Fractal

Διήγημα fractal: «Είσαι δική μου εσύ!»

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

 

 

Περπατούσα χωρίς προορισμό μετρώντας τις πλάκες του πεζοδρομίου, γεμάτου με ξερά φύλλα των δέντρων. Ο αέρας, θαρρείς,  προσπαθούσε να τα σώσει από τα χιλιάδες ποδοπατήματα, τα σήκωνε από τον ψυχρό τους τάφο, τα στροβίλιζε, μέχρι μια δυνατή του ώθηση να τα στείλει στη θάλασσα, για να στολίσουν με τη χρυσαφένια όψη τους τούς λευκούς αφρούς των κυμάτων. Παρακολουθούσα αφηρημένα όλη αυτή τη διαδικασία, λες και το κεφάλι μου είχε αδειάσει από τα προσωπικά μου προβλήματα.

Είχα μέρες να ξεφύγω από την κλεισούρα του σπιτιού, μέχρι που με έπνιξαν οι σκέψεις, η ατμόσφαιρά του έγινε τοξική, ο αέρας που ανέπνεα είχε τη δυσάρεστη αίσθηση της φυλακής, που δεν ήξερα, απλά φανταζόμουν. Έγινα μέρος της πολύβουης λεωφόρου που όριζαν από τη μία πλευρά οι πολυάριθμες καφετερίες και από την άλλη η χτυπημένη προκυμαία από εκατομμύρια βίαια πήγαινε-έλα της θάλασσας.

Η φυγή από τον βουνίσιο, μικρό τόπο που γεννήθηκα υπήρξε κάτι παραπάνω από αναγκαία. Μετρούσα αρκετά χρόνια που άφησα πίσω αγαπημένους φίλους, το όμορφο διατηρητέο στην πάνω μεριά της μικρής επαρχιώτικης πόλης, μαζί με όλα εκείνα που με παραπλανούσαν με την πονηριά τους και προσπαθούσαν να σβήσουν οδυνηρές αναμνήσεις απώλειας, ν’ αντέξουν άχθη, συμβιβασμούς, ματαιωμένες επιθυμίες, ψεύτικες βεβαιότητες, χωρίς να το κατορθώνουν. Αφορμή της φυγής ήταν η Κλαίρη, η νεαρή αρχαιολόγος, και πολλές οι αιτίες της. Την είχε οδηγήσει στα μέρη μας η αγάπη της για την αρχαιότητα. Είχα κάθε λόγο να ευχαριστώ τον Δία που μου την έστειλε. Την είχα ερωτευτεί μ’ εκείνη την τρέλα που σβήνει όλους τους πόνους, και σ’ αφήνει να πιστέψεις ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ένα αύριο χωρίς τη ζεστή ανάσα της πάνω στο στήθος σου. Την ερωτεύτηκα μ’ εκείνη τη λαχτάρα  του ισοβίτη να δραπετεύσει από τους τοίχους του κελιού του, παραβλέποντας την αδιάψευστη πια αρχή μου ότι, ο σπόρος του χωρισμού ή της απώλειας, ανθίζει παράλληλα, με την αρχή της ένωσης. Βρέθηκα ξαφνικά στη δίνη παλιρροϊκού κύματος πρωτόγνωρων αισθημάτων που σαν από θαύμα συνένωσαν τον κατακερματισμένο συναισθηματικά εαυτό μου, με απάλλαξαν από την διαρκή εσωτερική πτώση, από το βάρος της απώλειας, ό,τι πιο βάναυσα βασανιστικό συνέβη στη μέχρι τότε ζωή μου. Παρασύρθηκα μέσα στο υγρό άσπρο σύννεφο του  καταρράκτη των αισθημάτων  μου και η απώλεια άρχισε μέσα μου να φαντάζει απουσία. Η ζωή, μου φαινόταν ένα ατέρμονο αγαθό και ο θάνατος φάνταζε πια, μύθος. Μόνο ο έρωτας κατορθώνει αυτά τα θαύματα… όσο διαρκεί. Δεν μας άντεχε ο τόπος μου, η μεγάλη πόλη υπήρξε το καταφύγιο για την αγάπη μας. Χωρίσαμε τρία χρόνια μετά, μη αντέχοντας την άσχημη οσμή της φθοράς του έρωτά μας. Το υποκατάστατο είχε καταρρεύσει.

Τις μουντές ομιχλώδεις μέρες, μέρες μοναξιάς, παρεισέφρυαν απρόσκλητες , αφόρητα δραματικές μνήμες αβάσταχτης νοσταλγίας για τον μικρό μου τόπο, τη θέα του κάστρου, τον ολόδικό μου βράχο πάνω στον οποίο είχα διαβάσει δεκάδες βιβλία, απήγγειλα αμέτρητα ποιήματα αγαπημένων ποιητών στην Αθηνά, πετούσα μικρές πέτρες που με τα ασταθή ακόμη βήματά της μάζευε η μικρή μου Αλίκη, τα δύο Άλφα της μέχρι τότε ζωής μου. Η αίσθηση της απώλειας της γυναίκας και της τρίχρονης κόρης μου επανερχόταν δριμύτερη, εξουδετερώνοντας την απατηλή προσδοκία της παρουσίας, που μου χάριζε η αυθυποβολή, ότι δεν ήταν παρά μόνο απουσία, όσο ένιωθα προστατευμένος από τον έρωτα της Κλαίρης.

Ο θόρυβος των ομιλιών, το βουητό του ανέμου, ο ήχος του παφλασμού των κυμάτων θόλωσαν το μυαλό μου. Έστριψα απότομα σε έναν κάθετο μικρό δρόμο, με το κεφάλι σκυμμένο, τα χέρια στις τσέπες, με βήμα ταχύ. Πρώτα είδα το χέρι και μετά όλη την εικόνα.

Κοιτόταν κρεμασμένη από τα λίγα σκαλιά μιας εξώθυρας πολυκατοικίας, με το κεφάλι γερμένο προς τα κάτω, τα μάτια ασάλευτα, το ένα χέρι σε έκταση, το άλλο σε μία ανάποδη ανάταση, τα μαλλιά ανάκατα πάνω στο παγωμένο τσιμέντο. Η όψη της ήταν φοβισμένη, σαν ένας δαίμονας να είχε καθίσει πάνω στην κοιλιά της. Μου θύμισε έναν εφιαλτικό πίνακα του Χένρι Φουσέλι. Δεν θα μπορούσα να την προσπεράσω. Έσκυψα. Μπορώ να σας βοηθήσω; ψέλλισα διστακτικά. Έβαλα το χέρι μου κάτω από το λαιμό και ανασήκωσα το κεφάλι της. Δυο τεράστια γαλάζια μάτια, παράξενη πινελιά πάνω στο σκούρο δέρμα του προσώπου της, καρφώθηκαν πάνω μου με τρόμο. Ψιθύρισε κάτι σε μία ακατάληπτη γλώσσα. Τα μάτια της γυάλισαν, δυο δάκρυα κύλησαν πάνω στο στεγνό πρόσωπό της, όταν πείστηκε ότι δεν θα έκανα κάποια βίαιη κίνηση. Τη ρώτησα αν μιλούσε αγγλικά, έγνεψε ένα αμφίβολο ναι, και μετά σπασμένα, αλλά αποφασιστικά ”I have to die”.

Πόση απελπισία χωράει στην καρδιά ενός ανθρώπου; Προσπάθησα να τη σηκώσω. Παρά το λεπτό της σώμα, το μέτριο ύψος, ήταν ασήκωτη. Σαν να είχε καρφωθεί στο έδαφος. ”Do not, do not”, ψέλλισε με κακή προφορά αλλά με πείσμα. Κατάφερα να τη σηκώσω στα χέρια μου παρά τη  σωματική διαμαρτυρία. Την έβαλα να καθίσει στα σκαλιά της ίδιας εισόδου οικοδομής. Τι μπορώ να κάνω για σένα;  Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και ξέσπασε σ’ ένα γοερό κλάμα. Τα αναφιλητά τάραζαν το στήθος της. Καθόμουν δίπλα της άπραγος με τη σκέψη ότι θα μπορούσα κάτι ενδεχόμενα να προσφέρω σ’ εκείνη την απελπισμένη γυναίκα. Δεν θα ήταν πάνω από τριάντα χρόνων. Ήθελα να μάθω τον λόγο της δυστυχίας της, να της δώσω ένα χέρι βοήθειας, είχα υπάρξει τέλειος γνώστης της απόγνωσης, ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά τα τερτίπια της. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού τα δάκρυά της, μετά μ’ ένα ύφασμα που ανίχνευσε πάνω στους ώμους της, μία μαντήλα ίσως από αυτές που φορούν οι μωαμεθανές και με κοίταξε μ εκείνα τα τεράστια γαλανά υγρά μάτια που ήταν γεμάτα απελπισία και φόβο. Σήκωσα ψηλά τα χέρια λες κι επρόκειτο να εκπυρσοκροτήσουν. Δεν θα σε πειράξω, τη διαβεβαίωσα, πες μου μόνο αν θέλεις να κάνω κάτι για σένα. Μιλούσα αργά σαν να συλλάβιζα τις λέξεις για να γίνω κατανοητός. Θέλω να πεθάνω, απάντησε, νομίζω λιποθύμησα, έχω να φάω τρεις μέρες, το έσκασα από το μέρος εκείνο, δεν γυρνάω πίσω. Έχασα τα πάντα. Θέλω να πεθάνω, επανέλαβε.

Την έπεισα να έρθει σπίτι μου, να τη φιλοξενήσω προσωρινά. Όταν βγήκε από το μπάνιο πρόσεξα πόσο πραγματικά όμορφη ήταν, ακόμη κι αντάμα με τη θλίψη της, μέσα στη μαύρη βελούδινη ρόμπα, απομεινάρι της Κλαίρης, και τα βρεγμένα μαλλιά της κρυμμένα μέσα στην υγρή άσπρη πετσέτα. Κάθισε στο τραπέζι μπροστά στη ζεστή σούπα που ετοίμασα στα γρήγορα και μου εξιστόρησε τη ζωή της. Είχε χάσει τον άντρα της στον πόλεμο της πατρίδας της, της Συρίας και τον πεντάχρονο γιο της στα ταραγμένα νερά της θάλασσας, λίγο πριν προλάβουν  να βγουν στην ακτή.

«Η ζωή μου δεν έχει πια νόημα…» είπε. Την αγκάλιασα τρυφερά, δεν αντιστάθηκε, σαν από ευγνωμοσύνη, κι ύστερα εγώ, αντί γι αυτήν, ξέσπασα σε λυγμούς, όπως ποτέ πριν δεν είχα κλάψει, σαν να εκτόνωνα όλους τους τόνους της θλίψης που είχα συσσωρεύσει. Μου ήρθε αναπάντεχα στο μυαλό ο τίτλος εκείνου του μικρού βιβλίου του  Έρι ντε Λούκα που είχα πρόσφατα διαβάσει, «Είσαι δική μου εσύ!», της είπα, παραφράζοντάς τον, με όλη τη στοργή που απέμεινε μέσα μου, κι εκείνη κατάλαβε  πως δεν διέτρεχε πια, κανέναν κίνδυνο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top