Fractal

Διήγημα fractal: “Δώρο Χρστουγέννων”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

 

 

 

Της φόρεσε κι ένα δεύτερο πανωφόρι, όμως το τρέμουλο δεν σταμάτησε.

 

«Κρυώνω μέσα μου», ψιθύρισε. «Κρυώνω πάντα, αλλά αυτές τις μέρες το κρύο  είναι ανυπόφορο». Το ήξερε, ό,τι κι αν έκανε δεν μπορούσε να ζεστάνει την ψυχή της μικρής προστατευομένης της. Εκείνος ο θύλακας ψύχους που την περιέκλειε ήταν αδιαπέραστος. Ένιωθε και η ίδια την ψύχρα που την περιέβαλε κάθε φορά που έκανε απόπειρα να την αγκαλιάσει. Ούτε η ζεστασιά του σπιτιού, ούτε τα φώτα που λαμπύριζαν πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ούτε ακόμη το καινούριο κόκκινο πανωφόρι κατόρθωναν να διώξουν την παγωνιά που φώλιαζε μέσα της.              Αντίθετα, κάθε φορά που η Άννα έκανε κάτι για τη μικρή ένιωθε ένα κύμα θαλπωρής να ξεριζώνει σιγά-σιγά τη χρόνια μοναξιά, την έλλειψη αγάπης γύρω της, την αίσθηση αποτυχίας να δημιουργήσει μια οικογένεια.

Τη μικρή Λέιλα την είχε ξεβράσει η θάλασσα, Δεκέμβρη μήνα, παραμονές Χριστουγέννων, δυο χρόνια πριν. Με το φουσκωτό γιλέκο που τη γλύτωσε από τον πνιγμό. Την είδε στην αγκαλιά του διασώστη, περιτυλιγμένη με το ασημί προστατευτικό, λίγα βήματα από το σπίτι της στο νησί, κι έκανε όρκο να την πάρει μαζί της, να της χαρίσει την αξόδευτη αγάπη που γέμιζε την ψυχή της, χρόνια χωρίς αποδέκτη. Ήταν επτά χρονών η μικρή όταν ήρθε σ’ επαφή με τον θάνατο των γονιών της, θλιβερό επιστέγασμα μετά τα δεινά του πολέμου. Τα μαύρα μάτια της γυάλιζαν διαρκώς από τα δάκρυα που προσπαθούσε να συγκρατήσει. Ένιωθε ευγνωμοσύνη για την Άννα, που αδυνατούσε να εκφράσει με λόγια, δεν ήθελε να την πικραίνει διαρκώς με το κλάμα της. Κρατούσε τον χείμαρρο των δακρύων που πάγωνε μέσα της, και γινόταν ένας συμπαγής όγκος που βάραινε την παιδική ψυχή και ψύχραινε το σώμα. Το περιστατικό του πνιγμού των δικών της, οι κραυγές απόγνωσης μέσα στα παγωμένα νερά, ήταν ένας επαναλαμβανόμενος εφιάλτης που δεν την αποχωριζόταν. Ξυπνούσε τρομαγμένη με τα χέρια υψωμένα, αναζητώντας βοήθεια. Αντίκριζε πάνω από το κρεβάτι της την Άννα, που ανήσυχη έτρεχε ακούγοντας τις κραυγές της, και τα δάκρυα σταματούσαν μέσα στους βολβούς των ματιών της, δυο ακύμαντες λίμνες πένθους.

Ούτε η συμπαθής ψυχολόγος που προσέγγισε με στοργή το μικρό κορίτσι, κατάφερε να λιώσει μέσα της τον πάγο. Απελπισία και ανημποριά ήταν τα μόνιμα συναισθήματα της Άννας, μετά τις αναποτελεσματικές προσπάθειες να  φέρει τη χαρά της ζωής, την παιδικότητα που ανήκε, στη μικρή Λέιλα. Την αγάπησε σαν την κορούλα που χρόνια λαχταρούσε να έχει, και αισθανόταν ότι της προσφέρθηκε ένα δώρο που αρνιόταν να αποκαλυφθεί από το περιτύλιγμά του. Την έβλεπε συχνά να στέκεται άκαμπτη μπροστά στο παράθυρο και ν’ αντικρίζει τη θάλασσα με δέος αλλά και προσμονή, λες και θα αναδυόταν από τα σκοτεινά της σπλάχνα, μέσα από τους κατάλευκους αφρούς των κυμάτων οι γονείς της. Πήγαινε πίσω της και την αγκάλιαζε, κι αισθανόταν ότι αγκαλιάζει ένα πτώμα. Έτσι την μετέτρεπε η πνιγηρή, πένθιμη μνήμη.

«Θα φύγω, θα την πάρω μακριά από εδώ!», σκεφτόταν κάθε φορά η Άννα, όμως τής ήταν δύσκολος ο ξεριζωμός από το νησί της.

Παραμονές Χριστουγέννων το αποφάσισε. Δεν θα άφηνε πληγωμένη τη μικρή της τις γιορτινές μέρες. Μπροστά στο αεροπλάνο, ανεπηρέαστη από τους ήχους της Χριστουγεννιάτικης μουσικής, αδιάφορη για τις λάμψεις από τα πολύχρωμα λαμπιόνια, η Λέιλα κάρφωσε τα πόδια στην άσφαλτο: «Δεν φεύγω μακριά από τους δικούς μου!». Την πήρε στην αγκαλιά και σχεδόν με βία την έβαλε στη θέση. Έδεσε τη ζώνη και κάθισε δίπλα της. Αμίλητη και αμήχανη η μικρή έριχνε κλεφτές ματιές έξω από το μικρό παράθυρο του αεροσκάφους. Κάποια στιγμή, καθώς η μεταλλική κοιλιά του σερνόταν πάνω στο απέραντο γαλάζιο ανάμεσα στα σύννεφα, η Άννα διέκρινε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στο πρόσωπο της Λέιλα. Ύστερα είδε το μικρό χεράκι της να υψώνεται και να κάνει μια κίνηση χαιρετισμού. Το χαμόγελο πλάταινε ολοένα στο παιδικό πρόσωπο. Γύρισε στην Άννα: «Σ’ ευχαριστώ που μ’ έφερες εδώ ψηλά! Τους είδα να με χαιρετούν, είναι καλά! Μου έγνεψαν να σου πω σ’ αγαπώ!» ψιθύρισε και ρίχτηκε στην αγκαλιά της. Η Άννα ένιωσε ένα κύμα ζεστασιάς και αγάπης να περιβάλλει την ίδια και τη μικρή Λέιλα. Ο πάγος έλιωνε. Η Λέιλα ξήλωνε σιγά -σιγά τις γεμάτες αίμα και πόνο μνήμες. Τα δάκρυα κυλούσαν καυτά. Η κανονική θερμοκρασία επανήλθε στο παιδικό κορμάκι. Η Άννα κατάλαβε πως μπορούσε τώρα πια να ξετυλίξει το χριστουγεννιάτικο δώρο της!

 

 

Φωτ. Από πίνακα της εικαστικού ΚΥΡΙΑΚΗΣ     

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top