Fractal

Δυστοπικό διήγημα για ένα αδύνατο, απέλπιδο γεγονός

Της Άννας Γούλα // *

 

 

 

f13

 

Η Αθήνα είναι κουρασμένη γιατί τα βράδια δεν κοιμάται ποτέ. Από τα προάστια μέχρι το κέντρο της, οι δρόμοι απόψε είναι ένα ενιαίο συσπαζόμενο σκουλήκι που εισπνέει τον θερινό ζεστό αέρα και εκπνέει έναν καύσωνα ηλεκτρικό. Ένα σκουλήκι με πολλαπλά ελληνικά μόρια που αναδεύονται άναρχα και περπατούν κεντρομόλα με νεύρα τεταμένα από την αργή καφεΐνη. Περιστρέφονται έτσι γύρω από το κέντρο της πόλης, γυρίζουν την πλάτη στις παλιές κατοικίες των γειτονιών τους και τρέχουν στα πελώρια τυποποιημένα κτίρια των λεωφόρων και των αστικών ξεφώτων.

Οι άνδρες και οι γυναίκες που κατακλύζουν τους δρόμους δεν περπατούν συντονισμένα· για πρώτη φορά δεν τους κουράζει η αυγουστιάτικη ζέστη, δεν τους κουράζουν οι φωτιές στα πεζοδρόμια και στα κρατικά κτίρια. Δεν τους κουράζει σχεδόν τίποτα, γιατί αυτή η πορεία τους προς το κέντρο είναι περισσότερο ξεκούραση, το ξέσπασμα ενός λαού που διαρκώς αποτυγχάνει και διαρκώς τον αποτυγχάνουν. Προχωρά λοιπόν με μία αποφασιστικότητα πρωτόγνωρη και ευαγγελιστική, γεμίζει τόσο την πόλη που την κάνει να ασφυκτιά και, εάν μπορούσαμε να βρισκόμαστε οι ίδιοι σε ένα από τα αναρίθμητα πολεμικά ελικόπτερα που βουίζουν σαν τερατόμορφες μέλλισες στον αέρα, θα βλέπαμε για πρώτη φορά την Αθήνα τόσο ζωντανή όσο θα έπρεπε να είναι, καταστροφικά ζωντανή για να λέμε την αλήθεια. Θα βλέπαμε μία δεύτερη θάλασσα πάνω απ’ τον Πειραιά, θα μας φαίνονταν πιο βρώμικη απ’ τον Σαρωνικό κόλπο και πιο άγρια απ’ την Κυκλαδίτικη, μα εκείνη τη στιγμή θα μας ενέπνεε περισσότερο απ’ όσο μας έχει εμπνεύσει ποτέ το Αιγαίο, για μία ποίηση διαφορετική, πολιτική, πολεμική, εμπαθής όσο ποτέ άλλοτε.

Αυτή λοιπόν η θάλασσα, είναι όντως μια λαοθάλασσα άθρησκη, άνομη, εκδικητική. Οι Έλληνες αυτής της γενιάς, βαθιά στον 21ο αιώνα, έχουν για θρησκεία τους την ανάγκη και την απελπισία τους, και αυτή τη φωτιά μέσα τους, που δεν μπορούν να την συναγωνιστούν τα πυρπολούμενα κτίρια και τα τροχοφόρα που τινάζονται με πάταγο στον αέρα. Το πώς φτάσαν έως εδώ δεν το ξέρει καλά-καλά κανείς, δεν θα ’θελε ποτέ κανείς να το μάθει. Η Ιστορία σε αυτήν την υποχόνδρια ιστορία έχει εκτροχιαστεί ως έναν εθνικό γκρεμό, στον οποίο αυτό εδώ το πλήθος θα αρνείται πάντα και με βία να βουτήξει.

Το Σύνταγμα και η Ερμού είναι γεμάτα, η Ομόνοια και τα Εξάρχεια είναι πιο γεμάτα, η Ακρόπολη μοιάζει να πολιορκείται για ακόμα μια φορά, μα περισσότερο από το καθετί, αυτή την Αυγουστιάτικη άγρια βραδιά, πολιορκείται αυτός εδώ ο άνδρας που στέκεται στον εξώστη των Παλαιών Ανακτόρων, ακουμπά στο μάρμαρο που αρχιτεκτόνησε ο Βαυαρός Φρειδερίκος φον Γκέρτνερ, και κοιτά μπροστά του μια θέα πιο βαθιά απ’ όσο ποτέ έχει φανεί να χωρά η πλατεία Συντάγματος. Η πιο τραγική φυσιογνωμία που έχει υπάρξει ποτέ στην Ελληνική Ιστορία, φορά ένα μεταξένιο σταυρωτό σακάκι Ιταλικής ραφής και μέσα του ιδρώνει και ιδρώνει και του φαίνεται πως θα λιώσει ολόκληρος και θα χυθεί απ’ τον εξώστη κάτω στο μαρμαρένιο δάπεδο, ίσως μαλιστα και να το θέλει, για να σταματήσει επιτέλους αυτό το πλήθος να ουρλιάζει τόσο αδίστακτα τον φόνο και την καταστροφή του.

Κοιτά στον ουρανό για να γλιτώσει απ’ τη ναυτία της θάλασσας που βρίσκεται στα πόδια του, μα ο ηλεκτρώδης βόμβος των ελικοπτέρων τον κάνει να ανατριχιάζει και ανασηκώνει τις μικροσκοπικές, ξυρισμένες τρίχες στο σβέρκο του. Τα ψαρά μαλλιά του είναι περισσότερο τακτικά απ’ όσο υπήρξε ποτέ ιστορικώς η Ελλάδα και το δέρμα που ντύνει τα αδρά ζυγωματικά του είναι φρεσκοξυρισμένο και υπέροχα μαλακό. Μα δεν έχει σημασία. Κάτι τέτοια έχουν πάψει προπολλού να έχουν σημασία. Κοιτά πάλι κάτω αυτήν την αβυσσώδη θάλασσα και θα ’θελε περισσότερο μέσα της να πνιγεί και να μην τον δει κανείς, κανείς να μην ασχοληθεί πια μαζί του. Αυτό που είχε ορίσει στο μυαλό του ως μεγαλείο είχε για τίμημα έναν τέτοιο βίαιο εφιάλτη, μα εκείνος ήταν υπερβολικά τακτοποιημένος για να αντέξει μια τέτοια βία.

Από πού είχαν όλα αρχίσει; Τα άτομα που τον σήκωσαν εξ’ αρχής σ’ αυτόν εδώ τον εξώστη έχουν όλα εξαφανιστεί στις αστικές ζούγκλες τις Ευρώπης και απέφυγαν το στιγματισμό του θύματος που βιώνει αυτός τώρα. Η Βουλή των Ελλήνων έπαψε να είναι Βουλή των Ελλήνων κάποια στιγμή στο χρόνο, ύστερα από γεγονότα και αποφάσεις που δεν θέλει να ανακαλέσει στο νου του. Το μόνο που του είπαν οι λιγοστοί που δεν θέλησαν να συνδράμουν στο δρώμενο, ήταν πως αυτή η Βουλή είναι σύμβολο δημοκρατίας και πως κανένας δεν πρέπει να την καταλάβει και να εγκατασταθεί μέσα της τόσο απροκάλυπτα. Μα εκείνος γνώριζε και γνωρίζει πολύ καλά πως η δημοκρατία δεν έχει σύμβολα γιατί η δημοκρατία είναι πολιτική και η πολιτική είναι πόλεμος άμεσος και πρακτικός, όχι ιδεαλισμός που χρειάζεται σημεία και υπάρχει ως διδαγμένο ιδανικό μονάχα στις μαθητικές εκθέσεις. Ήξερε πως η δημοκρατία απέτυχε γιατί η δημοκρατία δεν είναι μόνο λειτουργίες και πολιτικές διαδικασίες, μα απαιτεί συνείδηση για ανταπεξέλθει κανείς σ’ αυτήν και για να την αξίζει. Η Ελλάδα πριν το δρώμενο διοικούνταν από μία οχλοκρατία, έναν λαό τόσο ανώριμο που δεν ήξερε να αγαπήσει τον εαυτό του και κατέληγε θύμα λειτουργώντας πάντοτε ως θύτης.

Αυτός βέβαια, με τη σειρά του, δεν είχε καμία διδακτική ικανότητα. Δεν θέλησε ποτέ να έχει, δεν θέλησε να διδάξει ποτέ κανέναν για το πώς μπορεί να αγαπήσει τη χώρα του. Κάτι τέτοιο απαιτεί μία υπομονή που δεν συμβαδίζει με την ιδέα της επιτυχίας στην παρούσα νεοφιλελεύθερη ιδιοσυγκρασία της επικαιρότητας, οπότε, ως άνδρας συνηθισμένος στην επιτυχία, βιάστηκε να αρπάξει κάτι που δεν γνώριζε. Δεν γνώριζε τίποτα. Τώρα όμως, όλα γύρω του έχουν φριχτά φωτιστεί. Τελικά, το αναγνωρίζει, ξέρει καλύτερα να ντύνεται, παρά να σκέφτεται, ξέρει καλύτερα να πίνει παρά να αποφασίζει. Στο μυαλό του βέβαια – αυτό δεν αλλάζει – δεν έφταιξε το γεγονός, δεν έφταιξε το μέσο, ούτε το πολίτευμα, έφταιξε αυτός που ήταν τυφλός και μη αρκετός.

Και τι μένει στη θάλασσα αυτή μπροστά του να ουρλιάξει; Σ’ αυτόν τον εξώστη δεν υπάρχει μπρίζα για κάποιο μικρόφωνο, τα μικρόφωνα έχουν όλα πεταχτεί και δεν μπορούν να ξεπεράσουν τη μαζική φωνή που κάτω του βρυχάται. Το ξέρει, μπορεί σχεδόν να το αισθανθεί, τόσα εκατομμύρια Έλληνες τον φτύνουν την τρέχουσα στιγμή, το σάλιο και ο θυμός τους είναι το νερό απ’ το παγάκι που λιώνει στο ποτό του, και αυτός πίνει γουλιά-γουλιά, στα μάτια του κυλούν δάκρυα, γιατί ξέρει πως απέτυχε και γιατί νιώθει μόνος. Πόσο φωτίστηκαν όλα τελικά!

Οι προθέσεις του ήταν αρχικά έντιμες, το ξέρει ειλικρινά. Μα είναι ευκολόπιστος και δεν συνήθιζε ποτέ να περπατά στα πεζοδρόμια. Έτσι τα μόνα άτομα που έβλεπε, στα ξύλινα μαρμάρινα σαλόνια, δεν του μιλούσαν ελληνικά και του χαμογελούσαν για όλους τους λάθος λόγους, όταν έπαιρνε όλες τις λάθος αποφάσεις, μ’ ένα χαμόγελο τόσο καθησυχαστικό που νόμιζε πως θα μπορούσε να τον φέρει πιο κοντά στην επιτυχία. Και η αλήθεια είναι αυτή, πίστεψε στα λάθος χαμόγελα γιατί δεν γνώρισε ποτέ τα σωστά. Ήταν απαίσιο – η εικόνα του ήταν τόσο ασυμβίβαστη μ’ αυτή του θύματος, μα ήταν στ’ αλήθεια θύμα και αυτό ήταν το χειρότερο έγκλημά του. Δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα ήταν τόσο αδύναμος. Δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα έπεφτε τόσο έξω από την πραγματική έννοια της Ελλάδας.

Τώρα οι Έλληνες μπροστά του σχεδόν ποδοπατούνται, μάλλον ποδοπατούν, σηκώνονται σαν πραγματικό κύμα και καίνε ό,τι εκείνος επιχείρησε, ξανά και ξανά του ουρλιάζουν:

«Θα καείς στην κόλαση!» και γράφουν στα πανό τους με πελώρια τρομακτικά μαύρα γράμματα: «Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕΤΡΑ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΣΟΥ». Έτσι αυτός νιώθει τόσο μόνος, ένα άγχος έρπει πάνω του και γίνεται αγχόνη. Στην πλατεία, κάθε άφαντο κάτω απ’ το πλήθος σίδερο του παλουκώνει το κεφάλι και τ’ αυτιά του ματώνουν, το σώμα του παραλύει, βλέπει μπροστά του και αντικρίζει για πρώτη φορά την Ελλάδα.

Ποιά είναι τα αμαρτήματά του; Τι μετρά αυτή τη στιγμή ο διάβολος; Φίμωσε, φτωχοποίησε, έκαψε, σκότωσε όλη αυτή τη θάλασσα μπροστά του; Δεν θέλει να θυμηθεί, δεν θα μας απαντήσει, είναι φριχτά μόνος απέναντι σε τόσο μίσος. Αυτός, που πρώτα ήθελε να είναι ηθικός και υπέροχος, αυτός που θυσίασε την ηθική για να μην είναι τελικά μόνος, κατάλαβε. Κατάλαβε πως ως υπέροχος και ηθικός δεν θα ’ταν ποτέ μόνος γιατί θα είχε τον εαυτό του, μα τώρα υπέροχος και πουλημένος είναι απόλυτα μόνος, αφού δεν έχει πια ούτε το εγώ του.

Μα, τέλος πάντων, τι τον νοιάζουν όλοι αυτοί εκεί κάτω που ουρλιάζουν το θάνατό του; Θα έπρεπε; Είναι μια μάζα που καίει δίχως να σκέφτεται και δεν ξέρει να στέκεται όπως αυτός. Το έρπον πάνω του άγχος είναι το μίσος που νιώθει ο ίδιος, η παθογένεια που έφερε ο ίδιος στο εγώ του, αυτή η μοναξιά που δεν σιωπά, που την τραγουδά τόσο άσχημα το πλήθος.

Προτού όμως αποφασίσει να τα τελειώσει όλα, στέκεται και κοιτά μπροστά του, και θα τους φώναζε τώρα που κατάλαβε – για να τους βοηθήσει να τον συγχωρέσουν έστω αυτοί – πως κάτω στην θάλασσα ανάμεσά τους κρύβεται κάποιος σαν αυτόν, κάποιος τόσο αποφασισμένος, τόσο ανίκανος όσο αυτός, το ίδιο όμορφος, το ίδιο επιβλητικός. Μα δεν χρειάζεται, δεν πρέπει να κάνουν τίποτα άλλο, μόνο να τον μυριστούν από δίπλα τους και να τον κάνουν να πηδήξει κάτω απ’ αυτόν τον εξώστη που πηδάει τώρα αυτός.

Και τέλος, πάνω απ’ όλα, θα τους ούρλιαζε να μην σταματήσουν. Ας γράψουν σωστά ιστορία, για πρώτη φορά στην Ιστορία. Εάν μπορούν, εάν το αξίζουν.

 

 

* Η Άννα Γούλα είναι μαθήτρια της Γ’ Λυκείου. Ζει στον Υμηττό. Περισσότερο απ’ όλα αγαπά το ελληνικό καλοκαίρι.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top