Fractal

Διήγημα: “Η θεατρίνα”

Της Ειρήνης Δερμιτζάκη // *

 

f1a

 

Είναι μια βδομάδα τώρα που είμαι επίσημα άστεγη. Πρώτα έχασα εκείνη. Μετά το σπίτι κι ύστερα όλα πήγαν στραβά και βρέθηκα στο δρόμο. Δεν περίμενα ότι θα πεθάνει. Την έβλεπα καμιά φορά πως δυσκολευόταν να ανέβει τις σκάλες. Ή όταν με έκανε μπάνιο που σταματούσε για να πάρει ανάσα. Αλλά σκεφτόμουν μεγάλη είναι, κουρασμένη γυναίκα. Φυσικό είναι. Άσε που για μένα το λαχάνιασμα ήταν κάτι που νόμιζα πως όλοι το παθαίναν. Έτσι όπως αποδεχόμουν τα γηρατειά της, ήλπιζα πως θα κάνω και με την απώλεια της. Δεν τα κατάφερα όμως. Σαν την βρήκα στο δωμάτιο παγωμένη δεν μπόρεσα να κρατηθώ και έβαλα τα κλάματα. Βέβαια τότε δεν μου πέρασε καν από το μυαλό τι συνέπεια θα έχει ο θάνατος της στη ζωή μου.

Καλομαθημένη ήμουν από τότε που γεννήθηκα. Η γριά με μεγάλωσε στα πούπουλα. Έτρωγα πάντα καλό φαγητό, με πήγαινε στους καλύτερους γιατρούς, με χάιδευε ή έπαιζε μαζί μου. Ήταν ωραία η ζωή μου αυτά τα τέσσερα χρόνια. Όταν με κοιτούν οι περαστικοί υποτιμητικά αυτό σκέφτομαι. Με πιάνει τότε ο εγωισμός μου και θέλω να τους φωνάξω. «Ρε ξέρετε ποια είμαι εγώ; Ξέρετε ποια με μεγάλωσε; Τι νομίζετε ότι είμαι κανένα μπάσταρδο;» Αντί να φωνάξω, τους κοίταγα έντονα στα μάτια. Νόμιζα θα διακρίνουν το παρελθόν μου ανάμεσα στα δάκρυα μου. Εκείνοι όμως ήταν πολύ βιαστικοί για να με προσέξουν.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πριν δυο βδομάδες, όπως κάθε βράδυ η γριά πριν μπει στην κάμαρη της να ξαπλώσει, γέμισε το μπολ μου με νερό, μου ρίξε και δυο κροκέτες στο πιάτο μου και μου ζούληξε λίγο το προγούλι. Δεν της πολυέδωσα σημασία η αλήθεια είναι. Από τη λαιμαργία μου έπεσα με τα μούτρα στις κροκέτες. Δεν καλοχόρταινα με δαύτες. Προτιμούσα τα φακελάκια με με το αλεσμένο βοδινό κρέας. Μέχρι να πλύνει την μασέλα της, να βουρτσίσει τα μαλλιά της και να κλείσει πίσω της την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, εγώ είχα ήδη κοιμηθεί πάνω στην πολυθρόνα. Το κάθισμα ήταν ακόμα ζεστό από εκείνη. Στην άκρη της μαξιλάρας βρήκα ένα σπασμένο μπισκότο. Το ξεμάγκωσα με το πόδι μου και το έφαγα.

Η πολυθρόνα αυτή ήταν η αγαπημένη μου. Και της γριάς. Εκεί καθόταν με τις ώρες και διάβαζε τα βιβλία της. Εγώ κουλουριαζόμουν πάνω στις παντόφλες της και πότε πότε πηδούσα πάνω στα πόδια της για να της αποσπάσω την προσοχή. Καμιά φορά διάβαζε δυνατά για να ακούω κι εγώ. Θεατρικά έργα ήταν. Τα περισσότερα από ρόλους που είχε παίξει η ίδια. Τα βαριόμουν μα μου άρεσε να ακούω την βραχνή φωνή της. Αυτά με τους πολλούς χαρακτήρες δεν τα καταλάβαινα καθόλου. Ούτε μου άρεσαν εκείνα με τις μάχες και τους σκοτωμούς. Μόνο ένα μου είχε αρέσει από όλα όσα μου είχε διαβάσει. Δεν θυμάμαι πως το έλεγαν αλλά μίλαγε για μια κυρία που είχε ερωτευτεί τον σκύλο της. Όλο διάβαζε και διάβαζε και συχνά πυκνά μου έκανε παρατήρηση που γάβγιζα στα περαστικά αυτοκίνητα. Όχι πως με ένοιαζαν τα αυτοκίνητα. Για να της τραβήξω την προσοχή το έκανα. Καμιά φορά έπιανε το κόλπο. Η γριά έκλεινε το βιβλίο και βγαίναμε για περπάτημα. Τις πιο πολλές φορές πηγαίναμε σε ένα όμορφο κτίριο κοντά σε έναν μεγάλο δρόμο. Την ήξεραν όλοι εκεί και της επέτρεπαν να με δέσει με το λουρί στα κάγκελα της εισόδου. Μου άρεσε πολύ γιατί γνώριζα κόσμο κι όλο και με χάιδευαν ή μου έδιναν κάτι να φάω. Πότε πότε θυμόμουν κανενός τη μυρωδιά. Η γριά μου έλεγε τα ονόματα τους αλλά δεν μπορούσα να τα συγκρατήσω. Τους είχα βάλει όλους σε μια κατηγορία. «Προσωπικότητες» όπως έλεγε και εκείνη. Κι η γριά μου ήταν μια προσωπικότητα. Μου είχε πει ένα βράδυ, κάπως σαν παραπονεμένη, πως «Όταν είσαι νέος είσαι μια προσωπικότητα και όλου σε υπολογίζουν. Όταν γερνάς είσαι απλά μια γριά και κανείς δεν ασχολείται μαζί σου.» Αυτά μου έλεγε και καμιά φορά φοβόμουν τα γηρατειά. Ήμουν μόνο τεσσάρων χρονών. Ήμουν κι εγώ μια προσωπικότητα. Τι θα γινόταν όμως αν γερνούσα; Θα ήμουν μια γριά σκύλα που κανείς δεν θα ήθελε.

Το άλλο πρωί, όπως συνήθως, σηκώθηκα βαριεστημένη από τον καναπέ τεντώθηκα λίγο. Δάγκωσα το πλαστικό κόκαλο, αλλά δεν είχα και πολύ διάθεση για παιχνίδια και το άφησα γρήγορα. Γρατζούνισα την πόρτα της γριάς και πήγα πάλι να ξαπλώσω στην πολυθρόνα της. Συνήθως, δεν αργούσε να βγει. Πρώτα άκουγα τις παντόφλες της να σέρνονται στο παρκέ. Μετά το άνοιγμα των παντζουριών. Τότε σηκωνόμουν και πάλι και γρατζουνούσα την πόρτα της άλλη μια φορά. Το δεύτερο γρατζούνισμα της πόρτας δεν ήταν σαν το πρώτο που το έκανα για να ξυπνήσει. Ήταν σύντομο και έδειχνε την χαρά μου που θα έτρωγα πάλι και που θα την έβλεπα. Κι έτσι άνοιγε η πόρτα. Εγώ πηδούσα πάνω της και την χάιδευα με τα μπροστινά μου πόδια. Εκείνη έλεγε «Ήρεμα, ήρεμα» και μου χάιδευε τα αφτιά.

Εκείνο το πρωί όμως η πόρτα δεν άνοιξε όσο κι αν επίμονα την γρατζουνούσα. Αρχικά πίστευα πως παρακοιμήθηκε. Σαν είδα όμως το φως του ήλιου να χτυπά το σαλόνι ανησύχησα. Συνέχισα να γρατζουνάω την πόρτα, να την χτυπώ με το κεφάλι μου. Γρύλιζα, γάβγιζα δυνατά. Τίποτα. Η γριά δεν έλεγε να βγει. Μετά από κάθε αποτυχημένη απόπειρα να την ξυπνήσω στεκόμουν στωικά μπροστά από την πόρτα της και περίμενα να ακούσω το γνώριμο σούρσιμο από τις παντόφλες της. Τίποτα. Άρχισα να βαριέμαι και να πεινάω. Πήγα στην κουζίνα μήπως να ψάξω για κανένα απομεινάρι. Βρήκα ένα κομμάτι παξιμάδι στην σκουπιδοσακούλα. Ύστερα άρχισα να κατουριέμαι. Προσπάθησα να παίξω λίγο με το πλαστικό μου κόκαλο για να ξεχαστώ. Πήρα έναν υπνάκο μήπως και μου φύγει. Έγλυψα λίγο την πλάτη μου. Γάβγισα σε ένα δυο περαστικά αυτοκίνητα. Δεν τα κατάφερα. Σίγουρα θα θύμωνε η γριά αλλά τι να έκανα; Τελικά τα έκανα δίπλα στο καλοριφέρ.

Είχε πια νυχτώσει. Γρατζούνισα άλλη μια φορά την πόρτα της. Τίποτα. Συνέχισα να την γρατζουνάω, να την χτυπάω με το κεφάλι μου και να γαβγίζω. Προσπάθησα να σπρώξω με το πόδι μου το πόμολο μήπως και την ανοίξω. Απογοητευμένη και πεινασμένη ξάπλωσα μπροστά στην πόρτα. Καλύτερα να κοιμόμουν εκεί, σκέφτηκα. Ίσως έτσι να άκουγα καλύτερα αν η γριά έκανε κάποιο θόρυβο μέσα στο δωμάτιο. Σαν ξύπνησα την άλλη μέρα βεβαιώθηκα πως κάτι δεν πάει καλά. Προσπάθησα όμως άλλη μια φορά. Τα νύχια μου γλιστρήσαν στην γυαλιστερή επιφάνεια της πόρτας. Έτριψα την μουσούδα μου στο ξύλο και γρύλισα.

Έτσι πέρασαν οι μέρες. Κατουρούσα όπου βρω, στην μπανιέρα, δίπλα από το ψυγείο, στο χαλί. Έσκισα μια μαξιλάρα από τα νεύρα μου και την πείνα. Στα σκουπίδια είχα βρει μόνο ένα σάπιο μήλο που το έφαγα από την απελπισία μου. Το ίδιο έκανα και με τα σοκολατάκια πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Το σπίτι μύριζε πολύ αλλά δεν με ενοχλούσε και τόσο. Ήταν πολύ δυσάρεστη η μυρωδιά. Καμιά φορά μύριζα τα σκουπίδια ή εκεί που είχα κατουρήσει για να αισθανθώ λίγο καλύτερα. Από το παράθυρο της μπαλκονόπορτας η ζωή συνεχιζόταν κανονικά. Τα αυτοκίνητα περνούσαν, πότε πότε κάποιος περαστικός ή κανένα αδέσποτο σκυλί. Τα λυπόμουν εκείνα τα σκυλιά. Αναγκάζονταν να τρώνε από τα σκουπίδια, να τρώγονται από τους ψύλλους, να βρέχονται και να κοιμούνται έξω στο κρύο. Πολλές φορές όταν με πήγαινε βόλτα η γριά τους πέταγε καμιά κροκέτα. Εγώ ζήλευα πολύ και γάβγιζα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Κατά βάθος όμως τα λυπόμουν. Δεν απολάμβαναν τα χάδια, το καλό φαγητό ούτε την ξάπλα στην ζεστή πολυθρόνα όπως εγώ. Κι ένιωθα περήφανη. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά η κακομοιριά τους με γέμιζε δύναμη.

Μ’ αυτές τις σκέψεις άκουσα το κλειδί να στριφογυρίζει στην εξώπορτα. Ένας γνωστός μου κύριος μπήκε μέσα. Κούνησε τα χέρια μπροστά από το πρόσωπο του να ανανεώσει τον αέρα. Έτρεξα κατά πάνω του, μύρισα τα μπατζάκια του αλλά δεν κατάφερα να θυμηθώ ποιος είναι. Άφησε την πόρτα ανοιχτή πίσω του. Άνοιξε την άλλη, της κρεβατοκάμαρας. Έτρεξά μέσα να ξυπνήσω την γριά.

Πήδηξα στο κρεβάτι. Μύρισα λίγο τα μαλλιά της. Δεν μύριζε πια το ίδιο. Της έγλειψα το χέρι μπας και ξυπνήσει. Ήταν παγωμένη. Σαν το ξεχασμένο κόκαλο που είχα βρει μια μέρα πίσω από το ψυγείο.

Ύστερα ήρθε κόσμος πολύς. Κάποιοι με στολή. Μύριζα τα μπατζάκια τους, κανένας δεν μου θύμιζε τίποτα. Γάβγιζα πότε πότε μπας και κανείς τους φιλοτιμηθεί να μου δώσει τίποτα να φάω μα δεν μου έδιναν σημασία. Ούτε καν ένα χάδι ή ένα φιλικό χτύπημα στο κεφάλι. Την γριά την τύλιξαν με ένα λευκό σεντόνι και την πήραν έξω. Ακολούθησα τους δυο αγνώστους και είδα που την έβαλαν σε ένα λευκό αυτοκίνητο. Γάβγισα μια φορά ακόμα όταν το είδα να απομακρύνεται.

Έτσι βρέθηκα στον δρόμο. Η γριά μου δεν γύρισε ποτέ. Αφού περιπλανήθηκα για λίγο από δω κι από εκεί κατέληξα έξω από το κτίριο που πηγαίναμε με εκείνη. Κανείς δεν με θυμάται. Ούτε και εγώ αναγνωρίζω κανέναν αλλά νιώθω λίγο οικεία εκεί. Ξέρω τα δέντρα που είχα κατουρήσει και που να ψάξω για κάτι φαγώσιμο. Δεν με νοιάζει που τρώω από τα σκουπίδια. Ούτε που βρέχομαι και γέμισα ψύλλους στα αφτιά μου. Δεν πειράζει που παρακαλάω για ένα κομμάτι κρέας έξω από τα εστιατόρια ούτε που με κλοτσάν πότε πότε οι ταβερνιάρηδες. Τη μοναξιά δεν αντέχω και που, πώς να το πω; Που δεν ανήκω πια σε κανέναν.

 

 

* Η Ειρήνη Δερμιτζάκη γεννήθηκε το 1982 στη Σητεία. Σπούδασε θέατρο στην Ελλάδα και κινηματογράφο στο Λονδίνο. Γράφει σε διάφορα ιστολόγια και περιοδικά λογοτεχνίας (maga.gr, idoctv.gr, περιοδικό fresh κ.ά.) Έχει επίσης γράψει διάφορα κείμενα για comics, θεατρικά κείμενα και σενάρια για ταινίες μικρού μήκους. Έχει κερδίσει έξι βραβεία διηγήματος. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top