Fractal

Η ζωή των Ελλήνων της Πόλης πριν και μετά τους διωγμούς που υπέστησαν από το τουρκικό μένος…

Γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης //

 

Θοδωρής Δεύτος «Είμαι πολίτισσα, τζάνουμ!», εκδ. Ωκεανός, σελ. 688

 

Το «Είμαι Πολίτισσα, τζάνουμ» που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδόσεις «Ωκεανός», είναι πράγματι ένα μυθιστόρημα ωκεανός, τόσο από την έκτασή του, όσο και από όσα μας αφηγείται ο συγγραφέας, προκειμένου να δώσει μέσα από τις ενθυμήσεις της Ρωξάνης και της Έλσας Κουμιώτη, τη μοίρα των Ελλήνων τής Κωνσταντινούπολης.

Το βιβλίο του Θοδωρή Δεύτου είναι, εκτός από αναδρομή στις μέρες και στα έργα της οικογένειας Κουμιώτη, ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο της Κωνσταντινούπολης των Ελλήνων, μιας πολύπαθης κοινότητας που ξεχώριζε για τον πολιτισμό της και την έφεση για δημιουργία, ένα ταξίδι σε χρώματα και μυρωδιές, σε γεύσεις, σε ήθη, στην παιδεία και στην κοινωνική διαστρωμάτωση, περιγράφοντας αδρά, αλλά και με σχολαστική λεπτομέρεια την καθημερινότητα αυτής της κοινότητας.

Η Κωνσταντινούπολη, παρά τα 500 χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, υποδέχτηκε τον 20ο αιώνα με τους Έλληνες κατοίκους της να ευημερούν και να ξεχωρίζουν από τον τούρκικο πληθυσμό. Το ελληνικό στοιχείο είχε όχι μόνο κατορθώσει να επιζήσει, αλλά ευημερούσε, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του τις τέχνες και το εμπόριο, αναπτύσσοντας τις σχέσεις του με την Ευρώπη και διακρινόμενο για την κοινωνική του εξέλιξη και τη διαφορετικότητα από τον κατακτητή.

Η σχέση του με το τούρκικο στοιχείο δήλωνε μιαν ανατροπή: Αφέντες ήταν οι κατακτημένοι. Όλα τα μεγάλα και σημαντικά είχαν τη σφραγίδα τής δημιουργικής ανησυχίας τού Έλληνα.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον εμφανίζεται να ταξιδεύει στον χωρόχρονο της αυγής του 20ου αιώνα η οικογένεια Κουμιώτη, με τη μητέρα Ρωξάνη σε πρώτο ρόλο. Η Ρωξάνη, Πολίτισσα κυρά, κινεί τα νήματα της ανατροφής των παιδιών της οικογένειας, ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις, δραστηριοποιείται έστω κινούμενη παρασκηνιακά στον κοινωνικό ιστό τής ελληνικής κοινότητας και αναδεικνύεται σε πρωταγωνίστρια σε κάθε φάση τής ζωής τής οικογένειας.

Ρωξάνη και Έλσα. Μητέρα και κόρη. Η κάθε μια με τη δική της ιστορία. Ο συγγραφέας συνθέτει ένα μυθιστόρημα με τις αναμνήσεις τους. Έτσι μπορούμε να πούμε πως έχουμε δυο μυθιστορήματα σ’ ένα ή ένα συρταρωτό μυθιστόρημα, που κάθε συρτάρι του κρύβει και ένα αφήγημα, το οποίο μπορεί να σταθεί και μόνο του ως διήγηση.

Η σημαντικότερη αρετή τού μυθιστορήματος είναι ότι δεν καταφεύγει ο συγγραφέας του σε γρίφους. Τα τελευταία χρόνια έχουμε κατακλυστεί από μυθιστορήματα που μοιάζουν περισσότερο σε έργα αστυνομικής λογοτεχνίας, ενίοτε και φανταστικής. Αδέλφια που χάνονται και ξαναβρίσκονται δεκαετίες μετά, λίγο πριν κάνουν έρωτα μεταξύ τους, μάνες που χάνουν τα παιδιά τους και τα βρίσκουν χρόνια αργότερα, κάτω από απίθανες συνθήκες και πλήθος παρόμοιων ανοησιών, σαν να βγήκαν από το ίδιο εργαστήρι με πρόθεση να καταπλήξουν τον αναγνώστη. Το μυθοπλαστικό στοιχείο κυριαρχείται περισσότερο από την αχαλίνωτη φαντασία, παρά από την έντεχνη πλοκή. Ό,τι πιο απίθανο επιστρατεύεται και ό,τι πιο ανόητο χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί η έκπληξη και να ζήσουν όλοι καλά, αδιαφορώντας αν το ίδιο καλά ζήσει και ο αναγνώστης.

Στον Θοδωρή Δεύτο δεν βρίσκουμε αυτά τα στοιχεία, και αυτό είναι σημαντικό και ευεργετικό. Αντίθετα βρίσκουμε μια διήγηση, πέρα για πέρα ομαλή, που κινείται σε δυο επίπεδα. Αυτό της μητέρας κι εκείνο της κόρης. Η μια συμπληρώνει την άλλη. Και οι δυο μαζί κεντούν με χρυσοβελονιές ένα σκηνικό που ξεκινά από τη Μικρασιατική Καταστροφή και φτάνει μέχρι τα τέλη τού περασμένου αιώνα. Σ’ αυτό το σκηνικό περιγράφονται γλαφυρά οι προσπάθειες των Ελλήνων τής πόλης να σταθούν στα πόδια τους, να προοδεύσουν, να ξεπεράσουν τις διώξεις, να μείνουν όρθιοι. Γιατί μπορεί να ζούσαν στην Πόλη κάτω από την κατοχή των Τούρκων, αλλά όπως τονίζει η Έλσα από την αρχή τού βιβλίου, η ψυχή τους ήταν γεμάτη Ελλάδα.

 

Θοδωρής Δεύτος

 

Χωρίς κανένα ντελίριο φαντασίας πορεύεται η αφήγηση των δυο γυναικών. Μέσα από τις διηγήσεις τής μητέρας Ρωξάνης μαθαίνουμε τα ιστορικά γεγονότα που υπήρξαν σταθμοί στην πορεία τής Κωνσταντινούπολης των νεότερων χρόνων. Και μέσα από έναν λόγο πλήρη στοχασμών αναγνωρίζουμε την ερμηνεία αυτών των γεγονότων, που τα προκάλεσε, είτε η υστεροβουλία των ξένων, είτε το άσβεστο μίσος τών Τούρκων κατά των Ελλήνων.

Αυτή είναι μία από τις πτυχές τής ιστορίας. Μια άλλη, εξόχως σημαντική, είναι πως κάποιες από τις διηγήσεις της λειτουργούν ως καθρέφτης των αντιλήψεων της εποχής για τον ρόλο τής γυναίκας ως νοικοκυράς, ως συζύγου, ως μητέρας, ως κοινωνικής μονάδας.

Η Ρωξάνη τού μυθιστορήματος είναι ένα πολυεργαλείο. Ερμηνεύει τους πάντες και τα πάντα. Η αφήγησή της είναι πλήρης υπαινιγμών για την ψυχολογική συγκρότηση των άλλων προσώπων που παρουσιάζονται διαδοχικά στην ιστορία της οικογένειας.

Η εναλλαγή αυτών των αφηγήσεων με την παράθεση των ιστορικών γεγονότων είναι ιδιαίτερα ομαλή, έστω και αν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποκτά διαφορετική εικόνα.

Τα ιστορικά γεγονότα παρελαύνουν στην πραγματική τους διάσταση, πλήρως απομυθοποιημένα από τον συγγραφέα και αυτό είναι ακόμα ένα θετικό πρόσημο στα τόσα άλλα που πρέπει να του καταλογίσουμε.

Απομονώνω κάποια σημεία της αφήγησης. Το παρακάτω αφορά την υποδοχή των προσφύγων στην Ελλάδα από τους ντόπιους.

«Κάποιοι νόμισαν ότι εμείς, οι νοικοκυραίοι, ήρθαμε εδώ για να επαιτήσουμε. Πόσο λίγο μας ήξευραν, πόσο λίγο μας μέτρησαν, μόνον η λέξη αιδώς τους αξίζει…»

Και σε άλλο σημείο, με τη φωνή της φορτωμένη πίκρα, αναρωτιέται η Ρωξάνη:

«Τι κατάρα είναι τούτη που μας κυνηγάει; Εκεί ήμασταν γκιαούρηδες που τους εκμεταλλευόμασταν, που ήμασταν τα αφεντικά και αυτοί οι δούλοι, που βαστούσαμε τον παρά. Κι είχαμε υποστεί τα πάνδεινα από έναν απαίδευτο και μοχθηρό λαό. Και ήρθαμε εδώ, στη μάνα Ελλάδα, κατατρεγμένοι, δυστυχείς, ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές μας εστίες, χωρίς περιουσίες, χωρίς παρά, ψυχολογικά ράκη, και αντί να μας αγκαλιάσουν, να μας συμπονέσουν, να μας συμπαρασταθούν, μας βρίζουν, μας προσβάλουν, μας λοιδορούν, μας κοιτάζουν με μισό μάτι, αισθάνονται ότι κινδυνεύουν από εμάς».

«Είναι σκληρό, είναι φαρμακερό βέλος στην καρδιά, να αποκαλείς έναν Πολίτη τουρκόσπορο…» αποφαίνεται η Έλσα σε κάποια στιγμή και αυτό είναι μια αδιάψευστη αλήθεια.

Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κάθε φορά που έφταναν Έλληνες πρόσφυγες στην Ελλάδα ετύγχαναν θερμής ή έστω αδιάφορης υποδοχής. Οι αντιδράσεις στο σύνολό τους ήταν αρνητικές. Παρόλα ταύτα στους πρόσφυγες οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος τής ανάπτυξης της χώρας, καθώς έδωσαν δυναμισμό και πνοή στα οικονομικά πράγματα της εποχής, ασχολούμενοι με την καλλιέργεια της γης, αλλά και το εμπόριο. Μέσα από τη λογοτεχνία, από την εποχή τού Μεσοπολέμου, ακόμα, έχουμε μαρτυρίες για αυτές τις ανάρμοστες συμπεριφορές και μαθαίνουμε πολύ περισσότερα από όσα αναφέρονται στα επίσημα έγγραφα.

Ο Θοδωρής Δεύτος μπαίνει με πολύ προσοχή και διακριτικότητα στο θέμα αυτό, όπως και σε άλλα πολιτικά θέματα που έχουν σχέση με τις αιτίες που προκάλεσαν τον διωγμό του ελληνικού στοιχείου τής Πόλης, αποκαλύπτοντας τις αλήθειες χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε σκληρούς χαρακτηρισμούς. Άλλωστε όλο το κείμενο διακρίνεται για την ευπρέπειά του και το σεβασμό των λέξεων.

Η πολυεπίπεδη χρονικά αφήγηση βοηθά τον αναγνώστη να έρθει σε πλήρη επαφή μ’ έναν ρέοντα χρόνο, έτσι που να γίνεται συνομιλητής τού συγγραφέα. Αυτό, γιατί η αφήγηση έχει μια αμεσότητα που θαρρείς πως είσαι παρών στα γεγονότα και ακούς τους διαλόγους.

Ακόμα και οι αναφορές στην οικιακή οικονομία εντυπωσιάζουν με τις λεπτομέρειές τους και τις εικόνες που δημιουργούν στον αναγνώστη.

Θα σταθώ σ’ ένα ακόμα στοιχείο του βιβλίου, με το οποίο και συντάσσομαι απόλυτα.

Αρκετοί ισχυρίζονται πως με τους απλούς Τούρκους δεν μας χωρίζει κάτι και ότι η όποια πολεμική, εμφανίζεται, εκπορεύεται από τις πολιτικές εξουσίες. Δεκάδες μυθιστορήματα έχουν ως άξονα αυτήν την αντίληψη. Μιλούν για στενούς δεσμούς φιλίας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, για φιλίες αδελφικές, για συναισθήματα χωρίς σύνορα των ανθρώπων του λαού.

Εγώ αναρωτιέμαι κάθε φορά: Άραγε αυτοί που αποτελούν τις ηγεσίες και δεν είναι λαός απλός, δεν έχουν προέλθει από τον λαό, από εκείνους που ισχυρίζονται πως τίποτα δεν μας χωρίζει; Και λέω πως όχι, μας χωρίζουν πολλά. Ένα μίσος άσβεστο που έχει τις ιστορικές καταβολές του. Ποτέ δεν ανέχθηκε ο Τούρκος την ιδέα ότι οι Έλληνες ελευθερώθηκαν από την κατοχή τους. Ποτέ δεν δέχθηκαν ότι εκείνοι είναι οι κατακτητές και οι καταπατητές των δικαίων του Ελληνισμού. Θεωρούν πως ό,τι έπραξαν ήταν το αυτονόητο για τη δόξα του Αλλάχ, άρα το αυτονόητο. Και ποτέ δεν ανέχθηκαν την ανωτερότητα του πολιτισμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας απέναντι στον δικό τους πολιτισμό.

Λυπάμαι που θα το πω δημόσια. Συμφωνώ απόλυτα με τα λόγια της Έλσας του μυθιστορήματος, άρα με τον συγγραφέα, που λέει:

«Είχε δίκαιο η μητέρα, είχαν δίκαιο όλες οι μειονότητες της πόλης που μια-μια βάλθηκαν να τις αφανίσουν, να τις ξεκληρίσουν. Σιγά-σιγά, αλλά με σχέδιο, τίποτε στην τύχη! Έτσι είναι η τουρκική πολιτική όταν σε θεωρεί αντίπαλο, όταν σε βάλει στόχο. Γιαβάς-γιαβάς, βήμα-βήμα, μέχρι την ολοκλήρωση του στόχου. Ακόμα δεν τους μάθαμε; Ακόμα τους μελετάμε;…»

Ανάμεσα στην αφήγηση της μητέρας Ρωξάνης, ξεδιπλώνεται και η περιπετειώδης ζωή της κόρης, της Έλσας. Η δική της αφήγηση φωτίζει άλλα κομμάτια, δίνει σε άλλους χαρακτήρες ζωή. Είναι το κομμάτι της ζωής μας που υπάρχει για να ζει τον έρωτα, την Τέχνη, την ενδοσκόπηση. Κι εδώ ο συγγραφέας γεμίζει με εικόνες τις σελίδες του, μέχρι που οι δυο παράλληλες αφηγήσεις συγκλίνουν το επιθυμητό σημείο. Στο να δώσουν ζωντανή την εικόνα της Πολίτισσας γυναίκας.

Καθαρή γραφή, ομαλή διήγηση που ξεκουράζει τον αναγνώστη, ο οποίος ζει μαζί με τα πρόσωπα του βιβλίου την περιπέτειά τους, μέσα απ’ την οποία βγαίνουν νικητές, υμνώντας τη ζωή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top