Fractal

“Εγώ κι εκείνος” // Διηγήματα “Ένα καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα”

Της Τζένης Μανάκη //

 

fractal_summerΈπληττα θανάσιμα όταν αναγκαστικά τον εγκατέλειπα. Αναγκαζόμουν να το κάνω πολλές ώρες την μέρα καθώς βρισκόμουν μ’ ένα σωρό κόσμο, όμως δεν αισθανόμουν άνετα. Νόμιζα πως ήμουν λειψός κι όχι μόνο. Κι αχάριστος. Γιατί μαζί του ένιωθα ολόκληρος, γινόμουν αυτός που ήθελα, θα τολμούσα να πω κατά περίπτωση,  αυτός που ονειρευόμουν.

Εκείνος μου έδινε μια αληθινή υπόσταση, αξία, με παρακινούσε να κάνω πράγματα που από μόνος μου δεν είχα ιδέα πως να τα κάνω, άσχετο αν δεν τολμούσα, είχα όμως το πλάνο. Συχνά αλλάζαμε ρόλους, εννοείται στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς που είχα επιλέξει ή που εκείνη μ’ επέλεξε.

Δεν έφταιγε μόνο η φυσική δειλία μου. Τα ξέρω τα κουσούρια μου, όχι γιατί τα κατάλαβα από μόνος μου. Μου τα επισήμανε εκείνος, με τη βαθιά, επιτακτική φωνή του, αργά για να τα εμπεδώσω και βέβαια με την πεποίθηση ότι θα τα διόρθωνα, όπως και κάποια που είχαν προηγηθεί, για τα οποία ομολογώ  κάτι κατόρθωσα. Πριν να υπάρξει αντιλαμβανόμουν τα λάθη πάντα μετά την ζημία. Από τότε που έκανε την εμφάνισή του στη ζωή μου, επαναλάμβανε ασταμάτητα αυτά που θα έπρεπε να είχα ήδη εφαρμόσει, ακόμη και καθυστερημένα, λες και μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να ”ξεκάνω” ότι είχε ήδη συντελεσθεί. Ήταν βέβαια και μερικές περιπτώσεις που την σήκωναν την δεύτερη προσπάθεια.

Την νύχτα κυρίως, η αλλαγή των ρόλων ήταν πιο εύκολη. Ήταν φορές που κατόρθωνε να με εξαϋλώσει ή να με καθίσει σ’ εκείνη την μωβ πολυθρόνα  και να με μετατρέψει σ’ εκείνον. Τότε  μεγάλωνε η δυστυχία μου. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που έβλεπα απέναντι. Δόξαζα την ώρα που μ’ επισκέφθηκε και μου έδωσε την δυνατότητα μιας κάποιας βελτίωσης αλλά κυρίως την τύχη να μεταβάλλομαι σ’ εκείνον έστω και κατά μόνας.  Όσες φορές το προσπάθησα ενώπιον τρίτων, έβλεπα στο βλέμμα τού κάθε απέναντι το ξάφνιασμα. Ήταν φορές που η εισβολή του ήταν βίαιη και ξαφνικά αποκτούσα μια τεράστια αυτοπεποίθηση που σχεδόν με τρόμαζε. Δυστυχώς τρόμαζε και τούς άλλους, καταλάβαιναν ότι δεν ήμουν εγώ, αλλά κάποιος άλλος κι έτσι άρχισα να πιστεύω ότι με θεωρούσαν παράξενο, πολλοί μάλιστα μου έδειχναν μια έλλειψη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης από αυτές τις εναλλαγές, που με στενοχωρούσε μέχρι που αναγκαζόμουν να υπαναχωρήσω να γίνω πάλι αυτός που στην πραγματικότητα ήμουν. Τους δικαιολογούσα, γιατί το ίδιο ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ μερικές φορές για εκείνους. Ίσως κι αυτοί δεν ήταν πάντα, αποκλειστικά,  ο γνωστός εαυτός τους …

Άρχισα να το παλεύω σταδιακά να ενσωματώνω στοιχεία του, έτσι από ένα σημείο και μετά είχα αρχίσει να πιστεύω ότι υπήρξε μία έστω κι ελάχιστη μετάλλαξη. Φαινόταν από τις συμπεριφορές των φίλων και γνωστών. Μου έδειχναν μια μεγαλύτερη συμπάθεια και κατανόηση, έτσι τον ευγνωμονούσα που είχε έρθει στη ζωή μου. Ρολάριζε μια χαρά αυτή η σταδιακή εμφυλλοχώρηση μέσα μου. Προσπαθούσα είναι η αλήθεια αδιαλείπτως κι είχα αρχίσει να πιστεύω ότι κάποτε θα γινόμασταν ένας! Αλλά όπως σ’ όλα σχεδόν τα επίπεδα, σ’ αυτήν την υπέροχα άθλια ζωή, συνέβη κι εδώ η ματαίωση. Ήταν τότε που αντιλήφθηκα ότι δεν ήμασταν μόνοι μας. Νέοι εισβολείς αράδιαζαν φαρδιά πλατιά τις ιδέες και τις γνώμες τους για τις συμπεριφορές μου. Μάλιστα ένας μου έλεγε: ”Να είσαι ο εαυτός σου! Όλες οιάλλες θέσεις είναι κατειλημμένες!” Αυτός ο άθλιος από κάπου την έκλεψε αυτή την φράση και μου την πάσαρε για δική του, ωστόσο μ’ επηρέασε, ίσως γιατί την επαναλάμβανε τόσο συχνά  που άρχισα να βλέπω τον καινούριο εαυτό μου σαν τα άνοστα προϊόντα γενετικής μετάλλαξης.

Επανερχόμουν συχνά στα παλιά κυρίως όταν ήταν παρούσα η υπέροχη Έρση, μακρινό επίμονο, απραγματοποίητο ερωτικό  μου όνειρο, η οποία μια μέρα εντελώς αναπάντεχα με κοίταξε έντονα στα μάτια και μου είπε:

Αυτό που μου είναι ιδιαίτερα συμπαθητικό σ’ εσένα είναι αυτή ανασφάλεια, η διάχυτη αίσθηση της αμφιβολίας για την αξία σου, σε κάνει τόσο συμπαθητικά ευάλωτο που θέλω πραγματικά να σε σφίξω στην αγκαλιά μου!”

Την κοίταξα με πραγματική απορία για ελάχιστα δευτερόλεπτα, πήρα μια βαθιά ανάσα, επιστράτευσα όλο το ουσιαστικά δικό του θάρρος και τον έδιωξα. Αν και πρόσεξα κάτι παράξενο στο βλέμμα της δεν πτοήθηκα από την πιθανότητα να είχε κάτι καταλάβει από την όλη διαδικασία.

Και γιατί δεν το κάνεις;” της είπα με την ολοδική μου φωνή.

Βρεθήκαμε σφιχταγγαλιασμένοι, ‘Σ΄ αγαπώ εδώ και καιρό” μου είπε, ”αλλά δεν τολμούσα να σου το πω!”. ” Κι εγώ” της απάντησα και την κράτησα  σφιχτά πάνω στο στήθος μου. Ένιωσα μια φλόγα σ’ όλο μου το σώμα που έκαψε κάθε τι ξένο μέσα μου. Τότε ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο, μια  αυθεντική ολοκλήρωση!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top