Fractal

Εγκώμιο των πουλιών ή Ο αντεστραμμένος καθρέφτης

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *

 

Giacomo Leopardi «Εγκώμιο των πουλιών», Μετάφραση: Χρήστος Μπιντούδης, εκδ. Άγρα, σελ. 48

 

Την Κυριακή 30 Νοεμβρίου 1828 γράφει ο Λεοπάρντι στο Zibaldone di pensieri (Σημειωματάριο σκέψεων): «Για τον ευαίσθητο και ευφάνταστο άνθρωπο ο οποίος ζει, όπως έζησα εγώ για μεγάλο χρονικό διάστημα, νιώθοντας και φαντασιώνοντας συνεχώς, ο κόσμος και τα αντικείμενα είναι κατά κάποιον τρόπο διπλά. Θα δει με τα μάτια του έναν πύργο, ένα χωράφι· θ’ ακούσει με τ’ αυτιά τον ήχο μιας καμπάνας· και την ίδια στιγμή με τη φαντασία του θα δει έναν άλλο πύργο, ένα άλλο χωράφι, θα ακούσει έναν άλλο ήχο. Σε τούτο το δεύτερο είδος αντικειμένων βρίσκεται όλη η ομορφιά και όλη η ευχαρίστηση των πραγμάτων. Θλιβερή είναι εκείνη η ζωή (και τέτοια είναι κοινώς η ζωή μας) που δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν νιώθει παρά μονάχα τα απλά αντικείμενα, μονάχα εκείνα των οποίων τα μάτια, τα αυτιά και οι άλλες αισθήσεις δέχονται το ερέθισμα». Θα δούμε ότι αυτή η ανάγκη να φανταστεί μια πραγματικότητα πέρα από τη «στυγνή και σκληρή πραγματικότητα» είναι ανάγκη ζωτική για τον Λεοπάρντι, τροφοδοτεί την έμπνευσή του αλλά και τη ζωή του την ίδια.

Κάτι ανάλογο δεν εκφράζει και στο ποίημά του Linfinito (To άπειρο), όπου ο φράκτης τού κρύβει τον ορίζοντα, αλλά πλάθει με τη φαντασία του εικόνες πέρα από αυτόν;

«Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο έρημος λόφος

Κι αυτός ο φράχτης, που σχεδόν κρύβει

Τον μακρινό ορίζοντα απ’ το βλέμμα.

Μα όπως στέκω κι ατενίζω, αχανείς

Εκτάσεις πέρα απ’ αυτόν, κι υπεράνθρωπες

Σιωπές, και βαθύτατη γαλήνη

Στη σκέψη μου φαντάζομαι…

…Έτσι σ’ αυτήν

Την απεραντοσύνη πνίγεται η σκέψη μου

Και γλυκό είναι το ναυάγιο σ’ αυτή τη θάλασσα».

Ο Λεοπάρντι περιγράφει στις παραπάνω γραμμές ό,τι ακριβώς συνέβη και στον φιλέρημο φιλόσοφο Αμέλιο Γεντιλιανό, ο οποίος είχε αποσυρθεί στην εξοχή, προκειμένου να αφοσιωθεί στις μελέτες του. Αλλά, ευτυχώς για εμάς, τα πουλιά θα τον συνεπάρουν με το κελάηδημά τους, η προσοχή του αποσπάστηκε και άφησε τη φαντασία του ελεύθερη: ακολουθεί τα πουλιά στο πέταγμά τους και στo τραγούδι τους, στο συνεχές φτερούγισμά τους· περιγράφει έναν κόσμο όχι απλώς ξένο, όχι απλώς διαφορετικό, αλλά ολωσδιόλου αντίθετο εκείνου των ανθρώπων, του κόσμου της ανθρώπινης δυστυχίας. Κι έτσι ο Αμέλιος προχωρά σε μια σειρά συλλογισμών σχετικά με τα πλάσματα του ουρανού. «Τα πουλιά είναι από τη φύση τους τα ευτυχέστερα πλάσματα του κόσμου… αισθάνονται χαρά και ευθυμία περισσότερο από κάθε άλλο πλάσμα» (σ. 21). Ο Αμέλιος, το έτερο Εγώ του Λεοπάρντι, δεν ξεκινά την καταγραφή των σκέψεών του με ένα ερωτηματικό: «Είναι τα πουλιά από τη φύση τους τα ευτυχέστερα πλάσματα του κόσμου;»· αλλά με μια διαπίστωση, με μια κατάφαση: Είναι βέβαιο πως πουλιά είναι από τη φύση τους τα ευτυχέστερα πλάσματα του κόσμου. Όχι ο άνθρωπος, ο οποίος κομπάζει ότι είναι το τελειότερο πλάσμα της φύσης, αλλά τα πουλιά είναι τα τελειότερα πλάσματα της φύσης. Τα πουλιά, με εκείνη την αίσθηση ελευθερίας που τα χαρακτηρίζει, υμνούν κάθε στιγμή την ελευθερία που εμείς έχουμε χάσει, και που όσο τούτος ο πολιτισμός προχωρά φαίνεται να γίνεται ολοένα περισσότερο μια απλή επίφαση, μια φενάκη.

Ωστόσο, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων και παρερμηνειών, είναι απαραίτητο πριν προχωρήσω να προβώ σε ορισμένες επισημάνσεις. Η όλη οπτική υπό την οποία ο Λεοπάρντι «διαβάζει» τα πουλιά, και το τραγούδι τους, είναι μια οπτική ποιητική και φιλοσοφική. Προς τούτο και θεωρώ το Εγκώμιο ένα κείμενο εξόχως φιλοσοφικό. Τούτο σημαίνει ότι τα ανάγει σε ένα σύμβολο το οποίο του επιτρέπει συλλογισμούς και αφαιρέσεις· σύμβολο εντελώς απογυμνωμένο από κάθε επιστημονικό στοιχείο, όπως και μακριά από την απτή καθημερινή πραγματικότητα των πουλιών. Εξάλλου θα ήταν άδικο να του προσάψουμε έλλειψη γνώσεων για τον κόσμο των πτηνών οι οποίες ήρθαν στο φως με τις μελέτες της ορνιθολογίας και της ηθολογίας κατά τον 20ό αιώνα. Είναι ενδεικτικό ότι ένας συγγραφέας με σπουδές θετικών επιστημών, όπως ο Πρίμο Λέβι, καταπιάστηκε με το Εγκώμιο των πουλιών και μάλιστα χρησιμοποίησε ως τίτλο του δοκιμίου του μια ατόφια πρόταση του Εγκωμίου: «Le più liete creature del mondo», για να αποδείξει πως από επιστημονική άποψη δεν ευσταθούν όσα περιγράφει ο Λεοπάρντι για τα πουλιά. Στην ίδια λογική υποθέτω, κάποια στιγμή φαντάστηκε ότι έπαιρνε συνέντευξη από έναν κιτρινοπόδη γλάρο. Εκεί μεταξύ άλλων αναδεικνύεται και το ζήτημα των περιβαλλοντικών αλλαγών και των παρεμβάσεων του ανθρώπου στη φύση οι οποίες είχαν υποχρεώσει το συγκεκριμένο πουλί, αλλά υποθέτω ότι αυτό ισχύει και για άλλα είδη πουλιών και ζώων, να αλλάξει τον τρόπο διατροφής και διαβίωσής του, να προσαρμοστεί έτσι σε συνθήκες οι οποίες απέχουν από εκείνες της φύσης. Και μάλιστα ο συγκεκριμένος γλάρος είχε υποχρεωθεί από ψαροφάγος να γίνει ποντικοφάγος, παμφάγος ακόμη και σκουπιδοφάγος. Από την άλλη δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε πόσα επιπλέον προβλήματα δημιουργεί σε βάρος των πουλιών και αυτός ο ίδιος ο ανθρώπινος παράγοντας. Τι να πρωτοσημειώσω; Το γεγονός ότι για χάρη κάποιας υποτιθέμενης ακουστικής απόλαυσης τα φυλακίζουμε σε κλουβιά; Για τις μαζικές δολοφονίες οι οποίες οργανώνονται κάθε χρόνο με την άδεια της πολιτείας, για το κυνήγι μιλώ, και που θέλει να περνιέται για οικολογική και φυσιολατρική δραστηριότητα; Για τις υποτιθέμενες γιορτές των πουλιών που διοργανώνονται σε πολλά μέρη της Ιταλίας και οι οποίες έχουν ξεσηκώσει την αντίδραση πολλών ζωοφιλικών οργανώσεων;

Ας περιοριστούμε επομένως σε ό,τι ακριβώς θέλει να είναι το πουλί για τον Λεοπάρντι: ένα σύμβολο, πάνω στο οποίο θα αναπτύξει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του. Θεωρώ πως δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι τα πουλιά αποτελούσαν ανέκαθεν ένα σύμβολο για τον άνθρωπο και μάλιστα σε όλους σχεδόν τους πολιτισμούς. Κέντριζαν το ενδιαφέρον τους, εξήπταν τη φαντασία τους, τους πρόσφεραν ένα ερέθισμα να δουν τον κόσμο και την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο. Πριν ακόμη τα πουλιά αποτελέσουν έναν «λογοτεχνικό τόπο», είχαν αποτελέσει έναν «θρησκευτικό τόπο», λαμβάνοντας ασφαλώς υπόψη ότι τα όρια μεταξύ των διάφορων γνώσεων και τεχνών σε αρχαιότερες εποχές δεν ήταν πάντα ευδιάκριτα. Το πουλί, με τα φτερά του, με το τραγούδι του ή ακόμη και με το αυγό του, γίνεται αντιληπτό ως η καλύτερη ορατή εκδήλωση των σημαντικότερων άυλων αξιών, όπως η ψυχή ή το πνεύμα· και μάλιστα του απέδιδαν πάντοτε πολύ υψηλά νοήματα· ένα είδος αγγέλου, μεσολαβητή μεταξύ θεών και ανθρώπων. Συχνά οι άνθρωποι τα είχαν θεοποιήσει: ήταν αυτή η ικανότητά τους να συνδέουν τα επίγεια με τα επουράνια, αυτό το χάρισμα να ακυρώνουν τον νόμο της βαρύτητας και τα όρια, τους περιορισμούς της υλικής πραγματικότητας, να ταξιδεύουν μακριά, να χάνονται και να επιστρέφουν, αυτή η ελαφράδα της ύπαρξής τους, ως ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ γης και ουρανού, θεών και ανθρώπων που προφανώς γοήτευε ανέκαθεν· να τι ήταν ένα πουλί: ένας άγγελος, που έπρεπε να τιμάμε και να σεβόμαστε, να προστατεύουμε ή να επιθυμούμε την προστασία του. Τα αρχαιότερα ίχνη μιας συμβολικής σχέσης μεταξύ του ανθρώπου και του πουλιού χρονολογούνται στην ευρωπαϊκή παλαιολιθική περίοδο. Σχετική τοιχογραφία έχουμε ήδη στο σπήλαιο του Λασκώ στη Γαλλία. Και στον χριστιανισμό το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται «εν είδει περιστεράς».

 

Giacomo Leopardi

 

Τα πουλιά και ως «λογοτεχνικός τόπος», προκειμένου ο άνθρωπος να προβεί σε μια σύγκριση με τον εαυτό του ή με την κοινωνία γενικότερα ή ακόμα να προχωρήσει σε ευρύτερους και πιο αφηρημένους φιλοσοφικούς στοχασμούς έχουν μια μεγάλη ιστορία, ίσως όχι τόσο παλιά όσο στη θρησκεία, αλλά πάντα μακραίωνη. Στο διάβα του χρόνου τα πουλιά στη λογοτεχνία προσλαμβάνουν ολοένα νέες διάφορες και ποικίλες μορφές αλληγορίας και συμβολισμού για τη φυσική, την υπαρξιακή και κοινωνική συνθήκη του ανθρώπου σε συνδυασμό ασφαλώς με το κοινωνικό συγκείμενο. Η λογοτεχνία της εκάστοτε εποχής βρίθει από πουλιά και πολλοί συγγραφείς γοητευμένοι από τα πτηνά του ουρανού προχώρησαν σε σχετικές μεταφορές και συγκρίσεις. Ενίοτε η δράση του συγγραφέα, του καλλιτέχνη ή του στοχαστή παρομοιάστηκε με εκείνη των πουλιών, αυτών των φτωχών ζώων που χάρισαν στον άνθρωπο το πέταγμα, την ικανότητα να ξεφεύγει από την πεζή και σκληρή πραγματικότητα σε αναζήτηση νέων οριζόντων. Η ικανότητα να πετάς είναι η ικανότητα-δυνατότητα να ζεις σε μια διάσταση βαθύτατα διαφορετική από τη γήινη. Τα πουλιά με το πέταγμά τους είχαν καταστεί ανέκαθεν σύμβολα αυτεξούσιας κίνησης προς τη φυγή και την εξερεύνηση, αγγίζοντας τις ψυχές όλων των ευαίσθητων ανθρώπων. Θα σταθώ σε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου το πουλί συνδέεται με τον ποιητή· το τρίτο έρχεται από τον Λεοπάρντι.

«Το να επιθυμείς να είσαι πουλί είναι σημάδι ποιητικής ψυχής. Να λες αναστενάζοντας: “Α, τα φτερά, τα φτερά!”», γράφει ο Γουσταύος Φλωμπέρ στο Λεξικό των κοινών τόπων.

Στα Άνθη του κακού, του Μπωντλαίρ, συναντάμε το πουλί ως σύμβολο στο ποίημα «Άλμπατρος». Ο Μπωντλαίρ είχε παρομοιάσει τη μορφή του ποιητή μ’ εκείνη του άλμπατρος, του επιβλητικού πουλιού το οποίο στην ξηρά κινείται αδέξια και άχαρα, γιατί το εμποδίζουν τα φτερά του, ενώ στον ουρανό αποκτά ευγένεια και μεγαλοπρέπεια, όντας ικανό να πετάξει προς άγνωστους τόπους:

«Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί

που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,

σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή

μέσ’ στα γιγάντια φτερά χάνει τα βήματά του».

(μτφρ. Αλέξανδρου Μπάρα)

Στο Passero solitario, ποίημα πιθανότατα του 1829-1830, ο Λεοπάρντι συγκρίνει τη δική του μοναξιά με εκείνη ενός μοναχικού σπουργιτιού, το οποίο είναι στην κυριολεξία ένα είδος μοναχικού πουλιού. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο Εγκώμιο, στο Μοναχικό σπουργίτι, εκείνο που εν πρώτοις προκαλεί την εντύπωση του Λεοπάρντι, δεν είναι η ζωντάνια, η ελευθερία, η ζωηράδα και η «ελαφρότητα» του πουλιού, αλλά η μοναξιά του. Ο ποιητής στοχάζεται πάνω σε τούτη τη μελαγχολική ταύτιση που ενώνει τον ίδιο με το ταπεινό πουλί: αμφότεροι είναι υποχρεωμένοι να διάγουν μια μοναχική ζωή. Ωστόσο και εδώ υπάρχει κάτι που μας οδηγεί και πάλι στην κεντρική θεματική του Εγκωμίου: το μοναχικό σπουργίτι, επιθυμώντας από τη φύση του τη μοναξιά, δεν αντιλαμβάνεται τον πόνο του και επομένως δεν μπορεί να νιώσει παρά ευτυχία· αντιθέτως ο Λεοπάρντι έχει απόλυτη επίγνωση ότι δεν μπορεί να απολαύσει τα χρόνια της νιότης του, τα οποία θα νοσταλγεί, όταν θα είναι μεγάλος σε ηλικία. Στο Μοναχικό σπουργίτι ο Λεοπάρντι εκφράζει τον φθόνο του για το ταπεινό πουλί που δεν έχει επίγνωση της κοσμικής δυστυχίας, της μηδαμινότητας της ύπαρξης. Στην τελευταία στροφή απευθύνεται σε αυτό δίχως να μπορεί να κρύψει τη ζήλεια του: το σπουργίτι, μολονότι κι αυτό ακόμη έχει έμφυτο τον πόνο, δεν τον αντιλαμβάνεται, γιατί ζει ακολουθώντας το ένστικτό του, και επομένως παραμένει σε μια απατηλή συνθήκη ευτυχίας.

«Εσύ, μοναχικό πουλάκι, στο γέρμα

της ζωής που σου ’δωσε η μοίρα

σίγουρα για το ήθος σου

δεν θα πονέσεις· γιατί της φύσης είν’ καρπός

κάθε αποθυμιά σας».

Για μένα τo Εγκώμιο, όπως προανέφερα, παραμένει ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, και ως προς τον άνθρωπο ο αντεστραμμένος καθρέφτης του. Ένα κείμενο, παρά τον ελαφρύ και κάπως παιχνιδιάρικο τίτλο του, εξαιρετικού φιλοσοφικού βάρους και κυρίως βάθους. Και υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα θα πρέπει να το προσεγγίσουμε. Εξάλλου κάθε κείμενο των Μικρών ηθικών έργων, στα οποία εντάσσεται και το Εγκώμιο των πουλιών, είναι και μια σύντομη φιλοσοφική πραγματεία, κάτι άλλωστε που επισήμανε και ο ίδιος ο Λεοπάρντι. Η ανθρώπινη ματαιοδοξία και η ματαιοδοξία της μόδας, η ματαιότητα της ύπαρξης, ο θάνατος, το σύντομο και το ευτελές του ανθρώπου, η ελευθερία και ο πόνος, ο ανθρωποκεντρισμός και η αλαζονεία των ανθρώπων απέναντι στον κόσμο και στη Φύση είναι μερικά φιλοσοφικά θέματα που ο Λεοπάρντι θέτει συχνά με παιχνιδιάρικο και ελαφρύ, αλλά εξίσου σοβαρό πνεύμα.

Για τον Αμέλιο/ Λεοπάρντι τα πουλιά είναι σύμβολα μιας πραγματικότητας άλλης από εκείνη της ανθρώπινης οδύνης. Συναντάμε εδώ ένα από τα χαρακτηριστικά της σκέψης του: με αφορμή μια συναισθηματική απογοήτευση, ένα πρόσωπο, ένα γεγονός (εν προκειμένω τα πουλιά) περνάει σε βαθύτερες φιλοσοφικές, μεταφυσικές ή και πολιτικές ακόμη παρατηρήσεις, διαπερνώντας την επιφάνεια: βυθίζεται στο σύμβολο για να προβάλει και να αναδείξει από αυτό όλη την ουσία του. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους στην περίπτωση του Λεοπάρντι ο χαρακτηρισμός «ποιητής» ηχεί περιοριστικός.

Τα πουλιά απαντούν σε πολλές σελίδες του σημαντικότερου έργου του Λεοπάρντι, έργο ζωής θα το λέγαμε, του Zibaldone di pensieri. Κάτι που αποδεικνύει ότι είχαν κεντρίσει αρκετές φορές το ενδιαφέρον του. Εκεί τα αποκαλεί «αγαπησιάρικα» και «τραγουδιστάδες της γης»: «Κοιτάξτε επίσης με πόση μαστοριά και με πόση λεπτότητα έκανε η φύση τη δουλειά της. Θέλησε τα πουλιά να είναι από τη φύση τους τραγουδιστάδες της γης και όπως έκανε τα λουλούδια να υπάρχουν με σκοπό την ευχαρίστηση της όσφρησης, έτσι θέλησε να πουλιά να φροντίζουν για την τέρψη της ακοής. Τώρα, προκειμένου να ακούγεται καλά η φωνή τους, τι έκανε; Τα έκανε να έχουν φτερά, ώστε το τραγούδι τους, έτσι όπως έρχεται από ψηλά, να σκορπίζεται σε μεγάλη έκταση. Αυτός ο συνδυασμός πετάγματος και τραγουδιού δεν είναι ασφαλώς τυχαίος. Και γι’ αυτό η φωνή των πουλιών μάς τέρπει περισσότερο από εκείνη των άλλων ζώων… γιατί έχουν ρητά οριστεί για την τέρψη της ακοής» (8 Ιουλίου 1820). Ομολογώντας ταυτοχρόνως ότι οι σημερινοί άνθρωποι, έχοντας απομακρυνθεί από τη φύση, δεν μπορούν να κατανοήσουν το τραγούδι τους· αντιθέτως τα άλλα ζώα, οι πρωτόγονοι και ίσως και οι αρχαίοι άνθρωποι έβρισκαν το τραγούδι των πουλιών ακόμη πιο γλυκό από εμάς, γιατί πιο κοντά στη φυσική κατάσταση. Και εδώ συναντάμε ένα από τα κεντρικά στοιχεία της σκέψης του Λεοπάρντι: το χάσμα που χωρίζει τους αρχαίους από τους σύγχρονους ανθρώπους: η υλική και πνευματική πρόοδος των τελευταίων τούς έχει αποστερήσει από χαρίσματα που είχαν οι αρχαίοι: τη φαντασία, το όνειρο, το παιχνίδι που καθιστούσαν τη ζωή λιγότερο πληκτική.

Κλείνοντας το Εγκώμιο ο Λεοπάρντι ανατρέχει σε ένα ποίημα του Ανακρέοντος, και συγκεκριμένα σε εκείνο όπου ο ποιητής εκφράζει την επιθυμία του να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο (σε καθρέφτη, σε φόρεμα, σε νερό ή σε υπόδημα), ώστε να μπορεί να είναι πάντα μαζί με την αγαπημένη του (το υπ’ αρ. 22). Ο Λεοπάρντι/ Αμέλιος ζητά να μεταμορφωθεί έστω για μια στιγμή σε πουλί, για να νιώσει «εκείνη την απόλαυση και τη χαρά της ζωής τους». Την ίδια επιθυμία είχε εκφράσει και σε ένα άλλο ποίημά του, στο Canto notturno di un pastore errante dell’Asia (Νυχτερινό τραγούδι ενός περιπλανώμενου βοσκού της Ασίας):

«Ίσως αν είχα κι εγώ φτερά

Να πετάω πάνω από τα σύννεφα

Κι ένα προς ένα να μετρώ τ’ αστέρια

Ή σαν τον κεραυνό να πλανιέμαι από βουνοκορφή σε βουνοκορφή

Πιο ευτυχισμένος θα ’μουν, γλυκό μου κοπάδι

Πιο ευτυχισμένος θα ’μουν, ολόφωτη σελήνη».

Τα πουλιά είναι τα τελειότερα πλάσματα τόσο ως προς την εσωτερική όσο και προς την εξωτερική ζωή τους ή καλύτερα επειδή ο μεγαλύτερος συγκερασμός εσωτερικής και εξωτερικής ζωής σημαίνει μεγαλύτερη τελειότητα. Είναι για τον σημερινό άνθρωπο ένα είδος αντεστραμμένου, αρνητικού καθρέφτη: Μας δείχνουν τι δεν είμαστε, τι θα έπρεπε να είμαστε, τι θα θέλαμε να είμαστε.

Μεγάλο μέρος του Εγκωμίου είναι αφιερωμένο στο τραγούδι των πουλιών. Στο κελάηδημα. Θα παρακάμψουμε και στο σημείο αυτό τις ενστάσεις εκ μέρους της επιστήμης, και θα σταθούμε/ περιοριστούμε στο συμβολικό κομμάτι. Αυτό εξυπηρετεί κάποιον σκοπό. Γράφει ο Αμέλιος: «Το κελάηδημα των πουλιών είναι σαν το γέλιο των ανθρώπων» (σσ. 26-27). Σε αντίθεση με εκείνο που έλεγε ο Αριστοτέλης ότι «ο άνθρωπος είναι το μόνο από τα ζώα που γελά» (Αριστοτέλης, Περί ζώων μορίων, 673a8), για τον Λεοπάρντι και τα πουλιά έχουν αυτό το προνόμιο, αυτό το χάρισμα. Και για τον ίδιο το γέλιο είναι κάτι πολύ σοβαρό. Δεν πρόκειται για το φτηνό, επιφανειακό γέλιο, αλλά για ένα γέλιο το οποίο δομείται ως στάση ζωής. Τα πουλιά είναι τα μοναδικά πλάσματα που μοιράζονται με τους ανθρώπους το προνόμιο του γέλιου και πιθανότατα λόγω ακριβώς αυτής της μοναδικότητας, αυτού του γνωρίσματος, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε έναν νέο ορισμό του ανθρώπου, ως «animale risibile», ως «ζώου προικισμένου με το γέλιο» (σ. 27), μετατοπίζοντας την κυριότερη αρετή του από τον λόγο στο γέλιο.

 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω πως τα Μικρά ηθικά έργα είχαν μπει στον «Κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων» της Αγίας Έδρας, καθώς το έργο ερμηνεύτηκε ως έκφραση ενός αθεϊσμού που αρνιόταν τόσο τη θρησκεία όσο και την πρόοδο. Είναι εξαιρετικός ο τρόπος με τον οποίο εκεί χλευάζονται κατεστημένες αντιλήψεις, η ματαιότητα των πραγμάτων, το απατηλό κυνήγι της ευτυχίας, η πλάνη της διαρκούς προόδου. Πρόκειται για γέλιο σαρδόνιο που γνωρίζει τη μηδαμινότητα της ύπαρξης· και, επειδή ακριβώς τη γνωρίζει, γελάει.

 

Το γέλιο είναι πρόκληση. Το γέλιο είναι η σοφία εκείνων που έχουν κατανοήσει τη ματαιότητα των πραγμάτων. Όσοι έχουν διαβάσει Το όνομα του ρόδου, του Umberto Ecο, ή έχουν δει την ταινία, ίσως να θυμούνται ποιο ήταν το βιβλίο που ο βιβλιοθηκάριος γερο-Χόρχε φύλαγε με περισσή φροντίδα και προσοχή και από το οποίο ήθελε να «προστατέψει» τους μοναχούς ειδικότερα και τους ανθρώπους γενικότερα και μάλιστα φρόντιζε εξολοθρεύοντάς τους να απαλλάσσεται από τους περίεργους. Ήταν, υποτίθεται, το δεύτερο βιβλίο της Ποιητικής του Αριστοτέλη, αυτό που άλλοι πίστευαν ότι είχε χαθεί και άλλοι ότι δεν είχε γραφτεί ποτέ και το οποίο πραγματευόταν την κωμωδία. Αλλά γιατί θέλει να το κρατήσει κρυμμένο, γιατί κάνει τα πάντα ώστε κανείς να μην το διαβάσει; Γιατί αντιλαμβάνεται ότι το γέλιο είναι ένα είδος απελευθερωτικής σοφίας: απελευθερώνει από τον φόβο του διαβόλου και του θανάτου. Όταν ο Λεοπάρντι επιμένει ότι το γέλιο και το αντικείμενο του γέλιου θα πρέπει να είναι κάτι το σημαντικό και όχι κάτι το επιπόλαιο και το ευτελές, θέλει να πει ότι το γέλιο πρέπει να πηγαίνει σε βάθος, να έχει ποιότητα και μια πνευματική διάσταση, καθώς μονάχα έτσι θα μπορέσει να «καταστρέψει» τον θάνατο· με την απελευθέρωση από τον φόβο. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ιστορία του γέλιου που σκόπευε συγγράψει ο Λεοπάρντι/ Αμέλιος θα πρέπει να ήταν ταυτοχρόνως και μια μεταφυσική του γέλιου, μια φιλοσοφική προσέγγισή του, όπου η τέχνη του γέλιου θα είχε αναχθεί σε επιδέξιο όπλο.

Στον Λεοπάρντι το γέλιο χρησιμοποιείται ως καθαρά υφολογικός μηχανισμός, προκειμένου να κεντρίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον κάνει να χαμογελάσει, συνήθως με μια κάποια πικρία, αλλά κυρίως προσλαμβάνει μια αποστολή· έχει ένα έργο να επιτελέσει: πλάι στον ορθό λόγο και στο συναίσθημα, πλάι στον ενθουσιασμό και στη φιλοσοφία, στη λογική και στη φαντασία, έχει μια συγκεκριμένη πολιτική αποστολή, είναι επιφορτισμένο με ένα συγκεκριμένο ηθικό έργο που πρέπει να φέρει σε πέρας. Στο έργο του το συναντάμε στις διάφορες μορφές του: κωμωδία, σάτιρα, παρωδία, σαρκασμός, κυνισμός, ειρωνεία· πάντοτε με την επιδίωξη να μην προκαλέσει την πλήξη, κάτι που, για να συμβεί, προϋποθέτει ότι ο στόχος θα είναι κάτι σοβαρό και σημαντικό. Το γέλιο του Λεοπάρντι είναι το γέλιο εκείνου που γνωρίζει, εκείνου που ακόμη και ενώπιον του θανάτου και της στυγνής αλήθειας, της άνυδρης πραγματικότητας, έχει το θάρρος να προχωρήσει με το κεφάλι ψηλά, έστω και αν είναι καταδικασμένος να πεθάνει.

Γράφει ο Λεοπάρντι στο Σημειωματάριο σκέψεων, την 27η Ιουλίου 1821: «Αν θέλουμε ο χλευασμός πρωτίστως να ωφελεί, και δευτερευόντως να αρέσει πολύ, δηλαδή να μην προκαλεί την πλήξη, οφείλει να καταπιάνεται με κάτι σοβαρό και σπουδαίο. Αν ο χλευασμός ασχολείται με πράγματα ανάξια λόγου… πέρα από το γεγονός ότι δεν ωφελεί καθόλου, τέρπει ελάχιστα, και πολύ γρήγορα προκαλεί την πλήξη. Όσο πιο σοβαρό είναι το αντικείμενο της χλεύης, όσο περισσότερο ενδιαφέρει, τόσο η χλεύη τέρπει… Και πιστεύω ότι τα όπλα της κωμωδίας, ιδιαιτέρως τούτη τη γελοιότατη και ψυχρότατη εποχή, και λόγω της φυσικής τους δύναμης, μπορούν να ωφελήσουν περισσότερο από εκείνα του πάθους, της αγάπης, της φαντασίας, της ευγλωττίας· όπως επίσης και περισσότερο από εκείνα του λόγου, μολονότι σήμερα είναι αρκετά ισχυρά. Έτσι, προκειμένου να ταρακουνήσω τη φτωχή μου πατρίδα και τούτο τον αιώνα, θα έχω μετέλθει τα όπλα του πάθους και του ενθουσιασμού και της ευγλωττίας και της φαντασίας στην ποίηση, και σε όσες πρόζες μπορέσω να συγγράψω· τα όπλα του ορθού λόγου, της λογικής, της φιλοσοφίας στις φιλοσοφικές πραγματείες που προετοιμάζω· τα όπλα της χλεύης στους διαλόγους και στις νουβέλες στο ύφος του Λουκιανού που προτίθεμαι να γράψω».

Όπως και του Δημόκριτου ή του Μενίππου στους διαλόγους του Λουκιανού, έτσι και το γέλιο του Λεοπάρντι είναι το γέλιο της σοφίας, του ανθρώπου που έχει επίγνωση της σκληρής και αδυσώπητης πραγματικότητας, του γκρεμίσματος κάθε ψευδαίσθησης και κάθε πλάνης. Η ανάπτυξη της λογικής οδήγησε στην αλήθεια, μόνο που αυτή η αλήθεια ταυτοχρόνως έκανε τον κόσμο φτωχότερο, στέρησε από τον άνθρωπο κάθε φαντασία, κάθε δυνατότητα φυγής στο όνειρο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Λεοπάρντι τονίζει ότι αρχικά οι άνθρωποι δεν γνώριζαν το γέλιο. Διαβάζω από το Εγκώμιο: «Είναι αξιοθαύμαστη η χρήση που κάνουμε της ιδιότητας του γέλιου… (πολλοί άνθρωποι) είτε σε κάποιο τρομερό γεγονός, είτε όταν βρίσκονται σε μια τεράστια θλίψη, είτε όταν δεν έχουν πλέον σχεδόν κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή, απολύτως βέβαιοι για τη ματαιότητα κάθε ανθρώπινου πράγματος, σχεδόν ανίκανοι για οποιαδήποτε χαρά και δίχως έστω μια ελπίδα· παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται να γελούν. Μάλιστα, όσο καλύτερα γνωρίζουν τη ματαιότητα των παραπάνω αγαθών και τη δυστυχία της ζωής, και όσο λιγότερο ελπίζουν και όσο λιγότερο ικανοί είναι να απολαύσουν, τόσο περισσότερο συνηθίζουν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να τείνουν προς το γέλιο… το γέλιο αποτελεί είδος (σσ. μη) παρατεινόμενης τρέλας ή παραληρήματος, ή παραφροσύνης. Διότι οι άνθρωποι, καθώς ποτέ δεν είναι ικανοποιημένοι ούτε ευχαριστημένοι πραγματικά και με κανένα πράγμα, δεν μπορεί να έχουν κάποια αιτία λογική και σοβαρή για να γελούν» (σσ. 27-28). Εξού επίσης και θεωρεί πως στα πολιτισμένα έθνη το γέλιο διατηρεί μια θέση ανάλογη με εκείνη που σε αλλοτινούς καιρούς είχαν η αρετή, η δικαιοσύνη, η τιμή και μάλιστα «σε πολλές περιπτώσεις τιθασεύει και απομακρύνει τους ανθρώπους από κακές πράξεις» (σ. 31).

Το γέλιο έχει και μια ηθική διάσταση, η οποία υποδηλώνει και μια στάση ανωτερότητας απέναντι στους άλλους. Ο Λεοπάρντι αυτή τη δύναμη την είχε επισημάνει πλειστάκις τόσο στο Zibaldone όσο και αλλού. Στην υπ’ αριθμό LXXVIII/ 78 σκέψη του διαβάζουμε: «Το γέλιο φέρνει την εκτίμηση και τον σεβασμό ακόμα και όσων δεν σε ξέρουν, προσελκύει την προσοχή όλων των γύρω σου και σου δίνει ένα είδος υπεροχής απέναντί τους… Είναι μεγάλη και προξενεί μεγάλο φόβο η δύναμη του γέλιου: απέναντί της κανένας δεν αισθάνεται τη συνείδησή του εντελώς ασφαλή. Όποιος έχει το θάρρος να γελάει είναι κύριος του κόσμου· περίπου όπως κι εκείνος που είναι έτοιμος να πεθάνει». Την ίδια ιδέα περί ανωτερότητας του ανθρώπου που γελάει τη βλέπουμε τόσο στο δοκίμιο του Τόμας Χομπς Περί της ανθρώπινης φύσης όσο και στο Περί της ουσίας του γέλιου και γενικά περί του κωμικού στις πλαστικές τέχνες του Μπωντλαίρ, αλλά ήδη ανάλογες αντιλήψεις κυοφορούνται και σε κείμενα της αρχαίας γραμματείας. Το γέλιο, είτε γελάς εσύ είτε κάνεις τους άλλους να γελούν, παρηγορεί τον άνθρωπο που έχει επίγνωση της «αλήθειας», του κακού: καταδεικνύει τα ελαττώματα και τα σφάλματα της κοινωνίας, δίχως όμως να καταπιέζει και να πικραίνει την ψυχή. Στον Dialogo di Timandro e di Eleandro (Διάλογος Τιμάνδρου και Ελεάνδρου) ο Λεοπάρντι θα εξηγήσει καθαρότερα γιατί θεωρεί ότι το γέλιο έχει και μια ηθική λειτουργία, παρόμοια με εκείνη που είχαν σε παλαιότερες εποχές η αρετή, η δικαιοσύνη, η τιμή. Το γέλιο πηγάζει από τη συνειδητοποίηση της τραγικής αλήθειας. Είναι πολύ πιο αξιοπρεπές, όταν έχουμε επίγνωση της τραγικής μας μοίρας, να γελάμε ή να προκαλούμε το γέλιο, από το να περιφέρουμε τον θρήνο και το κλάμα, και να παραπονιόμαστε συνεχώς προσθέτοντας πλήξη στην ήδη υπάρχουσα πλήξη των άλλων ανθρώπων. Ο Ελέανδρος δεν κατακρίνει το ανθρώπινο γένος, αλλά θλίβεται, θρηνεί για τη μοίρα που του επιφυλάσσεται, στην οποία το μόνο φάρμακο που είμαστε σε θέση να αντιτάξουμε είναι το γέλιο: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο ξεκάθαρο και απτό από την αναπόφευκτη, αναγκαία δυστυχία όλων των ζωντανών πλασμάτων. Αν αυτή η δυστυχία δεν είναι αληθινή, τότε τα πάντα είναι ψέματα, και συνεπώς ας αφήσουμε αυτή και κάθε άλλη συζήτηση. Αν είναι αληθινή, γιατί τότε να μη μου επιτρέπεται να πω ανοιχτά και ελεύθερα ότι υποφέρω, και να πω: Εγώ πονώ; Αλλά, αν υπέφερα κλαίγοντας… θα προκαλούσα πλήξη και μάλιστα όχι μικρή στους άλλους, και σ’ εμένα τον ίδιο, ασκόπως. Γελώντας με τα δεινά μας, βρίσκω κάποια παρηγοριά, και φροντίζω να παρηγορώ και τους άλλους με τον ίδιο τρόπο… εξακολουθώ να πιστεύω ότι το να γελάμε με τα βάσανά μας είναι το μοναδικό κέρδος που μπορούμε να έχουμε, το μόνο φάρμακο που μπορούμε να βρούμε. Οι ποιητές λένε ότι η απελπισία έχει πάντα στα χείλη της ένα χαμόγελο. Δεν πρέπει να νομίζετε ότι εγώ δεν συμπάσχω για την ανθρώπινη δυστυχία. Αλλά, καθώς δεν μπορώ να καταφύγω σε κάποια άλλη δύναμη, σε κάποια άλλη τέχνη… βρίσκω πιο αντάξιο του ανθρώπου, και μιας μεγαλόψυχης απελπισίας, να γελάω με τα κοινά δεινά, παρά να αρχίσω να αναστενάζω, να θρηνολογώ και να ουρλιάζω μαζί με άλλους ή να τους προτρέπω να κάνουν το ίδιο». Αυτή η επιστροφή εντός διαφορετικών συγκείμενων συνθηκών της έννοιας του γέλιου δείχνει πόση και ποια σημασία τού απέδιδε ο Λεοπάρντι και πόσο επιτακτική μπορεί να είναι η ανάγκη του σε μια εποχή σαν τη δική μας. Μόνο που το γέλιο, είτε πηγάζει από μια συνομιλία είτε από ένα βιβλίο ή μια θεατρική παράσταση, θα πρέπει να έχει έναν σοβαρό στόχο, να διευρύνει το πνεύμα μας, να δημιουργεί, ακόμη και με την αποκάλυψη μιας σκληρής αλήθειας, μια ψυχική ευφορία, να παρηγορεί. Έτσι θα μπορούμε πλέον να αντικρίζουμε την πραγματικότητα διατηρώντας τη δέουσα απόσταση, αλλά και να πετάμε πάνω από την αδυσώπητη αλήθεια, δίχως να σκληραίνουμε, να εκτραχυνόμαστε ή να επιθυμούμε κάποιο είδος εκδίκησης.

Το γέλιο στην περίπτωση του Λεοπάρντι, όντας μια μορφή σοφίας, αφορά πρωτίστως τον άνθρωπο ως οντολογική κατηγορία, τα δεινά του κόσμου, την ανθρώπινη μοίρα, είναι μια μορφή κοσμοαντίληψης, μια στάση ζωής. Αναγνωρίζω τη δυστυχία, αποδέχομαι το αναπόφευκτο τέλος, αλλά το αντικρίζω κατάματα. Όπως και οι στωικοί αναγνωρίζουν ότι με θάρρος και δίχως φόβο και ενδοιασμό πρέπει να δεχόμαστε τα πράγματα που δεν εξαρτώνται από εμάς. Αν στο στόχαστρο ενός σαρκαστικού Λεοπάρντι μπαίνουν πρόσωπα, αυτό έχει να κάνει γιατί αυτά τα πρόσωπα αρνούνται να δεχτούν την πραγματικότητα ως έχει και θέλουν να φαίνονται ως κάτι άλλο. Γράφει στην υπ’ αριθμό XCIX/ 99 σκέψη του: «Οι άνθρωποι δεν είναι γελοίοι, παρά μόνο όταν θέλουν να φαίνονται ή να είναι αυτό που δεν είναι. Ο φτωχός, ο αμόρφωτος, ο χωριάτης, ο άρρωστος, ο γέρος δεν είναι ποτέ γελοίοι, όταν φαίνονται όπως είναι και παραμένουν εντός των ορίων που χαράζει η κατάστασή τους, αυτή η ιδιότητά τους, αλλά γίνονται γελοίοι, όταν ο γέρος θέλει να φαίνεται νέος, ο άρρωστος υγιής, ο φτωχός πλούσιος, ο αμόρφωτος παριστάνει τον μορφωμένο, ο χωριάτης τον αστό. Και τα σωματικά κουσούρια, όσο σοβαρά και αν είναι, δεν θα προκαλούσαν παρά ένα φευγαλέο χαμόγελο, αν ο άνθρωπος δεν προσπαθούσε να τα κρύψει, αν δηλαδή δεν ήθελε να δείξει ότι δεν τα έχει, σαν να λέμε δηλαδή ότι είναι διαφορετικός από αυτό που είναι… Όσοι, για να γίνουν πιο αγαπητοί, προσποιούνται έναν χαρακτήρα διαφορετικό από τον πραγματικό τους, κάνουν μεγάλο λάθος… Ακόμη και ο πιο άθλιος και δυστυχισμένος χαρακτήρας έχει κάποια πλευρά που δεν είναι άσχημη, και η οποία, καθώς είναι αυθεντική, αν την αποκαλύψει την κατάλληλη στιγμή και με τον σωστό τρόπο, θα αρέσει πολύ περισσότερο από κάθε άλλη επίπλαστη ιδιότητα, όσο ωραία και αν είναι αυτή. Και γενικώς η επιθυμία να είμαστε ό,τι δεν είμαστε καταστρέφει καθετί στον κόσμο· γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο γίνονται ανυπόφοροι ένα σωρό άνθρωποι, οι οποίοι θα ήταν συμπαθέστατοι, αρκεί να καταδέχονταν, να αρκούνταν να είναι ο εαυτός τους. Και όχι μονάχα μεμονωμένα άτομα, αλλά και ομάδες· ή καλύτερα ολόκληροι πληθυσμοί· και προσωπικά γνωρίζω αρκετές επαρχιακές πόλεις με υψηλό πνευματικό και βιοτικό επίπεδο, στις οποίες θα ήταν απόλαυση να κατοικεί κανείς, αν δεν ήταν μια σιχαμερή μίμηση της πρωτεύουσας, δηλαδή μια μανία των κατοίκων τους να δείχνουν πρωτευουσιάνοι και όχι επαρχιώτες».

Η προηγούμενη σκέψη του Λεοπάρντι έχει ένα φιλοσοφικό και οντολογικό βάθος μεγαλύτερο από ό,τι εν πρώτοις φαίνεται. Γιατί το Αερικό και ο Γνώμος, το Άλογο και το Βόδι χλευάζουν τον άνθρωπο; Γιατί ο Ήλιος, όταν σταμάτησε να τρέχει γύρω από τη Γη, αδιαφορεί για τις ενστάσεις του Κοπέρνικου; Γιατί η Φύση δεν δείχνει την παραμικρή συμπόνια για τον Ισλανδό; Γιατί η Σελήνη δεν συμμερίζεται τις απόψεις της Γης; Επειδή οι άνθρωποι είναι βαθιά πεπεισμένοι ότι ο κόσμος, η Φύση, το σύμπαν ολόκληρο πλάστηκαν για αυτούς και για να τους υπηρετούν· και η Γη νομίζει ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος και επομένως ο Ήλιος, τα αστέρια και ό,τι άλλο υπάρχει εκεί ψηλά είναι υποχρεωμένα να κινούνται γύρω της, να τη φωτίζουν και να κάνουν ό,τι της αρέσει. Με δυο λόγια: επειδή οι άνθρωποι προσποιούνται πως είναι κάτι που στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Γι’ αυτό και οι αντιλήψεις τους μπαίνουν στο στόχαστρο της σκληρής κριτικής του Λεοπάρντι. Γι’ αυτό και σαρκάζει πεποιθήσεις, όπως ο ανθρωποκεντρισμός και ο γεωκεντρισμός, οι οποίες αποδίδουν στον άνθρωπο μια θέση στο σύμπαν που σε καμιά περίπτωση δεν κατέχει ούτε αξίζει. Γιατί εκθειάζει τα πουλιά; Για την αθωότητά τους, την παιδικότητά τους, τη φαντασία τους, γιατί δεν είναι ξιπασμένα σαν τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι δεν φροντίζουν να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα, κάνουν τα πάντα ώστε η πραγματικότητα να προσαρμοστεί στις δικές τους ιδέες: «Φανταζόσουν ίσως ότι ο κόσμος έγινε εξαιτίας σας; Να ξέρεις ότι, όταν ενεργώ, το τελευταίο πράγμα που σκέφτομαι είναι η ευτυχία και η δυστυχία των ανθρώπων. Όταν με κάποιο τρόπο σάς προσβάλλω, δεν το αντιλαμβάνομαι, παρά μονάχα ελάχιστες φορές· όπως δεν γνωρίζω πώς σας τέρπω ή πώς σας ευεργετώ. Και δεν τα κάνω αυτά, όπως πιστεύετε εσείς, για να σας ευχαριστήσω ή για να σας ευεργετήσω. Και σε τελικά ανάλυση, ακόμη κι αν εξαφανιστεί ολόκληρο το είδος σας, ούτε που θα το πάρω είδηση» λέει η Φύση, και μαζί της ο Λεοπάρντι, στον διάλογό της με τον Ισλανδό περιγελώντας τα ανθρώπινα συστήματα που θέλουν να επιβληθούν σε βάρος της.

Πέρα όμως από την αναλογία μεταξύ του τραγουδιού-γέλιου των πουλιών και του γέλιου του ανθρώπου, στην οποία σταματά με ιδιαίτερη έμφαση ο Λεοπάρντι, υπάρχει και μια διαφορά. Το δεύτερο είναι το γέλιο της απελπισίας, το γέλιο ενός νου που έχει επίγνωση της ματαιότητας και της μηδαμινότητας· ένα γέλιο σοφίας ασφαλώς, αλλά δεν παύει να είναι ένα γέλιο ενός πνεύματος, ενός νου που έχει στοχαστεί τον πόνο. Το γέλιο ως αναστολή της κατάστασης δυστυχίας, όχι όμως ως κατάργησή της. Το γέλιο, αν από τη μια αναστέλλει παροδικά το μαρτύριο της ύπαρξης, από την άλλη στο μέτρο που συνιστά μια μάσκα δείχνει ένα είδος συνειδητής απόκρυψης της απελπισίας και της μοναξιάς. Απεναντίας το γέλιο των πουλιών είναι ένα γέλιο ανέμελο, ελαφρύ, ανιδιοτελές. Το γέλιο των πουλιών είναι μια ουτοπία, ένα γέλιο που ίσως ο άνθρωπος να μην αποκτήσει ποτέ. Εδώ και το γέλιο λειτουργεί σε ένα συμβολικό και φιλοσοφικό επίπεδο, ως αντεστραμμένος καθρέφτης: έτσι θα έπρεπε να είναι και το γέλιο των ανθρώπων, αν αγνοούσαν την αλήθεια της ανθρώπινης οδύνης ως συστατικής συνθήκης του σύγχρονου κόσμου. Αν τα πουλιά γελούν/ τραγουδούν επειδή είναι από το φύση τους ευτυχισμένα, επειδή αισθάνονται καλά και ευχάριστα, για τον άνθρωπο το γέλιο είναι κάτι το ευκαιριακό· είναι περιορισμένο σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ή ακόμη περισσότερο ένδειξη της βαθιάς επίγνωσης της ανθρώπινης οδύνης.

Τα πουλιά, αντίθετα από τους ανθρώπους, είναι εκ φύσεως περισσότερο επιδεκτικά στη χαρά και στην ευτυχία. Από τη φύση τους δεν υπόκεινται στην πλήξη, αλλάζουν συχνά τόπο, δεν μένουν διαρκώς σε έναν τόπο, ασκούν το σώμα τους, αλλά και το πνεύμα τους, απολαμβάνουν τη ζωή από διαφορετικές απόψεις, έχουν ως αποκλειστικό τους στόχο την ικανοποίηση των ουσιωδών λειτουργιών τους, όντας απαλλαγμένα από κάθε φιλοδοξία: «Υπάρχει σοβαρός λόγος που τα πουλιά είναι και παρουσιάζονται περισσότερο ευτυχή σε σχέση με τα λοιπά ζωντανά. Διότι πραγματικά, όπως σημείωσα αρχικά, εκ φύσεως είναι περισσότερο επιδεκτικά στη χαρά και στην ευτυχία. Πρωτίστως, φαίνεται να μην υπόκεινται στην πλήξη. Αλλάζουν κάθε τόσο τόπο, περνούν από μια χώρα στην άλλη όσο και αν είναι μακρινή, από τα κατώτατα στρώματα του αέρα πετούν στα υψηλότερα, σε μικρό χρονικό διάστημα και με ευκολία αξιοσημείωτη· βλέπουν και δοκιμάζουν ατέλειωτα και απείρως διαφορετικά πράγματα στη ζωή τους· ασκούν συνεχώς το σώμα τους· είναι γεμάτα με ζωή εξωτερική… Τα πουλιά ελάχιστα κοντοστέκονται στο ίδιο σημείο· πηγαινοέρχονται συνεχώς δίχως κανένα λόγο· και καμιά φορά χρησιμοποιούν το πέταγμα ως ευχαρίστηση… Ακόμη και στο σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο στέκονται σε ένα μέρος, δεν τα βλέπεις ποτέ να παραμένουν πραγματικά ακίνητα· διαρκώς τριγυρνούν εδώ κι εκεί, διαρκώς περιστρέφονται, πεταρίζουν, σωριάζονται, στριφογυρίζουν… Κοντολογίς, από τη στιγμή που το πουλί βγει από το αυγό του και μέχρι να πεθάνει, με εξαίρεση τα διαλείμματα του ύπνου, δεν στέκεται ούτε για μια στιγμή…» (σσ. 32-34). Ο άνθρωπος και όλα τα υπόλοιπα ζώα, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου πρέπει να αναζητήσουν την τροφή, ή όταν απειλούνται, το μόνο που κάνουν είναι να τεμπελιάζουν.

Τα πουλιά είναι ανώτερα και ως προς τα εσωτερικά και ως προς τα εξωτερικά γνωρίσματα, έχουν δυνατή και καθαρή ψυχή, πιο ανεπτυγμένες τόσο την ακοή όσο και την όραση και επομένως είναι περισσότερο προικισμένα από τον άνθρωπο για την επίτευξη της ευτυχίας. Σε ένα από τα Μικρά ηθικά έργα, ο Προμηθέας στοιχηματίζει με τον Μώμο ότι ο άνθρωπος είναι το τελειότερο από τα πλάσματα. Μετά από μια σειρά ζοφερών επεισοδίων οι δύο τους σχεδόν θα συμφωνήσουν ότι αν σε κάτι είναι ανώτερος ο άνθρωπος είναι στην «ατέλεια». Μάλλον στα πουλιά θα έπρεπε να ανήκει ο τίτλος του «τελειότερου και ευτυχέστερου πλάσματος».

O Λεοπάρντι εξυμνεί και τη φαντασία των πουλιών, την ικανότητά τους να ξεφεύγουν από την πλήξη, ένα από τα χαρακτηριστικά της δυστυχίας του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτά είναι τα φάρμακα που έχει ο άνθρωπος στη διάθεσή του για να μπορέσει να πετάξει πάνω από την πλήξη, για να κάνει υποφερτή έστω τη δυστυχία: το γέλιο, η φαντασία και το όνειρο που καθιστούν τα πράγματα πιο όμορφα από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Και ως προς τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα παιδιά μοιάζουν στα πουλιά. Ίσως σε αυτά τα πλάσματα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κάποια στοιχεία ικανά να μας κάνουν να υποφέρουμε υπομονετικά τη μοίρα μας: «Τουτέστιν, όπως το πουλί μοιάζει ξεκάθαρα ως προς τη ζωηράδα και την εξωτερική ευκινησία με το παιδί, έτσι είναι λογικό κανείς να θεωρεί πως του μοιάζει και ως προς τον εσωτερικό του κόσμο. Αν τα καλά τούτης της ηλικίας ήταν κοινά και στις άλλες ηλικίες και τα κακά το ίδιο μικρά, ίσως τότε ο άνθρωπος να είχε λόγο να υποφέρει τη ζωή υπομονετικά» (σ. 36).

Ωστόσο, όπως το γέλιο του ανθρώπου, σε αντίθεση με το τραγούδι του πουλιού, είναι σημάδι δυστυχίας έτσι και η φαντασία έχει μετατραπεί για το είδος μας σε κάτι το ολέθριο. Είναι ουσιωδώς διαφορετική η ικανότητα φαντασίας των πουλιών από εκείνη του ανθρώπου: «Δεν αναφέρομαι σε εκείνη τη βαθιά, δημιουργική και θυελλώδη ικανότητα φαντασίας που διέθεταν ο Δάντης και ο Τάσσο, η οποία είναι ένα απολύτως ολέθριο χάρισμα και αρχή βάρους και αέναης έγνοιας και αγωνίας». Τα πουλιά είναι προικισμένα με «εκείνη την πλούσια, ποικίλη, ελαφριά, ασταθή και παιδική φαντασία» (σ. 35), την οποία απέκτησαν χάρη στις ανεπτυγμένες αισθήσεις τους και στη φυσική τάση τους για κίνηση. Μια ζωντάνια χρήσιμη ώστε να τα απαλλάσσει από το βάρος της πλήξης. Όπως λοιπόν αναφέραμε, δεν είναι η φαντασία των μεγάλων ποιητών που καθιστά απολύτως ευτυχισμένα αυτά τα πλάσματα, είναι η αθωότητά τους, η παιδικότητά τους. Ζώντας με τον τρόπο αυτόν τα πουλιά δεν πέφτουν θύματα της πλήξης και μπορούν να απολαύσουν ολοκληρωτικά καθετί που τα περιβάλλει δίχως κάποια αυταπάτη ή πλάνη για τα πράγματα. Μονάχα τα πουλιά φαίνεται να γελούν, να παίζουν και να είναι ευτυχισμένα με αγνό τρόπο: «Έτσι τα πουλιά διαθέτουν, σε υπερβολικό μάλιστα βαθμό… τα καλά και όσα ωφελούν την ευθυμία της ψυχής, δίχως τη βλαβερή και βασανιστική πλευρά της. Και όπως είναι πλήρη από εξωτερική ζωή, ομοίως πλούσια είναι και η εσωτερική ζωή τους. Με τέτοιο τρόπο όμως που τούτη η πληρότητα να αποτελεί γι’ αυτά ένα πλεονέκτημα και μια απόλαυση…. κι όχι ζημία και δυστυχία αφόρητη, όπως στους περισσότερους ανθρώπους» (σσ. 35-36).

Για τον Λεοπάρντι, ένα από εκείνα τα προνόμια του ανθρώπου που τον διαχωρίζουν από τα υπόλοιπα ζώα, ο ορθός λόγος, εκείνο το όπλο χάρη στο οποίο αναπτύσσεται, προοδεύει, διευρύνει τους ορίζοντές του και προσεγγίζει την αλήθεια, εκείνο το χάρισμα με το οποίο απομακρύνθηκε από τη φυσική του κατάσταση, φαίνεται ότι μετατρέπεται σε βραχνά, καθώς όχι μόνο τού στερεί τη φαντασία, το όνειρο, εκείνα τα παιχνίδια της σκέψης, τις «γλυκές πλάνες» που θα μπορούσαν έστω και για λίγο να απαλύνουν τον πόνο της ύπαρξης, αλλά τον φέρνει και ενώπιον της τραγικής και επώδυνης αλήθειας: εκείνη της απέραντης δυστυχίας, της μοναξιάς και του αναπότρεπτου τέλους όλων των πραγμάτων. Είναι αυτή η ίδια η σκέψη του, ο ορθός λόγος του που τον οδηγεί στην απώλεια.

Αλλά ο Λεοπάρντι δεν σταματά στην εξωτερική συμπεριφορά των πουλιών. Μολονότι το τραγούδι τους αντικατοπτρίζει αναμφίβολα και τον εσωτερικό τους κόσμο, ιδιαίτερη σημασία δείχνει και στις ενδόμυχες, δηλαδή τις ιδιοσυγκρασιακές ιδιότητές τους: στην ευφυΐα τους: «Σε τούτες τις εξωτερικές ιδιότητες αντιστοιχούν οι ενδόμυχες, δηλαδή οι ιδιοσυγκρασιακές, χάρη ακριβώς στις οποίες τα πουλιά είναι περισσότερο κατάλληλα για την ευτυχία παρά τα άλλα ζώα. Καθώς διαθέτουν οξύτατη ακοή και όραση, τόσο ισχυρές και τέλειες που δύσκολα ο νους μας θα μπορούσε να συλλάβει, χάρη στις οποίες μάλιστα απολαμβάνουν όλη τη μέρα μια ατέλειωτη και γεμάτη ποικιλία θέα και από ψηλά ανακαλύπτουν, σε μια στιγμή, μεγάλο μέρος της γης και διακρίνουν ξεκάθαρα με το μάτι τόσους τόπους όσους ο άνθρωπος, και με το νου ακόμη, μόλις που θα μπορούσε να συλλάβει σε μια στιγμή· έτσι κατανοεί κανείς πως πρέπει να διαθέτουν μια τεράστια δύναμη και ζωηρότητα και μια ιδιαιτέρως ασκημένη ικανότητα φαντασίας» (σσ. 34-35). Και εδώ η σύγχρονη επιστήμη έρχεται να τον δικαιώσει, γιατί σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες τα πουλιά θεωρούνται ευφυέστερα από πολλά είδη θηλαστικών.

Ίσως στο Εγκώμιο των πουλιών να μην είναι τόσο έντονη, αλλά δεν παύει να είναι εμφανής η βαθιά συνειδητοποίηση της μελαγχολίας ως βασικής συντεταγμένης της ανθρώπινης κατάστασης, η τραγική αίσθηση της ανθρώπινης ζωής: η καρδιά ολόκληρης της ανθρωπότητας τίθεται μπροστά στην τραγική και αναπόδραστη μοίρα της. Εξού και προηγουμένως έκανα λόγο για τον αντεστραμμένο καθρέφτη που τα πουλιά τοποθετούν μπροστά μας. Ο Λεοπάρντι εξαίρει αυτά τα πλάσματα, τα ανάγει σε σύμβολο της ζωντάνιας και της χαράς της ζωής, ακριβώς γιατί αυτή η χαρά, αυτή η ζωντάνια, αυτή η ικανότητα για πέταγμα και για τραγούδι που αποτελούν τα διακριτά γνωρίσματά τους, για τον άνθρωπο όχι μόνο είναι μακρινά, αλλά ίσως και να έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί, καθώς απομακρύνεται από τη φύση και κάνει βήματα στον πολιτισμό. Και αν στο Εγκώμιο τα πουλιά φέρνουν τον φιλόσοφο ενώπιον της τραγικότητας της ανθρώπινης μοίρας με παιχνιδιάρικο, ελαφρύ τρόπο σε ένα άλλο από τα Μικρά ηθικά έργα, στο Cantico del gallo silvestre (Τραγούδι του αγριοπετεινού) ή καλύτερα το «Τραγούδι του θανάτου», ένα άλλο πουλί αναγγέλλει με την πλέον απόλυτη και γυμνή αλήθεια της τη «συνείδηση του πόνου και του τέλους στο οποίο έχουν αμετάκλητα καταδικαστεί τόσο οι ζωντανοί όσο και ολόκληρο το σύμπαν». Εδώ ένα άλλο πουλί μάς υπενθυμίζει πως ο θάνατος αποτελεί τη μοναδική εφικτή κατάληξη της επώδυνης και παράλογης ύπαρξης των ανθρώπων καθώς και όλων των πραγμάτων. Ο τεράστιος αγριοπετεινός, ένα πτηνό που συνδέει τη γη με τον ουρανό, επισημαίνει το θαυμαστό και τρομακτικό μυστήριο της οικουμενικής ύπαρξης· τη βασανιστική αίσθηση της ζωής ως στέρησης και ως μηδαμινότητας· της αναπότρεπτης δυστυχίας του ανθρώπου: «Σε όλα τα είδη θνητών πλασμάτων, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής είναι ένας αδιάλειπτος μαρασμός… Κάθε μέρος του σύμπαντος τρέχει ακαταπόνητα προς τον θάνατο, με ταχύτητα αξιοθαύμαστη. Μόνο το ίδιο το σύμπαν φαίνεται απαλλαγμένο από τη φθορά και τον μαρασμό: γιατί, αν το φθινόπωρο και τον χειμώνα παρουσιάζεται σχεδόν άρρωστο και γερασμένο, εντούτοις πάντα με τη νέα εποχή ξανανιώνει. Αλλά όπως και οι θνητοί, αν και στο ξεκίνημα της μέρας αποκτούν και πάλι ένα μέρος από τη νιότη τους, παρ’ όλα αυτά κάθε μέρα που περνάει γερνάνε και στο τέλος εξαφανίζονται, έτσι και το σύμπαν, μολονότι στην αρχή των χρόνων ξανανιώνει, ωστόσο συνεχώς γερνάει ολοένα περισσότερο. Θα έρθει η μέρα που και αυτό το σύμπαν και η ίδια η φύση θα σβήσουν. Όπως ακριβώς από τα απέραντα βασίλεια και τις τεράστιες αυτοκρατορίες που δημιούργησαν οι άνθρωποι, που ήταν ξακουστά σε άλλες εποχές δεν έχει απομείνει σήμερα πια ούτε ένα σημάδι. Παρομοίως και για ολόκληρο τον κόσμο, για τις άπειρες περιπέτειες και καταστροφές των πλασμάτων, δεν θα απομείνει ούτε ίχνος. Μονάχα η γυμνή σιωπή και η μέγιστη ακινησία θα γεμίσουν τον άπειρο χώρο. Έτσι αυτό το θαυμαστό και φοβερό μυστήριο της οικουμενικής ύπαρξης, πριν ακόμη το ομολογήσουμε και το κατανοήσουμε, θα διαλυθεί και θα χαθεί».

Στην πραγματικότητα μάλλον ένα είδος ζήλιας ή φθόνου θα πρέπει να μας κυριεύει, όταν βλέπουμε τον ιδιαίτερο κόσμο των πουλιών. Ζήλια για εκείνα τα πλάσματα που φαίνεται να μην υπόκεινται στη φυλακή της ανθρώπινης βούλησης, που δεν έχουν συνείδηση της ματαιότητας των πάντων. Ζήλια γιατί, εύθυμα όπως είναι με το ακούραστο και ζωντανό πηγαινέλα τους, βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τη δική τους μοίρα, με τον δικό τους θάνατο, αλλά φαίνεται να ανησυχούν ελάχιστα για το μέλλον.

Γίνεται συχνά αναφορά στον κοσμικό πεσιμισμό του Λεοπάρντι. Στον Dialogo di Tristano e di un Amico (Διάλογος Τριστανού και ενός Φίλου) ο πεσιμισμός αυτός αποκαλύπτει την ουσία του και την αλήθεια του: δεν είναι απλώς ένας μηδενισμός, δεν είναι παραίτηση. Εδώ ο χλευασμός, η ειρωνεία, ο σαρκασμός κορυφώνονται: δεν πρόκειται για λεκτικά ή για ρητορικά σχήματα, αλλά δείχνουν όλη εκείνη τη σοβαρότητα από την οποία, για τον Λεοπάρντι, θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται. Το γέλιο εδώ είναι επιθετικό και ανελέητο, δεν παρατηρεί απλώς ένα συμβάν, αλλά αναδεικνύει όλη τη γελοιότητα της κατάστασης, τις αντιφάσεις και τον παραλογισμό της. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι εξόχως αποκαλυπτικό και απολύτως ενδεικτικό της φιλοσοφίας του Λεοπάρντι, και έχει μια επιπλέον σημασία, καθώς προέρχεται από τον διάλογο που κλείνει τα Μικρά ηθικά έργα· εκεί όπου συμπυκνώνεται ο πυρήνας της σκέψης του. Λέει λοιπόν ο Τριστάνος: «Οι σύζυγοι, άμα θέλουν να ζήσουν ήσυχα, είναι απαραίτητο να πιστεύουν πως του καθενός η γυναίκα τού είναι πιστή· και αυτό πράττουν, ακόμη κι όταν ο μισός πληθυσμός γνωρίζει ότι η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Όποιος επιθυμεί ή πρέπει να ζήσει σε έναν τόπο, τον συμφέρει να πιστεύει ότι είναι ένας από τις ωραιότερους τόπους της κατοικήσιμης γης· και τέτοιο τον νομίζει. Σε κάθε γωνιά της Γης στους ανθρώπους βολεύει να πιστεύουν ότι η ζωή είναι ωραία και πολύτιμη· και τέτοια τη θεωρούν· εξοργίζονται μάλιστα με όποιον έχει διαφορετική άποψη. Γιατί ουσιαστικά το ανθρώπινο γένος πιστεύει πάντα όχι ό,τι είναι αλήθεια, αλλά εκείνο που είναι, ή φαίνεται να είναι, πιο κοντά στη δική του επιθυμία. Το ανθρώπινο γένος, που πίστεψε και θα πιστέψει τόσες ανοησίες, δεν θα πιστέψει ποτέ ούτε πως δεν ξέρει τίποτε, ούτε πως δεν είναι τίποτε, ούτε πως δεν υπάρχει τίποτε στο οποίο να ελπίζει. Κανένας φιλόσοφος που θα δίδασκε ένα από αυτά τα πράγματα δεν θα είχε καμιά τύχη ούτε και θα αποκτούσε οπαδούς, ιδίως στον λαό· γιατί πέρα από το ότι και τα τρία αυτά πράγματα εξυπηρετούν ελάχιστα όποιον επιθυμεί να ζήσει, τα δύο πρώτα προσβάλλουν την έπαρση των ανθρώπων, το τρίτο, όπως άλλωστε και τα άλλα δύο, χρειάζεται θάρρος και ψυχικό σθένος για να το πιστέψεις. Και οι άνθρωποι είναι δειλοί, αδύναμοι, με πρόστυχο, ευτελές και περιορισμένο πνεύμα, ευκολόπιστοι και πάντα πρόθυμοι να ελπίσουν, γιατί είναι πάντοτε επιρρεπείς να αλλάζουν την αντίληψή τους για το καλό ανάλογα με τις ανάγκες που καθορίζουν τη ζωή τους… και όταν στερηθούν όλα όσα ορέγονταν, τότε ζουν με ψεύτικες πεποιθήσεις, και μάλιστα τόσο ακμαίες και σταθερές, θαρρείς και είναι οι πιο αληθείς και οι πιο γερά θεμελιωμένες του κόσμου. Όσον αφορά εμένα, όπως στη νότια Ευρώπη γελάνε με τους άνδρες που είναι ερωτευμένοι με τις άπιστες γυναίκες, έτσι κι εγώ γελάω με το ανθρώπινο γένος που είναι ερωτευμένο με τη ζωή· και κρίνω ότι είναι ελάχιστα αντρίκειο να επιτρέπουμε να μας παρασέρνουν πλάνες και αυταπάτες λες και είμαστε ανόητοι, και πέρα από τα δεινά που υφιστάμεθα να είμαστε σχεδόν ο περίγελος της φύσης και του πεπρωμένου… Αν αυτά τα συναισθήματά μου πηγάζουν από κάποια ασθένεια, δεν το γνωρίζω· ξέρω μόνο ότι, άρρωστος ή υγιής, ποδοπατώ την ανανδρία των ανθρώπων, αρνούμαι κάθε παρηγοριά και κάθε παιδαριώδη πλάνη, κι έχω το θάρρος να υποστηρίξω την απώλεια κάθε ελπίδας, ν’ ατενίσω άφοβα την έρημο της ζωής, να μην αποκρύψω κανένα μέρος της ανθρώπινης δυστυχίας και να αποδεχτώ όλες τις συνέπειες μιας οδυνηρής, αλλά αληθούς φιλοσοφίας. Η οποία, αν δεν ωφελεί σε κάτι άλλο, τουλάχιστον παρέχει στους δυνατούς ανθρώπους την περήφανη ικανοποίηση να δουν να σχίζεται ο πέπλος που καλύπτει τη μυστηριώδη ωμότητα της ανθρώπινης μοίρας… Εγώ αυτά έλεγα μέσα μου, θαρρείς κι εκείνη η οδυνηρή φιλοσοφία να ήταν επινόηση δική μου· βλέποντας να την απορρίπτουν όλοι, έτσι όπως απορρίπτονται οι νέες και πρωτάκουστες ιδέες. Αλλά μετά, αφού ξανασκέφτηκα το πράγμα, θυμήθηκα ότι ήταν τόσο νέα όσο ο Σολομών και όσο ο Όμηρος, και οι πιο αρχαίοι ποιητές και φιλόσοφοι που γνωρίζουμε· που ξεχειλίζουν όλοι τους από μορφές, μύθους και κρίσεις που δηλώνουν την πιο ακραία ανθρώπινη δυστυχία· κι άλλος από αυτούς λέει ότι ο άνθρωπος είναι το πλέον αξιολύπητο των ζώων· άλλος λέει ότι καλύτερα να μην είχαμε ποτέ γεννηθεί, κι όποιος γεννιέται να πεθαίνει στην κούνια· άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως εκείνος που είναι αγαπητός στους Θεούς, πεθαίνει νέος, και άλλοι άλλα ατέλειωτα παρόμοια πράγματα σχετικά με αυτό. Και θυμήθηκα επίσης πως από την εποχή εκείνη μέχρι και χθες ή προχθές, όλοι οι ποιητές και όλοι οι φιλόσοφοι και οι συγγραφείς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είχαν επαναλάβει ή επιβεβαιώσει τις ίδιες θεωρίες… Και επιπλέον σ’ το λέω καθαρά και ξάστερα ότι εγώ δεν υποκύπτω στη δυστυχία μου, ούτε σκύβω το κεφάλι στη μοίρα ή συμβιβάζομαι μαζί της, όπως κάνουν οι άλλοι άνθρωποι· και τολμώ να επιθυμώ τον θάνατο, και να τον επιθυμώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, με τόση λαχτάρα και με τέτοια ειλικρίνεια, με όση πιστεύω ακράδαντα ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο τον έχουν επιθυμήσει… Μου φαίνεται υπερβολικά παράλογο και απίστευτο να υποχρεωθώ… να ζήσω άλλα σαράντα ή πενήντα χρόνια, όσα μ’ απειλεί η φύση να μου δώσει. Και μόνο στη σκέψη αυτή ανατριχιάζω… Η μοναδική σκέψη που με στηρίζει είναι ότι η ζωή που μου μένει είναι σύντομη… Σε άλλες εποχές είχα φθονήσει τους ανόητους και τους χονδροκέφαλους και όσους είχαν μια πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους· και ευχαρίστως θα έπαιρνα τη θέση κάποιου από αυτούς. Σήμερα δεν ζηλεύω πια ούτε τους ανόητους ούτε τους σοφούς, ούτε τους μεγάλους ούτε τους μικρούς, ούτε τους αδύναμους ούτε τους ισχυρούς. Ζηλεύω μονάχα τους νεκρούς, και μονάχα με τη δική τους θα άλλαζα τη θέση μου. Κάθε ευχάριστη φαντασίωση, κάθε σκέψη του μέλλοντος που κάνω, όπως συμβαίνει, στη μοναξιά μου, και με τις οποίες περνώ τον καιρό μου, συνίσταται στον θάνατο, κι αποκεί δεν μπορεί να βγει… Όταν έρθει ο θάνατος, θα πεθάνω τόσο ήρεμος και τόσο ευτυχισμένος λες και τίποτ’ άλλο δεν είχα ελπίσει και επιθυμήσει στον κόσμο. Αυτό είναι το μοναδικό δώρο που μπορεί να με συμφιλιώσει με τη μοίρα. Αν μου πρότειναν, από τη μια πλευρά, την τύχη και τη φήμη του Καίσαρα ή του Αλεξάνδρου, δίχως την παραμικρή κηλίδα, κι απ’ την άλλη να πεθάνω σήμερα, κι αν έπρεπε να διαλέξω, θα έλεγα να πεθάνω σήμερα· και δεν θα ήθελα καν χρόνο για ν’ αποφασίσω».

Το σαρκαστικό, σχεδόν επιθετικό, ύφος του Λεοπάρντι ίσως να απέχει από την ηρεμία ενός Μάρκου Αυρήλιου ή ενός Επίκτητου από την άποψη του τόνου και της φόρμας, αλλά προσωπικά δεν μπορώ να μη διακρίνω εδώ κάτι από την ουσία και την κοσμοαντίληψη των στωικών. Τα πουλιά, ως σύμβολο, η «φαινομενική ελαφρότητα της ύπαρξής τους», μας δίνουν και την απάντηση στον πεσιμισμό του Λεοπάρντι, ο οποίος δεν είναι μηδενιστικός: η αλήθεια της ανθρώπινης οδύνης δεν γίνεται παγίδα στο πένθος, αλλά εφαλτήριο για να αντιμετωπίσουμε τη ζωή και τον κόσμο όπως είναι. Πρόταση μιας άλλης ζωής. Το γκρέμισμα του ανθρωποκεντρικού μύθου θα πρέπει να μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τη φύση και τον κόσμο έξω και πέρα από τις ανθρώπινες συμβάσεις και τα περιορισμένα νοητικά σχήματά μας. Το Εγκώμιο των πουλιών να μετατραπεί σε εγκώμιο της φύσης και του κόσμου, των οποίων δεν είμαστε οι απόλυτοι κύριοι, αλλά μια απλή ψηφίδα τους, γι’ αυτό υπάρχει και μια παιδαγωγική αξία στα έργα του Λεοπάρντι: το γεγονός ότι δεν διστάζει να μιλήσει για τη ματαιότητα των ανθρώπινων, αλλά όχι μόνο ανθρώπινων πραγμάτων, ο σαρκασμός και ο κυνισμός που συχνά αναδεικνύονται από τις σκέψεις του, φέρνοντας στο φως έναν γενικευμένο μακιαβελισμό, αλλά κυρίως αυτή η αγάπη για την ελευθερία των πουλιών ως συμβόλων θα πρέπει να μας ωθήσουν δούμε τη φιλοσοφική οπτική του και την κοσμοντίληψή του υπό μια νέα γωνία. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το έργο του Λεοπάρντι είναι απαισιόδοξο και τραγικό στον πυρήνα του, ωστόσο είναι εξίσου αναμφισβήτητο ότι είναι εξαιρετικά όμορφο και προκαλεί μάλλον ψυχική ανάταση παρά μελαγχολία.

Το να τραγουδάει τον πόνο ήταν για τον ίδιο ένα είδος φαρμάκου για τον πόνο· να τραγουδάει την απελπισία λύτρωση από την απελπισία· να τραγουδάει τη δυστυχία για τον ίδιο ήταν όχι ένα απλό λογοπαίγνιο, αλλά η μόνη ευτυχία. Ο Λεοπάρντι μετέτρεψε το βάσανο και την αγωνία της ύπαρξης σε στοχαστική ηδύτητα, το παράπονο σε ευφρόσυνη μουσική, τη λύπη των νεκρών και χαμένων ημερών σε λαμπρά οράματα. Η επίγνωση του πόνου στον Λεοπάρντι δεν σημαίνει και παραίτηση από τη ζωή· μάλλον το επείγον μιας ζωής άλλης από εκείνη που διάγουμε. Δεν πρόκειται για παράδοξο· όπως και ο Επίκτητος (με τον οποίο εξάλλου είχε καταπιαστεί και μεταφράσει) και ο Μάρκος Αυρήλιος δεν μας ζητούν να παραιτηθούμε από τη ζωή, έτσι και ο Λεοπάρντι μάς οδηγεί μέσα από την αλήθεια του επίγειου βίου σε μια άλλη κοσμοαντίληψη. Έδειχνε να αντλεί ζωή ακριβώς μιλώντας για τον θάνατο και τη δυστυχία και αυτό μας το αποκαλύπτουν τα ίδια τα λόγια του. Στις αρχές (4-5) Οκτωβρίου 1820 θα αποτυπώσει στο χαρτί αυτές τις αληθινές και βαθιές σκέψεις του: «Να ποιο είναι ίδιον των μεγαλοφυών έργων: ότι ακόμη κι όταν απεικονίζουν με ζωντάνια τη μηδαμινότητα των πραγμάτων, ακόμη και όταν δείχνουν ολοφάνερα και μας κάνουν να νιώσουμε την αναπόδραστη δυστυχία της ζωής, ακόμη και όταν εκφράζουν τις πλέον τρομερές απελπισίες, εντούτοις για μια μεγάλη ψυχή η οποία βρίσκεται σε μια κατάσταση έσχατης κατάπτωσης, γκρεμίσματος κάθε ψευδαίσθησης, μηδαμινότητας, πλήξης και αποθάρρυνσης της ζωής ή στις πικρές, σπαραχτικές και θανατηφόρες συμφορές… χρησιμεύουν πάντοτε ως παρηγοριά, αναζωπυρώνουν τον ενθουσιασμό και επειδή δεν πραγματεύονται και δεν αναπαριστούν τίποτ’ άλλο παρά τον θάνατο, ξαναδίνουν στην ψυχή αυτή τη ζωή που είχε χάσει… Και αυτή η ίδια η γνώση της αθεράπευτης ματαιότητας και πλαστότητας κάθε ωραίου και κάθε μεγάλου είναι μια κάποια ομορφιά και ένα κάποιο μεγαλείο που γεμίζει την ψυχή, όταν αυτή η γνώση απαντά στα μεγαλοφυή έργα. Ακόμη και το ίδιο το θέαμα της μηδαμινότητας στα έργα αυτά είναι ένα στοιχείο που φαίνεται να μεγαλώνει την ψυχή του αναγνώστη, την ανυψώνει και την κάνει να νιώθει ικανοποιημένη με τον εαυτό της και με την απελπισία της…. Ο άνθρωπος απελευθερώνεται από την πλήξη χάρη στο ίδιο το ζωντανό συναίσθημα της οικουμενικής και αναγκαίας πλήξης».

Η αναγνώριση της ματαιότητας των πραγμάτων, της φθαρτότητας του ανθρώπου, είναι συνάμα μια ηρωική πράξη, μια πρόταση να αντιληφθούμε τη ζωή και τον κόσμο υπό ένα άλλο πρίσμα που θυμίζει τόσο την κοσμοαντίληψη των στωικών. Τώρα υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι στη στωική κοσμοαντίληψη διακρίνουν μια ηττοπάθεια, μια παραίτηση, υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι σε αυτήν την ίδια κοσμοαντίληψη διακρίνουν μια στάση ζωής πιο αξιοπρεπή, λιγότερο ματαιόδοξη, και πιο κοντά στην ταπείνωση ως απαραίτητη συνθήκη του βίου μας. Προσωπικά ο πεσιμισμός του Λεοπάρντι, όπως οι σκέψεις του Μάρκου Αυρηλίου ή εκείνες του Επίκτητου με ωθούν προς τη δεύτερη κατεύθυνση. Ο πεσιμισμός του Λεοπάρντι δεν θα πρέπει να εννοηθεί ως καθαρά αρνητική συνθήκη/ κατάσταση του ζην (παραίτηση, άρνηση της ζωής, εγκατάλειψη, απελπισία…), όσο αντιθέτως ως μια νηφάλια ένταση της ψυχής στην αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης.

Σε μια γαλλογερμανική ταινία που παίχτηκε πρόσφατα και στην Ελλάδα, με τον τίτλο: Frantz, η πρωταγωνίστρια μετά από μια σειρά θλιβερών γεγονότων βρίσκεται να συνομιλεί με κάποιον συνομήλικό της μπροστά από τον πίνακα του Εντουάρ Μανέ «Η αυτοκτονία». «Σας αρέσει και σας αυτός ο πίνακας;» ρωτάει ο νεαρός άνδρας. Και η τραυματισμένη ψυχικά κοπέλα απαντά ήρεμα: «Ναι. Με κάνει να θέλω να ζήσω». Κάτι ανάλογο θεωρώ συμβαίνει και με το έργο του Λεοπάρντι. Η αλήθεια του θανάτου, όπως προβάλλει από τις σελίδες του, θα μπορούσε να ιδωθεί ως κατάφαση στη ζωή.

 

 

* Το παρόν κείμενο είναι μια περισσότερο επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που δόθηκε στη Θεσσαλονίκη την 21η Μαρτίου 2018 (Παγκόσμια ημέρα ποίησης), με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου του Giacomo Leopardi, Εγκώμιο των πουλιών, μετάφραση: Χρήστος Μπιντούδης, εισαγωγή: Novella Bellucci, Άγρα, 2017.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top