Fractal

Η συμπόρευση της ποίησης

Γράφει η Αγγελική Κομποχόλη // *

 

Νιόβη Ιωάννου «Εις άτοπον», εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα (2017)

 

Η ποίηση είναι ένας υπαινιγμός. Σχόλιο στο τυχαίο του κόσμου, στο ηρακλείτειο «άελπτον», στο απρόβλεπτο και αφανές, στο άτοπον. Η ποίηση είναι μία συμπόρευση. Στην απρόβλεπτη επανάσταση της ζωής, στο αναπάντεχο, πέρα από κάθε σκέψη προσμονής, γεγονός, που έρχεται για να  αναθεωρήσει τις ζωές μας και να  τις τοποθετήσει σε νέα μοίρα, απρόβλεπτη, μοίρα όμως ουσίας και συνειδητής βίωσης των πραγμάτων. Η ποίηση είναι η τρυφερότητα στο άγγιγμα  του λόγου, τρυφερότητα, που τη μαρτυρεί η αρχαία ετυμολογική της απαρχή, στενά συνδεδεμένη με την απαλή πόα, το δροσερό λουλούδι των απότομων ομηρικών βράχων και των ησιόδειων ψηλών βουνών. Η ποίηση είναι ο  ίδιος ο θρίαμβος της αβρότητας στην σκληρή, καθεστηκυία, συμπαγώς προβλέψιμη, εξέλιξη των ροών του βίου.

Αυτή την εμπνευσμένη στις ανατροπές της ποίηση ανιχνεύουμε στην νέα ποιητική συλλογή της Νιόβης Ιωάννου από τις εκδόσεις Μανδραγόρας (2017), με τον χαρακτηριστικό τίτλο Εις άτοπον, που από μόνος του συνιστά έναυσμα φιλοσοφικής, στοχαστικής, διαπραγμάτευσης. Και αυτήν την ποίηση αγαπάμε, την ποίηση που καταδεικνύεται όπως εδώ, βακτηρία και πολύτιμο πνευματικό στήριγμα στην αμετάκλητη πρόκληση, στην δυσοίωνη αλλαγή, που όμως δεν οδηγεί στην φθορά της παραίτησης, αλλά στην ανανέωση της στόχευσης. Και όλα αυτά με ένα προσωπικό λογοτεχνικό ύφος, το ύφος της Νιόβης Ιωάννου, λυρικά αισθαντικό, ξεχωριστά προσωπικό και συνάμα ευφυές στη μεταβλητότητα που ευαγγελίζεται. Ό,τι μεταβάλλεται, επιβιώνει, αυτό που ο χρόνος με την αλλαγή και την αλλοίωση φθείρει, η ποιητική γλώσσα το κάνει να διαρκεί, ακριβώς γιατί το εξελίσσει με την διαρκή ανανέωση στη ματιά και την εσωτερική διαπραγμάτευση.

 

«Τις λέξεις σου φορώ

που συνεχίζουν τις μορφές

από σελίδα σε σελίδα ως να ξεχάσουν

με σώματα φθαρμένα από χάδια και ψιθύρους

Τα χέρια σου φορώ συλλογισμένα

να σκάβουν τον πλησίον

περιμένοντας την καρδιά του ν’ απλωθεί καλοσύνη τρεμάμενη

Τη γλώσσα που με επινόησε μιλώ με τη φωνή σου

χαμηλώνοντας τη μουσική στον πρώτο αναγκαίο θάνατο»

(Εις άτοπον)

 

Ο φόβος, ο τρόμος, ο εγκλωβισμός στην επιθυμία, οι μνήμες που πονούν γίνονται φυλακή και εσωτερική αναγκαία δύναμη απολύτρωσης, το πρώτο σκαλοπάτι στη πορεία της γνώσης. Ο ενδιάμεσος σταθμός, το τίποτα. Η πραγματική, «εις άτοπον»,  εποικοδομητική-σχήμα οξύμωρον όπως υπονοείται εδώ-ανατροπή.

 

Νιόβη Ιωάννου

 

δύο άνθρωποι

τέσσερις

ίσως οκτώ

το κεφάλι του σκύλου

ανάβει και σβήνει

γύρω ποτήρια με

χείλη κεφαλαία μικρά

το σκοτάδι

αφαιρώ από τον ίσκιο μου

τα πουλιά

τώρα που κανείς

δεν κοιτάζει το δάσος

πόσο φοβάμαι

το κλαδί που χτυπά

στο παράθυρο

(Φοβάμαι)

 

μέσα στα κόκκινα σπουργίτια

διψούσε

η φωνή της

δύο αγκάθια ουρανός

καρφωμένα στον φάρυγγα

από τα μάτια

το σχοινί

ερχόταν με τρόμο

δάγκωνε ο αέρας

τη μαύρη γριά

που γελούσε

ο τρελός

κερνούσε κρασί από τις χούφτες του

(Με τρόμο)

 

με ξένες μνήμες

ονειρεύτηκα

κόκκινα ψάρια

από άλλων τρικυμίες

πηδούσαν

απ’ το παράθυρο

όταν έσβηνε το φως

(Μνήμες από λέπια)

 

έμαθα πως

ρωτούσες για μένα

το σιωπηλό μου φόρεμα

κρατώντας

αγκαλιά

όμως κανείς δε με γνώριζε

μνήμη

από χίλια σκοτάδια το σώμα μου

(Έμαθα)

 

εκείνοι

οι άνθρωποι

ακόμα

παραμονεύουν τα μάτια μου

όμως δεν έχω

τίποτα

πλέον να σώσω

(Τίποτα)

 

Οι λέξεις είναι σηματοδότες. Και ορίζουν τη μορφή της σκέψης στο δημιουργικό χάος του τροφοδότη νου. Με τον μικρόκοσμο των λέξεων, λέει ο δοκιμιογράφος Χρίστος Τσολάκης, ελευθερώνεται και φτάνει στο φωναχτό αγέρι της ζωής ο μέγας κόσμος της ανθρώπινης συνείδησης, του ανθρώπινου μόχθου. Γέφυρα όμως στην άπειρη αφυπνισμένη συνειδητότητα, το «τίποτε», που η ποιήτρια καθοριστικά προβάλλει• το καθαρτήριο της σκέψης, ο ιδεατός ά-τοπος χώρος, στον οποίον η πνευματική υπόσταση καθαίρεται από τις δανεικές έξωθεν ιδέες και κρίσεις που γίνονται δεσμώτες, ακριβώς γιατί «κτίζουν» έναν λεπτοφυή, δεύτερο, επίκτητο, εαυτό που φυλακίζει. Το «τίποτε», το προσωπικό «τίποτε», εκεί που η ατομική πνευματική αρχή στοχεύει «εις άτοπον», γιατί απελευθερώνεται.   Λυτρώνεται  από την πνευματική φενάκη, που άδηλα την καταδυναστεύει και προβάλλει την ξένη ιδέα ως οικεία. Ο άχρονος και γι’ αυτό αιώνιος κόσμος του «τίποτε», εκεί όπου ο άνθρωπος αποδεσμεύει τον έγκλειστο εσωτερικό πυρήνα του κι ανακαλύπτει την αληθινή πηγή της αυτογνωσίας του. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα», διατείνεται ο Σωκράτης, «μη λεωφόρους οδούς στείχειν», συμβουλεύει ο Πυθαγόρας, «σε μία ψυχή τελείως ελεύθερη από σκέψεις και συναισθήματα ούτε η τίγρη δεν μπορεί να μπήξει τα νύχια της»  αποφαινέται η στοχαστική θυμοσοφία της Ανατολής. Και αυτήν την πνευματική παρακαταθήκη γενεών, λαών και πολιτισμών μας θυμίζει με τη σεμνή, προικισμένη, γραφή της η Νιόβη Ιωάννου.

 

το ίδιο δάσος μας ακολουθεί

με τα δέντρα και τα πουλιά και τα φύλλα

με το ποτάμι ραγισμένο

στου κοριτσιού τη μεγάλη φωνή

-το φόρεμά του πνίγηκε μονάχα-

το ίδιο δάσος…

στις παρομοιώσεις των σκιών αδηφάγο

στων κυνηγών τα απαράλλαχτα μάτια

ανυποψίαστο

το ίδιο δάσος μας ψιθυρίζει

πίσω μη δεις.

(Πίσω μη δεις)

 

Η ποίηση δεν είναι αναπόληση εαυτού και αυτοκριτική. Δεν είναι έκφραση ατομικού ή συλλογικού συναισθήματος, κραυγή ψυχής και αποφόρτιση εσωτερικού βάρους, δήλωση έντονων προσωπικών και κοινωνικών στιγμών, αντίδραση στη δράση. Αυτά είναι τα πρωτόλεια βήματα της ποίησης, αναγκαία βέβαια, αλλά όχι πρωτεύοντα, αναβαθμοί ωστόσο μίας ανέλιξης που οδηγεί στο καίριο, το κύριο, στο ουσιώδες, τίποτε άλλο πέρα από την ανακάλυψη και αφύπνιση του ίδιου του πνεύματος. Γιατί η ποίηση, μόνο τότε είναι μεγαλειώδης, όταν φιλοσοφεί και συν-κινεί πνευματικά και τέτοια ποίηση υπήρξε στο παρελθόν και έθρεψε την ανθρωπότητα, με εκκίνηση τον Όμηρο και συνέχεια άλλους μεγάλους λογοτέχνες, Έλληνες και ξένους. Γιατί είναι αναντίρρητη η αλήθεια ότι η πνευματικότητα, μόνο όταν τροφοδοτηθεί με συγκίνηση, αποκτά νόημα και μπορεί να εκφράσει σε δυσθεώρητα ύψη το μέγεθος και την αξία της ανώτερης ιδέας, που άλλως θα έμενε στο επίπεδο μίας απλής παράστασης πόνου, το περισσότερο μίας κομψής ελεγείας. Κι εκτιμούμε τους ποιητές εκείνους που πίσω από το έργο τους αφήνουν να εννοηθούν οι  ελιγμοί του πνεύματος που υφέρπουν και οι δημιουργικές θεωρητικές ενατενίσεις. Κάτω από το πρίσμα αυτό η ποιητική εργασία της Νιόβης Ιωάννου μας προσφέρει πολλές και γόνιμες εσωτερικές συνειδητοποιήσεις και ενοράσεις. Κι εκτιμούμε την ποίηση που πλαταίνει ακόμη περισσότερο τους δρόμους όχι μόνο της ψυχής, αλλά και του νου.

 

 

* Η Αγγελική Κομποχόλη είναι Φιλόλογος, Δρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Κριτικός Λογοτεχνίας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top