Fractal

Είμαστε όλοι δυστυχισμένοι λογοτέχνες

Της Χριστίνας Γεωργαλλή // *

 

sad_w

 

Κάποτε οι λογοτέχνες δεν αναγνωρίζονταν γιατί η λογοτεχνία δεν ήταν επάγγελμα. Μα έπρεπε να έχουν ένα επάγγελμα. Πώς αλλιώς δε θα ήταν οι άχρηστοι και ανίκανοι για τον αυστηρό πατέρα ή τη δυστυχισμένη μητέρα; Αλλά ακόμη κι αν είχαν εργασία, δύσκολα αναγνωριζόταν το έργο τους. Αυτή η βασανιστική και λυτρωτική ικανότητα, το γράψιμο, κατέληγε να αποτελεί απλώς μία διέξοδο. Απλώς; Πόσο απλό μπορεί να ήταν για έναν λογοτέχνη να ισορροπήσει ανάμεσα στη λογική που τον προέτρεπε να είναι το συνετό παιδί της οικογένειας και την αίσθηση της ισχυρής θέλησης ή αγάπης για κάτι που όμως μοιάζει απαγορευμένο, ίσως ανόητο;

 

Σήμερα που νομίζουμε πως έχουμε κατακτήσει περισσότερα και είμαστε φιλελεύθεροι, που αναγνωρίζουμε το έργο των μεγάλων μας λογοτεχνών και θυμώνουμε με την συντηρητικότητα που διακατείχε τους προγόνους μας, υπάρχει στ’ αλήθεια διαφορά; Πόσοι αναγνωρίζουμε ειλικρινά τα ταλέντα και τις ικανότητες των άλλων; Πόσους φόβους δικούς μας συνεχίζουμε να αναθρέφουμε αποδοκιμάζοντάς τους; Πόσο δυστυχεί το παιδί μέσα μας όταν θυμώνουμε με όσους μπορούν -όσο μπορούν- να το ακούν και να το βγάζουν στην επιφάνεια; Για πόσο το πρότυπο του αυστηρού πατέρα και της δυστυχισμένης μητέρας θα προκαταλαμβάνουν τη μη έκφραση μας, των συναισθημάτων μας;

Δεν είμαστε μηχανές. Γεννηθήκαμε σε έναν κόσμο που έχει αποφασίσει ότι θα χρησιμοποιεί το χρήμα. Μάθαμε να το χρειαζόμαστε και μάθαμε ότι έπρεπε να κερδίζουμε χρήματα με αντάλλαγμα την εργασία. Η γενιά μας μάλιστα έχει καταφέρει το εξής παράδοξο: να διαλέγει το επάγγελμα που «θέλει» σύμφωνα με το αν έχει αποκατάσταση! «Μπράβο, έκανες καλή επιλογή!». Και φουσκώνεις ο ανόητος από υπερηφάνεια! Νιώθεις καλά, αναγνωρίζουν κάτι που έκανες σωστά. Σωστά για εκείνους, για τη μάζα, γι’ αυτό που εκπαιδεύτηκες. Το παιδί μέσα σου πόσο ευτυχισμένο είναι; Είμαστε όλοι, λίγο ή πολύ, δυστυχισμένοι λογοτέχνες;

Περνάνε τα χρόνια κι αρχίζεις να βλέπεις τα λάθη στις επιλογές σου, πως κάτι άφησες πίσω, κάτι λείπει. Ότι πάνω απ’ όλα είσαι άνθρωπος, αυτό ξέχασες. Πως κάπου μέσα σε όλο αυτό υπάρχεις κι εσύ ο ίδιος. Πολύ συχνά το ξεχνάμε. Πολύ πιο συχνά απ΄ όσο ξεχνάμε να ικανοποιήσουμε με τις «επιτυχίες» μας όλους τους υπόλοιπους εκτός από τους εαυτούς μας. Αυτό δεν το ξεχνάμε ποτέ! Όχι απλώς δεν το ξεχνάμε, νομίζουμε πως πλέον είναι πεποίθηση δική μας, επειδή μας κάνει να νιώθουμε ασφάλεια και να μην λαμβάνουμε την απόρριψη που συνηθίσαμε να λαμβάνουμε όταν δεν ήμασταν το πρότυπο. Τότε ήμασταν μικροί και δεν ξέραμε, έπρεπε να μας συνετίσουν. Γιατί μη με ρωτάτε -από ποιον τόσο μεγάλο κίνδυνο έπρεπε να μας γλιτώσουν- δεν έχω απάντηση. Ούτε εκείνοι έχουν, απλώς κι εκείνοι έτσι έμαθαν. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν, πρέπει απλώς να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας. Απλώς!

Αυτή η άλλη ζωή μέσα μας, που δεν ζει, απαιτεί. Κι αν είμαστε τόσο σοφοί όσο διατυμπανίζουμε, θα έπρεπε να γνωρίζεις πως δεν υπάρχει μόνο λογική ή συναίσθημα, αλλά ισορροπία. Κι εγώ αυτή τη «συνέπεια» κάπου πριν την ενηλικίωση τη βαρέθηκα. Ήταν η αφορμή να αρχίσει η αντίδραση, δυστυχώς με λάθος τρόπο. Γιατί αντιδρούσα επειδή θύμωνα και θύμωνα επειδή ουσιαστικά δεν αντιδρούσα, μόνο πήγαινα κόντρα σε κάτι που μου είχαν περάσει ως ανήθικο, οπότε ένιωθα θυμό προς τον εαυτό μου που δε συνετίζεται! Το μόνο ανήθικο είναι που εκπαιδευόμαστε να υπολογίζουμε τη γνώμη των άλλων στη συναισθηματική μας ζωή. Όχι, η ζωή είναι δική μου. Οι νόμοι, οι κοινωνικοί κανόνες, διασφαλίζουν το δικαίωμα στη ζωή, ίσως. Η ποιότητά της, όμως, είναι προσωπική υπόθεση.

Αν είσαι γονιός και πιστεύεις ότι δίνεις συμβουλές, τότε κάνεις λάθος. Η στήριξή σου ξεκινά στο να βοηθήσεις να ανακαλύψει το παιδί τι είναι δικό του, τι πραγματικά του αρέσει. Δεν είναι τα παιδιά σου ο τρόπος να συνεχίσεις να είσαι αρεστός στην κοινωνία, ο γνωστός συνετισμένος. Δε θα ακολουθήσουν αυτό που εσύ θέλεις, αλλά αυτό που αυτά θέλουν. Μην τα εκπαιδεύεις να είναι κι αυτά συνετισμένα. Ο κόσμος μας έχεις ανάγκη από ελεύθερους κι ευτυχισμένους, μόνο έτσι θα καταφέρεις να αφήσεις κάτι. Και από λογοτέχνες έχει ανάγκη, και από λάτρεις της λογοτεχνίας, έστω! Η βοήθειά σου τελειώνει όταν το παιδί θα πετάξει μόνο του, ελεύθερο, στους ουρανούς που θέλει. Αν όχι, θα έχει την ανάγκη να συμβαδίζει μαζί σου, να κάνει ό,τι έκανες κι εσύ ίσως, να συνεχίζει να σε συμβουλεύεται. Αλλά κι εσύ θα νιώθεις ότι συνεχίζει να έχει ανάγκη τις συμβουλές σου. Όμως ταυτόχρονα θα θυμώνει, και συχνά, όλο και συχνότερα. Δε θα «απογαλακτιστεί».

Εγώ συγγραφέας δε ξέρω αν γεννήθηκα ή αν θα φτάσω να γίνω, ίσως δε με ενδιαφέρει και καθόλου η απήχησή μου. Για να μάθω εγώ, γι’ αυτό διάβαζα και έγραφα, ανέκαθεν. Γενικά το πότε θα ζούσα ή το πώς, δεν το διάλεξα. Αλλά, ξέρεις, συγγραφέας θα ήθελα να πεθάνω. Γιατί αυτό είναι εγώ. Ακόμη κι αν δοξάζω όλους αυτούς, ακόμη και τους «κακοποιητικούς» επειδή με έφτασαν να το καταφέρω. Δε με πειράζει. Ο κάθε επισκέπτης στην πόρτα σου, ακόμη και κακός να αποδειχθεί, δεν έρχεται ποτέ με άδεια χέρια. Κι αν δεν φέρει δώρο, ίσως φέρει σοκολατάκια. Τουλάχιστον παρηγορητικό για τις μέρες που μας πιάνει αυτή η μελαγχολία, που μας τρώει αυτό το «γιατί». Αλλά αυτές τις μέρες «καταλήγουμε» λογοτέχνες, λίγο το’ χεις;! Και το γράψιμο είναι εγώ! Ίσως είναι και ο τρόπος να εκφραστεί το παιδί μέσα μου. Και δε χρειάζεται να αρέσει σε κανένα, αρέσει σε μένα! Θέλω να ακούσω τι μου λέει… Έχω αρχίσει να θυμάμαι αυτούσια κομμάτια της παιδικής ηλικίας, μόνο δικά μου. Μικραίνει το κενό, το ανικανοποίητο. Μεγαλώνει η καρδιά. Αλήθεια, μου φτάνει που ξέρω το γιατί είμαστε οι άνθρωποι δυστυχισμένοι. Μήπως να πιάσουμε όλοι μία πένα, ένα χαρτί και να στοχεύσουμε τη λογοτεχνία; Δυστυχισμένοι όμως λογοτέχνες! Γιατί όχι;

 

 

* Η Χριστίνα Γεωργαλλή, γεννήθηκε το 1991 και μεγάλωσε στην Κω. Σπούδασε λογοθεραπεία στα Ιωάννινα. Ζει στην πόλη Sheffield της Αγγλίας με στόχο να πραγματοποιήσει σπουδές στην ψυχολογία και τις νευροεπιστήμες. Ξεκίνησε να γράφει από το “Cogito ergo sum”, το προσωπικό της ιστολόγιο, το 2008.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top