Fractal

Δύο μικροδιηγήματα fractal

Της Μαρίας Σύρρου // *

 

 

 

 

 

ΜΙΑ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

«Δεκατέσσερις γενιές πίσω γκάγκαροι, Αρίστο μου, από πάππου προς πάππον. Εδώ, σε τούτο το πλακιώτικο σοκάκι, στη σκιά της Ακρόπολης, γεννηθήκαμε κι αντρωθήκαμε η αφεντιά μου, ο πατέρας μου, ο πατέρας του πατέρα μου. Πρωτευουσιάνοι χωριάτες, όλοι μας, μα την αλήθεια μου. Τι νομίζεις πως ήτανε η Αθήνα πριν να την κάνουνε πρωτεύουσα, ένα χωριό ήτανε. Ας όψονται οι πόλεμοι και οι πολιτικάντηδες, που φέραν τον κοσμάκη από την ύπαιθρο και κλείσανε νοικοκυραίους ανθρώπους σε κλουβιά από τσιμέντο. Την αγαπάω, μάτια μου, αυτή την πόλη, ας την κατάντησαν όπως την καταντήσανε. Ποτέ μου δεν την πρόδωσα. Μα την αλήθεια μου. Μόνο τα καλοκαίρια, άμα πηγαίναμε ως το Φάληρο για τα λουτρά μας, οικογενειακώς, τότε που φόραγα τα κοντοβράκια. Πού ’ναι να μεγαλώσεις λίγο ακόμα. Εγώ θα σου διηγιέμαι κι εσύ θα γράφεις. Θέλω να τις ξεφορτωθώ τις μνήμες μου, προτού με πνίξουνε. Τα έξοδα όλα για το τύπωμα δικά μου, ε. Τι θαρρείς, το έχω κάνει το κουμάντο μου.»

Ήτανε σίγουρος ο κυρ Αριστείδης ο ταβερνιάρης πως το καμάρι του, ο εγγονός του, θα τον εβοήθαγε που ήθελε τόσο να γράψει ένα βιβλίο για την πόλη τους. Πρώτη φορά τού έκανε κουβέντα ότι είχε βγάλει το δημοτικό. «Μόλις περάσω στο πανεπιστήμιο, παππούλη, και ξενοιάσω, το αρχινάμε αμέσως το βιβλίο μας», του είχε πει τότε ο μικρός και τον συγκίνησε. Ούτε που το κατάλαβε πότε περάσανε τα χρόνια. Κύλησαν γάργαρο νερό. Θα έκλεινε πια εικοσαετία που του ’χε φύγει η Ματίνα του, η δροσερή ρετσίνα του, όπως συνήθιζε να την πειράζει. Ο εγγονός τέλειωσε το πανεπιστήμιο, έπιασε καλή δουλειά, παντρεύτηκε, του χάρισε και δυο δισέγγονα, μα πού βιβλίο, πού καιρός για χάσιμο. Σάμπως δεν είχανε γραφτεί από γραμματιζούμενους ένα σωρό βιβλία για την Αθήνα; Το δικό του θα περιμένανε;

Τις προάλλες τηλεφωνήθηκαν με τον Αρίστο και του ’ταξε πως θα περνούσε εξάπαντος να τόνε δει μια από κείνες τις ημέρες. Ένα μήνα τώρα, δεν κουνήθηκε ρούπι απ’ το κρεβάτι ο κυρ Αριστείδης, ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Τον περίμενε πώς και πώς, για να του πει ότι δεν του κρατάει κακία. Κι άμα δεν το γράψανε κείνο το βιβλίο, δε χάθηκε δα ο κόσμος. Βράδιασε. Κουράστηκε να τόνε περιμένει. Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε το κεφάλι βαρύ στο καθαρό προσκέφαλο. Ένα κατοσταράκι είχε απομείνει από το κοκκινέλι της ζωής του κι ήθελε να το πιει γουλιά γουλιά απόψε, να πάει ευχαριστημένος να ξαναβρεί το Ματινάκι του.

 

 

 

 

ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΕΠΕΣΑ

 

Στη λατρευτή μου μητέρα

Τύχη κι αυτή — το ξερό ρέμα ήταν γεμάτο σακούλες με σκουπίδια, έτσι έπεσα στα μαλακά. Εδώ που τα λέμε, δεν πρόλαβα καν να γευτώ την πτώση μου, γιατί το ψωράλογο που ήταν δεμένο κάτω απ’ το τσιμεντένιο γεφυράκι τρόμαξε και με κλώτσησε. Τον πόνο της κλωτσιάς δεν τον θυμάμαι. Θυμάμαι ωστόσο την τρομάρα που πήρα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πώς και δεν είχα προσέξει από πριν το ζωντανό. Μπορεί και να μην είχα μπει στον πειρασμό να περάσω το γεφυράκι άκρη άκρη — κρατούσα ισορροπία πάνω στο στενό πεζούλι του με τα χέρια τεντωμένα, έτοιμη λες να πετάξω. Κατά την προσφιλή συνήθειά μου, πατούσα εναλλάξ πότε στο ένα πόδι πότε στ’ άλλο, κοιτώντας ηδονικά την άκρη των παπουτσιών μου. Πώς έγινε κι έπεσα ούτε που θυμάμαι. Θα μου πείτε, περάσαν σαράντα τόσα χρόνια από τότε. Ότι είχα βγάλει την τρίτη δημοτικού.

Τούτη την παιδική ανάμνηση την έχω διηγηθεί αμέτρητες φορές, τόσες που δεν μπορώ πια να υπολογίσω την απόκλιση απ’ ό,τι είχε πραγματικά συμβεί κείνο το απόγευμα. Η μαμά θυμάται, λέει, πως μου τις είχε βρέξει σα με είδε τρομαγμένη και λερωμένη. Φορούσα τα καλά μου, βλέπετε. Γιατί, κανείς δε θυμάται. Άραγε, με είδε κάποιος να πέφτω;

 

 

 

 

* Η Μαρία Σύρρου γεννήθηκε στο Βόλο, στις 25 Ιουλίου του 1966. Σπούδασε δημοσιογραφία και θέατρο στην Αθήνα. Εργάστηκε ως συντάκτρια ύλης (ΑΘΗΝΑ 9.84, ραδιόφωνο του ΑΝΤΕΝΝΑ) και ως επιμελήτρια κειμένων (στα περιοδικά: ΕΙΝΑΙ, ΣΙΝΕΜΑ, στις εφημερίδες: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΗΜΕΡΗΣΙΑ, στις εκδόσεις: Ηριδανός, Μανδραγόρας, Susaeta). Είναι επαγγελματίας ηθοποιός από το 1994. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Επιλήσμονες» (εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2016). Ποιήματα και διηγήματά της έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά («Άνευ», «Απόπλους», «Θράκα», «Μανδραγόρας», «Φρέαρ», «Fractal»).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top