Fractal

Από τον Συγγραφέα στον Editor ένα βιβλίο δρόμος

Γράφει η Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη //

 

editor

 

Αφορμή για αυτό το κειμενάκι, στάθηκε το βιβλίο του Μάκη Τσίτα, των εκδόσεων Κίχλη που, ‘Μάρτυς μου ο Θεός’, ήμουν η πρώτη που ήξερα ότι θα βραβευτεί πριν καν βρει εκδοτικό, πριν καν το αγκαλιάσει η Γιώτα Κριτσέλη που έκανε και το τελικό editing. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ’ το να έχεις δουλέψει ένα τέτοιο βιβλίο.

 

Το editing έχει τεράστια διαφορά απ’ τη διόρθωση, ή την επιμέλεια και συχνά ο editor είναι και ο ίδιος συγγραφέας, δάσκαλος λογοτεχνίας, ή ατζέντης. Στο εξωτερικό παίρνει το ίδιο ποσοστό στις πωλήσεις με τον συγγραφέα. Νομίζω αυτό τα λέει όλα. Ας θυμηθούμε την υπόθεση Κάρβερ – Λις. Όπως σε όλα τα επαγγέλματα, υπάρχουν στάδια, κλίμακες. Διορθωτής γίνεται ένας νέος άνθρωπος που σπούδασε τη γλώσσα και έχει γερό μάτι. Επιμελητής είναι ο πεπειραμένος διορθωτής αφού έχει δουλέψει πολλά και διαφορετικά βιβλία. Ο Editor αφενός είναι πεπειραμένος επιμελητής και αφετέρου εξειδικευμένος στη διαστρωμάτωση της λογοτεχνίας.

Χωρίς διαστρωμάτωση οι ήρωες και το περιβάλλον τους βρίσκονται στον αέρα. Πίσω από κάθε αφήγηση κρύβεται ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό υπόβαθρο. Δεν γίνεται να μην ξέρεις τίποτα για τον 19ου αιώνα και να βάζεις τους ήρωές σου εκεί. Ως editor ταυτίζομαι με το κείμενο, βυθίζομαι μέσα του, με σεβασμό και έγνοια. Θα πρόσθετα ότι μέσα απ’ το editing εξασκούμαι στη σεμνότητα της γραφής, μαθαίνοντας ότι το κείμενο ζει για το κείμενο.

Είχα την τύχη να δουλέψω με υπεύθυνους εκδότες και ξεκίνησα το editing από τις πρώτες μεταφράσεις μου. Έφτασα να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών για να ρωτήσω πώς μπορεί να φτιαχτεί ένα άγαλμα που κρέμεται στον αέρα. Υπήρχε κάποια ασαφής περιγραφή σ’ ένα βιβλίο που μετέφραζα κι έτσι πήγα στα Εργαστήρια της Καλών Τεχνών, στην Πειραιώς, να ρωτήσω. Με πήραν για τρελή, όμως απέδωσα αυτό που ο συγγραφέας είχε φανταστεί αλλά δεν το έψαξε γιατί δεν σκέφτηκε ότι χρειάζεται.

Μετά το μάστερ μου στη Δημιουργική Γραφή στο Lancaster, έκανα ειδίκευση στο editing και άρχισα να δουλεύω με ατζέντηδες και εκδότες του εξωτερικού, αρχικά σε διηγήματα και ποίηση. Από το 2013 δουλεύω με τον Κάρμεν Ανταμούτσι Αμερικανό, πρώην βοηθό στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Κολούμπια, το πρώτο του μυθιστόρημα που το ξεκίνησε ως αλληλένδετα διηγήματα και τώρα το ενοποιούμε σε αγαστή συνεργασία και με τον ατζέντη του. Πάντως η πιο δύσκολη δουλειά είναι στην ποίηση, γιατί εκεί πέραν του γνωστικού εύρους, απαιτείται και η ψυχική ώσμωση. Μέχρι στιγμής έχω δουλέψει με τρεις Έλληνες ποιητές, έναν Άγγλο τον Σκοτ Ντέβον και έναν Ιρλανδό, τον Ίαν Σάνον. Γίναμε αδέλφια.

Μια τυπική διαστρωματική άσκηση που κάνω με τους μαθητές μου στη Δημιουργική Γραφή, είναι να πιάσουν τον κάθε ρόλο τους ανά δεκαετία του, έστω κι αν δεν περιγράφουν όλη του τη ζωή μέσα στο βιβλίο τους. Ακόμα και στα διηγήματα αυτή η άσκηση αποδεικνύεται σωτήρια. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τις ανακολουθίες του, αρχίζει να κατανοεί τον ήρωά του έστω κι αν είναι φονιάς, τον συναισθάνεται ενώ παράλληλα τον αποστασιοποιεί απ’ τον εαυτό του.

Ευτυχώς χρόνια πια και στην Ελλάδα τα συμβόλαια των σοβαρών εκδοτικών δηλώνουν ρητώς ότι ο εκδότης -γιατί ένα βιβλίο περνάει από δύο έως πέντε χέρια ώσπου να πάει στο τυπογραφείο- έχει το δικαίωμα να παρέμβει στο κείμενο χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Αυτό βέβαια μπορεί να σοκάρει, όμως αν λάβουμε υπόψη μας ότι στόχος όλων όσων εργάζονται πάνω σε ένα βιβλίο, είναι να βγει ένα όσο το δυνατόν καλύτερο κείμενο, για μένα τουλάχιστον, ο editor μπορεί να αποβεί και σωτήριος. Θα αναφερθώ σε κάτι που συνέβη σε δικό μου βιβλίο. Είχα κόψει σαράντα σελίδες από το κείμενό μου κι έφυγα στο εξωτερικό ήσυχη. Δυστυχώς η επιμελήτρια τις ξανάβαλε μέσα χωρίς να ερωτηθώ. Το φυσάω και δεν κρυώνει.

Μόλις ξεκινώ το editing ενός βιβλίου, το διαβάζω αμέτρητες φορές για να βρω τα πιθανά διαστρωματικά κενά του και αγωνιώ μήπως μου ξεφύγει κάτι, μήπως λόγω άγνοιας (καθώς είναι αδύνατον να τα ξέρω όλα) δεν υποψιάστηκα τι όφειλα να ψάξω περισσότερο. Μα το σημαντικότερο είναι να με γοητεύσει απ’ την αρχή το κείμενο. Αλλιώς δεν μπορώ να το δουλέψω. Πάντως απ’ την εικοσαετή πείρα μου και ως αναγνώστρια εκδοτικών, διαπιστώνω ότι οι Έλληνες καταθέτουν πολύ πιο επεξεργασμένα έργα στους εκδότες απ’ ό,τι οι ξένοι.

Όταν τελειώνω ένα βιβλίο θέλω να νιώθω καλά. Ειδικά με το βιβλίο του Μάκη Τσίτα, έγινε κάτι μαγικό. Δουλεύαμε μαζί, γελούσαμε, κλαίγαμε, πειραματιζόμασταν, ψαχνόμασταν. Ο Μάκης είναι φίλος μου είκοσι χρόνια, γι’ αυτό πετύχαμε έναν σπάνιο συγκερασμό: το ταλέντο του, η διορατικότητά του για τον ρόλο του Χρυσοβαλάντη, η κοινή μας μανία για τη γλώσσα και η βεβαιότητά μου ότι έγραψε ένα σπάνιο κείμενο άρα χρωστάμε στον Χρυσοβαλάντη το δικαίωμα στην αυθυπαρξία του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top