Fractal

Εκδοχές μεταφυσικής φαντασίας στα δημοτικά τραγούδια

Της Κλεοπάτρας Ζαχαροπούλου // *

 

 

Ο Χάρος,  συμφυρμός των ιδιοτήτων του Πλούτωνα,  πνεύμα χαιρεκακίας, ασβέστου θηριωδίας,  ον αμείλικτο, αχόρταγο, και μοχθηρό, είναι το κυριότερο πρόσωπο της ελληνικής μεταφυσικής στα δημοτικά τραγούδια. Ο λαϊκός ποιητής φαντάζεται τον δεσπότη αυτόν ως πρόσωπο ζωντανό κι αληθινά ένσαρκο, ως ένα πνεύμα του Κάτω Κόσμου, ως έναν δύστροπο καραβοκύρη, σκυθρωπό λεμβούχο, αμείλικτο και στυγνό πορθμέα, που οδηγεί, με τη νεκρική του βάρκα, μέσα από τα έλη του Αχέροντα, τις ψυχές στην αντίπερα όχθη του ποταμού, στον Άδη, έναντι οβολού. Με την πάροδο του χρόνου, επιβλήθηκε ως η δύναμη του αμετάβλητου φυσικού νόμου που εξολοθρεύει τα ανθρώπινα πλάσματα.Το πλήθος των μύθων που τον αφορούν, μαζί με τη σκοτεινή γοητεία του, κατέστησαν το πικρόχολο πρόσωπό του πασίγνωστο. Ειδικότερα, στα δημοτικά τραγούδια ο σκληρός αφέντης παρουσιάζεται ως ένας άσχημος κι άξεστος γέροντας, με μαύρο πρόσωπο, με παχιά ολόγκριζη γενειάδα, που φορεί ένα κουρελιασμένο μαύρο πανωφόρι, ένα μαύρο μαντήλι στο λαιμό ή στο κεφάλι, ένα μαύρο γιλέκο (εσωκάρδιον) κι ένα στρογγυλό καπέλο. Σε κάποιες άλλες παραλλαγές, ο βάνδαλος Χάρος αναπαρίσταται ως στραβός, μονόφθαλμος ή ακόμα και χωλός. Στον εξοπλισμό που φέρει στιλέτα, σπαθιά, κοντάρια, μαχαίρια, κοπίδια, δρεπάνι κι ενίοτε σφεντόνα. Συνήθως συνοδεύεται από κάποιο ανθρωποφάγο κυνηγετικό σκυλί ή ολόμαυρο άλογο. Ως επί το πλείστον, ο λαός φαντάζεται την τραγική και δολερή προσωποποίηση του θανάτου ως έναν πελώριο, αδάμαστο καβαλάρη, που σκορπίζει φρίκη, οδηγώντας την πομπή των νεκρών. Ο ψυχοπομπός δέρνει τους νέους από τα μαλλιά και ταυτοχρόνως είτε αραδιάζει τα μικρά παιδιά το ένα πάνω στ’ άλλο στη σέλλα του αλόγου είτε τα δένει στην ουρά του. Συνεχίζοντας τη συναρμολόγηση της εικόνας του απόλυτου Ρήγα, παρατηρούμε πως διαδραματίζει ποικίλους ρόλους, όπως του κυνηγού, του κοσευτή, του πραματευτή, του κουρσάρου, του κλέφτη κι αρχιληστή, του ξένου κατακτητή, του χαραμή, του τρυγητή, του ψαρά, του πολεμιστή, του λεηλατιστή, του εισβολέα, του καταστροφέα, του εξουσιασή και του πειρατή. Ο ελληνικός λαός φαντάζεται την επιθανάτια αγωνία ως μονομαχία του θνήσκοντος με τον έφιππο Χάρο (δράκο, θεριό), εξ ου και οι φράσεις παλεύει με το Χάρο, χαροπαλεύει, είναι στο χαροπάλεμα επί του ψυχορραγούντος. Αυτοδίκαια ή ως εντολοδόχος της Κοσμικής αρχής προσκαλεί τον ήρωα να τού παραδοθεί, μα εκείνος, μέσα στη ζωϊκή του πληρότητα και ευδαιμονία, αρνείται, «καταγγέλλει» την άδικη γι’ αυτόν σύμβαση κι έρχεται σε αντίθεση με την Κοσμική αρχή. Αντιπροτείνει όρους έντιμης αναμέτρησης βασισμένης στον κώδικα πολεμικής δεοντολογίας (αντροκάλεσμα). Ακολουθεί ο αγώνας σ΄ένα μαρμαρωμένο αλώνι, που καταλήγει στη νίκη τού Χάρου, η οποία επιβεβαιώνει την απαρέγκλιτη ισχύ του πεπρωμένου. Ταυτόχρονα, πραγματοποιείται στο αξιοκρατικό επίπεδο ένας μυθικός μετασχηματισμός της υλικής ήττας του ήρωα σε ηθικό θρίαμβο, που ιδεολογικά σημαίνει την καταγγελία της μοίρας του θανάτου και τη  δικαίωση των αξιών της ζωής, σύμφωνα με τους βαθύτερους πόθους του ακροατή. Με το μοτίβο της πάλης συνδέεται κι εκείνο της μεταμόρφωσης σε πουλί ή έντομο, όταν ο Χάρος αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να καταβάλει τον αντίπαλό του. Ο Χάρος διακρίνεται για την ασπλαχνία, την απονιά, την παραφροσύνη, την διαστροφή, τον φθόνο, την ειρωνεία, τη ραδιουργία, την ασέβεια και την ωμότητά του. Η λαική Μούσα τον παρουσιάζει ως αμαρτωλό ανθρωποφάγο, αιμοδιψή και στυγνό εγκληματία. Ο Χάρος συμβολίζει την ανομία, την προδοσία, και τον ηθικό αμοραλισμό.

 

 

Η λαϊκή μούσα περιγράφει τη μάνα του Χάρου ως μια γυναίκα ευσπλαχνική και ηθική που αποστασιοποιείται από τις πράξεις του γιού της, που συμπονά τα πένθη, γι’ αυτό και προειδοποιεί τις ομόφυλές της για τις βλέψεις του και τις προτρέπει να προφυλάξουν τα άρρενα όντα. Σε κάποια άσματα, ο Χάρος παρουσιάζεται ως κύριος υπεύθυνος της διάλυσης του θεσμού της οικογένειας και συχνά χαρακτηρίζεται ως κλεισοσπίτης. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες που επλήγησαν αυτοχαρακτηρίζονται ως χαροκαμένες, χαροκουρσεμένες, χαρόκαυτες, πονεμένες και πικραμένες. Στις περισσότερες παραλλαγές «μαλώνει» και λογομαχεί μαζί του για τις βιαιοπραγίες. Σπάνια, η Χάρισσα παρουσιάζεται υπερήφανη κι ακόμα σπανιότερα εμφανίζεται ως προσωποποίηση της μαύρης γης με δράση θηλυκού Χάρου. Κάποια άσματα παρουσιάζουν την Χαρόντισσα ως συνεργό με την αποκλειστική ευθύνη της εγκληματικής ενέργειας του φυτεύματος της γλυκο-μηλιάς, ως δέλεαρ κι ενεργητική παγίδα με πολύτιμα δωρο-δολώματα, στον Κάτω κόσμο. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες της είναι κι εκείνη του δύσκολου «ξεμαθέματος» του καλομαθημένου και «πουπουλοθρεμένου» αποθανόντος. Τα καθήκοντά της θυμίζουν κοινωνική λειτουργό, που προσπαθεί να συμμορφώσει τους νεκρούς στα σπαρτιατικά ήθη του Κάτω Κόσμου. Ο Χάρος, εισακούει τις διαμαρτυρίες της μητέρας του, την προτρέπει να μην σκοτίζεται, αφού εκείνος επιβάλλει διαφορετική τάξη πραγμάτων και υποχρεώνει τις νεοφερμένες σκιές σε καψώνια στο πλαίσιο της νέας δίαιτας. Σε ελάχιστα άσματα ο Χάρος δεν αρέσκεται με την αποστολή του, ιδίως όταν ερωτεύεται τα θύματά του, γι’ αυτό δεν δρα κι αυτοβούλως. Παρουσιάζεται ως απλός εκτελεστής, υπηρέτης και «πραγματοποιητής» της βούλησης του Θεού, τον οποίο κι επικαλείται.

Το γεγονός του θανάτου συνδέεται με μία χωροταξική διαίρεση του Κοσμικού σύμπαντος σε Απάνω (επίγειο) και Κάτω (υπόγειο) κόσμο. Ο Κάτω κόσμος είναι κόσμος ενός άλλου επιπέδου, υπαρκτός όσο ο Απάνω, μόνο που εκεί κυριαρχεί η μαυρίλα κι ο πόνος. Η επικράτεια του Χάρου είναι ο Άλλος Κόσμος ή όπως αλλιώς τον συναντάμε μετωνυμικά η έρμη πλάκα. Στα δημοτικά τραγούδια, το όνομα του αρχαιοελληνικού κι ανελέητου Άδη ή Νάδη, που συχνά πλαισιωνόταν από Δαίμονες και πολύμορφα πνεύματα, συνδέεται με τα χωρικά όρια του Κάτω Κόσμου, που με τη σειρά του αποτελεί συνώνυμο του μαύρου χώματος. Στη λαϊκή φαντασία, η Αλησμόνη συλλαμβάνεται ως αντιστροφή του Απάνω επιπέδου και περιγράφεται ως ένας κόσμος βίας, μεταθανάτιας καταπίεσης και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο διαχωρισμό αυτός σημασιοδοτείται από τα ακόλουθα αντιθετικά ζεύγη: ζωή-θάνατος, φως-σκοτάδι, ζέστη-κρύο, ομορφιά-ασχήμια, χαρά-λύπη, πληρότητα-στέρηση, ακεραιότητα-ακρωτηριασμός, συντροφιά-απομόνωση, κ.ά. Ως εκ τούτου, τα τραγούδια του Χάρου μετασχηματίζονται από θρήνο για  το θάνατο σε διθυραμβικό ύμνο για  τη  ζωή. Μέσα από τα μοιρολόγια εξάγουμε κάποιες πληροφορίες για την τοπογραφία του Άδη και τα πετρώδη, γυμνά και χωρίς ζωϊκή και φυτική ζωή λαγκάδια. Η είσοδος στα Τάρταρα γίνεται μέσω της καθόδου κάποιας σκάλας ή μέσω του περάσματος ενός γεφυριού ενός ποταμού άπαξ διαβατού. Κάποια τραγούδια περιγράφουν τη Λήθη ως τόπο υγρό κι ελώδη, όπου σαπίζουν τα πάντα, ενώ κάποια άλλα μιλούν για τη δίψα των νεκρών και την εκεί ζωή αποτρόπαιη, μαρτυρική κι ανυπόφορη. Η ζωή στην Άρνη χαρακτηρίζεται αφενός από την έλλειψη των στοιχειωδών ουσιών που απαιτεί η ζωή κι αφετέρου από την απουσία των φυσικών φαινομένων, όπως η έλλειψη φωτός, η βασιλεία του σκοταδιού, που συμβολίζει την ανυπαρξία, η έλλειψη αέρα και το παγερό κρύο. Το επικρατέστερο πνεύμα με το οποίο εμφανίζεται ο Κάτω Κόσμος στα δημοτικά τραγούδια, προσομοιάζει με ειρκτής, δεσμωτηρίου. Αρκετά απ’ αυτά παρουσιάζουν τον Νάδη ως παγίδα, η κλειδωμένη πόρτα της οποίας επιτρέπει μόνο την είσοδο, με αποτέλεσμα οι απόπειρες απόδρασης ν’ αποτυχαίνουν. Το πρόσωπο της αραχνιασμένης γης σε κάποιες παραλλαγές παρουσιάζει περίεργο ανθρωπομορφισμό: οπλίζεται σαν πολεμιστής ή παίζει μουσική. Η μαύρη γη συχνά περηφανεύεται για τον καταστρεπτικό της ρόλο κι αυτοχαρακτηρίζεται ως η μη μάνα και μη αδερφή. Ο Κάτω κόσμος είναι ένας κατ’ εξοχήν ξένος τόπος, ένας τόπος στέρησης. Κάποια μοιρολόγια είναι αφιερωμένα στα διάφορα μακάβρια καλλωπιστικά κτίσματα του Χάρου, όπως στον πύργο, στο παλάτι ή στο σαράι, στο κάστρο, και στην τέντα, όλα από φθαρμένα σώματα και μέλη νεκρών. Τα τερατώδη χτίσματα που βρίσκονται εκεί ανταποκρίνονται στον χαρακτηρισμό του κακού ως θάμα και παράξενο, πηγή ηθικού και διανοητικού σκανδάλου. Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζει για την καλαισθησία του ο μπαξές του με τις ψυχές των ανθρώπων που συγκεντρώνει ο Χάρος από το ιδιότυπο κηνύγι κατά τις περιοδείες του. Συνήθως, πουλιά – μεταμορφωμένες ψυχές  κελαηδούν στου Άδη το περιβόλι. Κοινό τόπο των δημοτικών τραγουδιών για τον κάτω κόσμο, αποτελούν οι μυθικοί γάμοι που τελούνται εκεί. Ο βασιλιάς στέλνει προσκλητήριο στον κόσμο να παρευρεθεί στη χαρά ως πρόσχημα μέσω του οποίου  πραγματώνει τις βλέψεις του σφάζοντας τους καλεσμένους ή θυσιάζοντας μικρά παιδιά αντί γι’ αρνιά για να ικανοποιήσει τις ανθρωποφάγες τάσεις του. Όταν πεθαίνει κάποιος ανύπαντρος στον Άδη ετοιμάζουν το γάμο του με  «αλαργινή» νύφη τη μαύρη γη ή την πέτρα.

 

 

Συχνό είναι το φαινόμενο της πίστωσης χρόνου που αιτούνται οι υποψήφιοι νεκροί για να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητές τους. Όταν οδηγηθούν στα Τάρταρα, χάνουν την ομορφιά τους και γίνονται άσχημοι, μαύροι, άραχνοι, άπλυτοι κι άχαροι. Το φαινόμενο της φθοράς χαρακτηρίζεται ως ευτελιστικό και μακάβριο. Η μοίρα των αποθανόντων είναι στυγερή, καθώς υποχρεούνται να ζουν χωρίς καμμία τέρψη και με διαρκή λύπη στην ψυχή τους, ενθυμούμενοι τα αγαθά της επίγειας ζωής. Σημαντική είναι η μνεία των δημοτικών τραγουδιών για την υποδοχή των νεκρών την πρώτη νύχτα από τα ειδεχθή σκουλήκια, θεριά ή φίδια της μαύρης γης. Σε κάποια μοιρολόγια είναι κατάφωρη η καταπίεση που υφίστανται οι νεκροί, την ώρα που υπηρετούν τον Χάρο στο δείπνο του, στα σκεύη και στα παρασκευάσματα του οποίου περιλαμβάνονται συντρίμμια νεκρικών σωμάτων. Οι νεκροί ζητούν από τους συγγενείς τους να δώσουν λύτρα και πολύτιμα δώρα, ώστε να εξαγοράσουν λίγες ώρες χαράς στον πάνω κόσμο, κατά τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές.Το εγχείρημα αυτό αποδεικνύεται μάταιο, καθώς ο Χάρος δεν λαμβάνει τάματα, παρά τα παρακάλια και τις ικεσίες και παρά τ’ όνομά του, που παραπέμπει στην έννοια του χαρίσματος. Κάπου αλλού, ο Χάρος εμφανίζεται να πουλά τους νεκρούς, ζητώντας ως αντάλαγμα τον ήλιο, γεγονός που φανερώνει πέρα από την τερατώδη απληστία του το αδύνατο. Σπάνια αρνείται κατηγορηματικά, είτε προβάλλοντας αγριότερες απαιτήσεις, είτε ισχυριζόμενος πως δεν είναι χαρατσιάρης ή βόϊβοντας. Έτσι, οι νεκροί δεν δοκιμάζουν παρά θλίψη, στεναχώριες, κλάματα κι αναστεναγμούς. Στον Άδη όλοι είναι ίσοι και δεν υπάρχουν κοινωνικές διακρίσεις και κάστες, όπως στον Aπάνω κόσμο. Οι νεκροί κάνουν συμβούλιο, επιθυμούν όσο τίποτα άλλο την συλλογική έξοδο από τον Άδη, γι’ αυτό κι επιδίδονται σε απόπειρες ανταρσίας και ανέφικτης δραπέτευσης (τυπικός άθλος). Αναβάσεις υπάρχουν στα δημοτικά τραγούδια, αλλά χωρίς να καταργείται η θανατική όψη, είτε με τη μορφή μετεμψυχώσεως είτε με εκείνη της νεκρανάστασης (βρυκολάκιασμα). Η ιδέα της τιμωρίας των αμαρτωλών, όπως και της αμοιβής των δικαίων, είναι εντελώς άγνωστη στον ποιητή των μοιρολογιών.

Μία άλλη συνηθισμένη φόρμουλα των μοιρολογιών είναι αυτή που συνδέει τον καημό για  την απώλεια του αγαπημένου προσώπου με την ακαταλληλότητα της εποχής του θανάτου. Η κατάβαση στην Άδη την εποχή που η φύση είναι λουλουδιασμένη είναι ανυπόφορη. Οι ζωντανοί απορούν για το πού, το πώς είναι ο Άδης και η εκεί ζωή. Ζητούν από την Παναγιά να τους χαρίσει τα κλειδιά προκειμένου να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Συχνό είναι το φαινόμενο των παραγγελιών και των δώρων (μηνύματα, γράμματα, χαιρετίσματα, προικιά, χαρτιά, αντικείμενα, άρματα, ρούχα, κ.ά.) που επιθυμούν να αποστείλουν στους νεκρούς. Σε συνεχείς επίμονες ερωτήσεις τους για το πότε θα επιστρέψουν οι νεκροί εκείνοι απαντούν ποικιλοτρόπως με διάψευση των ελπίδων ή αντιπαραβολή του γραμμικού χρόνου της ατομικής μοίρας του ανθρώπου στον κυκλικό χρόνο που διέπει τη φύση ως ολότητα. Οι αποθανόντες τους προτρέπουν να χαίρονται κάθε στιγμή στον απάνω κόσμο, γιατί οι δοκιμασίες στον Άδη είναι δυσβάστακτες. Οι θνητοί αγανακτούν δικαίως με τη συμπεριφορά και τη στάση που υιοθετεί ο Χάροντας κι επιθυμούν την τιμωρία ή και την αντεκδίκηση με ανταρσία ή ενέδρα. Συνάμα θεμελιώνουν πύργο για να προστατευτούν από τις «δαγκάνες» του. Εκείνος σε μια προσπάθεια να δελεάσει τους ζωντανούς, τους υπόσχεται υλικά  αγαθά, αλλά τελικά τους προσφέρει το φέρετρό τους και τους ποτίζει φαρμάκι, την καθαυτό ουσία του θανάτου. Μια άλλη όψη του Χάρου, που συμπληρώνει το πορτρέτο του, είναι αυτή του τιμωρού. Μερικές φορές οι θνητοί τον προκαλούν με τη συμπεριφορά τους, επειδή επαίρονται δημόσια και επιδίδονται σε προβολή του βιώματος της επίγειας αθανασίας. Αυτή τους η στάση έχει ως άμεση απόροια την εκ μέρους του μήνιν και τίσιν. Τότε, ο δράστης και φονιάς καυκάται αλαζονικά και μεθάει με τη μυρωδιά της αιματοχυσίας. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις των δημοτικών τραγουδιών που παρουσιάζουν το Χάρο μετανιωμένο, ενοχικό ή ακόμα και διαλλακτικό.

 

 

Η λέξη Σατανάς αναφέρεται και ως Διάβολος, έχει εβραϊκή καταγωγή και σημαίνει «αντίπαλος» ή «εναντιούμενος, ανθιστάμενος». Αποκαλείται έτσι καθώς περιγράφεται ότι έχει στραφεί ενάντια στον Θεό και στο θέλημά Του, προσπαθώντας να εξαπατήσει και να θέσει υπό τον έλεγχό του την ανθρωπότητα. Συνήθως παρουσιάζεται μεταμορφωμένος στο υποψήφιο θύμα του, με σκοπό να το εξαπατήσει, να τον μαγνητίσει προς τον σαρκικό πειρασμό, παρασύροντάς τον στην αμαρτία και στον όλεθρο. Σύμφωνα με μια δοξασία του λαού μας, κατά το μεσονύκτιο ή κατά το καταμεσήμερο, σε πηγές, ρεματιές ή σε δάση της υπαίθρου, βγαίνουν φαντάσματα, στοιχειά και διάφορα άλλα δαιμονικά όντα (νεράιδες, μεσημεριάτες, κ.ά.), που προκαλούν βλαβερές επιπτώσεις στα θύματά τους. Στα άσματα οι μητέρες συμβουλεύουν τα παιδιά τους να μην παίζουν φλογέρα, ενώ φυλούν τα πρόβατα κοντά σε ξηρές κορφές, πεύκα, λεύκες και μονοδέντρια, για να μην σαγηνεύσουν κάποια νεράιδα. Εκείνα δεν υπακούουν και οι λάμιες, εξωανθρώπινα και δαιμονικά στοιχεία, ακούν τους ερωτικούς σκοπούς του οργάνου τους κι επιδίδονται στο στίβο του χορού. Παραδόσεις για αιμοβόρα ή επικίνδυνα θηλυκά ξωτικά και για το πώς δαμάζονται αυτά υπάρχουν άφθονες στον ελληνικό λαό. Αρκετά είναι εκείνα τα τραγούδια που αναφέρονται σε μεταμορφωμένα σε κόρες στοιχειά που βγαίνουν από κάποιο πηγάδι και θρηνούν με πρόσχημα το χάσιμο ενός δαχτυλιδιού προκειμένου να παγιδεύσουν το θύμα.

 

 

Στα τραγούδια της ξενιτιάς, που διακρίνονται για τη σπουδαιότητα της σκέψης και της μυθολογίας τους, την εξαιρετική ρευστότητα της μορφής τους και το θρηνητικό τους χαρακτήρα, συχνά μια εξω-λογική δύναμη, μια επικίνδυνη μάγισσα έρχεται να διαταράξει το κλειστό κύτταρο της οικογένειας, αφού κρατά δέσμιο τον ξενιτεμένο, ο οποίος καθίσταται συνώνυμο του δυστυχισμένου, του αδικημένου και του αθώου θύματος. Το φαινόμενο της ακούσιας παρατεταμένης παραμονής του μετανάστη στο εξωτερικό δεν παύει να είναι σκοτεινό και μυστηριώδες για τη λαική συνείδηση, γι’ αυτό και ερμηνεύεται μέσα από το πρίσμα της πλάνης, της απάτης και της μαγείας, θεμελιώδη γνωρίσματα της ξενιτιάς. Ο μετανάστης κατά την προσπάθειά του για νόστο συναντά πληθώρα εμποδίων ανυπέρβλητων κι αναπάντεχων. Συχνά, ο ξενιτεμένος εμφανίζεται στα δημοτικά τραγούδια να στέλνει γράμμα είτε με τα πουλιά του Μάη και της Άνοιξης, είτε με τα μαύρα χελιδόνια, είτε με τα άσπρα περιστέρια στην αγαπητικιά του στον τόπο που άφησε για να την ενημερώσει για την θολή, ακατανόητη, σκοτεινή κι παράλογη πραγματικότητα που βιώνει. Άθελά του βρίσκεται παντρεμένος με κάποια μάγισσα, ή με μια κόρη μάγισσας, η οποία όχι μόνο τον κρατά αιχμάλωτο, αλλά εξουδετερώνει κάθε προσπάθεια επιστροφής, μαγεύοντας ολόκληρη τη φύση. Οι μάγισσες είναι συνήθως φραγκικής ή αρμενικής εθνικότητας. Η μαγεία εμφανίζεται ως βασικό γνώρισμα της εξαιρετικά οδυνηρής και μισητής μορφής του ατομικού και συλλογικού κακού, της ξενιτειάς. Τα άμεσα θύματα της κατάστασης αυτής δεν είναι τόσο οι ξενιτεμένοι, όσο η μάνα, η γυναίκα, η αδερφή. Στα τραγούδια αυτά συνήθως η δράση της μάγισσας παραλληλίζεται με τη μαγική δύναμη της φύσης. Ωστόσο, όταν γίνει η επάνοδος και ο ξενιτεμένος επιστρέψει στους κόλπους της οικογένειας του, μια παραγγελία της εγκαταλελειμμένης καλής του φθάνει στ’ αυτία του κι έχει την δύναμη να διαλύσει τα μάγια και να τον επαναφέρη στην πατρίδα. Η προσφυγή σε μαγικά φίλτρα και μαγγανείες των ατυχών εραστών είναι κοινότατη στα δημοτικά τραγούδια.

Ο όρος βασκανία συνδέεται με τη λασπολογία, τον ψόγο και τη συκοφαντία αφενός κι αφετέρου με την επήρεια κάποιου φθονερού ματιού με μαγνητική δύναμη. Η βασκανία αποτελεί κοινό τόπο της λαϊκής παράδοσης. Η Εκκλησία μας πιστεύει πως αποτελεί απόρροια διαβολικής ενέργειας, γι’ αυτό και προτείνει διάφορους τρόπους εξουδετέρωσης της σατανικής εφόδου κι επιβολής (αγιασμός, ευχέλαιο, φυλαχτά, λιβάνι και ξύλο, κ.ά.). Το βάσκαμα ή το κακό μάτι στην Θεσσαλία το συναντάμε ως αρμένιασμα, στα Δωδεκάνησα ως ματικό, στην Κρήτη ως λάβωμα, φιαρμός ή θιάρισμα και στη Μάνη ως αποσκασμό. Υπάρχουν ποικίλες βασκανίες: για τον λόξυγκα, τα έντομα και τα ερπετά, για το κόρμιασμα του ποδιού, για την ελάττωση της όρασης (ημεραλωπία), για το κλάμα των παιδιών, τις ασθένειες των ζώων, κ.ά. Σπουδαία μορφή δημοτικού τραγουδιού αποτελούν τα ξόρκια, τα οποία διατηρούν το μαγικό-θεραπευτικό χαρακτήρα και είναι ολικά ή μερικά άλογα. Σύμφωνα με κάποιες λαϊκές δοξασίες τα ξόρκια έχουν τη δύναμη ν’ απομακρύνουν τα κακά και πονηρά πνεύματα και να θεραπεύουν αρρώστους. Συχνά, περιέχουν κάποιες αναφορές τού ονόματος τού Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Κάθε ξόρκι έχει μαγική προέλευση, είναι σατανικό κι αυτό αποδεικνύεται από τα μέσα που επιστρατεύονται (μαυρομάνικο μαχαίρι, πεντάλφα, κασιδιάρα πέτρα, σταγόνες λαδιού, αναμμένα κάρβουνα, κόκκινη κλωστή ή σχοινί). Υπάρχουν ξόρκια για το κακό μάτι, ξόρκια που λέγονται όταν πάει κάτι στον μάτι, ξόρκια για τον αβραχνά, για τον έρωτα.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top