Fractal

Διήγημα: “Δυο”

Της Μαρίας Βέρρου //

 

F16

 

 

Μονοκατοικία κάπου στο κέντρο. Παράθυρα παλιά, παράθυρα κλειστά εκτός από ένα, λίγο μισάνοιχτο. Ξεχασμένο; Μέσα από τις βαριές κουρτίνες, σιφόν βελούδο ξεφτισμένο, τραβηγμένες, φαίνεται η Τραπεζαρία. Δίπλα, σε απόσταση ανάπαυσης δύο αντικριστές πολυθρόνες με ύφασμα ταφτά λουλουδιστό, να βουλιάζουν από την συνεχή χρήση και χερούλια ξύλινα κομψά, ξεσκέπαστα, , ταπετσαρίες μονόχρωμες ανάγλυφες και στο βάθος βιβλιοθήκη βαριά να σωριαστεί με σειρές βιβλίων και μπιμπελό ένα όλα μαζί αξεχώριστα. ατμόσφαιρα βαριά, λίγο η σκόνη, λίγο η κλεισούρα, λίγο το αψέντι ακόμα φαίνονται τα κατακάθια του στα λεπτά σκαλιστά ποτηράκια. Διακριτικά σχεδόν απαρατήρητα..

Σου τράβηξα το χέρι και περίμενα. Οστεώδες με βροντερές κλειδώσεις. Το άφησες κι έπεσε πριν προλάβει να με αγγίξει. Σου φίλησα τα χείλη και περίμενα. Κρατήθηκαν στεγνά, άχρηστα. Ένοιωσα μια πίκρα στο μαραμένο μου στήθος, το μονό, το διπλό του είχε πετάξει χολωμένο. Έβαλα το χέρι σου επάνω του. Δεν σάλεψες. Από δίπλα, ένας δίσκος στο πικάπ, παραμιλούσε. Μια αχτίδα ξέκλεψε φως από το σκοτάδι. Το δωμάτιο αχνοφωτίστηκε, το μάγουλό σου ρόδισε, τόλμησα. Σήκωσα τη φούστα μου, κρακ κρακ οι κλειδώσεις μου, ανέβηκα στα πόδια σου. Φοβήθηκα μη σε σπάσω. Προσπάθησα να μπεις μέσα μου. Εκεί το μάτι έπαιξε, μια ανάσα πνιγμένη, μια προσπάθεια πεθαμένη. Τα πλακάκια ασπρόμαυρα χάζευαν τα απόκρυφα περιμένοντας το πότισμα. Δεν ήρθε ποτέ. Ένοιωθα μυρωδιές περίεργες, παγωμένες, το παράθυρο σφαλιστό, ζέστη δεν έμπαινε από πουθενά. Η επαφή ολοκληρώθηκε στο τίποτα. Κι έτσι κάθισα και αναλογίστηκα και περίμενα…

Έτη τρία, δεκατρία, είκοσι τρία, χίλια τρία, παλιά μονοκατοικία με ξεφτισμένους σοβάδες, ξεφτισμένες σιφόν βελούδο βαριές κουρτίνες, τραβηγμένες, ξεφτισμένες ταπετσαρίες, ξεφτισμένα βιβλία, ξεφτισμένες ανάσες, αράχνες, ποντίκια να κατατρώγουν σάρκες, περίεργες οσμές, περίεργα βλέμματα, περίεργες κουβέντες, αλλά και πάλι «Άσε» έλεγαν, «κοιμούνται. Γέροι άνθρωποι, γιατί να τους ξυπνήσουμε;» όταν η σιωπή βρώμισε, όταν οι πόρτες μάδησαν κι έσκασαν κατάχαμα με πάταγο τότε επιτέλους οι ένοικοι ευλόγησαν τη φυγή τους, σιωπηλά, ακύμαντα, ο ένας απέναντι στον άλλο.

Ταξίδι πρώτο, σάλι σε χρώμα βερικοκί, βελούδο, ταιριαστό με τα μαλλιά μου, ξανθά, μακριά, στιλπνά, έλεγες. Όταν άσπρισαν τα έβαψα, τα έκοψα κοντά, δεν σου άρεσαν, με βάφτισες πουτάνα, άρχισες να μου ξεριζώνεις τις τρίχες μία μία. Εγώ θα τα ξανάβαφα, κι ας ήμουν πουτάνα. Και θα τ’ άφηνα μακριά, για να πενθήσω.

Ταξίδι δεύτερο, με το σάλι αγκαλιά κι ένα δαχτυλίδι ψεύτικο στο μεσαίο δάχτυλο φύτεψες το πρώτο μας παιδί. Ήταν κορίτσι δεν είπες τίποτα. Ήταν το ψεύτικο δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο.

Τρία τα ταξίδια, τρία και τα χρόνια, μακριά το ένα απ’ το άλλο. Στο τέταρτο ήρθες, με άλλο δαχτυλίδι, αυτή τη φορά χρυσό, στο τέταρτο δάχτυλο και μια ξανθιά… Και ένα γιο… Και μια τρικυμία που κάθισε στον καναπέ, τον πότισε. Και το αψέντι σώθηκε και τα λόγια πνίγηκαν στο λαρύγγι το ποτισμένο από το τσιγάρο…

«η μάνα κρατούσε ημερολόγιο. Το ήξερες;»

«όχι»

«το διάβασες;»

«ναι.»

«και τι έλεγε;»

«ότι τη βάρεσε κάποτε!»¨

«λέει γιατί;»

«λέει ότι δεν του έκατσε, λέει ότι δεν τον φίλεψε αυτό που ήθελε, λέει ότι με το στανιό γεννήθηκες εσύ.»

«δηλαδή δεν μ’ αγαπούσε;»

«γιατί εμένα μ’ αγαπούσε;»

«ούτε κι εγώ τον αγαπούσα. Ήταν σκληρός. Κι εμένα με βάραγε. Κι έτσι έφυγα. Και τους εγκατέλειψα και τους δυο.»

«τελικά ποια ήταν η μάνα σου;»

«η δικιά σου ποια ήταν;»

«έχει νόημα ποια; Όλα αέρας, σκόνη…»

 

 

*

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top