Fractal

Διήγημα: «Εκδικητής άγγελος»

Της Μαρούλλας Πανάγου // *

 

 

 

Το χεράκι της αδελφής μου πιο παγωμένο στον φόβο από το δικό μου που το έσφιγγε σπασμωδικά. Με το άλλο με είχε αγκαλιάσει, σκεπάζοντας τις μελανιές και τα σημάδια από το κορμάκι μου. Η αναπνοή μου σπασμωδική έβγαινε όλο και πιο δύσκολα. Πνιγμένη στο αίμα που έσταζε από το στόμα, την μύτη και τα αυτιά μου. Αποτέλεσμα από το δυνατό κτύπημα όταν με πέταξε στον τοίχο με τις χερούκλες του.

«Έλα προσπάθησε αδελφούλη μου, μη φοβάσαι, έφυγε και βοήθησε με να σε βοηθήσω. Να φύγουμε από δω μέσα πριν γυρίσει».

«Πώς;» ήθελα να φωνάξω, μα η φωνή μου δεν έβγαινε.

Προσπάθησα με κόπο να μιλήσω. Να της πω να φύγει μονάχη. Εξάλλου εγώ…. θα έφευγα για κάπου πιο μακριά. Τουλάχιστον να γλύτωνε εκείνη από τα χέρια του κτήνους.

«Του καινούργιου μπαμπά σας», έτσι δεν είχε πει η μητέρα.

«Να έχετε κι εσείς ένα μπαμπά σαν όλα τα παιδιά».

Που να ήξερε η μαμά την κόλαση που μας έριχνε ο καινούργιος μπαμπάς.

Τότε που όλα ήταν τόσο όμορφα. Τότε που ακόμα ζούσε ο μπαμπάς.

Με πολύ κόπο τα κατάφερα να πω «Φύγε αδε…λφούλα μου. Άσε εμέ…να. Κοίτα να ….γλυτώσεις. Κι εγώ θα έρθω όπου και να…σαι να σε βρω. Δεν θα…τον αφή…σω να σε πει..ράξει ποτέ ξα…να Να πλη…ρώσει…» Πιο πολύ ένοιωσα τα δακρυσμένα της μάτια παρά τα είδα, έτσι όπως το σώμα μου άρχισε να παγώνει στην κρυάδα του θανάτου που με πλησίαζε. Το αίμα στράγγιξε στις φλέβες μου κι άφησα εκεί το άψυχο σώμα μου. Άφησα εκεί τον πόνο και πέταξα. Ένα λευκό περιστέρι κι έπειτα ένοιωσα τις φτερούγες μου να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν κι έγινα αετόπουλο. Η Ελοήν σκαρφάλωσε στο παράθυρο του μπάνιου και βρέθηκε καθισμένη στην πλάτη μου. Κούρνιασε ανάμεσα στις φτερούγες μου και τα χεράκια της αγκάλιασαν τον λαιμό μου κι άρχισα να πετώ. Πετούσα, πετούσα, μέχρι που φτάσαμε στης θείας τον κήπο. Την άφησα στην αυλή και ανοίγοντας τα φτερά μου βρέθηκα στην σκεπή. Τα αετίσια μου μάτια σκληρά έβλεπαν πολύ μακριά.

Η Ελοήν κτύπησε την πόρτα κι η θεία φάνηκε στο άνοιγμα. Η φρίκη στο πρόσωπό της φανερή μπρός στα βρεγμένα από το δικό μου αίμα ρούχα της. «Κοριτσάκι μου τί έπαθες; πώς βρέθηκες εδώ;» Τα ερωτήματα απανωτά σαν την έκλεινε στην αγκαλιά της.

«Κοριτσάκι μου ποιός; τι έγινε; ή πιο απλά ποιός σε κτύπησε;»

«Εκείνος θεία», είπε η Ελοήν και τα δάκρυα έγιναν λυγμοί.

«Κι ο αδελφός σου; Πού είναι ο Ηρακλής;»

«Τον σκότωσε… θεία μου, τον βρόντηξε στον τοίχο κι ύστερα μας άφησε εκεί κι έφυγε.»

«Το τέρας, φαντάζομαι», είπε η θεία και τα μάτια της έβγαλαν φλόγες οργής. Και το ‘λεγα στην μάνα σου τότε ότι ήταν κάθαρμα Μα δεν άκουγε. Τώρα σίγουρα ακόμα στην δουλειά κι εκείνος όπως συνήθως μεθυσμένος. Πάμε μέσα κοριτσάκι μου να φας κάτι και να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία και στην μάνα σου. Από μένα θα το βρει το κάθαρμα.

Ήξερα ότι τώρα η Ελοήν ήταν απόλυτα ασφαλής. Όμως το κάθαρμα έπρεπε να πληρώσει. Κι εγώ θα ήμουν ο εκδικητής άγγελος, η θεία δίκη.

Άνοιξα τα φτερά μου, έδωσα μερικούς γύρους κι έπειτα κατεύθυνση για επιστροφή. Φθάνοντας κάθισα στο πιο ψηλό κλαδί

της πασχαλιάς, κρυμμένος στην πυκνή φυλλωσιά. Δεν περίμενα και πολύ όταν το τέρας βγήκε βρίζοντας από την πόρτα της κουζίνας και σέρνοντας το άψυχο σώμα μου τυλιγμένο σε κάτι κουρέλια, στο άλλο χέρι του κρατούσε το φτυάρι.

Έφτασε στην γωνιά του κήπου και βάναυσα με έριξε κάτω αν και δεν πονούσα πια. Ένα άψυχο, άχρηστο αντικείμενο, κι άρχισε το σκάψιμο.

Εγώ με τα αετίσια μου μάτια σκληρά σαν γρανίτη να μην χάνω ούτε μια κίνησή του, περιμένοντας υπομονετικά την στιγμή που θα έπρεπε να κτυπήσω.

Δεν του πήρε πολύ ώρα κι ο τάφος του ενός επί δυο μέτρων έχασκε ανοικτός. Περιμένοντας να καλύψει το έγκλημά του.

Απίθωσε στην άκρη το φτυάρι κι έσκυψε να σηκώσει το δικό μου σώμα και τότε μπήκα στην δράση. Σαν σίφουνας πέταξα κι έπεσα επάνω του.

Τα γαμψά μου νύχια χώθηκαν στην σάρκα του χεριού του με το ράμφος μου να του ξεσκίζει το μπράτσο. Ούρλιαξε δυνατά με το αίμα να ξεπετάγεται από τις πληγές κάνοντάς τον να αμολήσει το σώμα μου, πάλι στο χώμα.

Του άφησα το χέρι κι έκανα ένα γύρω πριν δώσω το επόμενο κτύπημα. Οι φτερούγες μου δυνατές κτύπησαν στους δυο του ώμους που ο πόνος τον γονάτισε και τα νύχια μου σκόπευσαν το πρόσωπό του. Το ράμφος μου δυο φορές κτύπησε αστραπιαία τα μάτια του.

Το αίμα έτρεχε ασταμάτητο τώρα και κείνος να ουρλιάζει .Έπρεπε να σωπάσει κι έτσι ακολούθησε η γλώσσα του Αυτή η γλώσσα που δεν είχε πει ένα καλό λόγο για μάς από την μέρα που πάτησε στο σπίτι μας. Κι η μάνα μου να μην πιστεύει στην κακία του. Ήταν βλέπεις ο πιο δυνατός. Εγώ μόνο δέκα χρονών κι η Ελοήν στα εφτά της. Δυο αδύναμα παιδιά. Μα τώρα ήμουν ο εκδικητής Άγγελος.

Μετά την γλώσσα, τα νύχια μου μπήκαν στο στήθος του και στην ανοικτή πληγή, η καρδιά του πετάχτηκε κι έπεσε στον τάφο που είχε ανοίξει για μένα. Στην συνέχεια τα νύχια μου γαντζώθηκαν στα ρούχα του, τον σήκωσα ψηλά και έπειτα τον άφησα να πέσει πάνω από την καρδιά του. Έπειτα από λίγο κάτω από την γρηγοράδα των νυχιών το χώμα σκέπασε το κουφάρι του. Οι σειρήνες των περιπολικών ακούστηκαν σαν πήρα απαλά το δικό μου σώμα και από την πόρτα της κουζίνας μπήκα και το απόθεσα στο υπνοδωμάτιο.

Στην συνέχεια κρύφτηκα πάλι στο φύλλωμα της πασχαλιάς όταν οι πρώτοι αστυνομικοί μαζί με την μάνα μου μπήκαν απ’ την εξώπορτα.

 

 

 

* Η Μαρούλλα Πανάγου  ασχολείται με το γράψιμο από πολλά χρόνια Γράφει ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα όπως και παιδικά Παραμύθια .Έχει εκδώσει 4 ποιητικές συλλογές και το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Το μενταγιόν της ευτυχίας». Έχει ανέκδοτη εργασία με παιδικά παραμύθια , διηγήματα ,ποίηση Χαϊκού σε Κυπριακή διάλεκτο, και νέα Ελληνικά. Επίσης συλλογή ποιημάτων σε Κυπριακή διάλεκτο και σε νέα Ελληνικά  ενώ βρίσκεται στην επιμέλεια το δεύτερο μυθιστόρημά της.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top