «λάμποντας θάνατο φανταχτερό κι αποταγμένο», «λογχίζοντας τον ήλιο π’ ανατέλλει στα σμιχτά φρύδια του Θεού» με τις λέξεις του «ένα σμάρι πουλιών στις κόγχες των ματιών Του»,

«Αντίκλητος» μιας άλλης ζωής, όπου: «Μεσιτεύοντας τη σιωπηρή νύχτα/ Και ο άνεμος σκιρτά και τρεμουλιάζει/ Πάνω σε νοτισμένα από δάκρυα στρωσίδια/ Ώρες που τα δαγκάνει το φεγγάρι»,

«Χαρτομάντης», εκεί που: «Ανοίγοντας μια κόκκινη φόδρα/ Στρώνει τα φοβερά ταρώ του/ Προσπαθώντας να διαβάσει το μέλλον» και έχει «ήδη προβλέψει/ τη στρώση του θανάτου», «έτοιμος να συντριβεί από την κορυφή του κόσμου»

Μα σε πείσμα αυτού του θανάτου ώρες-ώρες «υποχθόνιος», εκεί που χαιρετά έναν διάβολο: «θεόρατο / ολόξανθο / πρασινομάτη και φωτισμένο»/

ίδιο Μεφιστοφελή που κατά τον Φάουστ «πάντα το κακό γυρεύει και πάντα όμως κάνει το καλό»,

Έρχεται κατά πάνω μου ο ποιητής, ίδιος με μένα, αφού τον αναγνωρίζω

«Ίσως λίγο πιο μόνος/ λίγο πιο έρημος»

Κι «ορατικός» τρομάζοντάς με, όταν μου φωνάζει : «Θυσιάστε/ Ρουφώντας το αίμα του διπλανού σας/ Μασώντας τις περιοχές των αδένων του/ Για να γεμίσει και πάλι ο ουρανός με άστρα»

Σπαρακτικός, καθώς ομολογεί: «Στοιβάζοντας το ένα μετά το άλλο / Τα κουτιά με τα νεκρά πουλιά του Σαχτούρη/ Τώρα που θυσιάζω κάθε μάταιο τόπο/ Να ξεγελάσω/ Να κρατηθώ/ Να μην συντριβώ/ Από το υπέρβαρο φορτίο / Των λέξεων και των ανιστόρητων λόγων/ Που ρούφηξα με τον κατακλυσμό/ Εδώ και τόσον καιρό/ Αναμένοντας το θαύμα του δικού μου Παραδείσου…»

Και ξεφυλλίζοντας ένα «μαύρο ριγέ σημειωματάριο» με λέξεις μνήμες ζωής αναρωτώμενος: «πού είναι οι σαίτες που σημάδεψαν τα μεσάνυχτα της άνοιξης…/ η παλιά κορνίζα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία/ εκείνη που κουνελάκι μασκαρεμένο / μειδιώ στην αγκαλιά του πατέρα»

με τον φόβο της νύχτας που της έσφαξαν το λαρύγγι σαν λεπίδες μεγάλοι μεταλλικοί δείκτες «όμοιες με τις μακριές βελόνες πλεξίματος της γιαγιάς μου/ που νόμιζα πως θα τις μου τις έχωνε τα μάτια»/

Έρχεται ο ποιητής ν’ ανασκαλέψει δικές μου μνήμες μέσα από ασπρόμαυρη μικρή φωτογραφία μ’ ένα κουνελάκι πλαστικό που το κρατώ μωρό όντας σε κούνια, χωρίς να το θυμάμαι στην πραγματικότητα, κι όμως είναι κι αυτό «στερεωμένο στο δεύτερο ράφι της βιβλιοθήκης» ακριβώς μπροστά από ποιήματα, κι αν όχι του Σολωμού, πάντως ποιήματα,

Λέξεις δηλαδή στημένες σε γραμμές, η μια δίπλα στην άλλη, η μια κάτω απ’ την άλλη που βοούν «τα μεγάλα και άρρητα μυστήρια» σ έναν τόπο ψυχής, όπου όλα έχουν συμβεί και τίποτα δεν έχει δικαιωθεί.

Και εδώ ο αλαφροΐσκιωτος μου ποιητής, ο Γιάννης Αντιόχου, που δεν γνωρίζω τις μέρες και τις νύχτες του, ούτε το παραμύθι που του έλεγε η μάνα του, έρχεται να πάρει εκδίκηση και για τα δικά μου όνειρα καταφεύγοντας στην βλασφημία «φτύνοντας το όνομα του θεού»/ στις στοές της κεντρικής πλατείας / ανοίγοντας ένα σκοτεινό πέρασμα στην έρημο / …. Χρωστώντας πολλά σ’ αυτούς μ’ αγαπούν», ξέροντας «πως έχει ο άνθρωπος, γιατί ο θεός και νάχει, τίποτα δεν δίνει»…, χορηγώντας μου με τις λέξεις του «αδωνιδίνη» – ουσία τονωτική καρδιάς (για να μιλήσω και γω με όρους της ιατρικής που εξασκεί),

Μα ταυτόχρονα ψευδόμενος, όταν λέει

«Γιατί Κύριε,
Αν τελικά υπάρχεις
Σύ ξέρεις καλά
Πώς ποτέ δεν αγάπησα κανέναν
Και πως δεν έφτασα
Ούτε θα φτάσω πουθενά
Μόνο σκοτάδι εισέπνευσα
Αλλιώς το κάρφωσα στις φλέβες
Γεμίζοντας το βλέμμα μου με νύχτα
Κι ακόμη περισσότερη
Να μη βλέπω
Το κτήνος του μέλλοντος που με κατασπαράζει
Ας είναι τουλάχιστον ο θάνατος φανταχτερός»
Αφού αυτό το «ποτέ δεν αγάπησα κανέναν» σημαίνει πως δεν αγάπησα μέχρι θυσίας, δεν αγάπησα τόσο που να μεταμορφώσω τον θάνατο σε Αϊδωνέα, υπηρέτη πιστό μιας Περσεφόνης – ποίησης – άρρητου λόγου, που πάντα θα αναδύεται για να τον και με δικαιώσει.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top