Fractal

Διήγημα: “Εις τόπον χλοερόν”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

f18

 

Το ήξερα ότι δεν είχε πολλή ζωή μπροστά της. Φοβάμαι ότι το ήξερε κι εκείνη, παρά το χαμόγελο που πάντα μου ανταπέδιδε, καθώς έκλεινε την πόρτα του ιατρείου.

Σε κάθε νέα προσπάθεια να την κρατήσω στη ζωή εφαρμόζοντας όλα τα διεθνώς αναγνωρισμένα θεραπευτικά πρωτόκολλα  για την περίπτωσή της, η αντίδραση του οργανισμού της ήταν σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτό το ζεστό χαμόγελο αποχαιρετισμού, που εξέπεμπε κατανόηση, εγκαρτέρηση και αγάπη για τη ζωή.

Πέρα από τον όρκο του Ιπποκράτη, που πάντα τηρούσα με ευλάβεια, η συγκεκριμένη ασθενής μου θύμιζε τόσο πολύ τη γιαγιά μου, όταν ακόμη δεν ήταν γριά, κι εγώ ήμουν γύρω στα δέκα. Το ίδιο χαμόγελο! Η ίδια στάση ζωής! ”Άλλα χρόνια τότε…”,  έλεγε συχνά με μια νοσταλγία στη φωνή της, όταν πια γέρασε. Εξαντλούσα όλα τα περιθώρια να την κρατήσω ζωντανή, πέρα από το ιατρικό κι ανθρώπινο καθήκον και με την υστεροβουλία να βλέπω αυτό το χαμόγελο που μ’ έφερνε σε απευθείας  σύνδεση με την αθωότητα των παιδικών μου αναμνήσεων.

Ο γιατρός είναι φορές που καλείται να είναι και καλός ηθοποιός.

Τόσα χρόνια στο επάγγελμα και δεν είχα συνηθίσει ακόμη να μη κουβαλάω μέσα μου ένα κομμάτι από τον πόνο του άλλου, παρά το παράπονο της Έλσας, της γυναίκας μου, που αναγκαζόταν να με μαλώνει κι ύστερα να με παρηγορεί, όταν γυρνούσα  σπίτι μετά ένα ”άγριο” περιστατικό. Πολλές φορές αναρωτιόμουν για το μάταιο της ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας, όταν η φύση της ασθένειας, από ένα στάδιο και μετά, μού πετούσε στα μούτρα την προδικασμένη θανατική καταδίκη. Παρ’ όλα αυτά το πάλευα μέχρι τέλους, χωρίς να δίνω ψεύτικες ελπίδες. Επιχειρηματολογούσα πάνω στο θέμα της πιθανότητας ίασης, αναπτύσσοντας θεωρίες για την αξία της ζωής, ως δώρου της φύσης. Την ανάγκη κάθε δυνατής προσπάθειας επιμήκυνσής της, με το σκεπτικό ότι κάθε ηλικία έχει τις χάρες και τις χαρές της. Και το πίστευα. Όταν τύχαινε να βλέπω ηλικιωμένα ζευγάρια να κρατιούνται χέρι-χέρι, ή άλλους να μη παραιτούνται από δραστηριότητες που συνήθιζαν από τα νιάτα τους ή εφεύρισκαν άλλες για να εκτονώνουν την δημιουργικότητά τους, χαιρόμουν τόσο, που έκανα σενάρια για μένα και την Έλσα για τριάντα χρόνια μετά. Τότε μου έλειπε ο ελεύθερος χρόνος.

Όχι πια… ένιωσα την εφημερίδα να φεύγει από τα χέρια μου.

Κι ύστερα, ήρθε η συμφορά, συμφορά για όλους, όσους πίστευαν στην ελευθερία, στη δημοκρατία, στην αξία της ζωής. Στον Άνθρωπο!

‘Ήταν εκείνες οι καταραμένες επαναληπτικές εκλογές του 2020 που δίχασαν τον κόσμο. Ο σχηματισμός νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης πέταξε, μαζί με τα ψεύτικα λόγια των πολιτικών, που ενώ διέβλεπαν τον κίνδυνο, αρνούνταν να ενώσουν τις δυνάμεις τους  απέναντί του. Βγήκαν στον δρόμο τα τανκς κι εκείνοι με τα μαύρα. Τα άδολα φανταράκια που υπηρετούσαν τη θητεία τους με το όνειρο, άλλα να συνεχίσουν τις σπουδές τους κι άλλα να βολευτούν σε κάποια δουλειά, κρατούσαν όπλα απέναντι στους πολίτες με τρεμάμενα χέρια. Ανάμεσά τους και κάποιοι από δαύτους που τους παρακινούσαν στη βία, όταν κάποιος πολίτης τους έριχνε ακόμη κι ένα άγριο βλέμμα. Πανικός και τρόμος παντού. Πήγαινα στο νοσοκομείο με κατεβασμένο το κεφάλι μη τύχει και προκαλέσω με κάποιο βλέμμα μου. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου, αλλά τον είχα θέσει μπροστά στο δίλημμα να προστατεύσω τους ασθενείς ή να βρεθώ σε κάποια ακατοίκητη βραχονησίδα, όπου είχαν εκτοπίσει αρκετούς  συναδέλφους που είχαν πάρει θέση εναντίον τους. Έτρεμα στην ιδέα ότι θα μπορούσαν από στιγμή σε στιγμή να καταφύγουν και στην υπογραφή δηλώσεων προσάρτησης και υποταγής  στην παρωδία που ονόμασαν ”Κυβέρνηση Εθνικής Ασφάλειας”. Ο μόνος λόγος που δεν το έκαναν φαντάζομαι, ήταν ότι με τη βία κατόρθωσαν να τρομοκρατήσουν τους πάντες.

Τη νύχτα, γύριζα κατάκοπος και απογοητευμένος από το νοσοκομείο στο σπίτι, βάδιζα αργά μέσα στους κακοφωτισμένους έρημους δρόμους, με τον φόβο παραμάσχαλα, μη πέσω πάνω σε κάποιον τρελαμένο φανατικό. Οι συγκοινωνίες σταματούσαν από τις δέκα το βράδυ. Το αυτοκίνητό μου το φύλαγα κρυμμένο στο γκαράζ για τα επείγοντα περιστατικά,  πάντα με  τη σκέψη μιας πιθανής, αδιανόητης, φυγής στο βάθος του μυαλού μου. Τα σύνορα είχαν κλείσει. Ήμουν γιατρός, γι αυτό είχε γλυτώσει την επίταξη, όπως συνέβη σε λοιπούς πολίτες που διέθεταν ένα καλό αυτοκίνητο.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου χαιρόμουν που παρά τις προσπάθειές μας με την Έλσα δεν είχαμε κατορθώσει ν’ αποκτήσουμε παιδί. Τι λάθος να το έφερνα σ’ ένα τέτοιο κόσμο! Κι όμως, πόσο είχαμε πικραθεί και οι δύο εκείνο τον καταραμένο Μάη, όταν το ματωμένο σεντόνι ήταν ο συναγερμός μιας ακόμη απώλειας… Ήταν η τελευταία προσπάθεια εξωσωματικής. Τώρα αυτό το κακόηθες μόρφωμα, που ήθελε ν’ αποκαλείται ”Κυβέρνηση Εθνικής Ασφάλειας” συνέστησε με ”υπουργικές” αποφάσεις δημόσια Ιατρεία Εξωσωματικής για ανανέωση του ”εθνικού” πληθυσμού. Υπήρχαν πολίτες που την επαινούσαν γι αυτή την πρωτοβουλία, ίσως γιατί γιάτρευε κάποιον αποκλειστικά προσωπικό τους πόνο. Οι υπηρεσίες παρέχονταν εντελώς δωρεάν. Αντίθετα, σ’ ότι αφορούσε στους ηλικιωμένους πολίτες κάθε κρατική παροχή έμπαινε κάτω από τη λαιμητόμο της ”προστασίας” τους έθνους. Μάτωνε η ψυχή σου να βλέπεις τον γηρασμένο πληθυσμό να σέρνει τα βήματά του για ένα κομμάτι ψωμί και λίγες φακές στα ”εθνικά συσσίτια”. Το πρόγραμμα εξόντωσης,  προχωρούσε σταδιακά, με μία μέθοδο που θύμιζε τον μακρινό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ζήλεψαν τη ”δόξα” των παλιών ομοϊδεατών και αποφάσισαν να εκδικηθούν την ήττα και να εκφορτίσουν το συσσωρευμένο μίσος τους, που έρεε σαν λάβα αγουροξυπνημένου ηφαίστειου μετά από κάποιον ενύπνιο εφιάλτη του. Η ”τύχη” καθόρισε να βρεθούμε εκτεθειμένοι σ’ αυτή τη γωνιά της γης, με τον αρχαίο πολιτισμό και τη  σύγχρονη αμετροέπεια. Οι μελετητές των σημείων των καιρών τα προέβλεπαν, αλλά υπήρχαν και οι συνωμοσιολόγοι που επικροτούσαν και επαύξαναν  και έτσι ελάχιστοι πίστευαν σ’ αυτή τη στροφή της Ιστορίας.

Οι μετανάστες ”επαναπατριζόταν” με βάρκες, που χανόταν μέσα στο πέλαγος. Είδα   την αγριότητα με την οποία ”μάζεψαν” δύο νοσηλευτές από τη Αίγυπτο που είχαν προσληφθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Είχαν και οι δύο πτυχία Ιατρικής. Αντιτάχθηκα, μέχρι που η κάννη του όπλου του ”φρουρού της εθνικής ασφάλειας”  μ’ ένα χτύπημα στο στομάχι με δίπλωσε στα δυο. Αγώνας άγονος. Καμία ουσιαστική υποστήριξη από τις πρώην ”φίλες” χώρες. Ακόμη μία φορά ο Άνθρωπος είχε μετατραπεί στο πλέον αναλώσιμο είδος. Ήμασταν ως χώρα το παράδειγμα προς αποφυγήν, σύμφωνα με πληροφορίες που έφθαναν μέσω των ερτζιανών, στα κρυφά.

Διάβασα για δεύτερη φορά τη νέα εγκύκλιο του ”Υπουργείου Ασφάλειας της Υγείας”. Η επανάληψη της λέξης ”ασφάλεια” αποσκοπούσε στην εμπέδωση της υποτιθέμενης διάθεσης των ”κυβερνώντων”, τα αποτελέσματα όμως της διακυβέρνησης,  σταθεροποιούσαν ανεπανόρθωτα το αίσθημα ανασφάλειας, παλιά πληγή στη χώρα μας.

Προσπαθούσα, επαναστατώντας μέσα μου, να εμπεδώσω τη νέα τακτική που όφειλα ν’ ακολουθήσω, αν  ήθελα να παραμείνω στο νοσοκομείο ως δημόσιος λειτουργός.

Ήταν η τρίτη κατά σειρά εγκύκλιος σχετικά με τη χορήγηση φαρμάκων και λοιπών θεραπευτικών μέσων προς ηλικιωμένους ασθενείς. Το ηλικιακό όριο που έθεταν σταδιακά μειωνόταν. Το ”υπουργείο” σκλήραινε διαρκώς τη στάση του, με το επιχείρημα της ανάκαμψης των ασφαλιστικών ταμείων, μέσα κυρίως από την διακοπή των συνταξιοδοτήσεων … ” μέχρι νεωτέρας ”.

Δάκρυσα όταν την είδα  ν’ ανοίγει την πόρτα του νοσοκομειακού ιατρείου. Ήταν χλωμή κι αδυνατισμένη κατά δέκα κιλά τουλάχιστον. Ίσα που στεκόταν στα πόδια της, κι όμως το χαμόγελό της δεν είχε σβήσει, κι ας υποψιαζόταν ότι είχε προ πολλού ξεπεράσει το όριο ”δικαιώματος στην υγεία’‘. Αυτή ήταν η ορολογία που απέβλεπε στην ελάφρυνση του κρατικού προϋπολογισμού μέσω της εξόντωσης, επί της ουσίας.  Δεν την ονομάτιζαν έτσι, όμως αυτή ήταν η αλήθεια. Η βαθμιαία εξόντωση του γηραιού πληθυσμού. ”Η άνοδος του προσδόκιμου ζωής οδήγησε την χώρα εις δεινήν θέσιν, δια την εξομάλυνσιν της οποίας εκλήθημεν αυτοβούλως,  υποκινούμενοι υπό βαθείαν εθνικήν συνείδησιν να επαναφέρομεν εις τάξιν’‘.

”Πονάω πολύ γιατρέ”, μου είπε. Της έκανα νεύμα να καθίσει, της χάιδεψα την πλάτη για να της δώσω κουράγιο, αυτό δεν είχε ακόμη απαγορευθεί. Ύστερα ξέθαψα τη φυλαγμένη για την Έλσα παυσίπονη ένεση. Εκείνη δεν συνέπλεε μ’ εμένα στο θέμα της απόκτησης παιδιού. Η τελευταία δωρεάν εξωσωματική την εξόντωσε σωματικά και ψυχικά. Ξέκλεβα κάποια παυσίπονα να την ανακουφίσω από τους τρομερούς πονοκεφάλους της.

”Θα περάσει τώρα, λίγη υπομονή”, είπα, και της κράτησα το χέρι για της κάνω την ένεση. Το τράβηξε απότομα. ”Μα γιατί;” αναρωτήθηκα, τουλάχιστον δεν θα πονάτε…”.

”Πονάει η ψυχή μου τόσο, που ο πόνος της αρρώστιας μου φαίνεται μόνο σαν σήμα ότι ζω”.

Σηκώθηκε ήρεμα, με δυσκολία έφθασε μέχρι την πόρτα. Προτού την κλείσει με κοίταξε έντονα και σχηματίστηκε στα χείλη της εκείνο το γνωστό χαμόγελο, που με συνέδεε με το μακρινό παρελθόν.

”Αύριο φεύγω μαζί με τους άλλους”, είπε.

”Ποιους άλλους;” ρώτησα.

 

f18a

 

”Αυτούς που πέρασαν τα εβδομήντα πέντε χρόνια. Θα μας πάνε όλους μαζί σ’ ένα πολύ όμορφο μέρος, μας έχουν υποσχεθεί ότι δεν θα πονάμε πια!”. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της και ξαφνικά, αντί γι’ αυτή είδα έναν ανθρώπινο σκελετό που τράβηξε με πάταγο την πόρτα.

 

Τρόμαξα τόσο, που αναπήδησα από τη θέση μου στον καναπέ, έψαξα με αγωνία να βρω τα γυαλιά που έπεσαν κάτω. Τα φόρεσα και είδα την Έλσα να με πλησιάζει χαμογελώντας με τούρτα γενεθλίων κι ένα  κερί που φανέρωνε τα 75 μου χρόνια.

”Χρόνια Πολλά αγάπη μου!” είπε και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

Φύσηξα με δύναμη να το σβήσω κι έβγαλα από μέσα μου όλο τον τρόμο που με είχε κυριεύσει. Σήκωσα από κάτω την εφημερίδα  και διαπίστωσα ότι ήταν Φεβρουάριος  του 2009. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς .”Ξέρεις  είμαι υδροχόος!” είπα ζωηρά στην Έλσα, κι εκείνη με κοίταξε με το γνωστό της χαμόγελο που κάτι μου θύμιζε πάντα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top