Fractal

Μια φουριόζα ενηλικίωση μέσα σ’ ένα άγριο Καλοκαίρι έρωτα και παραφοράς

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Erri De Luca «Είσαι δικός μου εσύ», Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου Εκδόσεις Κέλευθος

 

«Εκείνη η ιστορία ήταν ένα κουβάρι από ατιμωτικά γεγονότα, λιγοστές μάχες, αντίθετα πολλές εκκαθαρίσεις, μαζικές εκτελέσεις, αθλιότητες, σφαγές αμάχων. Μια ιστορία που δεν οδηγούσε πουθενά δεν προετοίμαζε μια συνέχεια, ήθελε μόνο να ‘ναι η ύστατη, το τέλος της ιστορίας.»

Ένα Καλοκαίρι, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, σ’ ένα νησί του Τυρρηνικού Πελάγους, ένας έφηβος της μεταπολεμικής γενιάς συναντιέται μ’ ένα μεγαλύτερό του κορίτσι, την Κάια, ρουμανικής καταγωγής,  που είναι φανερό πως κάτω από το χαμόγελό της κρύβεται μια βαθιά θλίψη. Ο δεκαεξάχρονος νεαρός που αγαπά τη θάλασσα και το ψάρεμα, σ’ ένα βαθμό σαν να ασκείται σε μια τέχνη, την ερωτεύεται μ’ έναν παράξενο για την ηλικία του τρόπο. Γίνεται άγρυπνος φρουρός της, προστάτης της, κι εκείνη αγνοώντας τους συνομηλίκους της αφήνεται, λύνει τον κόμπο που είχε μέσα της και του εξομολογείται τα μυστικά της. Ο ξάδερφος του ήρωα, ο Ντανιέλε, αρχηγός της συντροφιάς, αρχικά αδιαμφισβήτητος υποψήφιος για την αγάπη της Κάια, δεν άργησε ν’ αδιαφορήσει γι αυτήν.

     

«Δε σκεφτόταν τα μυστικά, όπως εγώ, όμως είχε καταλάβει πως εκείνο το κορίτσι έκρυβε μια αδιαπέραστη οδύνη, που άφηνε στον έρωτα μόλις μια διαφυγή μ’ ένα χαμόγελο. Σίγουρα ήταν ορφανή, μεγαλωμένη σε κολέγιο κι εκεί πρέπει να σφίχτηκε ο κόμπος μέσα της».

 

Στο μεταξύ χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα για την Ιστορία, όχι όπως διδάσκεται στα σχολεία, για τον πόλεμο, για την ανάμιξη ή όχι των γονιών του βασανίζουν τον έφηβο. Σκέφτεται ότι οι γονείς του δεν ελέγχουν πια τι διαβάζει για να μην αναγκαστούν να δώσουν απαντήσεις, να μην αναγκαστούν να δώσουν λογαριασμό.  «Ο πατέρας μου που είχε φτωχύνει από τις βόμβες είχε πέσει με τα μούτρα στην επιβίωση. Ωστόσο μέσα του κουβαλούσε έναν καημό: δεν είχε κάνει ούτε ένα σαμποτάζ, δεν είχε σώσει κανέναν πέρα από τον εαυτό του και τους δικούς του». Η ενοχική συνείδηση κυνηγά τη γενιά που έζησε τον πόλεμο, όχι με την ίδια αγριότητα που επέδειξαν οι σύμμαχοί τους, αλλά κάτω από την ίδια ιδεολογία.

 

Η Κάια ήταν φιλοξενούμενη μιας  κοπέλας,  που την είχε διευκολύνει στην εξοικείωσή της με τους ξένους ανθρώπους, μια χρονιά που οι γονείς της την είχαν στείλει να μάθει ξένες γλώσσες στο κολέγιο, όπου εκείνη ήταν βετεράνα στο χώρο. Το αληθινό όνομα της Κάια ήταν Χάια, Χάιελε, έτσι την φώναζε ο πατέρας της, ήταν Εβραία. Διασώθηκε από Ιταλούς στρατιώτες από τα χέρια των ναζί, που είχαν δολοφονήσει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της. Η τελευταία επαφή με τον πατέρα της ήταν το άγγιγμα των χεριών τους, καθώς εκείνον τον έπαιρναν οι Γερμανοί με το τρένο. Η χαίουσα πληγή της απώλειας, η σκέψη εκείνου της έσμιγε τα φρύδια και της βάραινε το μέτωπο. Κάποιο βράδυ που βγήκε από τη θάλασσα κρατώντας το χέρι ενός νεαρού, απολογήθηκε στον έφηβο ήρωα «Μη με κρίνεις ένα κορίτσι είμαι και είναι Καλοκαίρι». Κι εκείνος σκέφθηκε, φυσικά δεν σε κρίνω, είμαι το φόντο σου, το ψεύτικο σκηνικό που έχει στηθεί πίσω απ’ την πλάτη σου, είμαι ο χειρότερος χορευτής σου, ο φύλακάς σου. Παρά τις σκέψεις του της είπε :

«Κοίτα μην κρυολογήσεις Χάιλε», της έδωσε την πετσέτα του, ενώ εκείνη του ψιθύρισε τρυφερά «Είσαι δικός μου εσύ». Ο έρωτας του παράφορος, ο φόβος της παρεκτροπής μεγάλος. «Οι ερωτευμένοι προσεύχονται με μια λέξη μόνο, μ’ ένα όνομα» «Χάια, Χάιλε γινόταν το κύριο μουσικό μου θέμα…». Ένα φιλί στο μέτωπο μόνο, κι απέραντη κατανόηση, τόσο, που εκείνη, με αφορμή μια κίνησή του, τον ταύτισε με τον πατέρα της. «Είσαι δικός μου εσύ». «…ένας κρίκος που την έδενε με την παιδική της ηλικία. Ένιωθα τη δύναμη με την οποία ακουμπούσε σ’ εκείνο τον κρίκο, με την οποία ακουμπούσε πάνω μου». «Με καλούσε σε μια ηλικία που είχε χαθεί από το κορμί και από τις σκέψεις μου».

  

Η αγάπη για τη θάλασσα μεγάλη. Τα βράδια έβγαινε για ψάρεμα με τη βάρκα του θείου του, μαζί με τον Νικόλα που του μάθαινε να ψαρεύει. Οι λυρικές περιγραφές για τα τοπία, τη θάλασσα, για το βυθό της πολλές.

 

«Σκεφτόμουν το βράδυ του Ντανιέλε και της Κάια στη στεριά, χωρίς να νιώθω την επιθυμία να κοιτάξω κατά το νησί.  Στη θάλασσα δεν ένιωθα τις αποστάσεις. Ένα τρίτο του φεγγαριού ανηφόριζε κι έχασε το κόκκινο φλούδι του πάνω στο λιθόστρωτο του ασάλευτου νερού».

«Η θάλασσα φούσκωνε στην πλώρη, ριπές ανέμου έσκιζαν τις κορφές των κυμάτων».

Ανάμεσα σε ψάρεμα, τρικυμίες και γαληνεμένες θάλασσες ο Νικόλας, του αφηγείται την ιστορία του. Πολέμησε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στο Σεράγεβο. Η ιστορία τον πονούσε τότε, εκτελούσε ένα απεχθές καθήκον. Αφορμή για τις αφηγήσεις οι Γερμανοί τουρίστες που κατέκλυζαν το νησί κάθε καλοκαίρι.

«Το νησί ήταν γεμάτο Γερμανούς, ηλικιωμένους και μεσήλικες που υπήρξαν νέοι στον πόλεμο και τώρα που είχαν πλουτίσει έκρυβαν την αλαζονεία του παρελθόντος με μία παράτονη ανοιχτοκαρδοσύνη, πίσω από το πρόσχημα πως ήταν τουρίστες μοναχά, πως πάντα τουρίστες ήταν».

Το τελευταίο βράδυ της καλοκαιρινής σαιζόν σε μια πιτσαρία όπου διασκέδαζε η συντροφιά των νεαρών, κάποιοι Γερμανοί τουρίστες άρχισαν να τραγουδούν τον ύμνο των Ες – Ες. Η Κάια μ’ ένα τίναγμα φιδιού παρά ανθρώπου, σηκώνεται όρθια και τους βρίζει στη γλώσσα τους. Ένας καυγάς ενός λεπτού καταλάγιασε, όμως όχι και η ψυχή του ερωτευμένου έφηβου που ένιωσε ότι του έδωσε την άδεια να μπει στον κόσμο της όταν του είπε: «Είσαι δικός μου εσύ». Ένιωσε ότι είχε ήδη κληρονομήσει το πένθος και το χρέος της. Συμμετείχε σ’ εκείνο το σκοτεινιασμένο από το θυμό συναίσθημα που προκάλεσε την έκρηξή της. Το ότι οι συγκεκριμένοι Γερμανοί πιθανόν να μην είχαν κάνει κακό δεν τους γλιτώνει από την συνενοχή.

Εκείνο το καλοκαίρι ο νεαρός έφηβος είχε διανύσει όλους τους σταθμούς της ηλικίας και της αγάπης. Ήθελε να πάρει εκδίκηση για εκείνη τη γενιά των νέων που έζησαν εκτεθειμένοι σ’ έναν ουρανό από βόμβες.

Το βιβλίο του Erri De Luca διαβάζεται απνευστί. Ίσως να μη διαθέτει την πρωτοτυπία, την ποιητικότητα, το αλληγορικό φιλοσοφικό βάθος του: «Το βάρος της Πεταλούδας», όμως αξίζει να διαβαστεί για τις υπέροχες περιγραφές φύσης και συναισθημάτων, και για την πολύ τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης που αφηγείται.

 

 

 Ο Έρρι ντε Λούκα γεννήθηκε στη Νάπολη το 1950. Είναι συγγραφέας, μεταφραστής, ποιητής, ακτιβιστής.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top