Fractal

Διήγημα: Ο μπάρμπας ο Αμερικάνος

της Ειρήνης Ντούρα–Καββαδία // *

 

maxresdefault

 

Πρόκειται για μια – όσο κι αν με τα σημερινά δεδομένα και κριτήρια φανεί απίστευτη ή εξωπραγματική – εξ’ ολοκλήρου αληθινή ιστορία. Ως εκ τούτου, κρίθηκε σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν άλλα ονόματα, με στόχο να διατηρηθεί η ανωνυμία των προσώπων που ευγενώς μου την εμπιστεύθηκαν.

 

Πρώτο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό “Σικελιανά” του Δήμου Σαλαμίνας, Πειραιά και Νήσων που συνδιοργανώνεται υπό τη αιγίδα της UNESCO

 

Ι

Πριν από μισό – και βάλε – αιώνα ζούσε στην πρωτεύουσα της Ηλείας μια τριμελής οικογένεια: η μητέρα, η κόρη και ο γιος. Πατέρας δεν υπήρχε, μια και είχε προ ετών συγχωρεθεί, προτού προλάβει καλά-καλά να χαρεί τη γυναίκα και να γνωρίσει τα παιδιά του.

Η μάνα που καταγόταν από πλούσια φαμίλια είχε δυστυχώς απομείνει μετά τον πόλεμο και τις συγκυρίες πολύ φτωχιά. Η κυρα-Καλλιόπη (ας την ονομάσουμε έτσι την ηρωίδα της ιστορίας μας – ήταν για τα χρόνια εκείνα πολύ μορφωμένη, με γνώσεις Αγγλικών, Γαλλικών και λογιστικής. Ήταν και τελειόφοιτος της Εμπορικής Σχολής – σπουδαίο πράγμα κι άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους η μόρφωση για την εποχή εκείνη, και ειδικά για γυναίκα! Η μοίρα όμως έτσι τα έφερε να μην τελειώσει ποτέ τη σχολή, ούτε φυσικά να εργαστεί πάνω στις σπουδές που είχε κάνει. “Δύσκολα τα χρόνια, βλέπεις”, συνήθιζε να λέει υπομένοντας καρτερικά .

Μετά που έμεινε χήρα πολλοί άντρες τη ζήτησαν κατά καιρούς για γυναίκα, λόγω της καταγωγής και της μόρφωσής της, μα εκείνη έμεινε πιστή στον άντρα της. Προπαντός δεν ήθελε τα παιδιά της να αποκτήσουν πατριό και ετεροθαλή αδέλφια, από φόβο μήπως κάποτε τα κακομεταχειρίζονταν. Τόσο πολύ τα αγαπούσε, που προτίμησε να θυσιαστεί μια ζωή στη φτώχεια – και αλίμονο! – άθελά της να τα θυσιάσει κι αυτά μαζί της.

Ήταν πραγματικά άξιο απορίας, πώς κατάφερναν να ζήσουν τα δυο ορφανά και η χαροκαμένη εκείνη μάνα χωρίς δουλειά και χωρίς σύνταξη, μια και δεν είχε προλάβει να δουλέψει πολλά χρόνια ο μακαρίτης όταν τον βρήκε το κακό. Το μόνο που τους είχε απομείνει ήταν μερικά κτήματα, που όμως από μόνη της η έρημη γυναίκα δεν μπορούσε να καλλιεργήσει. Έτσι τα νοίκιαζε για ένα κομμάτι ψωμί, κι αυτό όμως πολλές φορές λειψό και κουτσουρεμένο. Δεν είναι όλοι ενάρετοι οι άνθρωποι κι αν τους δοθεί η ευκαιρία εκμεταλλεύονται ακόμη και μια γυναίκα μονάχη και απροστάτευτη με δυο στόματα επιπλέον να ταΐσει…

Το μόνο που ουσιαστικά τους κρατούσε στη ζωή ήταν μερικά βαρέλια κρασί που φύλαγε στο κατώι[1] και πουλούσε με την οκά*. Κι αν δεν υπήρχε στο σπίτι φαΐ, βουτούσε στα παιδιά λίγο ψωμί μέσα στο κρασάκι “του Θεού” για να διασκεδάσουν την πείνα τους μαζί με κάτι σταφίδες ή τσαπέλες* που έβγαζαν από τα κτήματα. Κι αν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν ενάρετοι, υπήρχαν ωστόσο κάποιες – μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού βέβαια – αγνές και πονετικές ψυχούλες που κατά καιρούς τους άπλωναν χέρι βοηθείας. Αυτό βέβαια γινόταν πολύ διακριτικά γιατί ήταν και οι τρεις, παρά τη μεγάλη φτώχεια τους, υπερήφανοι και υπέρ του δέοντος αξιοπρεπείς.

Κατά τα άλλα θα έλεγε κανείς πως ήταν θαύμα το πώς συντηρούνταν. Ειδικά αργότερα, σαν τα παιδιά μεγάλωναν, κι άρχιζαν να έχουν περισσότερες και πιο ουσιαστικές ανάγκες. Η μεγάλη κόρη, η Μέλπω, είχε φτάσει πια – μ’ όλες τις στερήσεις – στο Γυμνάσιο, το οποίο τότε ήταν οκτατάξιο. Το να αποφοιτήσεις και να πάρεις το χαρτί του απολυτηρίου σήμαινε πολλά, μια και η βιοπάλη απέτρεπε δυστυχώς σε αρκετούς νέους τέτοιες «πολυτέλειες». Η Μέλπω όμως είχε βαλθεί να τα καταφέρει, παρά τα βάσανα και τη μόνιμη πείνα που περνούσε η οικογένειά της. Ήταν προικισμένη με κοφτερό μυαλό και με μια ισχυρή θέληση να προκόψει.

Άλλωστε το ένιωθε πως σε εκείνη έπεφταν τα βάρη να ζήσει την οικογένεια. Είχε κατ’ αρχήν έναν αδελφό μικρότερο που παλιότερα, σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, είχε ταλαιπωρηθεί ανελέητα από δυο σοβαρές ασθένειες και είχε φτάσει στο κατώφλι του θανάτου. Σύμφωνα δε με τους γιατρούς και τα λιγοστά μέσα της εποχής ήταν θαύμα το ότι τελικά επιβίωσε και μάλιστα αρτιμελής. Από την άλλη είχε και μια μητέρα που προ πολλού, από τις δυστυχίες και τα βάσανα, είχε χάσει το ενδιαφέρον για τη ζωή. Είχε πλέον μάθει να μην κοιτάζει στο μέλλον, μα να περνάει την κάθε ημέρα ξεχωριστά, μία -μία, σαν να σέρνει βασανιστικά αργά τα κουρασμένα της βήματα πάνω σε μια ανηφοριά. Για το μόνο που παρακαλιόταν ήταν για “Τον άρτον τόν επιούσιον…”, όπως λέει και το ευαγγέλιο. Ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους έβαλε και η Μέλπω τα δυνατά της να σπουδάσει, να πετύχει….

Εκείνα τα χρόνια τα βιβλία δεν ήταν δωρεάν ούτε και η φοίτηση στα σχολεία, πράγμα που της ήταν μεγάλο εμπόδιο. Παρόλο που δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πετύχει το δύσκολο στόχο της. Πολλά απογεύματα βοηθούσε τη μητέρα της να κεντήσει τις προίκες των δεσποινίδων άλλων μεγάλων οικογενειών, που είχαν καλύτερη τύχη από τη δική της. Έπειτα έπαιρνε για δικά της μολύβια τα υπολείμματα που πετούσαν οι άλλες της συμμαθήτριες. Τα σχολεία ήταν τότε “θηλέων* ” και “αρρένων*“, ξεχωριστά δηλαδή ανάλογα με το φύλο του μαθητή. Όσο για τετράδια, έπιανε και μάζευε σκόρπια πεταμένα αποκόμματα από σελίδες ή από παλιές εφημερίδες κι έδενε έτσι τα δικά της ‘τετράδια’. Ο Θεός να τα έκανε τετράδια!

Εκεί σημείωνε ακατάπαυστα τα πιο σημαντικά κομμάτια της παράδοσης, μετατρέποντας τα παλιόχαρτα ουσιαστικά σε “βιβλία”. Άλλοτε με αυτά κι άλλοτε με δανεικά βιβλία και κάτω από τη λάμπα πολλές φορές του δρόμου για φως, αν σωνόταν το πετρέλαιο στη δική της λάμπα, μελετούσε ώρες ολόκληρες η αποφασισμένη Μέλπω. Το χειμώνα που τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα έκαιγε το μαγκάλι ή έβαζε στα πόδια της τη γατούλα της, για να της ζεστάνει τα ξυλιασμένα πόδια. Κι η γάτα της εκείνη, η Σίλβα, ήταν μαύρη όπως ακριβώς και η ζωή της!

Με αυτόν τον τρόπο όμως και με χίλια βάσανα έγινε πρώτη μαθήτρια και έπαιρνε μάλιστα και κάθε χρόνο υποτροφία: τη δωρεάν φοίτησή της για μια ολόκληρη χρονιά, που τότε ήταν οκτακόσιες δραχμές -ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο[2] για τα τότε δεδομένα!

Ό,τι όμως και να έκαναν από δω κι από κει για να επιβιώσουν ποτέ δεν ήταν αρκετό, γιατί οι καθημερινές ανάγκες είναι πάντοτε και σε όλες τις εποχές πολύ μεγαλύτερες και πολύ πιο δαπανηρές. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν να αισθάνονται κατατρεγμένοι οι τρεις τους – ιδιαίτερα όταν πια τα δυο παιδιά είχαν φτάσει στην εφηβεία όπου εκδηλώνονται οι κάθε είδους επαναστάσεις – και να μην μπορούν να βρουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Η κυρα-Καλλιόπη ήταν ανέκαθεν ενάρετη γυναίκα και είχε βρει παρηγοριά στην εκκλησία. Στο Θεό είχε εναποθέσει όλες της τις ελπίδες, μια και δεν είχε από κανέναν να περιμένει άλλη βοήθεια, παρά την εξ ύψους σωτηρία. Έτσι πάντοτε ακολουθούσε κατά γράμμα το λόγο του Θεού στον οποίο πίστευε τυφλά και χωρίς όρους. Ήταν καταπώς έλεγαν “θεοφοβούμενη”.

Τα παιδιά από την άλλη, κι όχι τόσο ο Ασημάκης όσο η Μέλπω, είχαν αγανακτήσει και δεν είχαν την ίδια προφανώς υπομονή με τη μητέρα τους, η οποία έλεγε πάντα και με την πρώτη ευκαιρία: ” έχει ο Θεός, παιδί μου! “. Σε κάθε παράπονό της απαντούσε το ίδιο, χρόνια τώρα.

«Μητέρα τα παπούτσια μου χάλασαν, μπάζουν νερά’, ‘γιατί οι συμμαθήτριές μου έχουν ηλεκτρικό και σόμπες και ψυγείο ενώ εμείς μαγκάλι και λυχνάρια;» ή «το κολάρο της ποδιάς μου έλιωσε πια», «πάλι ψωμί και λάδι θα φάμε σήμερα;», «η στέγη τρύπησε και στάζει σε τρία σημεία», «δεν έχω μολύβι να γράψω – όποιο και να ήταν το πρόβλημα η απάντηση ήταν πάντα η ίδια κι απαράλλαχτη, το ίδιο τροπάριο : ” Έχει ο Θεός, παιδί μου! “. Η κοπέλα είχε πλέον αγανακτήσει γιατί ποτέ τόσα χρόνια τώρα δεν είχε δει ούτε μια φορά έστω κι ένα καλό από αυτόν το Θεό που λάτρευε κυριολεκτικά η μάνα της, έναν Θεό που «έχει»…

ΙΙ

Κόντευαν να φτάσουν Χριστούγεννα και η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Είχαν ξεμείνει τελείως από τρόφιμα και όσο για ρούχα και παπούτσια δε γινόταν καν λόγος! Η Μέλπω, σαν πιο μεγαλύτερη και με περισσότερη συναίσθηση από τον Ασημάκη, έβλεπε τι μαύρες γιορτές επρόκειτο να περάσουν και ήταν απαρηγόρητη. Μέρες κλεινόταν στον εαυτό της και δεν έβγαζε λέξη για να μη στενοχωρήσει τη μάνα της, αλλά μέσα της την έπνιγε το παράπονο. Σαν κοριτσάκι κι αυτή δεν είχε χαρεί τίποτε από τα παιδικά και τώρα τα εφηβικά της χρόνια έμοιαζαν με εφιάλτη. Είχε φτάσει η Προπαραμονή Χριστουγέννων και δεν είχαν καν αγοράσει το φαγητό που θα έτρωγαν ανήμερα της μεγάλης γιορτής – δεν ήταν θέμα ολιγωρίας φυσικά, αλλά καθαρά έλλειψης χρημάτων. Εκείνο όμως που εξόργιζε την κόρη πιο πολύ από όλα ήταν η απάθεια – φαινομενική ή όχι – της μητέρας της. Η καημένη η γυναίκα έδειχνε, ως συνήθως, να μη δίνει απολύτως καμία σημασία στο αύριο, λες και θα γινόταν το θαύμα και θα άλλαζαν ξαφνικά με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας τα πάντα!

Ήξερε καλά η Μέλπω, ότι το νοίκι από τα κτήματα ήταν ήδη από τις αρχές του μήνα φαγωμένο και δεν είχαν να περιμένουν τίποτα κι από πουθενά. Σίγουρα εκείνα θα ήταν τα χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής της – αν γινόταν βεβαίως να υπήρχαν και χειρότερα από τα περασμένα! Κι όμως, καταπώς φαίνεται υπήρχαν, μια και πέρυσι και πρόπερσι είχαν βάλει ένα κοτοπουλάκι ή λίγο κρεατάκι στην κατσαρόλα, τη μοναδική φορά με εξαίρεση ίσως το Πάσχα, για να «αρτυθούν[3] … χρονιάρα μέρα». Άρχιζε σιγά-σιγά να νυχτώνει. Τα φώτα του δρόμου χάριζαν νωχελικά τη λάμψη τους στην πόλη κι ο Ασημάκης είχε ήδη ώρα τώρα αποκοιμηθεί στο κρεβατάκι του. Οι δυο τους, μάνα και κόρη, κάθονταν στο ντιβάνι και με τη φλόγα που έβγαζε το μαγκάλι προσπαθούσαν να ζεσταθούν μέσα στην παγωνιά που είχε απλώσει ολούθε ο Δεκέμβρης. Κάθονταν αμίλητες, η καθεμιά σκεπτόμενη το δικό της πόνο. Η Μέλπω δε βάσταξε άλλο την πνιγερή κουβέρτα της απόλυτης σιγής που την τύλιγε ασφυκτικά. Δεν άντεχε να κρατάει άλλο μέσα της αυτό που τόσο τη βασάνιζε κι άνοιξε την κουβέντα στο ζήτημα που την έκαιγε. Δε ρώτησε ούτε για ρούχα ούτε για παπούτσια ή δώρα, όπως θα ζητούσαν φυσικά τα συνομήλικά της κοριτσάκια – ρώτησε για το φαγητό!

– Τι θα κάνουμε, μάνα, μεθαύριο;

– Τι εννοείς; Η κυρα- Καλλιόπη έκανε πως δεν κατάλαβε, μα δεν απέφυγε τη διευκρίνηση από την κόρη της.

– Τι θα μαγειρέψουμε, εννοώ.

– Ε, καλά, έχει ο Θεός, κόρη μου!

Η πρόωρα γερασμένη μάνα δεν κατάφερε να κρύψει έναν αναστεναγμό, καθώς έδινε την καθιερωμένη της απάντηση. Αυτό ακριβώς ήταν που έκανε τη Μέλπω να ξεσπάσει από μέσα της τη συσσωρευμένη στην καρδούλα της πικρία όλων των προηγούμενων ετών:

– Ο Θεός μπορεί να έχει, εμείς δεν έχουμε!

– Σώπα, κόρη μου, και δεν κάνει να τα λες αυτά τέτοιες μέρες!

– Και γιατί παρακαλώ; Τι σόι Θεός είναι αυτός που μας αφήνει να πεινάμε και έχει άλλους χορτάτους; Όχι, δεν υπάρχει Θεός!

– Πάψε κακούργα χρονιάρες μέρες, θα μας κάψει ο Θεός – Θεέ μου συγχώρεσέ μας! Η κυρα-Καλλιόπη πάνω από όλα έβαζε την αγάπη της για το Θεό και λίγο έλειψε να μαλλιοτραβήξει την κόρη της για τις «βλαστήμιες» της. Την έστειλε κακήν-κακώς για ύπνο και δε σταμάτησε όλη νύχτα να σταυροκοπιέται για την φοβερή αμαρτία που διέπραξε η κόρη της.

Το άλλο πρωί με το χτύπημα της τελευταίας καμπάνας χτυπούσε κι ο ταχυδρόμος την πόρτα του πάλαι ποτέ πλούσιου σπιτικού τους. Είχε έρθει γράμμα για την κυρα-Καλλιόπη. Ούτε που το περίμενε φυσικά κι εκείνη η δόλια να τη θυμηθεί ένας μακρινός της ανιψιός από την Αμερική, τον οποίο δεν είχε δει και ποτέ της, αφού η οικογένειά του είχε επιλέξει τον τραχύ δρόμο της ξενιτιάς εδώ και είκοσι και πάνω χρόνια! Ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει φαίνεται πως την είχε θυμηθεί και του ανέθεσε να στείλει εκατό δολάρια για την… προίκα της κόρης της! Είχε υποθέσει, πολύ σωστά, ότι σε λίγα χρόνια η Μέλπω θα ήταν σε ηλικία γάμου. Τι γάμο, που δεν είχαν να φάνε! Δεν ήξερε βέβαια ο χριστιανός την τραγική τους κατάσταση, δεν τη φανταζόταν καν!

Και τι δεν ήταν για την κυρα-Καλλιόπη τα εκατό εκείνα δολάρια την εποχή εκείνη! Ψωμί, πατάτες, λίγο κρέας, εξόφληση του μπακάλη και του λαδά, καινούρια ρούχα και παπούτσια… Τα πάντα, εκτός φυσικά από την προίκα της Μέλπως της! Το σπουδαιότερο όμως ήταν για εκείνη, πως το τσεκ αυτό ήταν η περίτρανη απόδειξη της ύπαρξης ενός μεγαλοδύναμου και φιλάνθρωπου Θεού, που δεν την πρόδιδε όταν πίστευε στο ευαγγέλιο και σε Αυτόν λέγοντας «έχει ο Θεός!».

Από τότε δεν ξαναμφισβήτησε και η Μέλπω τη γενναιοδωρία του, μιας και το δίχως άλλο από τη Θεία Πρόνοια θα πρέπει να φωτίστηκε ο μπάρμπας της ο Αμερικάνος, με τη βοήθεια του οποίου – και του επιδόματος που λάμβανε έκτοτε κάθε Χριστού και Πάσχα – κατόρθωσε να τελειώσει τις σπουδές της, να εργαστεί και να βοηθήσει να επιβιώσει με αξιοπρέπεια η πολύπαθη οικογένειά της…

 

* Η Ειρήνη Ντούρα–Καββαδία αποφοίτησε από το τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και έκανε δύο μεταπτυχιακά στη Συγκριτική Γλωσσολογία (ΜΑ) και την Υπολογιστική Γλωσσολογία (MSc) και διδάσκει ξένες γλώσσες στο κέντρο της ξένων γλωσσών “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”.Ως λογοτέχνης έχει αποσπάσει δεκάδες βραβεία, επαίνους και τιμητικές διακρίσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (ΠΕΛ), της Καλλιτεχνικής Πολιτείας Bankit, της Διεθνούς Ένωσης Συγγραφέων και Ποιητών “World Poets Society”, της Διεθνούς Ένωσης Καλλιτεχνών και Συγγραφέων (IWA) της Αμερικής καθώς και της UNESCO ΤΛΕΕ. Έργα της έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό (μεταξύ άλλων στην Ινδία, την Αυστραλία και τον Καναδά).

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top