Fractal

Δείγματα σύγχρονης Αιγυπτιακής Λογοτεχνίας – Απόσπασμα από το βιβλίο της Σοχέρ αλ Μουσάντφα «Το ταξίδι της Ύαινας»

Μετάφραση από τα αραβικά: Πέρσα Κουμούτση //

 

Egypt

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Το ταξίδι της Ύαινας»: Σοχέρ αλ Μουσάντφα, Αίγυπτος 2013.

 

Εδώ και  έναν περίπου χρόνο σχεδιάζω να χωρίσω αυτή τη μικρή αλεπού, να την πιάσω από τη μακριά αλογοουρά και να την πετάξω έξω από το σπίτι μου, έτσι όπως θα πέταγα ένα ψόφιο ποντίκι…                                                                                                                   Δένω τη γραβάτα με αργές κινήσεις, χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από το κρεβάτι. Περιεργάζομαι στο καθρέφτη το κοιμισμένο της πρόσωπο, μοιάζει με πρόσωπο αγγέλου ή σπάνια εικόνα αγίας στον τοίχο κάποιας εγκαταλειμμένης εκκλησίας, ξεχασμένη κάπου σ ένα ψηλό βουνό. Από τότε που την παντρεύτηκα, δεν έχω νιώσει ποτέ τις ανάσες της ενώ κοιμάται, γιατί τα βράδια μεταμορφώνεται σε ένα όμορφο πτώμα ή μια φωτογραφία σε εξώφυλλο περιοδικού. Ενώ εγώ για δέκα ολόκληρα χρόνια – όσο διάρκεσε και ο γάμος μας- προσπαθούσα να ελέγχω τις ανάσες μου, αφού το ροχαλητό μου ήταν τόσο δυνατό, που συχνά ξυπνούσα έντρομος σαν από εφιάλτη. Μια μέρα τη ρώτησα αν το ροχαλητό μου την κρατούσε ξύπνια τις νύχτες και τότε εκείνη μου χαμογέλασε  με τρυφερότητα, αφήνοντας να φανεί εκείνο το συναρπαστικό λακκάκι που εμφανιζόταν στο πιγούνι της όταν χαμογελούσε ή όταν γέλαγε. Ήταν τόσο υπέροχο που πολλές φορές, όταν βγαίναμε, φρόντιζα να της φέρομαι εκνευριστικά ή με σκληρότητα μόνο και μόνο για να μη χαμογελά. Έπειτα με φίλησε απαλά στο μέτωπο και μου είπε με πλήρη βεβαιότητα, τονίζοντας την κάθε λέξη, την κάθε συλλαβή που άρθρωνε ψιθυριστά. « Αγαπώ τα πάντα σε σένα, αγαπώ κάθε τι δικό σου. Γιατί εγώ απλά σε αγαπώ.» Παρά λίγο να στραγγαλίσω τον εαυτό μου με τη γραβάτα, ενώ  παρατηρώ τα απαλά μαύρα  φρύδια της, τα περασμένα με κοχλ μάτια της και τη σταρένια επιδερμίδα του προσώπου της που είναι ποτισμένη με το ροδαλό χρώμα του ύπνου. Τα μακριά της μαλλιά, σαν χείμαρρος από μαύρες μεταξένιες κλωστές, έχουν χυθεί άτσαλα στο μαξιλάρι. Τα χείλη της, δυο κατακόκκινα κεράσια, μόλις ανεπαίσθητα ανοικτά, μοιάζουν σαν να αδημονούν, σαν να περιμένουν ακόμα το φιλί μου, ενώ η  εξαίσια μικροσκοπική μύτη της, που τόσο αγάπησα και πόθησα και που η σκιά της έπεφτε στο μάγουλο της, με προκαλούσε να τη δαγκώσω απαλά. Στην πραγματικότητα, το πρόσωπο της ήταν από εκείνα που κάθε σκηνοθέτης ερωτικών ταινιών θα έβρισκε ιδανικό. Εξέπεμπε τέτοιο ερωτισμό που δε θα χρειαζόταν να φωτίσει κανένα γυμνό μέρος του κορμιού της. Κλείνω την πόρτα, ενώ εξακολουθώ να φαντάζομαι τον εαυτό μου να πιέζει με μένος το μαξιλάρι πάνω στο όμορφο αυτό πρόσωπο, βλέπω ακόμα τα γυμνά της πόδια να σπαρταρούν, ενώ προσπαθεί να αντισταθεί. τα χείλη μου να ματώνουν από την ένταση της ηδονής, πριν όλα ηρεμήσουν σαν τον θάνατο.

Κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες. Δεν έβλεπα πια τίποτα μπροστά μου παρά μόνο το μελανιασμένο της πρόσωπο, τη κατακόκκινη γλώσσα της να κρέμεται έξω από τα χείλη.  Φαντάστηκα να χαιρετώ τον επιστάτη ή να απαντώ στο κινητό εξηγώντας στον αρχισυντάκτη μου ότι άργησα εξαιτίας της κίνησης και ότι πολύ σύντομα θα βρισκόμουν στο γραφείο. Αλλά τότε με ξάφνιαζε πάλι το αβρό της πρόσωπο. Άραγε με απατά αυτό το όμορφο έντομο; Και άραγε πόσες φορές σπίλωσε την τιμή μου όλα αυτά τα χρόνια; Και γιατί βασανιζόμουν από τις ενοχές, ενώ το μόνο που επιθυμούσα ήταν να την εγκαταλείψω; Πάντα ήθελα να αποκτήσω ένα παιδί. Τώρα το θέλω πιο πολύ. Δεν είμαι πια νέος, έχω περάσει τα  πενήντα. Ένα παιδί που να φέρνει το όνομά μου. Άραγε τι είδους μαγεία διέθετε  αυτή η στείρα γυναίκα που με κράτησε δέσμιο  της όλα αυτά τα χρόνια; Και γιατί με ένοιαζε τι θα απογίνει σ’ αυτή τη ζωή όταν θα έφευγα; Τι είναι εκείνο που με έκανε να πιστέψω ότι με αγαπά σε βαθμό λατρείας και δεν σκεφτόμουν παρά τη δική της μοίρα και όχι τη δική μου ευτυχία; Ναι, τι θα μπορούσε να γίνει, αν έφευγα, τελικά; Μήπως θα αυτοκτονούσε, θα αρρώσταινε βαριά από τη στενοχώρια της; Θα έθαβε τον εαυτό της ζωντανό; Θα έχανε εντελώς τα λογικά της;

Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει από τότε, και εγώ προσπαθούσα ακόμα να βρω το κουράγιο να την εγκαταλείψω, και θα το έκανα, αλλά δεν έβρισκα την παραμικρή αφορμή, την τόσο δα ελάχιστη θρυαλλίδα  να το κάνω, να βάλω επιτέλους σε πράξη το σχέδιό μου. Κάθε πρωί που ξυπνούσα, επινοούσα και ένα καινούριο σενάριο που όμως κατέρρεε γρήγορα, όπως όλα όσα προηγήθηκαν. Κατέρρεαν μπροστά στη θέα αυτού του πιγουνιού, των χειλιών, της γαλήνης που απέπνεε το πανέμορφο πρόσωπο της, την άνευ όρων αγάπη της.. Επέστρεφα από την εφημερίδα κι έβρισκα το σπίτι μου να λάμπει από καθαριότητα, το γεύμα μου έτοιμο στο τραπέζι και εκείνη να με περίμενει ντυμένη με άψογη κομψότητα και γεμάτη λαχτάρα. Η δίψα της για το δικό μου κορμί έσταζε από τα μάτια της και τότε εγώ την έσερνα πάλι από τα μαλλιά και ούρλιαζα στο πρόσωπό της, με όποιον τρόπο ήθελα. «Γιατί μου τηλεφώνησες στην εφημερίδα, δεν καταλαβαίνεις πόσο απασχολημένος είμαι εκεί;» Και τότε το κορμί της  παραδινόταν εντελώς στα χέρια μου κι ανάμεσα στα  δάκρυα της ψέλλιζε, «Εσύ δεν μου ζήτησες να σου τηλεφωνήσω;» Ένιωθα ξαφνικά το σώμα της να πάλλεται βασανιστικά ανάμεσα στις παλάμες μου και τότε έπεφτα σαν το θηρίο πάνω της, να σβήσω τα δάκρυα της με τα φιλιά μου και να σπαράξω το κορμί της με το δικό μου κορμί,  ενώ οι μακριές τούφες της ήταν ακόμα μπλεγμένες στα δάκτυλα μου.

 

so2Α

 

Ξεκουμπώνει το πουκάμισό της και κοιτάζω αχόρταγα τα στήθη της. Ξαφνιάζομαι γιατί ποτέ ξανά ως αυτή τη στιγμή δεν πέρασε από το νου μου να κατασκοπεύσω τη γυναίκα που συχνά ξεχνούσα ότι είναι η δική μου. Ότι θα κοιτούσα αδιάκριτα το κορμί που γνώριζα κάθε του λεπτομέρεια. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να κάθεται με αυτόν τον τρόπο στο κάθισμα του γραφείου. Έχει σταυρώσει τα πόδια της σα να κάθεται στο πάτωμα και κοιτάζει τον ανεμιστήρα του ταβανιού ενώ περιστρέφεται αργά. κάπου κάπου αυτό αφήνει ένα μικρό τρίξιμο προκαλώντας τη να σηκώσει πάλι το βλέμμα. Στενεύει τα μάτια της όταν αυτά συναντούν το φως της λάμπας. Έχει μαζέψει τα μαλλιά της σε ένα κότσο και σκύβει κάθε τόσο πάνω από κάτι λευκά χαρτιά και τα μουτζουρώνει. Οι σταγόνες από τον ιδρώτα της πέφτουν πάνω στο χαρτί, αλλά κάθε τόσο επιμένει να υψώνει το πρόσωπο στο ανεμιστήρα, στο σημείο όπου έχω τοποθετήσει τη  μικροσκοπική κάμερα, σαν να παρακολουθεί τα ‘φτερά του ενώ περιστρέφονται. Έπειτα τα μάτια της αστράφτουν σαν έναν τρελό που καταδιώκει ένα κοπάδι πρόβατα, ένα κοπάδι που κανείς άλλος δε το βλέπει παρά μόνο εκείνος. Πόσο μισώ αυτή τη γυναίκα! Μισώ το πρόσωπό της που σκληραίνει ξαφνικά, τα μεταξένια της μαλλιά που έχει μαζέψει πίσω στο κεφάλι, το λακκάκι στο πιγούνι της. Τη μισώ! Παρόλα αυτά δε μπορώ να σταματήσω να την παρακολουθώ και να γεύομαι τις αντιδράσεις της. Ίσως γιατί είναι η πρώτη φορά που επιχειρώ να την κατασκοπεύσω με αυτόν τον τρόπο. Στην πραγματικότητα με εκπλήσσει ο ιδρώτας που στάζει από το μέτωπό της. Και ξαφνικά υψώνει τα μάτια της και συνεχίζει να με κοιτάζει ευθύβολα, ακριβώς μέσα στα μάτια, εννοώ βέβαια να κοιτάζει τη κάμερα. Όχι, είναι βέβαιο ότι δεν έχει αντιληφθεί  την ύπαρξη της. Όμως, τι ακριβώς κοιτάζει; Την παρακολουθώ ενώ προσπαθώ να ισιώσω την πλάτη μου, έχω ήδη κουραστεί από την παρατεταμένη αυτή στάση. Τη βλέπω σαν να είναι ένα ξένο σώμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Σαν να είναι καλυμμένη με έναν διάφανο μανδύα, του οποίου το υλικό δεν γνωρίζω. Τα σκούρα της μάτια που τείνουν προς το πράσινο όταν αντικρίζει το φως και που κάποτε τα κοίταζα με λατρεία, μοιάζουν με δυο κρυστάλλινες μικροσκοπικές σφαίρες, αντανακλούν κάτι που επίσης δεν γνωρίζω και σίγουρα δε μπορώ να δω. Νιώθω ότι ανάμεσα μας παρεμβάλλονται χιλιάδες θεάματα, πρόσωπα και φωνές, καταιγίδες, αστραπές, αχανείς έρημοι και ψυχές εξεγερμένες. κάποιες καλοσυνάτες και κάποιες άλλες επικίνδυνες, δαιμονικές. Πόσο ξένος νιώθω πια από αυτή τη γυναίκα που συνεχίζει να με στοχεύει με το βλέμμα της χωρίς να βλεφαρίσει ούτε μια στιγμή; Κλείνει τα βλέφαρα της για πρώτη φορά μετά από δέκα ολόκληρα λεπτά άχρονου χρόνου. Τα κλείνει αργά αργά και μοιάζει σαν να έχει  αγκαλιάσει κάτι εύθραυστο ή κάτι ρευστό που τρέπει μην της χυθεί έστω μια  σταγόνα από το περιεχόμενό του. Νομίζω, πώς αυτή ακριβώς τη στιγμή αρχίζω σιγά σιγά να αλλάζω, να μεταμορφώνομαι. Στα αλήθεια, ποιος θα το πίστευε, ότι εφεξής, θα έβλεπα τον κόσμο μέσα  από τα μάτια της; Μέσα από  τα μάτια της γυναίκας που σκόπευα  να εξαφανίσω;

 

soΗ Σοχέρ αλ Μοσάνφα είναι βραβευμένη πεζογράφος και ποιήτρια, και διευθύνει τον Εθνικό Οργανισμό Βιβλίου της Αιγύπτου.

Το συγκεκριμένο βιβλίο μεταφράζεται ήδη στα Ισπανικά, Τουρκικά και Ιταλικά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top