Fractal

Η «αλλότρια» ταυτότητα.

Γράφει η Μαρία Γαβαλά //

 

Για το “Πατέρας και γιος” του Edmund Gosse (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015, μτφ. Παναγιώτης Σουλτάνης)

 

Το Πατέρας και γιος είναι ένα ιδιότυπο και διόλου εύκολα κατατάξιμο βιβλίο. Ένα αφήγημα-τεκμήριο, μια λεπτομερής καταγραφή κάποιων πολύ συγκεκριμένων συνθηκών γύρω από την αυστηρή διαπαιδαγώγηση, κυρίως θρησκευτική, ενός νέου ανθρώπου που ανήκε σε μια ξεχωριστή οικογένεια και έζησε σε μια, από πολλές απόψεις, ενδιαφέρουσα, για τον κάθε μελετητή, εποχή: εκείνη της Βικτωριανής Αγγλίας. Το κείμενο καλύπτει το χρονικό διάστημα δύο δεκαετιών περίπου και καταγράφει με ακρίβεια τη σχέση δύο ανδρών (πατέρα-γιου) που άφησαν το στίγμα τους, τόσο στον χώρο της επιστήμης όσο και στον χώρο των γραμμάτων. Εκ παραλλήλου, μέσα από τις πτυχές του αφηγήματος, ξετυλίγεται η τοιχογραφία των ιδεών και ηθών της κοινωνίας της συγκεκριμένης περιόδου, όπου ο πουριτανισμός είχε τον κύριο λόγο. Το κείμενο είναι αφηγηματικό και τυπικά, τουλάχιστον, αυτοβιογραφικό: εξιστορεί ένα μέρος από τη ζωή του συγγραφέα – τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια – και είναι γραμμένο σε μεταγενέστερο χρόνο, εκμεταλλευόμενο το χρονικό περιθώριο που μεσολαβεί ώστε να αποφευχθεί η σκόπελος του άσκοπου συναισθηματισμού (χωρίς όμως απαραιτήτως να παρακάμπτεται η συναισθηματική φόρτιση, η οποία οδηγεί σε μια υποκειμενική άποψη, σε σημείο μάλιστα που το αφήγημα του Gosse, υιού, να έρχεται σε διάσταση με άλλες βιογραφίες του Gosse, πατρός, γραμμένες από αντικειμενικότερους σχολιαστές και παρατηρητές) και κάθε άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να αλλοιώσει την αξία της απολύτως προσωπικής αλήθειας του. Από την άλλη, το διακρίνει η λογοτεχνικότητα – επιδεξιότητα μυθιστορηματικής αφήγησης, η βιογραφική εξιστόρηση αποκτά ιδιάζον χρώμα και συχνά γίνεται λυρική –, ενώ απομακρύνεται, ξεκάθαρα, και από την κατηγορία του αυτοαφηγήματος (autofiction). (1) Θα έλεγα πως είμαστε μπροστά στην προσπάθεια του συγγραφέα να δραπετεύσει από τον λαβύρινθο της παιδικής ηλικίας, αναπαράγοντας με πολύ δημιουργικό και λυτρωτικό τρόπο αυτήν ακριβώς την προσπάθεια που ισοδυναμεί με συναισθηματικό άθλο, αλλά οδηγεί και σε πολύ γόνιμο αποτέλεσμα. Αυτό που ο Theodor Adorno ονομάζει ανάδυση «…μέσα από την αμεσότητα της ανάμνησης, τη δύναμη της οδύνης για το ανεπίστρεπτο…» όλων αυτών που χάθηκαν. (2) Η ιστορία μιας παιδικής και εφηβικής ηλικίας, λοιπόν, στα πλαίσια μιας απαράλλαχτης καθημερινότητας αυστηρού τελετουργικού θρησκευτικής σέκτας και μιας αδιάλειπτης φοίτησης σε ένα ξεχωριστής μορφής σχολείο (οικογενειακό περισσότερο και όχι κανονική σχολική κοινότητα, τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος των παιδικών χρόνων του αφηγητή). Είναι η ιστορία μιας καθημερινότητας υπέρ-προστατευμένης και υπέρ-κηδεμονευόμενης, στα όρια της ασφυξίας για το μικρό παιδί και τον μετέπειτα έφηβο. Το αφήγημα ολοκληρώνεται όταν ο συγγραφέας του γίνεται είκοσι ενός ετών.

Ποιοι ήσαν ακριβώς οι δύο άνδρες, αυτές οι δύο ξεχωριστές ιδιοσυγκρασίες που αποτελούν το επίκεντρο της συγκεκριμένης σπουδής; Ο προσδιορισμός «ξεχωριστές ιδιοσυγκρασίες» δεν αποκλείει καθόλου και τον προσδιορισμό «παρόμοιες ιδιοσυγκρασίες» (με βάση την εξ αίματος στενή συγγένεια), τουλάχιστον σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς όπου η ταυτοσημία είναι πασιφανής, όπως ακριβώς μας αποκαλύπτεται μέσα από την εξιστόρηση. Για παράδειγμα η φιλομάθεια και η εργατικότητα των δύο προσώπων.

Ο Πατέρας είναι ο Philip Henry Gosse, επιφανής βρετανός φυσιοδίφης, μανιώδης της εκλαΐκευσης των φυσικών επιστημών, ένας από τους επινοητές του θαλάσσιου ενυδρείου, εικονογράφος και «προπαγανδιστής» της θαλάσσιας βιολογίας, και βεβαίως φανατικός ζηλωτής χριστιανός, μέλος της προτεσταντικής εκκλησίας των Αδελφών του Πλύμουθ, έμπειρος θεολόγος με αιχμηρή επιχειρηματολογία και άκαμπτη ευσέβεια. Διχασμένος μεταξύ της προσεκτικής παρατήρησης του μεγαλείου της δημιουργίας της φύσης (μέσω της επιστήμης), και της ευαγγελικής παιδείας, θεωρώντας την εντρύφηση στα άδυτα της Βίβλου, και τη μελέτη της, πανάκεια. Ένας πραγματικά διχασμένος εαυτός, ανάμεσα στην ταπεινότητα του σεβασμού μπροστά στην αποκάλυψη της αλήθειας των εγκοσμίων, και στην αλαζονεία και τον συνακόλουθο φανατισμό μπροστά στο αδιανόητο και ακατανόητο του υπερφυσικού και του θείου. Εξ ου και η μεγάλη, κυρίως εσωτερική, αντίθεση και ρήξη του επιστήμονα και ιερωμένου με τη Θεωρία της Εξέλιξης του Δαρβίνου, με τον οποίο ο Gosse ήταν σε στενή επιστημονική επαφή. «Το πνεύμα του Πατέρα μου το τάραζε αυτή ακριβώς η ανακάλυψη, ότι υπάρχουν δύο θεωρίες για τη φυσική ζωή, αληθινές και οι δύο, πού όμως η αλήθεια της μιας είναι ασύμβατη με την αλήθεια της άλλης» παρατηρεί ο Γιος. Γεννήθηκε στις 6 Απριλίου 1810 στο Worcester και πέθανε στις 23 Αυγούστου 1888 στο Torquay. Σύμφωνα με τη Βικιπαιδεία, όσοι τον γνώριζαν τον ονόμαζαν «ο τρελός Άγγλος που συλλέγει ζωύφια» (that crazy Englishman who goes about picking up bugs).

O Γιος είναι ο Edmund William Gosse (1849-1928), κορυφαία μορφή των αγγλικών γραμμάτων, τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου και τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς τέχνης του Ηνωμένου Βασιλείου στον τομέα της γλυπτικής, έγραψε την πρώτη ιστορία της αναγεννησιακής γλυπτικής, στη βικτωριανή εποχή, πολυάριθμες κριτικές μελέτες για την ιστορία της αγγλικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, έκανε γνωστό στη Βρετανία το έργο του Ίψεν και συνδέθηκε με πολλούς επιφανείς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Αντρέ Ζιντ. Επίσης ήταν και ποιητής.

Το πλαίσιο, το οποίο διαμόρφωσε ο Πατέρας, και μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε ο Γιος, είναι άμεσα συνδεδεμένο με μια προτεσταντική σέκτα, άτεγκτης αυστηρότητας. Γράφει ο ίδιος ο αφηγητής: «Έτσι, με μια διαδικασία επιλογής, η Μητέρα και ο Πατέρας μου βρέθηκαν σταδιακά και αβίαστα αποκλεισμένοι από όλες τις προτεσταντικές ομάδες και εντέλει συναντήθηκαν μόνο με κάποιους λιγοστούς, ακραίους καλβινιστές, όμοιούς τους σε ό, τι θα μπορούσε να αποκληθεί άρνηση: όχι ιερείς, όχι τελετουργίες, όχι γιορτές, απολύτως κανένας διάκοσμος· τίποτα δεν συνέδεε αυτά τα αυστηρά πνεύματα, παρά μόνο το Δείπνο του Κυρίου και η ερμηνεία των Γραφών. Αυτοαποκαλούνταν οι Αδελφοί, έτσι απλά· και ο έξω κόσμος μεγάλωνε τον τίτλο λέγοντάς τους Αδελφούς του Πλύμουθ». Σελ. 18.

Ο πατέρας μονίμως απορροφημένος στις μελέτες του, σχεδιάζοντας και κάνοντας ανατομές. Με το μάτι κολλημένο στο μικροσκόπιο και ομιλώντας από τον άμβωνα της Εκκλησίας. Κατά τα άλλα, οι γονείς του «ζούσαν σε ένα διανοητικό κελί, που το όριζαν ολόγυρα οι τοίχοι του δικού τους σπιτιού, αλλά από πάνω ήταν ανοιχτό προς την πεμπτουσία των ουρανών». Ευσύνοπτο απόσπασμα, εύγλωττο και διασαφητικό, ως προς το τι συνέβαινε στην οικογενειακή εστία και ως προς το ποιες ήσαν οι προσλαμβάνουσες του νεαρού βλαστού.

Και φυσικά, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ο ρόλος της μητέρας, της Emily Bowes ή το αποπνικτικό-νοσηρό κλίμα μέσα στο οποίο ζούσε το ζεύγος μητέρα-γιος, και η εν αγνοία τους, καθηλωτική, αιμομικτική επιθυμία τους. Ιδιαιτέρως μετά την ασθένεια της μητέρας και το γεγονός πως ο γιος ήταν υποχρεωμένος να συνοδεύει τη μητέρα στον γιατρό που είχε αναλάβει να την υποβάλει σε μια ειδική για την περίπτωσή της θεραπεία. Μια οδυνηρή αγωγή. Η μητέρα, καίτοι άρρωστη – χωρίς να κατονομάζεται η ασθένεια –, δεν έπαψε ποτέ να ασκεί το ευαγγελικό της έργο.

«Ο Πατέρας μου ήταν αδύνατον να εγκαταλείψει την εργασία του, κι έτσι η Μητέρα μου κι εγώ χρειάστηκε να εγκατασταθούμε σε μια θλιβερή κατοικία κοντά στο σπίτι του γιατρού. Τα όσα έζησα έκτοτε σπάνια τα βιώνει ένα παιδί. Ήμουν πια ο μοναδικός και μόνιμος σύντροφος της Μητέρας μου· ο σιωπηλός μάρτυρας της δοκιμασίας της, της καρτερίας της, των μάταιων και φευγαλέων προσπαθειών της να βρει ανακούφιση από την αγωνία της. Για σχεδόν τρεις μήνες ανάσαινα τον αέρα του πόνου, δεν είδα άλλο φως, δεν άκουσα άλλον ήχο, δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο παρά μόνον ό, τι συνοδεύει το πάθος και την εξάντληση του σώματος». Και τέλος, μπροστά στη νεκρική κλίνη της μητέρας, ένα ασήκωτο φορτίο, σαν εκείνο του Άτλαντα, πέφτει στους ώμους ενός μικρού ευαίσθητου παιδιού.

Με λίγα λόγια, το παιδί ήταν υποχρεωμένο να υποκαθιστά το κοινωνικό και το ερωτικό σκέλος, όσο και την τρυφερότητα, σε αυτήν τη γυναίκα που είχε γίνει μητέρα, μια μόνο φορά, και είχε στερηθεί τη συζυγική αγκαλιά, συχνά απ’ ό, τι φαίνεται. Πολλοί γιοι γυναικών δίχως άνδρα «μένουν εγκλωβισμένοι στις μονές της νηπιακής αγάπης, οιονεί σύζυγοι της μητέρας τους», όπως μας έχει υποδείξει με απαράμιλλη παραστατικότητα η ψυχαναλύτρια Φρανσουάζ Ντολτό (μεγαλωμένη με τις αρχές της καθολικής πίστης), μέσα από το γραπτό έργο της και μέσα από τις συζητήσεις της με τον επίσης ψυχαναλυτή και αρθογράφο Ζεράν Σεβερέν στο Τα Ευαγγέλια και η πίστη.(3)

Εκ παραλλήλου είναι αποκαλυπτικές οι κρυφές σημειώσεις της μητέρας – μιας βαθιά πουριτανής γυναίκας, με ζωηρό όμως πνεύμα, με γνώση της ελληνικής, λατινικής και εβραϊκής, η οποία είχε εκδώσει δύο ολιγοσέλιδες συλλογές θρησκευτικής ποίησης, και στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη συγγραφή ηθοπλαστικών έργων για το ευρύ κοινό– σε μικρό κλειδωμένο σημειωματάριο. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από αυτές τις σημειώσεις: «Τον έχουμε παραδώσει στον Κύριο· και έχουμε πίστη ότι, αν μεγαλώσει, ο Κύριος πράγματι θα δείξει ότι είναι δικός Του· και αν ο Κύριος τον πάρει νωρίς, δεν θα έχουμε αμφιβολία ότι πήγε σε Αυτόν». Σελίδα 22.

Τα παιδιά των «καταβροχθιστικών» μητέρων (κατά την Ντολτό) δεν είναι ελεύθερα να αγαπήσουν άλλα πρόσωπα, να ξεφύγουν από τα μητρικά χάδια, να κρύψουν από τη μητέρα έστω και μία σκέψη τους. Αλλά και ο πατέρας μπορεί να είναι εξίσου «καταβροχθιστικός», δηλαδή να διαπνέεται από στοματική επιθυμία όσο μια μητέρα. Ένας Κρόνος που έχει ακρωτηριάσει τον δικό του πατέρα και καταβροχθίζει τα παιδιά του από φόβο πως θα τον εκθρονίσουν, κάτι το οποίο τελικά είναι μοιραίο και αναπόφευκτο. Η ελληνική μυθολογία, την οποία απεχθανόταν ο Πατέρας του αφηγήματος του Gosse, ενώ σε αντίθεση λάτρευε ο Γιος, μας δίνει ένα λαμπρό παράδειγμα ευνουχισμού από τη μία, εκθρόνισης από την άλλη. Διότι η αξία ενός πατέρα συνίσταται στο να είναι προσωρινό παράδειγμα. Ο Πατέρας του Γιου ήταν ένας καλός αφέντης, αλλά η φωτοβολία του, η αυθεντία του κι η εξουσία του, αναπότρεπτα, υπήρξαν πρόσκαιρες,

πρόλαβαν όμως να γίνουν καταστροφικές. Διηγείται ο αφηγητής: «Ο Πατέρας μου πάσχιζε να δει ότι όσα είχε πει για τον άρτο και το ύδωρ της οδύνης εφαρμόζονταν στους κόλπους της ίδιας του της οικογένειας, και πιο αταλάντευτα στον ίδιο τον εαυτό του. Επειγόταν να με δει να γίνομαι ένας λαμπρός φάρος, ό, τι είχε επιθυμήσει να γίνει ο ίδιος, χωρίς όμως κανένα από τα μειονεκτήματά του. Είναι αδύνατον να εκφράσω πόσο με πτόησε αυτή η φιλοδοξία του. Αισθανόμουν σαν ένα μικρό, μοναχικό πουλί παγιδευμένο για πάντα, ανήμπορο, σε ένα μεγάλο αστραφτερό κλουβί». Επιπλέον το κράμα αφέλειας και πνευματικής αλαζονείας ή αμάθειας, γύρω από τα πρακτικά ζητήματα της ζωής, συμβάλλουν στην ανέγερση ενός προβληματικού οικοδομήματος, γεμάτου ρωγμές, το οποίο μπάζει από διάφορες μεριές. Λέει ο αφηγητής: «Είχε επιθυμήσει βαθιά και ανέμενε έναν γιο σώφρονα, απλό, αγνό, που δεν θα τον αναστάτωναν τα εγκόσμια, έναν γιο που η ζωή του θα εξαγνιζόταν και θα παρέμενε στον ίσιο δρόμο με τη δύναμη του Κυρίου. Πώς ένα τέτοιο θαύμα ταπεινής ευσέβειας θα εξασφάλιζε τα προς το ζην είναι κάτι που μάλλον δεν το είχε σκεφτεί ποτέ. Ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικά αδιάφορος για το χρήμα». Και επιπλέον, κάτι που είναι εξίσου ουσιώδες, ο Πατέρας αρνιόταν να δεχτεί την αδιαμφισβήτητη διαφορά ιδιοσυγκρασίας, νοοτροπίας και επιθυμίας, ανάμεσα σε έναν νεαρό είκοσι χρόνων, στον οποίο είχε επέλθει ο «κορεσμός της Βίβλου», και σε έναν εξηκοντούτη «σοφό» που μέχρι το τέλος του βίου του θεωρεί τη μελέτη της Βίβλου πανάκεια.

 

Edmund Gosse

 

Άρα το δίλημμα, αν «έπρεπε να εξαπατώ τον Πατέρα μου σε τέτοια θέματα ή να παραλύσω την προσωπικότητά μου» ήταν μια εξέλιξη απολύτως φυσική και φυσιολογική. Ο Γιος θα προσπαθήσει να απορρίψει, αποκλείοντας το να τον αποδεχτεί, τον τρόπο με τον οποίο έχει προσδιοριστεί ο ίδιος μέσω κάποιων άλλων. «Μπορεί να προσπαθήσει να αποδιώξει από τον εαυτό του αυτή την “αλλότρια” ταυτότητα με την οποία τον εξόπλισαν ή στην οποία καταδικάστηκε, και να δημιουργήσει με τις ίδιες του τις πράξεις μια ταυτότητα για τον εαυτό του, την οποία προσπαθεί να αναγκάσει τους άλλους να επιβεβαιώσουν», σύμφωνα με τον Ρόναλντ Λαινγκ. (4) Και πάντα σύμφωνα με τον ίδιο ψυχαναλυτή και ψυχίατρο: «Το “ρομάντζο της οικογένειας” είναι ένα όνειρο μεταβολής των άλλων που προσδιορίζουν τον εαυτό, έτσι που η ταυτότητα του εαυτού μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί με τον αναπροσδιορισμό των άλλων. Πρόκειται για μια προσπάθεια να αισθάνεται κανείς περηφάνια και όχι ντροπή που είναι γιος ή κόρη αυτού του πατέρα κι αυτής της μητέρας», λαμβάνοντας υπόψη μας το γεγονός πως ο Λαινγκ, γράφοντας, αναφέρεται σε παραδείγματα ψυχωσικών ανθρώπων, τελεσίδικα συντετριμμένων κάτω από ανάλογο πατρικό και οικογενειακό βάρος, κάτι το οποίο σαφέστατα δεν είναι η περίπτωση του Gosse υιού. Για τον συγκεκριμένο Γιο, το κομβικό σημείο στη λήψη αποφάσεων, στο σταυροδρόμι της ζωής όπως θα λέγαμε πιο απλά και πιο απλοϊκά, είναι πλέον μονόδρομος. Μια εξαιρετικά οδυνηρή συναισθηματική δοκιμασία. Διαβάζουμε σε ένα πολύ δυνατό και πολύ γλαφυρό απόσπασμα, επιλεγμένο από τον χώρο της φιλοσοφίας: «…Και το πρόσωπο του Αβραάμ ήταν το πρόσωπο ενός πατέρα· το βλέμμα του ήταν γλυκό κι η φωνή του προέτρεπε. Όμως ο Ισαάκ δεν μπορούσε να τον καταλάβει· η ψυχή του δεν μπορούσε να υψωθεί ως εκεί· αγκάλιασε τα γόνατα του Αβραάμ· έπεσε στα πόδια του και ζήτησε χάρη· παρακάλεσε για τη ζωούλα του και για τις ελπίδες που ανοίγονταν εμπρός του· είπε για τη χαρά του πατρικού σπιτιού και θύμισε τη θλίψη και τη μοναξιά. Τότε ο Αβραάμ τον σήκωσε, τον πήρε από το χέρι και βάδισε, και η φωνή του πρότρεπε και παρηγορούσε. Όμως ο Ισαάκ δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ο Αβραάμ ανέβηκε εις την γην την υψηλήν· Τότε ο Αβραάμ απόστρεψε το πρόσωπο για μια στιγμή από το παιδί του και, όταν ο Ισαάκ ξαναείδε τον πατέρα του, τον βρήκε αλλαγμένο, το βλέμμα του ήταν άγριο και το πρόσωπό του φοβερό. […] Τότε ο Ισαάκ ανατρίχιασε στην αγωνία του, κραύγασε: “Θεέ του ουρανού! Λυπήσου με! Θεέ του Αβραάμ, λυπήσου με, γίνε ο πατέρας μου, γιατί στη γη δεν έχω κανέναν πατέρα!” Όμως ο Αβραάμ έλεγε από μέσα του χαμηλόφωνα: “Θεέ του ουρανού, σ’ ευχαριστώ· γιατί καλύτερα να θεωρεί εμένα τέρας, παρά να χάσει την πίστη του σ’ εσένα ”.» (5) Ένας Ισαάκ που δεν μπορεί να καταλάβει τον Αβραάμ, όσο και ο Αβραάμ δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει την κραυγή αγωνίας του Ισαάκ, και την επιθυμία του να ζήσει. Ο γιος είναι ένας αμνός, μια θυσιαστήρια προσφορά, που αγωνίζεται να αλλάξει τη μοίρα του, τον λαχνό του, ανταλλάσσοντάς τον με την ελευθερία του, με τη μετακίνησή του στον τόπο της ενηλικίωσης και απεξάρτησής του. Σε εκείνο που το ίδιο θεωρεί ως Γη της Επαγγελίας. Υπερβαίνοντας τη μιμητική λειτουργία, αυτός, ένα μικρό παιδί – το οποίο μιμούνταν τις πράξεις του πατέρα του, στη συλλογή βοτάνων ή θαλάσσιων ανεμώνων, στα σκίτσα φυτών, στην ανάγνωση συγκεκριμένων, και μόνο, κειμένων, στις ευαγγελικές ενασχολήσεις κλπ., – αποφασίζει τη ρήξη. Και το μεγάλο τόλμημα αναπηδά από μια θεμελιώδη αποδοχή: «Η θεωρία ότι ο Πατέρας μου ήταν παντογνώστης και αλάθητος είχε καταρρεύσει. Πιθανότατα γνώριζε πολύ λίγα πράγματα· στην περίπτωση αυτή αγνοούσε ένα γεγονός τόσο σημαντικό που, αν δεν το γνώριζες, τότε δεν είχε σημασία τι γνώριζες. Ο Πατέρας μου, ως θεϊκό, ως φυσική δύναμη απροσμέτρητου κύρους, στα μάτια μου έπεσε στο ανθρώπινο επίπεδο». Και το περίκλειστο σύστημα ηθικής που ακολουθούσε ως Πατριάρχης, εξαναγκάζοντας και τον Ισαάκ να ακολουθεί, δεν ήταν παντελώς σωτήριο.

Η διαδικασία ενηλικίωσης ξεκινά βεβαίως με την ανάγνωση κειμένων που απέχουν παρασάγγες από τα εδάφια της Βίβλου, πικαρέσκων μυθιστορημάτων με ζουμερά επεισόδια, «ειδωλολατρικών» ιστοριών από την ελληνική μυθολογία, ρομαντικής ποίησης ή της επικής ποίησης του Ουώλτερ Σκοτ, ή με την ανάγνωση του Πίκγουικ του Ντίκενς, και φυσικά των έργων του Σαίξπηρ. Η ποιητική θεολογία και οι αγαπημένοι του «ποιητές του νεκροταφείου», θα σταθούν στον αντίποδα της θεολογίας των Αδελφών του Πλύμουθ. Ο γιος σταμάτησε, όπως έπρεπε άλλωστε, να πιστεύει πως η μονοτονία και η κούραση ήταν ο νόμος και η τάξη του σύμπαντος, σταμάτησε να νιώθει τόσο μικρός δίπλα στον τεράστιο όγκο του πατέρα του και ένιωσε να τρέχει στις φλέβες του ένα αίμα, διαφορετικό από εκείνο του Ιησού, ένα αίμα ωσάν γήινο κρασί, η σθεναρή του απόφαση να εξεγερθεί. Διώχνοντας από πάνω του το στίγμα της αφάνειας, ακολουθώντας τα βήματα του Πάνα αντί εκείνα του Ιησού, προετοιμάζοντας όμως τον νου του για το σκέπτεσθαι, μαθαίνοντας πώς να σκέφτεται με τις ίδιες του τις δυνάμεις. Όταν ο γιος θα απομακρυνθεί από τον πατέρα, θα στραφεί εναντίον του «βασανιστή» και θα του ζητήσει, μέσω μιας αλληλογραφίας πατέρα-γιου, να αφήσει ήσυχη την τρυφερή του νεότητα. Τελική και αναπόφευκτη ρήξη; Ή καταγραφή της σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο αποκλίνουσες ιδιοσυγκρασίες; Μια καταγραφή η οποία τελικά δεν αναφέρεται σε μια προφανή και σχηματική διαμάχη μεταξύ ιδιοσυγκρασιών, που εν πολλοίς παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες, αλλά μια ουσιαστική σύγκρουση μεταξύ φίμωσης και απεξάρτησης, μαζί με το δικαίωμα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης να διαμορφώσει η ίδια την εσωτερική της ζωή.

Το Πατέρας και Γιος του Edmund Gosse είναι ένα αφήγημα που μας προτρέπει να διαβάσουμε, ή να ξαναδιαβάσουμε, «μορφωτικά» μυθιστορήματα ή μυθιστορήματα μύησης, που στο επίκεντρό τους τοποθετείται η εξέλιξη της προσωπικότητας του ήρωα, ξεκινώντας από τις απαρχές της ζωής του και φτάνοντας μέχρι τα χρόνια της ωρίμανσης και της ενηλικίωσης ( αναφέρουμε τον Τόμ Τζόουνς του Henry Fielding και φυσικά Τα χρόνια της μαθητείας του Γουλιέλμου Μάιστερ του Γιόχαν Γκαίτε). Από μόνο του αποτελεί ένα σύνθετο, πυκνό, απολαυστικό ανάγνωσμα, με απρόβλεπτο επιπλέον χιούμορ, ιδιαίτερα σε κατατοπιστικές, κωμικές-δραματικές, λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με τελετές μύησης, όπως είναι ο δημόσιος βαπτισμός και η επακόλουθη αποδοχή, από το ποίμνιο, του βαπτιζόμενου ως ενηλίκου. Ένα αφήγημα που διατρανώνει, με τον στοχαστικό, διακριτικό, και καθόλου στομφώδη τρόπο του, τη διαβεβαίωση της Ντολτό, πως «κανείς δεν είναι υπόδειγμα για κανέναν. Είμαστε μοναδικοί. Σίγουρα, για κάποιο χρονικό διάστημα, παίρνουμε ως πρότυπα ζωής αυτούς που μας περιβάλλουν, αλλά αυτά είναι πρότυπα προσωρινά. Σύντομα τα εγκαταλείπουμε για να πραγματωθούμε στην προσωπική ζωή μας». Εγκαταλείποντας τον Πατέρα, ο Γιος του Gosse εγκαταλείπει τον πατέρα-πρότυπο, για να βρει τον εαυτό του. Για να βρεθεί παρών με τον εαυτό του. Και μόνο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  • 1. Η έννοια όπως επινοήθηκε, το 1977, από τον Serge Doubrovsky, κριτικό και μυθιστοριογράφο, ο οποίος θέλησε να προσδιορίσει το μυθιστόρημά του, Γιος. Ένας συνδυασμός αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας.
  • 2. Theodor Adorno, Επίμετρο στο Walter Benjamin, Ta παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια. Εκδ. Άγρα 2005, μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου.
  • 3. Φρανσουάζ Ντολτό και Ζεράρ Σεβερέν: Τα Ευαγγέλια και η πίστη, Ο κίνδυνος μιας ψυχαναλυτικής ματιάς, εκδ. Εστία 2002, μτφ. Ελισάβετ Κούκη.
  • 4. Ρόναλντ Λαινγκ: Ο εαυτός και οι άλλοι, εκδ. Καστανιώτη, 1976, μτφ. Νίκος Μπαλής.
  • 5. Σαίρεν Κίρκεγκωρ: Φόβος και Τρόμος, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1980, μτφ.Άννα Σολωμού.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top