Fractal

Δυο συγγενικά διηγήματα

Της Αντιγόνης Ηλιάδη // *

 

 

 

 

Ο Νεντ, η Κάντι και ο ταύρος της

Ο Νεντ αποφάσισε να πυρποληθεί μια μέρα, γιατί ο μπακάλης της γειτονιάς του, του είχε πει πως μοιάζει με αδερφή. Κρατούσε στο χέρι του το πουλί, αλλά από τότε που τον άφησε η μωρή ένιωθε μόνος πολύ και δεν είχε ιδέα τι θα πει να ‘χεις κάποιον μαζί για φιλί και τιβί. Δεν κοιμόταν τα βράδια, άναβε λαμπάκια στα σκοτάδια και κοιτούσε μέσα από τις κουρτίνες τους απέναντι. Δεν γινόταν τίποτα καινούργιο στον δρόμο και είχε βαρεθεί. Καθόταν κι έξυνε το πουλί του και του μιλούσε. Του έλεγε ιστορίες και του τραγουδούσε, μπας κι αυτό σηκωθεί. Το πουλί όμως είχε κατάθλιψη και κοιμόταν όλη μέρα. Ο Νεντ ένιωθε μοναξιά. Και τα νέα των οχτώ του κάνανε πέτρα την καρδιά. Δεν είχε τίποτα το ψυγείο, δεν είχε δουλειά, δεν είχε λεφτά. Δεν είχε ρούχα καθαρά, δεν ήξερε πώς να μαγειρεύει τα κουκιά, πώς να φοράει σωστά την παντόφλα. Φορούσε μια παντόφλα στα αυτιά και κουνιόταν ρυθμικά, γιατί τον ενοχλούσε. Το πουλί κάθε βράδυ αμαρτούσε κι έκλαιγε με δάκρυα λευκά κι ο Νεντ μαζί του πενθούσε τις ωραίες στιγμές.

Δεν είχε ούτε έναν φίλο. Δεν υπήρχε πουθενά. Μόνο το πουλί. Δεν του είχε έρθει το πακέτο με την ηλεκτρονική χτένα-οδοντόβουρτσα-κουτάλα μαγειρικής που είχε αγοράσει από το τελεμάρκετινγκ. Είχε σταματήσει να ελπίζει. Στον θεό, στα καλά σίριαλ στην τιβί, στον συννεφένιο κώλο των ονείρων. Σήκωνε όλα τα βάρη του κόσμου και δεν ήθελε τίποτα.

Αποφάσισε έτσι να πυρποληθεί. Κατέβηκε στο πεζοδρόμιο. Είδε για τελευταία φορά την πλάση. Κάθε πεζός ήθελε να τον προσπεράσει. Τα αυτοκίνητα θα τον πατούσαν. Καμία δεν ήθελε να του μιλάει. Καμία δεν ήθελε να τον αγαπάει. Άρχισε να βρέχει. Και φορούσε αμάνικο. Η καλύτερη λύση ήταν τώρα. Πριν τον πάρει η μπόρα. Και η κατηφόρα. Δεν ρωτούσε το πουλί. Που πάντα το ‘παιρνε μαζί να του κάνει και παρέα. Κάθε φορά που περνούσε μια ωραία το πουλί τεντωνόταν, χάζευε και αφουγκραζόταν. Δεν του άρεζε του Νεντ να περνάει τόσο χάλια. Άδειαζε απανωτά μπουκάλια βότκα πάνω σε παγκάκια με θέα την ημέρα τα πουλάκια και το βράδυ τα αστεράκια. Δεν περίμενε ποτέ πως κάτι θα τον σταματούσε. Μόνο για να πεθάνει ακόμα ζούσε. Ανέπνεε βαριά. Περπατούσε στα λασπώδη οδοστρώματα. Ίδρωνε

κοιτώντας τις σκοτεινές βιτρίνες, τις ρεκλάμες και τις γνώριμες κλειστές της νύχτας κουρτίνες. Βρήκε ένα άδειο χαντάκι, δίπλα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και έβαλε τον πισινό του πάνω σε ένα θάμνο. Έβγαλε το όπλο και σημάδεψε την μάντρα αυτοκινήτων που έβλεπε μπροστά του. Μετά τον εαυτό του και τα πιο στενά απαυτά του. Ήθελε να πάρει το πουλί να την κάνει πηδηχτή. Άκουσε τότε ένα περίεργο ήχο. Κριτσανιστό, λες και σπάνε κριτσίνια. Και το πουλί τρομάζει, αρχίζει κράζει, σηκώνεται και πετά προς τα ‘κει. Τον φόβο του να αντικρίσει, πήγε χωρίς να διαολιστεί. Είδε μια μεγάλη μύτη που καθόταν πάνω σε ένα πρόσωπο μικρό, στρουμπολό κι ευκίνητο. Ήταν κοριτσιού.

Στ’ αρχίδια μου ψιθύρισε και άρχισε να κατεβαίνει έναν λόφο. Τα αρχίδια του τότε άρχισαν να φουσκώνουν επικίνδυνα και να τον ενοχλούν στο παντελόνι του. Ξυνόταν από την κορυφή ως τα νύχια. Μπορεί να έφταιγε εκείνο το χέαρ σπρέι που είχε βάλει για να δείχνει πιο κουλ και γαμάτος. Είχε αλλεργία. Γαμημένη στιγμή για αλλεργίες. Ανέβηκε τον λόφο με πηδηματάκια. Είδε το πρόσωπο το στρουμπουλό. Ήταν ακίνητο και κοιτούσε το ταβάνι.

-Τι κοιτάς;

-Ποιος κοιτάει;

-Εσύ. Τι κοιτάς;

-Εγώ δεν κοιτάω.

-Αφού κοιτάς, σε βλέπω.

-Εσύ κοιτάς.

-Εγώ κοιμάμαι. Απλώς με ανοιχτά τα μάτια. Φαίνεται σν να κοιτάω.

-Σε αγαπάω.

-Κι εγώ σε αγαπάω.

Το κορίτσι σηκώθηκε και σαλιώθηκαν δυο χείλια μεταξύ τους με τη μία. Το πουλί του Νεντ άρχισε να τιτιβίζει. Και τότε αισθάνθηκε πως υπήρχε ακόμα ένα πουλί στην περιοχή. Δίπλα του. Μπροστά του. Το κορίτσι είχε πουλί. Είσαι κορίτσι με πουλί; Το ρώτησε. Το κορίτσι έγνεψε ναι και σαλιώθηκαν κι άλλο. Δυο πουλιά ενώθηκαν μαζί. Κι έγινε ο κόσμος ξαφνικά πάλι εντάξει. Ο Νεντ δεν ήθελε από τον λόφο να πετάξει. Είναι ωραίο να ενώνεις δυο πουλιά.

-Θες να τα ζευγαρώσουμε.

-Ναι. Αλλά δεν θα κάνουν παιδιά. Μικρότερα πουλιά.

-Δεν θέλω παιδιά.

-Ούτε εγώ.

-Εντάξει τότε.

Έτσι ζευγαρώσανε τα πουλιά κι ο Νεντ άρχισε να βλέπει τη ζωή με άλλο μάτι. Είπε στο κορίτσι με το πουλί να έρθει να μείνει σπίτι του άμα θέλει. Είχε πολύ χώρο που χωρούσε τον Νεντ με ένα πουλί κι ένα κορίτσι με ένα άλλο πουλί. Το σπίτι είχε όλη μέρα φασαρία. Τα πουλιά δεν κάθονταν ήσυχα. Το κορίτσι το λέγανε Κάντι. Η Κάντι κι ο Νεντ τα φτιάξανε αναγκαστικά, γιατί έπρεπε να κρατάνε τα πουλιά ήσυχα. Η Κάντι ήταν γιατρός και έφτιαξε του Νεντ τν ραγισμένη καρδιά με σελοτέιπ και λίγα εργαλεία που βρήκε σε κάτι ξεχασμένα συρτάρια. Όλα ξανάγινανε όπως παλιά και καλύτερα. Ο Νεντ ξέχασε όλα τα προβλήματα. Κοιτούσε την Κάντι να βάζει άφτερ σέιβ, όταν ξυριζόταν και άκουγε το πουλί του να τραγουδά ευτυχισμένο. Διαβάζανε μαζί περιοδικά, βλέπανε στην τιβί ριάλιτι και γελούσαν και κορόιδευαν μαζί τον κόσμο. Βάφονταν για πλάκα και κάνανε σαν δυο κορίτσια, αγοράσανε τακούνια και κάνανε πως είναι το σπίτι πασαρέλα. Τραγουδούσαν μαζί Γουίτνεϊ Χιούστον κι άλλα ερωτιάρικα τραγούδια ποπ και ντύνονταν σαν τις τραγουδίστριες με περούκες και ρούχα αστραφτερά που λάμπουν στο σκοτάδι. Τα βράδια μετρούσαν τα αστέρια και κάνανε διάφορα παιχνίδια με τα πουλιά τους και τα πουλιά χαίρονταν περισσότερο παρά ποτέ και παντού υπήρχε ευτυχία στο σπίτι λες και ήταν χρυσόσκονη που στάζει από το μουχλιασμένο ταβάνι και όλοι χαίρονταν.

Η Κάντι όμως ήταν ενθουσιασμένη και πωρωμένη με τους ταύρους. Έκανε συλλογή από ταινίες, κάρτες και βιβλία με ταύρους. Είχε φέρει τον ταύρο της στον κήπο και ασχολούταν όλη μέρα με αυτόν. Υπήρχαν μέρες που δεν έκανε τίποτε άλλο. Έπαιζε όλη μέρα με τον ταύρο. Γελούσανε και τραγουδούσανε και του έκανε χάδια και αγκαλιές. Βγαίνανε βόλτες μαζί, τον έφερνε και μες στο σπίτι. Μιλούσε όλη την ώρα για τον Μπάικ τον ταύρο της. Ο Μπάικ τα είχε όλα. Ήταν τέλειος. Ο πιο φιλικός και γλυκός ταύρος. Η Κάντι αγαπούσε τον ταύρο της περισσότερο από τον Νεντ. Ήταν προφανές, παρά τα όσα ισχυριζόταν το πουλί της. Δεν μιλούσε για τίποτε άλλο.

Ο Νεντ είχε μάθει τα πάντα για τους ταύρους, παρά τη θέλησή του. Όλη μέρα ήταν μαζί με την Κάντι και τον ταύρο της. Αυτός ήθελε μόνο την Κάντι και το πουλί της. Αλλά η Κάντι πήγαινε πακέτο με τον ταύρο της. Δεν ήταν υποφερτή αυτή η κατάσταση. Κάτι πήγαινε στραβά στο τέλειο σχέδιο. Δεν ήταν τέλειο. Ο Νεντ ξόδευε όλα του τα λεφτά για το σπίτι και για τους δυο τους και η Κάντι αγόραζε πράγματα για να ευχαριστεί τον ταύρο της. Χαιρόταν πιο πολύ με τον ταύρο της παρά με τον Νεντ. Στα πρώτα της γενέθλια ο Νέντ της αγόρασε κολάρο για τον ταύρο της και η Κάντι κατουρήθηκε από τη χαρά της. Ο ταύρος για την Κάντι ήταν ό,τι δεν ήταν ο Νεντ για αυτήν.

Τίποτα δεν είναι τέλειο, άλλωστε. Ας μην είμαστε και τόσο αχάριστοι και τελειομανείς. Δεν πάει έτσι. Οι Κάντι του κόσμου πάνε με τους ταύρους τις. Πρέπει να αποδεχθείς ότι αν βρεις μια τέλεια Κάντι, θα έχει έναν όχι και τόσο τέλειο ταύρο. Αναγκαστικά. Ειδάλλως, θα μείνεις μόνος σου με το πουλί σου και θα βαρεθείτε όλη μέρα, θα είστε αγαπημένοι, αλλά θα θέλετε να πέσετε από τον λόφο. Το πουλί σου θα κλαίει, γιατί πιθανότατα θα ψάχνει ένα άλλο πουλί για παρέα. Και εντάξει. Τα πράγματα δεν ήταν και τόσο δύσκολα πια. Ο ταύρος της Κάντι ήταν γλυκός και καλός και ο Νεντ τον συμπαθούσε. Αλλά είχε σιχαθεί να βλέπει την Κάντι να ασχολείται όλη μέρα με αυτόν. Όμως την αγαπούσε. Γιατί είχαν συνεννοηθεί. Τα πουλιά τους θα ζευγάρωναν πάση θυσία. Το τέλειο σχέδιο είχε χαλάσει λίγο, αλλά ήταν αδύνατο να ανατραπεί. Οπότε αποφάσισε μια μέρα πως θα έψαχνε κάτι να ασχοληθεί και διαπίστωσε ότι δεν είχε τίποτα τόσο καλό όσο οι ταύροι. Θυμήθηκε τον σκύλο του που πέθανε και μελαγχόλησε. Ήθελε να πεθάνει κι αυτός. Οι σκύλοι πεθαίνουν πολύ γρήγορα. Οι ταύροι όχι. Οι σκύλοι είναι καλύτερα ζώα από τους ταύρους. Αλλά ο Νεντ είχε χάσει τον δικό του σκύλο. Δεν είχε πια σκύλο. Μόνο το πουλί του είχε μείνει.

Είπε να αρχίσει να καθαρίζει τα πιάτα. Όταν τελείωναν τα πιάτα, μαγείρευε. Όταν τρώγανε, έπλενε πάλι τα πιάτα. Μετά καθάρισε την τουαλέτα. Η τουαλέτα ξαναβρόμιζε κι όταν βρόμιζε την καθάριζε. Η χλωρίνη ήταν πράμα κακό και του είχε κάνει τα ρούχα ριγέ και τα χέρια πουά. Άφησε την τουαλέτα. Έβαλε σκούπα στο σπίτι. Μετά σφουγγάρισε. Μετά έστρωσε τα σεντόνια. Και το επόμενο πρωί τα ξανάστρωσε. Έφτιαξε φαγητό. Μέχρι που τέλειωσαν τα φαγητά. Πήγε να φέρει άλλα από το σούπερ μάρκετ. Μαγείρευε συνέχεια. Μέχρι που πόνεσε η μέση του. Ξάπλωσε και κοιτούσε το ταβάνι. Η μούχλα φαινόταν καθαρά. Δεν τον πείραξε. Έβγαλε τα καθαριστικά. Έριξε τριψίματα γερά και πολλά. Αλλά η μούχλα δεν έφευγε παρ’ όλα αυτά. Κάτι πήγαινε στραβά. Πήρε τηλέφωνα παντού. Να βρει άλλα ταβάνια. Άλλαξε τρία. Στο σπίτι γινόταν μεγάλη φασαρία. Αλλά η μούχλα επέμενε εκεί σταθερά.

Στο μεταξύ, η Κάντι ζωηρή και πάντα πεταχτή χτένιζε χαμογελαστή και εύθυμη εντελώς τον ταύρο της. Του αγόραζε πανάκριβα πράγματα κι ο Νεντ με τα λίγα του λεφτά τους κοιτούσε και ζήλευε. Όποτε ο ταύρος δεν είχε κέφια η Κάντι φώναζε στον Νεντ και τον κατηγορούσε πως αυτός φταίει γι’ αυτό που είναι συνέχεια μίζερος και μουρόχαυλος. Ο Νεντ σκεφτόταν στον ύπνο του τα βράδια τον λόφο που είχε συναντήσει την Κάντι. Το πουλί της Κάντι και ο ταύρος της ήταν αχώριστα. Ο Νεντ ζήλευε γιατί δεν είχε ταύρο και το δικό του πουλί άρχισε να υποφέρει από μοναξιά. Σκεφτόταν στον λόφο. Ξανά και ξανά. Τι να έκανε; Πώς να αντιδρούσε; Κάθε φορά που έβλεπε τον ταύρο κι άκουγε γι’ αυτόν, στο μυαλό του έκανε παιδικές ζωγραφιές με τον λόφο. Ο Νεντ κι ο λόφος. Ο λόφος κι ο Νεντ. Η μάντρα απέναντι. Το πιστόλι στο χέρι. Το πιστόλι γεμάτο. Το πιστόλι γαμάτο. Ζεστό και μεταλλικό, ένα και γρήγορο. Ταχύτατο το πιστόλι. Ξέχασε τον λόφο κι ονειρευόταν το πιστόλι. Το πιστόλι σε καυλώνει. Σε μελώνει, σε σκοτώνει.

Ο Νεντ αποφάσισε πως δεν αξίζει να πάρει το πιστόλι. Απλώς έπρεπε να βρει τι θα κάνει με την Κάντι. Η Κάντι μόλις είδε το βλέμμα του Νεντ να την κοιτά, άνοιξε την τηλεόραση τέρμα δυνατά και είπε πως δεν είναι πια ευτυχισμένη. Στα σίριαλ όλοι γελάνε δυνατά, κάνουν παιδιά, δεν έχουν προβλήματα. Μόνο ο Νεντ είναι μούχλας και τίποτα δεν θέλει κι όταν η Κάντι χαμογελά αυτός κλαίει και βαραίνει. Η Κάντι τον καβάλησε όπως έκανε με τον ταύρο της. Τον συμμάζεψε, τον κούρεψε, τον έκανε μικρό. Τον έκλεισε σε ένα κουτί και σε καμιά περίπτωση δεν θα τον άφηνε να βγει έξω από αυτό. Ήταν της μοίρας τους γραφτό να είναι μαζί κι όσο ο Νεντ μιζέριαζε αυτή ευτυχούσε πιο πολύ. Η Κάντι ήταν καλύτερη από αυτόν κι ο ταύρος της το πιο μοναδικό.

 

 

Ο Νεντ και ο σκύλος του

Μια μέρα, ο Νεντ αποφάσισε να βγάλει βόλτα το σκύλο του. Πήρε λοιπόν του πουλί του στο χέρι και του είπε πόσο μεγάλο, λαμπερό και όμορφο είναι. Το πουλί του τεντώθηκε και έγινε τεράστιο από περηφάνια. Άρχισε να τιτιβίζει και να βγάζει λευκό πλουμιστό γάλα. Ο Νεντ χάρηκε και το άφησε να πετάξει λίγο από εδώ κι από εκεί. Έτυχε εκείνη τη μέρα να είναι ανοιχτό το παράθυρο. Η κουρτίνα ήταν τραβηγμένη στην άκρη. Η μάνα του Νεντ ήξερε να φροντίζει το σπίτι. Μια κοπέλα πέρασε από έξω. Είδε το πουλί του Νεντ να πηγαίνει πέρα δώθε και έγινε κόκκινη σαν την τομάτα. Οι ρώγες της τσιτώθηκαν και το βρακί της βράχηκε λίγο, όχι επειδή κατουριόταν. Είδε το πουλί και ήθελε όπως και δήποτε να το πιάσει. Το έβαλε, λοιπόν, στόχο. Τα πουλιά εντυπωσιάζονται από τα έντονα χρώματα, τα μεγάλα σχήματα και τις ωραίες μυρωδιές από αποσμητικά του σούπερ μάρκετ για τον ιδρώτα. Η κοπέλα έβαψε τα χείλια της, έβγαλε έξω το βύζο της και ψέκασε τις τριχωτές μασχάλες της με Noxzema, αποσμητικό μακράς διαρκείας. Η κοπέλα πλησιάζει στο παράθυρο και αρχίζει και μουρμουρίζει ασυνάρτητα. Ο Νεντ καταλαβαίνει αμέσως τι θέλει να πει, γιατί τυχαίνει να μιλάει την ίδια γλώσσα. Την περίφημη γλώσσα της ασυναρτησίας. Οι δυο τους χαμογελούν με colgate λευκά δόντια και μοιάζουν σαν πλαστικές κούκλες. Μάθανε να χαμογελάνε, όπως χαμογελάνε στην τηλεόραση.

Ο Νεντ κουνάει το πουλί, μπροστά στο πρόσωπο της κοπέλας. Το πουλί αρχίζει και φτύνει κάτι που έφαγε χθες, γιατί ζαλίστηκε από το κούνα-κούνα. Η κοπέλα χαχανίζει και χαίρεται. Αχ! Πόσο της αρέσουν τα πουλιά. Ειδικά αν είναι μεγάλα και χαριτωμένα, έτσι όπως κουνιούνται από δω κι από κει. Ο Νεντ την προσκαλεί μέσα, να γνωρίσει και τον σκύλο του. Το πράγμα προχωράει γρήγορα. Μετά το πουλί η κοπέλα θα γνωρίσει και τον σκύλο του. Αλλά ο Νεντ γελάει δυνατά, γιατί η κοπέλα φοράει πολύ λίγα ρούχα και μάλλον είναι φτωχή και θα την βοηθήσει να ξεντυθεί για να νιώσει καλύτερα. Πόσο χαίρονται όλοι μαζί! Ο σκύλος κουνάει την ουρά του. Ελπίζει να φάει κάτι περισσότερο, τώρα που μπήκε κάποιος άλλος στο σπίτι. Ζυγίζει δεκαπέντε κιλά και είναι ολόκληρο γομάρι. Αδύνατον να τον σηκώσει άνθρωπος, χωρίς να ιδρώσει. Η κοπέλα παίζει με το πουλί του Νεντ και χαίρεται. Οι δυο τους μιλάνε και χαζογελάνε για λίγο. Το χαϊδεύει, το παίζει, του τραγουδάει, του λέει πόσο όμορφο είναι, το ακουμπάει στο αλαβάστρινο από τις δυο στρώσεις μέικ-απ μάγουλό της, στα χέρια της. Νιώθει τόσο πλήρης, όσο δεν ένιωσε ποτέ και ξαναγελάει, με τον ίδιο χαζό τρόπο που γελούσε πάντα. Ο Νεντ σκέφτεται ότι είναι ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο. Της δίνει το λουρί του σκύλου, φοράει τις παντόφλες του, ξύνει τα καρύδια του παπαγάλου, για να μην σκονίσουν και ξαπλώνει στον καναπέ. Η κοπέλα καταλαβαίνει αμέσως. Αφού πρόκειται για τσακάλι. Παίρνει το σκυλί και το βγάζει βόλτα. Αυτή ήταν η ιστορία. Ο Νεντ βρήκε το άλλο του μισό για δυο χρόνια και μετά αποφάσισε πως δε μπορεί να αντέξει τις τρίχες που βγαίνουν σαν δάσος στα πόδια της, τις φωνές τις όταν έχει περίοδο, τα νύχια της, τις εκπομπές που βλέπει στην τιβί, την πάρλα με τις φίλες της στο τηλέφωνο, τα ηλίθια περιοδικά τις, τις ροζ κουρτίνες, τα αποπνικτικά αρώματα διαρκείας και τα σχόλιά της για την κοιλιά του, για τον παπαγάλο που δεν πετάει και δεν μιλάει, όταν αυτής της κατέβει και τόσα άλλα. Ο Νεντ ξύπνησε μια μέρα και έτσι απλά, είπε πως δεν πάει άλλο πια. Η ζωή έγινε ανυπόφορη και το άλλο του μισό, πήρε τα μπογαλάκια του και βγήκε στο σεργιάνι, να βρει άλλον. Όχι, σαν τον Νεντ. Γιατί σαν τον Νεντ, άλλος δεν υπάρχει. Ο Νεντ είναι από μια κάστα ανθρώπων ειδικών και ξεχωριστών που γεννιούνται μια στις τόσες και αν γεννηθούν. Ο Νεντ γεννήθηκε και το έχει βάλει σκοπό της ζωής του, να ανατρέφει το πουλί του και να το φροντίζει το αγαπημένο. Μόνο έτσι θα τα έβγαζε πέρα, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες.

Το σκυλί του Νεντ πέθανε μια μέρα και ο Νεντ έμεινε μονάχος να παίζει με το πουλί του και τότε κατάλαβε την σημασία του πουλιού του, το αγάπησε και το έκανε μια σφιχτή αγκαλιά. Κοιμόταν μαζί του τα βράδια και δεν το άφηνε ποτέ από τα μάτια του. Τα κάνανε όλα μαζί, όπως πάντα και για πάντα, μέχρι που το παράθυρο έμεινε πάλι ανοιχτό, για λίγο. Αυτή την φορά, ο Νεντ, μόλις το πήρε χαμπάρι, τράβηξε μεμιάς τις κουρτίνες.

 

 

 

* H Αντιγόνη Ηλιάδη γεννήθηκε το 1992 στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη Μεταπτυχιακού Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Ποιήματα, αφηγήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top