Fractal

Κριτική αποτίμηση της νέας ποιητικής συλλογής του Κωνσταντίνου Μπούρα

Του Χρήστου Σκιαδαρέση // *

 

“Είκοσι και πέντε ‘προσευχές’ ταπεινών και αδύναμων όντων” (Το καθένα προς τον δικό του «θεό») – Δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-ισπανικά), Κωνσταντίνος Μπούρας, Εκδόσεις Αγγελάκη, 144 σελ.

 

Η τελευταία ποιητική συλλογή του καταξιωμένου συγγραφέα, κριτικού θεάτρου και βιβλιοκριτικού, Κωνσταντίνου Μπούρα, “Είκοσι και πέντε “προσευχές” ταπεινών και αδύναμων όντων” (εκδόσεις «Αγγελάκη») είναι ένα αρκετά ευχάριστο -γεμάτο εκπλήξεις και πρωτοτυπίες- όσο και διδακτικό ανάγνωσμα. Μια ποίηση δηλωτική της μεστής κριτικής ματιάς του ποιητή όσο και της έμφυτης ανάγκης του να επικοινωνήσει την απρογραμμάτιστη ανάπτυξη και την υλιστική απληστία του ανθρώπινου είδους σε έναν μεταφυσικό παραλήπτη. Έστω και κάπως καταχρηστικά, η επιτομή αυτή μοιάζει αρκετά με «προσευχητάρι», με συλλογή από μικρές «Ακολουθίες» Παρακλητικών Κανόνων, οι οποίες επικαλούνται τη φιλευσπλαχνία και τη συγκατάβαση του Δημιουργού του Κόσμου, προκειμένου ο τελευταίος να αναχαιτίσει την κατακτητική διάθεση του αγνώμονα ανθρώπου απέναντι στην τροφό της ζωής, τη φύση, και τα πάσης φύσεως δημιουργήματά της, καθώς και να περιστείλει τη σχέση υποταγής και εξάρτησης, που έχει ο ίδιος επιβάλλει στον συνάνθρωπό του. Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, όπως και για ένα πλήθος άλλων, που προτίθεμαι ευθύς αμέσως να παραθέσω, η συλλογή αυτή διαφοροποιείται παρασάγγας από τις κοινότυπες που κυκλοφορούν, τόσο θεματικά όσο και μορφικά, όπως, φυσικά, και από τα προηγούμενα ποιητικά δείγματα γραφής του ποιητή.

Καταρχάς, αυτό που ξαφνιάζει στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ο καταμερισμός της δομής και δη του περιεχομένου της συλλογής. Τα «ταπεινά και αδύναμα όντα», που επιγράφονται στον τίτλο, ομαδοποιούνται, ουσιαστικά, σε δύο σύνολα  ͘  σεδεκαεπτά στον αριθμό- καταφρονεμένα ζώα και αρθρόποδα (έντομα), όπως πρόβατα, αγριοκάτσικα, κουκουβάγιες, πεταλούδες, τζιτζίκια κ.λπ., και σε οκτώ χειμαζόμενους τύπους ανθρώπων (ο φτωχός, ο αποτυχημένος, ο δημόσιος υπάλληλος κ.λπ.). Λέω «ουσιαστικά», διότι ο συγγραφέας «στην πράξη» αναμειγνύει τους εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου όλους μαζί, ίσως για να καταδείξει ότι, στο βάθος – βάθος, όλα τα έμβια όντα του πλανήτη «βράζουν στο ίδιο καζάνι», είναι οργανικά αλληλένδετα μεταξύ τους και, πιθανόν, η όποια δυστυχία τα ταλανίζει, να οφείλεται όχι μόνο στην απροθυμία του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τη Μητέρα – Φύση (και, κατ’ επέκταση, με τα πλάσματά της) αλλά και να αγαπήσει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Λειτουργούν, δηλαδή, χωρίς διάκριση, σαν σύμβολα ενός κόσμου που παραλογίζεται και ασφυκτιά  ͘  α. παραλογίζεται, επειδή δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτή την κατηφορική και αυτοκαταστροφική πορεία, που έχει χαράξει το είδος μας, συμπαρασύροντας στην άβυσσο και ό,τι άλλο το περικλείει ή το συναρτά και, β. ασφυκτιά, επειδή ακριβώς οι άνθρωποι έχουμε βαθιά αλλοτριωθεί από το φυσικό μας περιβάλλον και την εργασία μας, από τον συνάνθρωπο μα και τον ίδιο μας τον εαυτό, σε βαθμό τέτοιο που εκπλήσσουμε δυσάρεστα ακόμη και την υποδεέστερη -σε συγκριτικά πλεονεκτήματα- πανίδα του πλανήτη.

Με αφορμή, λοιπόν, τον άνωθι καταμερισμό του περιεχομένου, θα ήθελα, για αρχή, να καταπιαστώ με  τα ζώα και τα έντομα, αφού είναι διπλάσια στον αριθμό από τους τύπους των περιφρονημένων ανθρώπων και, ας μου επιτραπεί, τα μεγαλύτερα και αθωότερα ίσως θύματα της αλαζονείας μας και της καταστρατήγησης κάθε μέτρου από μέρους μας. Προσωπικά, λοιπόν, έχω την άποψη ότι, αν τα συμπαθέστατα όντα του ζωικού βασιλείου είχαν ανθρώπινη φωνή, σίγουρα κάπως έτσι, πάνω – κάτω, θα μυκτήριζαν ή θα σάρκαζαν την ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντί τους, όπως, δηλαδή, τα εξεικονίζει ο Μπούρας. Θα συμμαχούσαν, εν προκειμένω, όλα εναντίον μας και θα μας προπηλάκιζαν… για τα καλά.

Θαρρώ πως το εγχείρημα του Κωνσταντίνου Μπούρα είναι -από τη σύλληψή του μόλις-  αρκετά έξυπνο (λίγοι το έχουν τολμήσει, εξ ου και σπανίζει στην παγκόσμια γραμματεία), διότι έδωσε “βήμα έκφρασης” στο ζωικό βασίλειο, τέτοιο που το βοηθά να καταγγείλει -μέσα από τον προσήκοντα ανά περίσταση γλωσσικό «κώδικα» (βλ. παρακάτω)- την υπεροπτική στάση των ανθρώπων απέναντι στα ανυπεράσπιστα και ευάλωτα ζωντανά πλάσματα, ωσάν το είδος μας να έχει ξεχάσει ότι η φύση είναι και έλλογη και έμβια και ότι, κατά βάση, μας φιλοξενεί και μας ανέχεται χαριστικά (;)…. Εξάλλου, μόνο τυχαίο δεν το λες ότι όποιο ον δε διαθέτει…ανθρώπινη μιλιά, αυτομάτως κατατάσσεται σε δευτερευούσης σημασίας υπόσταση… Βέβαια, θα δικαιούνταν κάποιος να παρατηρήσει εδώ ότι υποτιμητικές διακρίσεις γίνονται και μεταξύ των ανθρώπων -κάτι που το καταγγέλλει, άλλωστε, και ο ίδιος ο συγγραφέας, με τους καταφρονεμένους τύπους ανθρώπων, στους οποίους δίνει τον λόγο-  οπότε…στα ζώα θα κολλάγαμε; Ορθά… Πολύ ορθά… Άρα, ένα βιβλίο – καταπέλτης κατά της αλαζονικής μας συμπεριφοράς ήταν άκρως επιτακτικό να γραφεί, για να βγούμε επιτέλους από αυτή την αυτοαναφορικότητα που εμμονικά, αν όχι ψυχονευρωτικά, μας διέπει, από την πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση και έπειτα.

Εξυπακούεται ότι αρκετοί θα εναντιωθούν σφοδρά στη θέση μας ότι σπανίως δίνεται ο λόγος στα ζώα. Και θα μας παραπέμψουν στον μακρύ και γνώριμο, λίγο – πολύ, κατάλογο προσφιλών συγγραφέων, που έχουν εμπνευστεί από τη μεγάλη τους αδυναμία για τα ζώα, όπως τον δικό μας Αίσωπο, τον Άντερσεν, τον Όργουελ, τον Μέλβιλ, τον Κάφκα, τον Ντίσνεϋ (κινούμενα σχέδια), τον  ξανά δικό μας Αρκά (εικονογραφημένα κόμικ) και τόσους και τόσους άλλους, που σίγουρα ξεχνώ και, αδίκως, αδικώ. Όμως, εγώ αναφέρομαι πρωτίστως στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Διότι, ναι μεν οι Καββαδίας, Σεφέρης, Σαχτούρης, Ρίτσος και αρκετοί ακόμη έχουν γράψει πλήθος γοητευτικών ποιημάτων, αφιερωμένων σε ζώα και δη σε γάτες, που έχουν ανθρωπομορφικές ιδιότητες (οι αλληγορίες κινητοποιούσαν πάντα πιο αποτελεσματικά την…ανθρώπινη φαντασία), αλλά κανένας από αυτούς, εξ όσων έχω υπόψη μου, δε συμπεριέλαβε σε ένα μόλις έργο του, ούτε ένα ούτε δύο αλλά… δεκαεπτά συνολικά ζώα και…ζωΰφια (!), ούτε τα έβαλε να υπερασπίζονται με σθένος τα δικαιώματά τους και τη χρησιμότητά τους στο οικοσύστημα, με τον πολυσχιδή και άκρως ευφυή τρόπο, που το κάνει ο Κωνσταντίνος Μπούρας. Διότι τα ζωντανά του Μπούρα δε διακωμωδούν απλώς τις κακές ανθρώπινες συνήθειες, που υπονομεύουν «ανοικτά» την ύπαρξή τους. Ούτε απλώς στηλιτεύουν -έστω και με τρόπο απροκάλυπτο τις πιο πολλές φορές- ορισμένες ενοχλητικές για τα ίδια αλήθειες. Πρωτίστως, υπενθυμίζουν το πόσο γελασμένα νιώθουν και το πόσο ανήμπορα να καταστήσουν ευρύτερα γνωστή τη φυσική τους αποστολή, όταν, μάλιστα, ο άνθρωπος επιμένει να φέρεται τόσο ανεύθυνα, τιποτένια και χρησιμοθηρικά απέναντί τους.

Γράψαμε πριν λίγο ότι «τα ζωντανά του Μπούρα διακωμωδούν…». Και θα σταθούμε λίγο περισσότερο στον όρο αυτό. Ναι, ο ποιητής μας, βάζει όλα τα ζώα του να χωρατεύουν, να εκμυστηρεύονται με τρόπο ευτράπελο τα παράπονά τους, να διασκεδάζουν με την κατάντια τους. Η επιλογή αυτή δικαιώνει απόλυτα τον συγγραφέα, αφού το χιούμορ λειτουργεί ευεργετικά και για τον αναγνώστη αλλά και…για τους ήρωές του, τα…άμοιρα ζωάκια.

Σε ό,τι αφορά τα «κέρδη» των αναγνωστών, αυτά συνοψίζονται στο ότι το «παιχνιδιάρικο» χιούμορ ενισχύει το αίσθημα ανωτερότητας που έχουμε οι άνθρωποι, εφόσον θεωρούμε ότι τέτοιες αστείες -ή ακόμη και αντίξοες- καταστάσεις δεν θα συμβούν ποτέ σε εμάς (!), μας απενοχοποιεί, βελτιώνει την ψυχική μας διάθεση, μεταβιβάζει με τρόπο ευχάριστο δυσάρεστα μηνύματα και μας υποβάλλει μια κλιμακούμενη διάθεση ευφορίας.

Σε ό,τι αφορά τα ζώα, αυτά υποχρεώνονται να «ξεκλειδωθούν» για να ακουστούν, σταματούν να είναι «λιγομίλητα» και «μετρημένα» (έτσι όπως, τουλάχιστον, τα εκλαμβάνουν οι άνθρωποι. Θυμίζουμε εδώ ότι ο Αριστοτέλης, επιδιώκοντας να προσδιορίσει τον άνθρωπο, τον περιέγραψε ως το μόνο από τα ζώα που γελά!), ορθώνουν ανάστημα, μιλάνε «ανοιχτά» για τα προβλήματά τους, γελάνε με την τρέλα των ανθρώπων, έρχονται σε ευθεία ρήξη μαζί τους. Αψηφώντας ίσως τον φόβο και τις αντιξοότητες που βιώνουν, τα ζώα επιτυγχάνουν να αφαιρούν κάτι από το βάρος τους. Έτσι, αντί να αντιμετωπίζουν με κατήφεια και απαισιοδοξία ή με άσχημη προδιάθεση, τέλος πάντων, τα παθήματά τους, περνούν στην αντίπερα όχθη, στην «αντεπίθεση», θα λέγαμε, και σαρκάζουν τους πάντες και τα πάντα ή αυτοσαρκάζονται ή  σατιρίζουν τις ατυχίες τους. Έτσι, όχι μόνο δυναμιτίζουν κάθε ανθρώπινη βεβαιότητα, όχι μόνο κλονίζουν τις παγιωμένες αντιλήψεις μας, όχι μόνο «τσαλακώνουν το περίβλημά» μας, αλλά αποδεικνύουν έμπρακτα πόσο πλούσιο συναισθηματικό κόσμο διαθέτουν όσο και πόσο υψηλή πνευματική στάθμη.

Κωνσταντίνος Μπούρας

 

Είπαμε πολλάκις ότι στα είκοσι πέντε προσευχόμενα είδη του ζωικού βασιλείου περιλαμβάνονται και οκτώ τύποι ανθρώπων. Αν εξαιρέσουμε αυτούς του «δημοσίου υπαλλήλου» και του «ταλαίπωρου ποιητή», που είναι «φως – φανάρι» «οι σάκοι του μποξ», εφόσον, αντικειμενικά, δέχονται τα πιο πολλά χτυπήματα από μέρους των συμπολιτών τους και της εξουσίας  (οι μεν ως ευνοημένοι του συστήματος, οι δε ως εχθροί του), όπως και αυτόν του «τρελού», που καταγγέλλει τον φόβο του για τον τρόπο που ενεργούν και σκέπτονται οι…λογικοί, μεγάλη έκπληξη προκαλούν το…επάγγελμα της «χαρτορίχτρας» και, ακόμη περισσότερο, η συμπερίληψη στα ταπεινά και αδύναμα όντα ζευγαριών ανθρώπινων τύπων, που βρίσκονται σε ευθεία αντίστιξη μεταξύ τους ͘   του πλούσιου και του φτωχού από τη μια και του επιτυχημένου και του αποτυχημένου από την άλλη.  Η χαρτορίχτρα περιλαμβάνεται στα αδύναμα πλάσματα, ίσως επειδή…η μοίρα της προδιαγράφεται καθαρά από την ικανότητά της… να εμπνέεται απ’ τους πελάτες της. Ωστόσο, η κατάταξη του «πλούσιου» όπως και του «επιτυχημένου» ανθρώπου στα «ταπεινά κι αδύναμα όντα» λιγάκι «ξυνίζει», σε μια πρώτη ματιά, τουλάχιστον. Εντούτοις, σε μια δεύτερη και, ίσως, πιο νηφάλια, πείθει σαφώς περισσότερο και μοιάζει να ευσταθεί ως κρίση, αφού, αφενός μεν, ο «πλούσιος» δεν ευτυχεί απόλυτα ποτέ, όσο τον καταδυναστεύουν η ανία και ο κίνδυνος ξεμυαλίσματός του από κάποιον… παράφορο έρωτα και, αφετέρου δε, ο «επιτυχημένος» συναρτά την ευτυχία του αποκλειστικά από το βαθμό που επιτυγχάνει να εκπληρώνει όλους τους στόχους -αλτρουιστικούς και μη- που θέτει. Και η παραμικρή απόκλιση από τη στοχοθεσία του είναι ικανή να τον κατακρημνίσει συθέμελα.

Στην ενδιαφέρουσα και άκρως πρωτότυπη αυτή συλλογή, ο Κωνσταντίνος Μπούρας μεταχειρίζεται την πρωτοπρόσωπη ομοδιηγητική – αυτοδιηγητική αφήγηση, την οποία εναλλάσσει και με άλλες μορφές αφήγησης. Αυτό είναι απόλυτα λογικό, αφού, όπως προειπώθηκε, πρόκειται για είκοσι πέντε «προσευχές» ταπεινών και αδύναμων όντων, που απευθύνονται, πρωτίστως, προς τον Δημιουργό του Σύμπαντος Κόσμου. Άρα, σε κάθε ποίημα, ο αφηγητής  ταυτίζεται και με κάποιο αδύναμο πλάσμα, που εξομολογείται τους πόνους του και τα πάθη του από τη δική του οπτική γωνία, έτσι όπως τα έχει βιώσει το ίδιο. Με τον τρόπο αυτό, και τα γεγονότα εξιστορούνται (οι καταγγελίες, τα «χειροπιαστά» παράπονα που έχουν τα αδύναμα όντα από τα πιο δυνατά) αλλά και οι λεπτομέρειες, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του αδυνάμου, τον τρόπο που σκέφτεται, τη συναισθηματική του φόρτιση ή τη διάθεση αποστασιοποίησής του από τα συμβάντα, αναδεικνύονται και φωτίζονται εναργέστερα και κατατοπιστικότερα.

Αν, προηγουμένως, γράψαμε ότι οι είκοσι πέντε προσευχές απευθύνονται «πρωτίστως» στον Δημιουργό του Κόσμου, το κάναμε διότι πιστεύουμε ότι, …δευτερευόντως, έχουν ως παραλήπτη τους τον ίδιο τον άνθρωπο. Κι αυτό το ισχυριζόμαστε επειδή στην προθετικότητα του συγγραφέα είναι εξόφθαλμη η διάθεση να χλευαστούν τα διφορούμενα κίνητρά του βιομηχανοποιημένου ανθρώπου, η αλλοτριωμένη νοοτροπία του και η ελλειπτική συμπεριφορά του. Τα ζώα, απ’ την άλλη, εμφανίζονται να διαθέτουν πλούσια πνευματικά χαρίσματα, αλλά και ικανότητες να υπερασπιστούν επαξίως τους εαυτούς τους, να τους προστατέψουν, μ’ άλλα λόγια, από τις μύριες όσες «τρικλοποδιές» συχνάκις τους βάζουμε. Στα εκφραστικά μέσα του Μπούρα θα περιλαμβάναμε -εκτός από το χιούμορ και τη σάτιρα που προαναφέραμε- και τα πικρόχολα σχόλια, την «πιπεράτη» γλώσσα και τις «καυστικές» ή, έστω, βαθιά φιλοσοφημένες τοποθετήσεις του. Ο ποιητής μας, παρωδεί -με μεγάλη ευχέρεια- υπαρκτές καταστάσεις και, με το βαθύ, κριτικό του πνεύμα, τις μυκτηρίζει, για να υπονομεύσει τις σαθρές και ανευθυνοϋπεύθυνες στάσεις και συμπεριφορές που -χωρίς σαφή, συνήθως, αιτία και αφορμή-  υιοθετούμε. Επιπλέον «όπλα» στη φαρέτρα του Μπούρα είναι η παρατηρητικότητα, η οξεία αντίληψη, η σαφήνεια, ο εύγλωττος υπομνηματισμός, η άσκηση έντονης κοινωνικής κριτικής, ο καθαρός και χυμώδης λόγος, η αστραφτερή και ζωντανή γλώσσα.

 

 

Ας μην λησμονηθεί, τέλος, και η δίγλωσση (ελληνική – ισπανική) κυκλοφορία του έργου στον ίδιο τόμο (την απόδοση των ποιημάτων στα ισπανικά υπογράφει ο Xοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο). Το έχουμε πει πολλές φορές ότι η σύγχρονη ελληνική ποίηση έχει τα φόντα να πρωταγωνιστήσει και να «λάμψει» στο διεθνές στερέωμα, αρκεί οι ξένοι να τη μελετήσουν επισταμένα και απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις και στερεότυπα, που σχετίζονται είτε με την οικονομική είτε την πολιτιστική χρεοκοπία της χώρας μας. Ουαί και αλίμονο αν η καλή ελληνική ποίηση σταμάταγε… στον Ελύτη! Ουαί και αλίμονο!

Η μόνη, ενδεχομένως, καλοπροαίρετη παρατήρηση που θα μπορούσε κάποιος να κάνει είναι ότι οι προσευχές, που αφορούν τους τύπους των ανθρώπινων όντων, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε άλλο, ξεχωριστό τόμο ή σε ξεχωριστό κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου. Επίσης, στα ταπεινά κι αδύναμα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να προστεθούν οι γυναίκες (μητέρες, εργαζόμενες και μη), οι χειρώνακτες, οι οδοκαθαριστές, οι αλιείς και όσοι ασχολούνται με παραδοσιακά (και παραμελημένα πια) επαγγέλματα. Σε ό,τι δε έχει να κάνει με το ζωικό βασίλειο, υπάρχουν και άλλα συμπαθή ζωάκια  (χελώνα, λαγός, φίδι, γουρούνι κ.λπ.) ή έντομα (κατσαρίδα, αράχνη, σαράκι, σκόρος, σκουλήκι ξύλου κ.λπ.), που έχουν δεινοπαθήσει -εξίσου βάναυσα με τα ήδη περιληφθέντα στη συλλογή- από τον άνθρωπο και θα δικαιούνταν… ένα βήμα έκφρασης των παραπόνων τους. Όλα αυτά, ωστόσο, επαφίενται αποκλειστικά στον δημιουργό και στα κριτήρια που ο ίδιος λαμβάνει υπόψη του κάθε φορά κατά τον σχεδιασμό και τη συγγραφή ενός λογοτεχνήματος. Τα υπόλοιπα είναι λόγια για να λέγονται.

Συνοψίζοντας, το βιβλίο «Είκοσι και πέντε «προσευχές» ταπεινών και αδύναμων όντων» του Κωνσταντίνου Μπούρα είναι μια πολύ αξιόλογη ποιητική κατάθεση, διότι τέρπει, διδάσκει, σωφρονίζει και ανοίγει δρόμους σκέψης και προβληματισμού πάνω σε θέματα – «ταμπού», που λίγοι τολμούν να θίξουν ή, έστω, να καταγράψουν. Ο Μπούρας, επειδή αισθάνεται εκ πεποιθήσεως ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό προς τα έμβια όντα του πλανήτη μας, διάλεξε να εκφράσει ποιητικώς την επιθυμία να εκδηλώσει την οφειλόμενη τιμή και μνήμη σε όλο αυτό που ονομάζουμε Φύση, Σύμπαν, Δημιουργία, Ζωή. Το εγχείρημά του στέφθηκε από επιτυχία, αν κρίνουμε από την υποδοχή που έτυχε από το αναγνωστικό κοινό. Ας ευχηθούμε τα …Μεγαλυνάρια του αυτά να αποβούν αχώριστο εγκόλπιο προσευχής για τους λάτρεις του είδους, με την προσδοκία και την ελπίδα ότι, στο άμεσο μέλλον, το ανθρώπινο ον θα συναισθανθεί έγκαιρα την εκφυλιστική του διαδρομή και θα απαλλαγεί το ταχύτερο δυνατό από τη φρούδα μεγαλομανία που το διακατέχει.

 

 

 

*  Ο Χρήστος Σκιαδαρέσης είναι Φιλολόγος – Ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top