Fractal

Δύο ποιητικές φωνές κόντρα στο ρεύμα

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

✔ Νίκη Κωνσταντοπούλου “Εγώ απέναντι”, εκδόσεις Vakxikon

✔ Μαρία Φουτζιτζή “Ποσά αντιστρόφως ανάλογα και αναλόγως αντίστροφα κορίτσια”, εκδόσεις Σαιξπηρικόν

 

Η ποιητική παραγωγή, πλούσια πάντοτε, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης απογειώνεται, καθώς οι στίχοι μπορούν να αποτυπώσουν με τον πιο αυθόρμητο τρόπο τις σκηνές της δύσκολης πραγματικότητας, χωρίς να απαιτείται χρονική απόσταση από τα γεγονότα. Η ποίηση συμβαδίζει με το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως αυτό εξελίσσεται φορτίζοντας νοητικά και συναισθηματικά τον ποιητή. Οι νεότερες ποιητικές καταθέσεις δεν είναι όλες ενδιαφέρουσες – άλλωστε η ποιότητα δεν είναι συνήθως ανάλογη της ποσοτικής παραγωγής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, δικαιούμαστε να θεωρήσουμε σημαντικές αυτές τις ποιητικές φωνές που ξεφεύγουν από τη συνήθη θεματολογία (αγαπητή στις νεαρές ηλικίες) που περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση ταυτότητας σε μοναχικούς ή συντροφικούς δρόμους. Προσωπικά, θα έλεγα ότι αγαπώ τις φωνές (όχι κατ’ ανάγκη ηχηρές κραυγές) που πάνε κόντρα στο ρεύμα και φανερώνουν μια ωριμότητα που μπορεί να ξαφνιάζει, καθώς δεν συνάδει με την ηλικία. Μάλιστα όσο πιο χαμηλόφωνες, τόσο και πιο ενδιαφέρουσες είναι, έτσι όπως αναμετρώνται με τις καταξιωμένες (συχνά ανούσιες) φωνές ή φωνασκίες. Το γεγονός ότι σ’ αυτό το σημείωμα οι δύο προτεινόμενες διακριτές ποιητικές συλλογές γράφονται από γυναίκες, μάλλον ας θεωρηθεί τυχαίο. Δεν πιστεύω ότι έχει κάποια σημασία, τουλάχιστον με τον τρόπο που είθισται να γίνεται, να διακρίνουμε τη γραφή σε γυναικεία και αντρική.

 

 

Νίκη Κωνσταντοπούλου “Εγώ απέναντι”, εκδόσεις Vakxikon

 

Και μόνο ο τίτλος της συλλογής της Νίκης Κωνσταντοπούλου Εγώ απέναντι θα έφτανε για να την προσέξουμε. Διαβάζοντας τα ποιήματά της βλέπουμε ότι ο τίτλος δεν επιλέχτηκε χάριν εντυπωσιασμού. Ανταποκρίνεται απολύτως στο περιεχόμενο. Η ποιήτρια τοποθετείται απέναντι από τους άλλους, από τον εαυτό της, από όσα τη θλίβουν γύρω της. Απέναντι, για να οριοθετήσει τον εαυτό της, για να κρίνει αυτά που βλέπει και βιώνει. Αντιστρέφει ταυτόχρονα την αντίληψη που έχουμε για τα τοπία, τις σχέσεις, τα χρονικά διαστήματα, την ωριμότητα αναπόφευκτα. Το ποιητικό υποκείμενο αποστασιοποιημένο για να μπορεί να δει καλύτερα, πληρώνει έτσι το τίμημα της ώριμης και ξεκάθαρης θέας με τη μοναξιά.

 

[…]

Καταγράφω τους ήχους

με τα μάτια δεμένα

εκπαιδεύτηκα σκληρά

να κυνηγάω σκιάχτρα.

[…]

Μην υποτιμάς το ελάχιστο του χρόνου.

Σε μια κλίμακα αντιστρόφως ανάλογη

μετρά όσο η αιώνια μνήμη.

 

Ψάχνει και εντοπίζει στον χώρο των ομότεχνων εκείνον τον καταραμένο και του αφιερώνει, σε μια ταπεινή συμπόρευση μεγέθους, τον δικό της οβολό στα σκοτεινά νερά της ποίησης:

 

Θέλω για σένα να σκαλίσω τον τοίχο

σαν τον μαστοράκο του στίχου

ταπεινό ον γονατίζω μπροστά σου

σε ιερό προσκύνημα μπαίνω με υπερηφάνεια.

 

Δεν έχω καλά νέα να σου πω

τα άνθη του κακού ακόμα ανθίζουν

και σαν πληγές κακοφορμίζουν

σκορπίζοντας κίτρινο υγρό παντού.

 

Εγώ πάντα στα μαύρα ντυμένη

λέω άπειρες φορές το όνομά σου

μέχρι τα χείλη μου να ματώσουν

κόκκινο στη νύχτα

που έχει πάψει από καιρό να αιμορραγεί.

 

Με έκφραση ημίτρελη, σαλή

θα σηκώσω με νηφαλιότητα το ποτήρι μου

και θα πιω στην υγειά του ποιητή

που δεν γνωρίζει θάνατο κι ευτυχία.

(ΣΤΟΝ CHARLES BAUDELAIRE)

 

Νίκη Κωνσταντοπούλου

 

Σπάνια συναντάμε τόσο περιεκτικό σε νόημα στίχο. Θα μπορούσε αυτό το ποίημα να αποτελέσει τη συνοπτική αλλά πλήρη άποψη της ποιήτριας για τον κόσμο και τη θέση της σ’ αυτόν. Το μαύρο χρώμα της εικόνας της, η επίγνωση της άγνοιας (ή μήπως η σαφής γνώση του ανεδαφικού;) απέναντι στον θάνατο και στην ευτυχία, αλλά και η ανάγκη να πληροφορήσει τον ποιητή ότι τα Άνθη του κακού ακόμα θάλλουν σε πείσμα των αισιόδοξων και οραματιστών. Η Κωνσταντοπούλου μοιάζει να ξέρει ότι η ποίηση απαιτεί αίμα για να γραφεί. Δεν γράφεται με χαρούμενα χρώματα. Το χρώμα της είναι το μαύρο. Κι αν είναι κόκκινο δεν παραπέμπει σε εορταστικές καρδούλες αλλά σε αιμάσσοντα σώματα που καθημερινά σπαράσσονται.

Είναι και η στάση απέναντι στη μνήμη, που ξαφνιάζει και εδώ για την ωριμότητα της αντιμετώπισης:

 

Στην ντουλάπα του σπιτιού μου

βάζαμε άτακτα όλα μας τα ρούχα – όπως τις σκέψεις μας.

Στριμώχναμε τα παλιά·

πάνω πάνω ήταν τα νέα για να ξεχνάμε.

Παλιά παλτά του πατέρα μου

Που μύριζαν αλκοόλ και τσιγάρο

όπως τα νιάτα του.

Παλιές φούστες της μάνας μου

χρωματιστές με λουλούδια

που μύριζαν άκρατο ρομαντισμό.

Παλιές τσάντες που αποθήκευες ευκολότερα

τα αντικείμενα που μαρτυρούσαν.

Στην ντουλάπα του σπιτιού μου

στο δεξί φύλλο χαμηλά

υπήρχαν πολλά μικρά κουρελάκια

στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο.

Εκεί γεννούσε η γάτα μας

ενώ εμείς αφαιρούσαμε κομμάτια μνήμες.

Μετά παίρναμε αγκαλιά τα μικρά

και σωπαίναμε για ώρες.  

(ΣΤΗΝ ΝΤΟΥΛΑΠΑ)

 

Η ποίηση της Κωνσταντοπούλου διαβάζεται χαμηλόφωνα και με πολλές διακοπές του λόγου, γιατί οι λέξεις της εύστοχες και περιεκτικές ζητούν τον προσεκτικό αναγνώστη. Η αντιστροφή της εικόνας του κόσμου, η θέση της ίδιας στην αντίπερα όχθη (ως στάση ζωής που δεν είναι καθόλου ευκαιριακή) κάνει τον λόγο της ελκυστικό στη διαφορετικότητά του, του προσδίδει μια διαχρονικότητα και εκπλήσσει με τη σαφήνεια των εννοιών. Δεν κατέφυγε στην ευκολία μιας δημιουργικής τάχα ασάφειας. Προτίμησε την κατ’ ευθείαν αντίθεση. Αυτό από μόνο του θα ήταν ενδιαφέρον. Έχεις όμως τόσα σημεία για να σταθείς και να σχολιάσεις. Κλείνοντας την αναφορά στη συλλογή της Νίκης Κωνσταντοπούλου δεν μπορώ να μη σταθώ σ’ αυτό το σύντομο, που από την αρχή με τράβηξε. Ίσως για την πολυσημία του, ίσως γιατί (αυθαιρέτως) έκανα τον συνειρμό με τους υπέροχους διαλόγους του Pessoa με τον διάβολο:

 

στέκεται μέρες τώρα

στη μέση του δρόμου

τα αυτοκίνητα τον προσπερνούν

οι άνθρωποι περνάνε από δίπλα του ξυστά

ακουμπάνε τον ώμο τους

κι αμέσως τινάζουν το παλτό τους

τα περιστέρια δεν τον πλησιάζουν ούτε για λίγα ψίχουλα

τα παιδιά τον κοιτάζουν με περιέργεια

μέχρι οι μανάδες να τα απομακρύνουν γρήγορα

 

Τέτοια συντονισμένη αδιαφορία

θα ζήλευε και ο διάβολος.

[εκείνος ο άνθρωπος]

 

 

Μαρία Φουτζιτζή “Ποσά αντιστρόφως ανάλογα και αναλόγως αντίστροφα κορίτσια”, εκδόσεις Σαιξπηρικόν

 

Η Μαρία Φουτζιτζή  δίνει σημασία στην καθεμιά λέξη. Ίσως το ζητούμενο στην ποίηση. Μας παρουσιάζει έτσι έναν λόγο μεστό και βέβαιο για το περιεχόμενό του.

 

 

Έβαλα μάρτη κάπου στα μέσα του μήνα.

Μην με κάψει ο ήλιος.

Βρέχει συνέχεια.

 

Ερωτεύθηκα ανθρώπους μη διαθέσιμους

είδα ταινίες και διάβασα βιβλία για πράγματα αδιάφορα

ήπια άπειρους καφέδες το πρωί

και κοιμήθηκα χωρίς καθόλου μαξιλάρι.

 

Σχεδόν έκανα μια πραγματικότητα

σχεδόν

κράτησα μια πραγματικότητα σα μωρό μέχρι που έκλαψε

σχεδόν

ήταν τόσο ελαστική που το επόμενο πρωί είχε τεντωθεί μέχρι το

παράθυρο

το είχε ανοίξει

κι είχε πηδήξει στον ακάλυπτο.

 

Ίσως θα έπρεπε να ’χα βάλει απ’ την αρχή.

 

 

Ανοίγοντας το βιβλίο μού άρεσε που είδα στην προμετωπίδα έναν στίχο της Κατερίνας Γώγου, από εκείνο το παλαιό «Τρία κλικ αριστερά», που για τη δική μου τη γενιά σήμανε τη δική μας στροφή και την τοποθέτηση στην απέναντι όχθη. Η Μαρία Φουτζιτζή θα μας μιλήσει για μια αντιστροφή που, όπως θα φανεί από τα ποιήματά της, καθόλου επιφανειακή δεν είναι. Αν ψάχνουμε για αναλογίες νοημάτων ή για αναλογίες ανάμεσα σε εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες, μας προειδοποιεί, θα διαψευσθούμε:

 

[…]

Με εκνευρίζουν τα χρονικά επιρρήματα.

Πόσο συχνά είναι το συνήθως και πόσο πιστευτό το πάντα ή το ποτέ.

Εκτός από όταν όλα τα πάντα συμβαίνουν ταυτόχρονα με όλα τα ποτέ

και δεν ξέρεις σε ποια κατεύθυνση να κοιτάξεις γιατί το πάντα

σου είναι εδώ αλλά μπορεί να φύγει

μα κι αυτό το ποτέ πάντα σου το ’θελες.

 

Οι λέξεις δηλωτικές των νοημάτων που εμπεριέχουν, όμως ας μην ξεχνάμε ότι κώδικες συμφωνημένοι είναι, και σαν τέτοιοι έχουν οπωσδήποτε μια προσωπική εκδοχή που αμφισβητεί το απόλυτο της αλήθειας τους. Ισχύουν μόνον αν τους δεχθούμε. Αλλιώς καταρρέουν μαζί με τους όρους της συμφωνίας τους. Μια ενδιαφέρουσα οπτική της ποιήτριας απέναντι στα συμβατικά καθιερωμένα, που την τοποθετεί κόντρα στο ρεύμα. Ταυτόχρονα παρατηρείται μια ωριμότητα που θα ήταν περισσότερο σύμφωνη με μεγαλύτερη ηλικία. Ωστόσο ο λόγο της μας πείθει για τη γνησιότητα της άποψης απέναντι σε θέματα που λίγοι τα προσεγγίζουν με τόση ευθύτητα:

 

[…]

Ο Μπουκόβσκι λέει ότι πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές

για να ζήσεις πραγματικά.

Λες και μπορεί κανείς να μετρηθεί σε θανάτους

κι όσοι τους έχουν αποκτήσει

έχουν με κάποιο τρόπο

πιο ζωή.

[…]

Καταλαβαίνεις τι σου λέω

δεν είναι οι θάνατοι το θέμα

είναι ο θρήνος και τα τρισάγια και τα μνημόσυνα που κάνουμε

μυστικά

όταν γυρίζουμε σπίτι

 

Μαρία Φουτζιτζή

 

Απέναντι σ’ έναν κόσμο που αγαπά την εικόνα που δείχνει προς τα έξω και όχι την αληθινή του όψη, η ποιήτρια θα δηλώσει, από το πρώτο της μάλιστα ποίημα, ότι δεν θα συνεχίσει άλλο. Δεν της αρέσει ούτε ο πανικός των ανθρώπων να προλάβουν ούτε οι ράγες πάνω στις οποίες δρομολόγησαν τη ζωή τους:

 

[…]

μόνο να κατέβω μπορώ

στην επόμενη στάση

που δεν είναι το σπίτι μου

και να γυρίσω με τα πόδια.

 

 

Η ποίηση αυτή δεν βολεύεται με ημίμετρα, με εύκολες απαντήσεις. Θέτει ερωτήματα και θεωρεί κέρδος αυτή καθεαυτή την απορία, παρά  την έτοιμη απάντηση των πολλών. Σε δύο ποιήματά της η Μαρία Φουτζιτζή παίζει με το νόημα των λέξεων, την ετυμολογία τους, για να δικαιώσει όλη την ουσία στο αρχικό (και αρχετυπικό) ερώτημα:

 

[…]

είμαστε τόσο καλοί όσο τα σημεία στίξης που βάζουμε

το θαυμαστικό δηλώνει μια κάποια ποσότητα θαυμασμού

από το υποκείμενο προς το αντικείμενο ας πούμε

προτιμώ ξεκάθαρα την απουσία τους

αν και μερικές φορές κρίνονται απαραίτητα για τη σωστή μας επικοινωνία

τις περισσότερες φορές που δεν γίνομαι κατανοητή

φταίει που δεν έβαλα αποσιωπητικά

 

ερώτηση

 

 

[…]

Αν υποθέσουμε ότι οι υποθέσεις μου είναι λανθασμένες

στη βάση τους

τότε μας μένει πάλι μόνο το αρχικό ερώτημα.

 

 

Κόντρα στο ρεύμα και οι δύο ποιήτριες που παρουσιάστηκαν εδώ. Και αν πρέπει αυτή η στάση του ποιητικού λόγου (ίσως και η στάση ζωής) να ερμηνευθεί καλύτερα, θα έλεγα ότι δηλώνει την αντίθεση με το ρεύμα του κοινωνικά αποδεκτού, που τόσο λίγο αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος (είμαστε μια κοινωνία σε πολύμορφη κρίση) αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει και την αντίθεση με τη λογική του συρμού που θέλει την ποίηση είτε πιο ανάλαφρη είτε αναίτια δυσνόητη. Και στις δύο εκδοχές αξίζει να πούμε ότι οι δύο ποιήτριες κάνουν τη διαφορά και προσφέρουν λόγο αυθεντικής συγκίνησης και ανατρεπτικής διάθεσης.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top