Fractal

Εγχειρίδιο Ανάγνωση: Τι προσδοκώ από ένα ψηφιακό βιβλίο

Γράφει ο Βασίλης Ν. Πης // *

 

ebook-tabletΤο μόνο μειονέκτημα που θα έχει στο μέλλον το ηλεκτρονικό βιβλίο, για τον αναγνώστη, είναι ότι δεν θα μπορεί να σχίσει μία σελίδα, να υπογραμμίσει με « αναλογικό » μελάνι λέξεις και φράσεις, να τσακίσει τη σελίδα πριν κοιμηθεί και να ακούσει το θρόισμα του χαρτιού, του «γέρο-Χαρτ» όταν αλλάζει σελίδα. Τώρα ζει την συγκατοίκηση του χαρτιού με την ψηφιακή γραφή. Μέσα σε είκοσι το πολύ τριάντα χρόνια ο «γέρο-Χαρτ» θα πεθάνει. Με την εφεύρεση της τυπογραφίας το χειρόγραφο, σε διάρκεια τριάντα ετών έγινε σπάνιο είδος και συλλεκτικό αντικείμενο.

Η γνωστική ικανότητα δεν θα αντικατασταθεί από την πληροφορική δεξιότητα. Η προσπάθεια να αρθρώσει δομημένο και κριτικό λόγο η νέα γενιά, δεν θα αποτύχει. Ποιός μπορεί να αποδείξει ότι η πληροφορική δεξιότητα δεν θα παρέχει κριτική σκέψη στο μέλλον και θα μειώσει την ανθρώπινη επινόηση και εφευρετικότητα; Ποιος καταδικάζει σε θάνατο τη λογοτεχνία; Μπορεί να γραφτούν διαμάντια στο μέλλον που θα ζήλευε κάθε επίδοξος «αναλογικός» συγγραφέας.

Αν «όταν διαβάζεις ένα σπουδαίο βιβλίο, δεν δραπετεύεις από τη ζωή, αλλά βυθίζεσαι σε αυτήν» όπως γράφει ο Τζούλιαν Μπάρνς, αν «η αφήγηση είναι μια ενστικτώδης προσπάθεια να διαχειριστείς το μυστήριο, το χάος, την αναστάτωση »,όπως γράφει ο Γκράχαμ Σουίφτ, αν τα μελλοντικά ψηφιακά βιβλία που θα διαβάζουμε μας «ξυπνούν με μια γροθιά στο κρανίο», όπως γράφει ο Φραντς Κάφκα, αν η «αναλογική» λογοτεχνία βάζει τους ήρωες της να κάνουν, όσα δεν μπορούμε εμείς, αν είναι ένα « υπνωτικό αποτελεσματικό», όπως γράφει ο Γκαρθία Γκουάλ, ποιος μπορεί αν αποδείξει ότι η ψηφιακή λογοτεχνία δεν θα δημιουργήσει στο μέλλον, καινούργιους φανταστικούς χώρους, όπου μέσα από αυτούς, ο αναγνώστης, θα γνωρίσει καλύτερα την πραγματικότητα και δεν θα βυθιστεί μέσα σε αυτήν;

Αν ένα μυθιστόρημα σύμφωνα με τον Χάρολντ Μπλουμ, για να θεωρείται αυθεντικό οφείλει να διαθέτει γνωστική δύναμη που οδηγεί στην αυθυπαρξία του συγγραφέα, σοφία, άψογο και επιδέξιο χειρισμό των μεταφορών, ποιός εγγυάται ότι το ψηφιακό μυθιστόρημα δεν θα πληροί τους παραπάνω όρους; Αν «όπως όλη η τέχνη είναι η απόδειξη ότι η ζωή δεν μας αρκεί» σύμφωνα με τον Φερνάντο Πεσόα, αν η κύρια λειτουργία της λογοτεχνίας, σύμφωνα με τον Αντόνιο Ταμπούκι, «είναι να συνδιαλέγεται κριτικά με το ανησυχητικό πρόσωπο των καιρών, να προκαλεί και να αφυπνίζει», ποιος μπορεί να καταδικάσει από τώρα τις νέες γενιές, ότι στον ψηφιακό κόσμο, θα απολέσουν την κριτική σκέψη, δεν θα αφυπνίζονται και θα βρίσκονται σε διαρκή έλλειψη προσήλωσης;

Αν οι συγγραφείς του «αναλογικού» (χάρτινου)βιβλίου δεν μοιράζουν, σύμφωνα με τον ήρωα ποιητή Ικέμ, στο μυθιστόρημα του Ατσέμπε Τσινούα, οδηγίες αλλά μοιράζουν πονοκεφάλους, ποιος μπορεί να βεβαιώσει τον αναγνώστη, ότι το ψηφιακό βιβλίο ή η ψηφιακή γραφή γενικότερα, δεν θα μοιράζει δυνατότερους πονοκεφάλους και δεν θα τον ταράζει εντονότερα; Αν σκοπός της λογοτεχνίας είναι μια έξυπνη απόδραση από την σύγχυση του σημερινού κόσμου, ή σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, « είναι να μας προσφέρει με την είσοδο μας στον κόσμο του καλλιτεχνικού έργου, που είναι ένας κόσμος αρμονικός, την αίσθηση μιας υπέρτατης ισορροπίας και αρμονίας, μιας κάθαρσης ψυχικής φύσεως την οποία ο άνθρωπος διακαώς αποζητεί, κινούμενος από μια έμφυτη επιθυμία υπέρβασης της ανθρώπινης κατάστασης », με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό θα μειωθεί με το ψηφιακό βιβλίο η παραπάνω ισορροπία;

Αν, σαν αναγνώστες, διαβάζουμε βιβλία για να γνωρίσουμε τις ιστορίες των άλλων, να δώσουμε παράταση ζωής, να γνωρίσουμε το παρελθόν και να κάνουμε οικείο το παρόν, να βάλουμε απέναντί μας τους φόβους μας, να καταρρίψουμε όρια και να καταργήσουμε σύνορα, να γνωρίσουμε τον κόσμο των ιδεών, μύθους, να μάθουμε για τις επινοημένες ιστορίες των άλλων, να διαβάσουμε επινοημένα ψέματα που μοιάζουν με αλήθεια και στέκονται ακίνητα σαν σαύρες στον ήλιο, να γνωρίσουμε τις νέες τεχνολογίες, να αποκτήσουμε δομημένη γνώση, ….. να μάθουμε να απορρίπτουμε, ποιος μας βεβαιώνει ότι ο μελλοντικός κόσμος θα αποκλείσει όλα τα παραπάνω;

Το σίγουρο είναι ότι το βιβλίο, αναλογικό ή ψηφιακό δεν οδηγεί στην αρετή. Πώς μια καλλιεργημένη Γερμανία έφτασε στο Ολοκαύτωμα; Σίγουρο είναι ότι μεταμορφώνει όχι μόνο τον αναγνώστη αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα. Αν η λογοτεχνία σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, «μας εκπαιδεύει απέναντι στη μοίρα και το θάνατο», αν είναι το κλέψιμο από το σώμα της ομορφιάς, αν είναι μια γροθιά στο χρόνο για να τον κάνουμε να σταματήσει – έστω φευγαλέα – ή μια γροθιά στο θάνατο, αν με τη λογοτεχνία εντασσόμαστε σε μια μόνιμη κατάσταση αναστάτωσης, εξερεύνησης και εξέγερσης, τότε με ποιο τρόπο θα τα ακυρώσει όλα αυτά η ψηφιακή γραφή; Η τέχνη δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση τής πραγματικότητας, αλλά δημιουργεί τη δική της, έλεγε ο Ναμπόκοφ.

Αν είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να θέσουμε από τώρα, είναι αν ο ψηφιακός κόσμος, μας δημιουργήσει άλλο ένα κόμπο μοναξιάς, στο απέραντο σύμπαν και αυτός είναι η ανεπάρκεια των ψηφιακών μέσων να κάνουν τη ζωή μας, όχι πιο εύκολη, αλλά πιο πραγματική και πιο πιστευτή. Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε, αν ο ψηφιακός κόσμος, θα καταφέρει να μας μάθει, να μας εκπαιδεύσει να ζούμε πιο ελεύθερα. Η πληροφορία μάς ενημερώνει, μας ψυχαγωγεί, ή μας παραπληροφορεί για την τυχαιότητα της στιγμής• αν και είναι συναρπαστικό, όσο και μαγικό, εντούτοις δεν έχει την ικανότητα να χτίσει έναν καινούργιο κόσμο από προσδοκίες και νέα οράματα, που σίγουρα θα τα χρειαστούμε στο μέλλον. H ενημέρωση μιλά για ένα συγκεκριμένο θέμα, που στο τέλος του άρθρου, κλείνει, ενώ η λογοτεχνία ανοίγει το θέμα και το διευρύνει συνεχώς, όπως ένα καλά δομημένο άρθρο, διευρύνει και οξύνει την αντίληψη, σε αυτούς τους εγωιστικούς καιρούς.

H λογοτεχνία είναι ένα ξύπνημα συναισθημάτων που μας ανακουφίζει, εμάς τους αναγνώστες. Δεν μας δίνει λύσεις• αναπαριστά τη ζωή όπως είναι, ή όπως θα μπορούσε να είναι. Στην ουσία αναπαριστά φάσεις ή πράξεις απ’ τις ζωές των ανθρώπων, μέσα από μια ενότητα δράσεων και μιας αναγκαίας και πιστευτής ακολουθίας γεγονότων. Αναπαριστά τις ζωές με μεταφορικό τρόπο. Ταυτιζόμαστε με τις ζωές των ηρώων, διαβάζουμε τις ιστορίες τους, γιατί μας βοηθάνε να οργανώσουμε τις δικές μας επιθυμίες, για να ζήσουμε έτσι ταυτόχρονα ανάμεσα σε δύο πιστευτούς κόσμους. Με ένα φανταστικό που μοιάζει με πραγματικό και τον πραγματικό το δικό μας. Στην Ποιητική του Αριστοτέλη σώζεται η ρήση του Σοφοκλή: «Εγώ παριστάνω τους ανθρώπους όπως θα έπρεπε να είναι, ο Ευριπίδης όπως είναι», γιατί οι αρχαίοι έλληνες τραγικοί είχαν βαθιά επίγνωση των θεμελιωδών προβλημάτων της ανθρώπινης μοίρας.

Με την τέχνη της γραφής, θέλουμε οι συγγραφείς να προσπαθούν να φτάσουν στο βάθος των πραγμάτων, των ανθρώπινων καταστάσεων και συμπεριφορών, δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν καινούργιο κόσμο, καθώς και τις δυνάμεις εκείνες που τον δημιούργησαν, ρίχνοντας σε κάθε εποχή έναν καινούργιο προβολέα πάνω στα πράγματα για να τα φωτίσουν, δίνοντάς μας σαν αναγνώστες, έτσι την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τη ζωή, όταν αυτή συνέχεια συμβαίνει παντού, μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, το οποίο πριν, δεν είχαμε αντιληφθεί. Το έργο τους να ολοκληρώνεται όταν πεθάνει εντελώς: Όταν είναι ζωντανό έργο να μπορεί να επαναδιατυπωθεί να μπορεί να διορθωθεί, με νέα σχεδιάσματα, με νέες λωρίδες χάρτου ή λωρίδες ψηφιακής γραφής.

Η γραφή θέλουμε να μας συγκλονίζει: όταν τελειώνουμε την ανάγνωση ενός βιβλίου, θέλουμε να μην ξέρουμε που βρισκόμαστε. Να μας χαλάει την βεβαιότητα. Σαν να ενσωματώνουμε ένα νέο κομμάτι στο σώμα μας, ένα νέο κομμάτι στον εαυτό μας και θέλουμε καιρό να το συνηθίσουμε.Ο συγγραφέας, χωρίς να απαντάει σε αιώνια και νέα ερωτήματα που γεννιούνται, προτιμούμε εντούτοις να τα διατυπώνει με τον πιο ειλικρινέστερο τρόπο. Να γίνει φωτιστής, φωτίζοντας άγνωστες στοές της ύπαρξης, τις βαθύτερες αλήθειες εκείνες που ενώνουν τους ήρωες , αλλά και αυτές που τους χωρίζουν, αυτές που τους κάνουν διαφορετικούς από τη βαρύτητα των παθών τους και πως επηρεάζονται από τις καθημερινές ανατροπές και πως αντιδρούν. Ζωή σε στιγμές έξαρσης. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η λογοτεχνία, αν δεν είναι ένας ακαριαίος, αυθεντικός, δυσεύρετος ρυθμός της γλώσσας που αιχμαλωτίζει εμάς τους αναγνώστες με το ύφος της και μας αναγκάζει να νιώθουμε συμπόνια για τους ήρωες, παίρνοντας τη θέση τους, νιώθοντας όλο το βάρος των δυνάμεων που τη δημιούργησαν; Με την λογοτεχνία ο αναγνώστης να αποκτά μηδενική ανοχή στην χειραγώγηση, από όπου και αν προέρχεται αυτή. Να αποκτά ένα νέο παράθυρο οπτικής για την κατανόηση του κόσμου, τα μαγικά κλειδιά διεύρυνσης της αντίληψης του, ώστε να μην συμβιβαστεί με την ζωή ως έχει, εκφράζοντας έτσι την δυσαρέσκεια του – σε κάθε εποχή -ότι η ζωή δεν μας αρκεί. Ότι είμαστε ανικανοποίητοι, μπροστά σε αυτήν την ανεπάρκεια, ότι για αιώνες θα ακολουθούμε πιστά τις επιθυμίες μας και τα πάθη μας, με κάθε τίμημα.

Η λογοτεχνία για μας τους αναγνώστες δεν είναι υπενθύμιση αλλά άσκηση μνήμης, καθαρόαιμη, φανταστική επινόηση, ένας επινοημένος κόσμος, που ζει σε πραγματικό πεδίο βαρύτητας και που δεν φιλοδοξεί ν’ αποκτήσει και φυσικές διαστάσεις. Αν εξυψώνει το νου και γαληνεύει τη ψυχή του αναγνώστη, ίσως και μπορέσει τότε να κατανοήσει καλύτερα την ύπαρξή του, να σταθεί με σθένος απέναντι στον Άλλο, τον μυθιστορηματικό Άλλο, αυτόν που διεισδύει στα βιβλία και μας ψιθυρίζει και στο μυαλό του μπορείς να διακρίνεις τα απομεινάρια της έκρηξης που δημιουργεί η ανάγνωση για πέντε ημέρες από τη στιγμή που… ολοκληρώνει ένα μυθιστόρημα. Αυτό ίσως είναι η λογοτεχνία. Μια ηχώ από χειροκρότημα χιλιάδων θεατών -ή τα χειροκροτήματα της μνήμης – που ακούς από τα παρασκήνια, και αυτή η ηχώ σε αποζημιώνει και σε προετοιμάζει για το επόμενο βιβλίο. Ίσως η λογοτεχνία να διαθλά την πραγματικότητα, για να την κάνει πιστευτή στα μάτια του αναγνώστη, και έτσι να μπορέσει να αναθεωρήσει τη θέση του μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα. Ίσως είναι εκείνες οι λέξεις όταν συνωμοτούν, να συνασπίζονται – σαν ασπίδα- γύρω απ’ τον συγγραφέα, ή τον αναγνώστη, στον αστερισμό της λογοτεχνίας, θέλοντας έτσι ο συγγραφέας ή ο αναγνώστης να εξορκίσει με την τέχνη του τις δυνάμεις εκείνες που συνδέονται με το φόβο του θανάτου, να ξορκίσει αυτήν την παγκόσμια ανησυχία και αναταραχή, για το επικείμενο μέλλον τους εαυτού μας και του πλανήτη, να ξορκίσει το χρόνο που μόνο απομεινάρια σφαγής, αφήνει στο πέρασμά του, ή τη μελαγχολία του συγγραφέα και του αναγνώστη που ’ναι αιχμηρή σαν τα γυμνά κλαδιά των δέντρων του Νοεμβρίου. Ίσως πάλι να είναι ο αυθεντικός διερμηνέας της μνήμης και ο στιβαρός φύλακας της λήθης. « Τα βιβλία από μόνα τους δεν καθορίζουν τα πράγματα. Γίνονται όμως μάρτυρες του πνεύματος της εποχής», γράφει η Καναδή Μάργκαρετ Άτγουντ.

Γιατί γράφουν οι συγγραφείς; Και γιατί διαβάζουν οι αναγνώστες; Δίνουν πειστικές απαντήσεις; Γράφουν ή διαβάζουμε για να γνωρίσουμε όσο μπορούμε τον εαυτό μας; Για να κοιτάμε στον καθρέφτη κάθε εποχής τις αλλαγές που φυλάγαμε για τον εαυτό μας, τις αγωνίες και τις ελπίδες που μας κρατούσαν ζωντανούς; Γιατί θέλαμε να ζήσουμε βαθύτερα τη ζωή, εντονότερα, ή απλώς γιατί θέλαμε να ζήσουμε διαφορετικά; Ή γιατί έτσι δίνουμε νόημα και ονόματα στα πράγματα; Ή γιατί επιθυμούσαμε να συναντήσουμε την επόμενη μέρα με λιγότερο οδυνηρά πράγματα; Ή γιατί προσδοκούσαμε να πιαστούμε από Κάπου και από Κάτι; Να ζήσουμε και όχι να επιβιώσουμε. Ή γιατί φοβόμασταν τον θάνατο. Αυτό που είναι τρομερό και που συμβαίνει σήμερα, δεν είναι ότι αδυνατούμε να ενσωματωθούμε στον νέο τεχνολογικό κόσμο. Το χαρτί, γέρασε, γίνεται αδύναμο, και θα πεθάνει, και ο ψηφιακός κόσμος, τόσο διαφορετικός, έρχεται ορμητικά από πίσω του. Ουσιαστικά αυτός είναι ο θάνατος του χαρτιού. Κανένας δεν θέλει ν’ αποσυρθεί το χαρτί, αλλά στην ουσία η τεχνολογία το σπρώχνει προς τον τάφο.

Μας αρέσει η λογοτεχνία που θέτει ερωτήματα∙ που δεν δίνει απαντήσεις. Προτιμούμε τη λογοτεχνία που δεν γράφεται για να διακοσμεί βιβλιοθήκες, αναλογικές ή ψηφιακές. Που είναι εργαλείο για να επιτίθεσαι αλλά και να αμύνεσαι. Η λογοτεχνία εκείνη που δαγκώνει τη ζωή σε στιγμές έντασης. Οι χαραχτήρες εκείνοι που είναι αληθινοί και αλλά υπερβαίνουν τη ζωή∙ δείχνουν τις πληγές της σε στιγμές έξαρσης. Δεν προτείνουν καμιά θεραπεία. Η λογοτεχνία που βασίζεται στην ανθρώπινη δυνατότητα να είμαστε συμπονετικοί: αυτό σημαίνει να βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση τους, όχι να τους κρίνουμε, μας λέει ο Ορχάν Παμούκ.

Μας αρέσει η μυθιστορηματική τέχνη εκείνη που δηλώνει πεισματικά ανεξάρτητη από κάθε σύστημα προκατασκευασμένων ιδεών∙ δεν κρίνει, δεν διακηρύσσει αλήθειες, αγωνίζεται γι’ αυτές. Αναρωτιέται, περιγράφει, εξετάζει. Δεν φιλοσοφεί, δεν φλυαρεί, δεν διδάσκει. Μας προικίζει, σαν αναγνώστες με ισχυρές γλωσσικές και κριτικές ικανότητες, για να μπορούμε να έρθουμε σε καλύτερη επαφή με το περιβάλλον που ζούμε. Ο Κάφκα μας έδειξε με το έργο του πώς οι αυταρχικές κοινωνίες παραμορφώνουν το ανθρώπινο πνεύμα και ο Μάρκες αποκάλυψε πόσο κοντά στην πραγματική ζωή βρίσκεται το παράλογο όταν μια χώρα – σήμερα ο πλανήτης- κυριαρχείται από ψέμα.

Ο συγγραφείς, θέλουμε να δημιουργούν ένα κόσμο ανθρώπινο: με πάθη, εντάσεις, μίση και ματαιοδοξία, εριστικότητα, σκληρότητα, ρήξη. Και αυτόν τον κόσμο ο συγγραφέας και ο αναγνώστης, συνέχεια τον επωάζουν, τον εκκολάπτουν και αδυνατούν να τον απορρίψουν. Τον καταστρέφουν, αλλά αυτός ξαναδημιουργείται, γιατί είναι ένας παράξενος κόσμος, αλλά και τόσο μαγικός.

Με την γραφή, αναλογική τώρα, ψηφιακή αύριο, ίσως καταφέρουμε να πλησιάσουμε ακόμα περισσότερο την ύπαρξη, για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε. Με την γραφή πλησιάζουμε τον άνθρωπο και τις δυνάμεις που τον κυριαρχούν.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημ1: Μ. Κούντερα Ο Πέπλος, Εστία 2005

 

* Ο Βασίλης Ν. Πης γεννήθηκε στην Κω των Δωδεκανήσων τον Δεκέμβρη του 1963. Μετά τις ημιτελείς σπουδές του, στο τμήμα της σχολής φυσικομαθηματικών στην Ιταλία, επιστρέφει στην Ελλάδα. Εργάζεται στο Αθλητικό Πολύκεντρο Δήμου Κω. Κείμενά του, του έχει δημοσιεύσει το λογοτεχνικό περιοδικό «Περίπλους», το λογοτεχνικό περιοδικό της Λέρου: «Έκφραση Λόγου και Τέχνης», το λογοτεχνικό περιοδικό της Ρόδου « Νησίδες», το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ποιείν», τo biblio.net, η βιβλιοθήκη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία και έχει εκδώσει βιβλία του, ο εκδοτικός οίκος: «Οδός Πανός» και «Γαβριηλίδης» .

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top