Fractal

Οι αντανακλάσεις ενός προσώπου

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Χάουτον Κλοντ: «Εγώ είμαι ο Τζόναθαν Σκρίβενερ», Μετάφραση: Αλέξανδρος Καλοφωλιάς, Εκδόσεις Καλέντης, σελ. 384

 

Ο Χάουτον Κλοντ θέλοντας να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα ενός μυστηριώδους προσώπου μιας εποχής που άλλαζε άρδην στο Λονδίνο του 1930, χρησιμοποιεί έναν  ευρηματικό τρόπο για την ανακάλυψη αυτής της προσωπικότητας, μέσω πέντε ατόμων που τον συναναστράφηκαν έστω και λίγο. Για την ολοκλήρωση του σχεδίου του, βάζει τον ήρωα του μυθιστορήματός του να είναι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος και με την όμορφη  και ρέουσα γεμάτη μεταφορές γραφή του, μας προσφέρει ένα απολαυστικό ψυχογραφικό μυθιστόρημα.

Ο Τζέιμς Ρέξαμ είναι ένας άντρας 39 ετών. Νιώθει αποτυχημένος από τη ζωή του, γιατί από πολύ νέος έμεινε ορφανός και τελείως μόνος στον κόσμο, οπότε μπαίνει στη βιοπάλη για να μπορέσει να ζήσει. Βαριόταν αφόρητα τη δουλειά που αναγκάστηκε να κάνει, ως επίσης και τη μονότονη και μοναχική ζωή του, μέχρι που μια αγγελία στις εφημερίδες του άλλαξε τη ζωή. Κάποιος πλούσιος επιχειρηματίας ονόματι Τζόναθαν Σκρίβενερ λόγω απουσίας του στο εξωτερικό ζητούσε γραμματέα. Η αίτηση που έκανε έγινε αποδεκτή και πολύ σύντομα βρέθηκε στο Λονδίνο, εγκατεστημένος σ’ ένα πολυτελές διαμέρισμα με μια υπέρογκη πλούσια βιβλιοθήκη, που ήταν στην αρμοδιότητά του να την τακτοποιήσει. Το αφεντικό που τον προσέλαβε εφόσον είχε φύγει πριν τον προσλάβει δεν το γνώρισε, αλλά είχε τη δυνατότητα επικοινωνίας μέσω του δικηγόρου του, αλλά και με επιστολές. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο διαμέρισμα τον επισκέφτηκαν πέντε άτομα, η Φραντσέσκα, η Πολίν, ο Μίντλτον, ο Ρίβερς και ο Ντένβερς, που ζητούσαν τον Σκρίβενερ και έλεγε ο καθένας ότι τον ήξερε καλά, αλλά στην ουσία έδειχναν ότι δεν τον ήξεραν καλά, γιατί  ο καθένας τον περιέγραφε με το δικό του τρόπο σαν να επρόκειτο για πέντε διαφορετικά πρόσωπα και όχι για ένα.

Η Φραντσέσκα ήταν το πάθος, που του ξυπνούσε, η Πολίν ένιωθε μόνη γιατί  ήξερε μόνο αυτό που δεν ήθελε κι αυτό κέντριζε τον Σκρίβενερ γιατί κι αυτός ένιωθε ολομόναχος στον κόσμο. Ο Μίντλον προσέγγισε τον Σκρίβενερ με τη διάθεση που είχε για την εξέγερσή του ενάντια στο πεπρωμένο του, γιατί κι ο Σκρίβενερ είχε κάποιες πικρίες από τη ζωή του. Ο Ρίβερς ήταν ένας τυχοδιώκτης, πράγμα που και ο Σκρίβενερ το ένιωθε για τον εαυτό του, ενώ ο Ντένβερς ήταν ο σκλάβος των διαστροφών, που αν κρίνουμε από παρόμοια βιβλία που είχε στη βιβλιοθήκη του ο Σκρίβενερ, δείχνουν ότι ενδιαφερόταν και γι’ αυτά. Όλοι αυτοί έβλεπαν το είδωλό τους στο καθρέφτισμα του Σκρίβενερ, αλλά ο καθένας τους νόμιζε ότι αυτό το είδωλο ήταν όλος ο άνδρας γι’ αυτό τον έβλεπαν διαφορετικά.

 

Claude Houghton

 

Ο Ρέξαμ, θέλοντας κι αυτός να τον γνωρίσει, αναζήτησε κι άλλες πληροφορίες για τον Σκρίβενερ, από άλλα πρόσωπα που τον γνώριζαν, αλλά και από τον δικηγόρο του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τελικά οι άνθρωποι αυτοί που τον είχαν πλησιάσει είχαν κι από ένα χάρισμα ή ελάττωμα που στην ουσία το είχε κι ο ίδιος ο Σκρίβενερ, μόνο που αυτός είχε καταφέρει ειδικά στα  ελαττώματά του να επιβάλλεται και να μην δείχνει ότι παρασύρεται. Απ’ όλες τις πληροφορίες που συγκέντρωνε ο Ρέξαμ κατάλαβε ότι ο Σκρίβενερ τον έκανε γραμματέα ώστε μέσα απ’ αυτή τη θέση να καταφέρει ν’ ανακαλύψει το μυστικό του, γι’ αυτό τον έβαλε να έχει πρόσβαση σε συγκεκριμένες πλευρές της ζωής του, που είχε κρατήσει κρυφές από τους άλλους. Τον βοήθησαν επίσης οι φίλοι του, γιατί ο καθένας τους ήταν μια πόρτα για έναν κόσμο στον οποίο μπαίνοντας, μάθαινες κάτι γι’ αυτόν και ότι ενώ τα είχε όλα, όπως πλούτη, ταλέντα, νιάτα, ομορφιά και γενικώς είχε δοκιμάσει τα πάντα ακόμα και κάποιες διαστροφές, που κάποιοι απλώς ονειρεύονται να τα είχαν, εν τούτοις έπεσε σ’ ένα τέτοιο τέλμα που προτίμησε να τ’ απαρνηθεί όλα να κλειστεί στην απομόνωση, διότι ήξερε ότι η σωτηρία του βρισκόταν στην άρνηση όλων όσων είχε δημιουργήσει. Έπρεπε να βάλει στην άκρη όλες τις φιλοδοξίες που είχε, να μπει στην ερημιά και να έχει την πίστη και το κουράγιο να περιμένει μέχρι να του αποκαλυφθεί τι έπρεπε να κάνει.

Κι ενώ είχε καιρό να μάθει νέα από τον Σκρίβενερ γιατί δεν απαντούσε στις επιστολές του, αλλά ούτε επικοινωνούσε με τον δικηγόρο του, άρχισε να πιστεύει ότι ή αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε. Γρήγορα όμως διαψεύστηκαν οι ανησυχίες του, γιατί ένα βράδυ εκεί που ο Ρέξαμ δεν περίμενε κανέναν, εμφανίστηκε στην εξώπορτα του διαμερίσματος ένας άνδρας γεροδεμένος, με μάτια που αιχμαλώτιζαν και κεφάλι που έμοιαζε με αυτοκράτορα, του συστήθηκε προτείνοντας το χέρι του λέγοντάς του: «Εγώ είμαι ο Τζόναθαν Σκρίβενερ».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top