Fractal

Η ιστορία του πατέρα

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Μιχάλης Κατσιμπάρδης «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι», Άνεμος Εκδοτική, σελ. 320

 

Το βιβλίο του Μιχάλη Κατσιμπάρδη «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» κινείται ανάμεσα στο χρονικό, την ιστορία και τη λογοτεχνία. Μολονότι ελάχιστα μυθοπλαστικό, έχει εμφανή λογοτεχνικότητα, αλλά και αιχμηρό, φιλοσοφικό λόγο. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του πατέρα του την περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου, ιδωμένη από τα μάτια του γιου, αλλά και του ίδιου του πατέρα, αφού στηρίζεται στην αφήγηση εκείνου, λίγο πριν το θάνατό του, μια αφήγηση που προέκυψε από την ανάγκη της εξομολόγησης, την ανάγκη της μεταβίβασης, εκεί όπου για χρόνια υπήρχε το σύννεφο της μυστικότητας, το τραύμα και η συνακόλουθη σιωπή, αλλά, πάντως, όχι η λήθη. Ως αγώνας ενάντια στη λήθη λειτουργεί, εντέλει, τόσο η αφήγηση του πατέρα όσο και η καταγραφή του γιου. Όμως, στο βιβλίο δεν βρίσκεται μόνον ο πατέρας και ο γιος, αλλά ο ήρωας και ο συγγραφέας, κι ακόμη όσοι υπήρξαν σε ανάλογη θέση με εκείνους. Γιατί πίσω από τα πρόσωπα βρίσκεται η τραγική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, οι περιπέτειες του πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης, των ναζιστικών στρατοπέδων και του εμφυλίου, οι νικητές και οι νικημένοι, οι αναστεναγμοί της ιστορίας.

Παρακολουθούμε την ιστορία του ήρωα του βιβλίου, του Κωστή (Κατσιμπάρδη) από το Λιόντι της Νεμέας, από την ηλικία των 17-18, όταν οργανώθηκε στο ΕΑΜ και έλαβε μέρος στην Αντίσταση, μέχρι το τέλος του εμφυλίου. Η εξιστόρηση, όμως, επικεντρώνεται κυρίως στον ένα (και κάτι) χρόνο της μεγάλης περιπέτειας του ήρωα από τη στιγμή που συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε διαδοχικά στα στρατόπεδα – φυλακές της Τρίπολης, της Κορίνθου και του (απάνθρωπου) Χαϊδαρίου και, τέλος, στο (εφιαλτικό) στρατόπεδο εργασίας στο Μπίμπλις της Γερμανίας. Η πορεία αυτή, ολοένα και πιο μαρτυρική, αυξανόμενα απάνθρωπη, καταμαρτυρεί την πρόθεση των Γερμανών να οδηγήσουν τους αιχμαλώτους τους όχι απλώς στη φυσική εξόντωση, αλλά και στην ψυχολογική ταπείνωση, τον ακραίο εξευτελισμό και την απανθρωποποίηση. Γιατί δεν αρκούσε η εξουθενωτική εργασία, η πλήρης στέρηση των στοιχειωδών για την επιβίωση, η επιβολή της βίας και του βασανισμού, το διαρκές και ακατάπαυστο μαρτύριο της πείνας και του κρύου, αλλά ήταν εμφανής και η προσπάθεια για αποκτήνωση των ανθρώπων, για απώλεια της ντροπής και της αξιοπρέπειάς τους, για εξάλειψη των ανθρώπινων χαρακτηριστικών τους.

Στη διάρκεια της εξιστόρησης είναι πολύ ενδιαφέρουσα όσο και αξιοθαύμαστη η προσπάθεια του συγγραφέα να αναζητήσει πίσω από τα γεγονότα τόσο την ιστορική τους τεκμηρίωση όσο και την ψυχολογική τους ερμηνεία. Επιδιώκει να βρει το γιατί πίσω από το καθετί. Διεισδύει στην ψυχολογία του έγκλειστου, αλλά και του δυνάστη. Αναλύει τα ιστορικά γεγονότα, αναρωτιέται για τη στάση των κατοίκων των γειτονικών στο στρατόπεδο χωριών, για τη στάση των συγχωριανών στην Ελλάδα, για τις αξίες των ανθρώπων. Έτσι, ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης καταφέρνει να εκπονήσει μια ιστορική μελέτη (με την ανάλογη βιβλιογραφία, τις πηγές και τα ντοκουμέντα, ακόμη και φωτογραφικά, καθώς έκανε και ιστορική και επιτόπια έρευνα με πολλαπλά, αποκαλυπτικά εμπόδια), να καταγράψει μιαν ανθρώπινη εξιστόρηση μικροϊστορίας, με πρωταγωνιστή έναν απλό, πλην προικισμένο με πείσμα και αξίες, άνθρωπο, αλλά και να πετύχει μιαν εξόχως ενδιαφέρουσα λογοτεχνική απεικόνιση.

Εδώ, ωστόσο, δεν πρόκειται για τον απλό άνθρωπο, που δέχεται πάνω του τη δύναμη της μεγάλης ιστορίας και εμπλέκεται υποχρεωτικά στη δίνη της, αλλά για εκείνον τον, επίσης απλό, άνθρωπο, που επιλέγει συνειδητά να στροβιλιστεί μαζί της. Δεν καταδέχεται να μείνει στο περιθώριο, αλλά αναλαμβάνει δράση πατριωτική, απελευθερωτική, όπως και χιλιάδες άλλοι, όχι γεννημένοι ήρωες, αλλά γεννημένοι άνθρωποι. Βλέπουμε τη σταδιακή πορεία ενός ανθρώπου, που ξεκινά σχεδόν παιδί και αναγκάζεται να ωριμάσει βίαια, γρήγορα, αλλά και να δοκιμαστεί ακραία, για να καταφέρει, εντούτοις, να διατηρήσει τις αξίες του, κατάγοντας, έτσι, μια μεγαλειώδη νίκη απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις, απέναντι ακόμη και στην αυτοσυντήρηση, ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, αφού δεν την κατάφεραν όλοι, όπως φαίνεται και από την αφήγηση, όπου, στο φόντο ή πλάι στον ήρωα, παρακολουθούμε και άλλους ανθρώπους, συντρόφους, που πορεύονται διαφορετικά.

Όσο για τη μεγάλη ιστορία, ιδιαίτερη σημασία έχει η αποκάλυψη πολλών, συχνά άγνωστων στους πολλούς, πτυχών του πολέμου, πράγμα που καθιστά το βιβλίο ακόμη πιο ενδιαφέρον: λεπτομέρειες από τη βιαιότητα στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, το ναζιστικό στρατόπεδο εργασίας Μπίμπλις, η εργασία των αιχμαλώτων για την άμυνα των Γερμανών και την ενίσχυση των υποδομών τους, ακόμη και για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής, με τις συνακόλουθες εσωτερικές συγκρούσεις, οι βομβαρδισμοί των συμμάχων, το στρατόπεδο των απελευθερωμένων αιχμαλώτων στο Μανχάιμ, η αγωνία και η προσδοκία της επιστροφής, η στάση των Γερμανών, στρατιωτών και πολιτών, κ.ά. Και, καθώς ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος είναι το κορυφαίο και εξακολουθητικά επιδρών γεγονός του 20ού αιώνα, όλα τα στοιχεία της εξιστόρησης αγγίζουν και συναρπάζουν τον αναγνώστη.

Ενδιαφέρον στοιχείο της αφήγησης αποτελεί, επίσης, τόσο στο ανθρώπινο όσο και στο ιστορικό, αλλά και στο λογοτεχνικό επίπεδο, η επιστροφή του ήρωα σε μιαν Ελλάδα, που ήδη περιδινείται στον κυκλώνα του εμφυλίου, και η οποία διαψεύδει τις προσδοκίες του ήρωα, καθώς, ενώ εκείνος θεωρεί ότι έχουν τελειώσει τα βάσανά του, σύντομα αντιλαμβάνεται με απογοήτευση ότι ξεκινούν καινούργια.

Την ίδια ώρα, τόσο η απουσία όσο και η επιστροφή παίρνουν το βάρος της αρχαίας τραγωδίας: η απόσταση, η απουσία της πληροφόρησης, η ζωή χωρίς ειδήσεις, η ξαφνική εμφάνιση του χαμένου γιου, η εξίσου αιφνίδια εξαφάνιση του πατέρα του, τα πάθη των ανθρώπων…

Οι πολλαπλές περιπέτειες του πρωταγωνιστή αποτυπώνονται και στον εύγλωττο, συμβολικό τίτλο «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι». Ο πρώτος χειμώνας είναι, προφανώς, η περιπέτεια στη διάρκεια του πολέμου και ο δεύτερος τα, μετά την επιστροφή στην Ελλάδα, εμφυλιακά χρόνια, χρόνια με βαριά βαρυχειμωνιά.

Η υπόθεση του εμφυλίου, παρότι καταλαμβάνει πολύ μικρότερο χώρο στο βιβλίο, αποδίδεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να αντιλαμβάνεται κανείς πως αυτή η σύγκρουση ήταν μια αιμάσσουσα πληγή, πως δεν είχε, εντέλει, σημασία η πλευρά, αφού, μάλιστα,  πολλοί βρέθηκαν σε λάθος όχθη, όπως, άλλωστε, κι ο πρωταγωνιστής, που υπηρέτησε στον εθνικό στρατό, παρότι αριστερός, ενώ, από την άλλη, βοηθήθηκε, απρόσμενα, από έναν δεξιό αξιωματικό. Υπήρξαν και οι φωτεινές πλευρές μέσα στο σκοτάδι, κάποια καλοκαίρια μέσα στον χειμώνα.

 

Μιχάλης Κατσιμπάρδης

 

Το βιβλίο του Μιχάλη Κατσιμπάρδη δεν διδάσκει την εκδίκηση, μολονότι δεν υπηρετεί τη λήθη. Απεναντίας, μέσω της διατήρησης της μνήμης, συμβάλλει στην ερμηνευτική προσέγγιση, στην προσπάθεια να μην επαναληφθούν τα ίδια δεινά (αν και, όπως είναι γνωστό, η Ιστορία δεν διδάσκει).

Η γραφή έχει αφηγηματική δύναμη και ρυθμό, σε κρατά σε εγρήγορση και δεν σου επιτρέπει να εγκαταλείψεις το βιβλίο πριν το τέλος. Άξιος χειριστής του λόγου ο συγγραφέας, με φιλολογική και ιστορική σκευή, δημιουργεί ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο, που, ωστόσο, παραμένει λογοτεχνικό και καταφάσκει στη δημιουργική φαντασία, με την οποία χτίζει τις λεπτομέρειες και συμπληρώνει τα κενά της πατρικής αφήγησης, καθιστώντας την εξιστόρηση συναρπαστική.

Το βιβλίο έχει τρυφερότητα, ανθρωπιά, σεβασμό στον πατέρα, αλλά όχι ξέχειλο συναισθηματισμό, προσπαθεί να διατηρεί την αντικειμενικότητα ενός ιστορικού, την ίδια ώρα που εναποθέτει το χέρι στο στέρνο του πατέρα και του ψιθυρίζει ένα στερνό «σ’ αγαπώ». Τον σέβεται και του απονέμει τιμή, αλλά δεν τον αγιοποιεί. Κατέχει, όμως, την αξία του, γνωρίζει τη στάση του και έχει τη δύναμη να αποτιμήσει την προσφορά του (όσο και των άλλων), να τον καταστήσει, δηλαδή, σύμβολο για όλους τους ανώνυμους, τους ξεχασμένους.

Ο συγγραφέας πετυχαίνει την απόλυτη ισορροπία, χωρίς επικίνδυνους ακροβατισμούς, αλλά με μετρημένα βήματα, ανάμεσα στην ιστορία και τη λογοτεχνία, την πραγματικότητα και τη φαντασία, την αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα, το προσωπικό και το συλλογικό.

Το βιβλίο του Μιχάλη Κατσιμπάρδη είναι πρώτα απ’ όλα ένα χρέος. Χρέος προς τον πατέρα του, την ιστορία του, την παρακαταθήκη του, χρέος ίσως και προς τον εαυτό του, ένα είδος απάντησης στην ενοχή που δεν προσέγγισε τον πατέρα του όταν ήταν νεότερος. Είναι η ανακούφιση από ένα βάρος τόσο προσωπικό όσο και συλλογικό, η αποπληρωμή, αλλά και η κοινοποίηση. Είναι ακόμα ένα χρέος προς την Ιστορία και προς όσους την υπηρέτησαν. Και, καθώς ο πατέρας του ήταν δάσκαλος, άνθρωπος των γραμμάτων, ένα τέτοιο βιβλίο είναι πράγματι ό, τι αναλογεί στη μνήμη του, ό,τι αξίζει στον άνθρωπο που τον έφερε στη ζωή, τον προίκισε με αξίες, τον πότισε με την αγάπη για τη γνώση, για το διάβασμα, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για το ενδιαφέρον προς τον συνάνθρωπο, έτσι ώστε μ’ έναν τρόπο η ίδια του η προσωπικότητα, και άρα και απόφασή του, να αποτίνει τιμή. Το βιβλίο του Μιχάλη Κατσιμπάρδη μοιάζει με το πλεγμένο από τη μάνα πουλόβερ (σαν αυτό του Κωστή), που παίρνει το ρόλο της συντροφιάς, της ζεστασιάς, που γίνεται το αποκούμπι απέναντι σε ό,τι απειλεί την ανθρωπιά. Είναι η δύναμη μιας υπόσχεσης (εσωτερικής), σαν αυτήν του Κωστή προς τη μάνα, που μ’ έναν τρόπο τον κράτησε στη ζωή. Είναι ένα καλοκαίρι, σαν αυτό που λείπει από τον τίτλο του βιβλίου.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top