Fractal

Διήγημα: «Δραπέτης της κολάσεως»

Του Νίκου Νασόπουλου // *

 

 

f14

 

Μας είχαν μαζέψει για μια τελευταία ενημέρωση και βαριόμουνα πια να τους ακούω…

Είχα αρκετές πολεμικές εμπειρίες, περισσότερες από τους Γάλλους αξιωματικούς της λεγεώνας των ξένων, είχα πολεμήσει σε όλη την Ευρώπη για τέσσερα χρόνια και τώρα καθόμουνα, υποχρεωτικά, να ακούσω αυτούς τους άσχετους…

Το Βιετνάμ ήταν μια χώρα μακρινή και φυσικά ούτε στα όνειρά μου δεν θα ήθελα να βρεθώ, όμως αν δεν είχα καταταγεί στη λεγεώνα των ξένων θα βρισκόμουνα κατηγορούμενος για εγκλήματα πολέμου, αφού είχα υπακούσει σε διαταγές ηλίθιων δολοφόνων που νόμιζαν πως με εκτελέσεις αιχμαλώτων και αμάχων θα άλλαζαν την πορεία του πολέμου…

 

Ήμουν γεννημένος στη Λειψία…

Πλέον την πατούσαν οι Σοβιετικοί…όλοι οι δικοί μου είχαν χαθεί στον πόλεμο κι εγώ με τα λίγα γαλλικά του πολέμου, από τα φλερτ με τις Γαλλίδες και την υπηρεσία στο Παρίσι, προτίμησα τη λεγεώνα…

Δεν μπορώ να πω πως οι Γάλλοι μου είχαν φερθεί άσχημα…τους θεωρούσα σχεδόν δική μας ράτσα..ξαδέρφια ήμασταν…όμως ήταν ατυχία να ξεσηκωθούν οι αποικίες και να κάνουν την προσπάθειά μου να ξεχάσω το παρελθόν, έναν ατέλειωτο εφιάλτη…

 

Ήμουν από τους πρώτους που στάλθηκαν στο Βιετνάμ…

Κουνούπια, φίδια και άτιμη βλάστηση…αυτό ήταν…

Παντού ορυζώνες κι άνθρωποι που σου χαμογελούσαν την ίδια στιγμή που μπορεί να συνεργάζονταν με τους επαναστάτες…

Οι Γάλλοι βαριόντουσαν να πολεμήσουν κι όταν το έκαναν ήθελαν η μάχη να τελειώσει σύντομα…

Είχαν πλάκα τελικά….προσπαθούσαν να τα βάλουν με έναν επίμονο λαό και ήταν τόσο άσχετοι και τόσο ανυπόμονοι…

Δεν μπορούσα να τους μάθω να πολεμούν…ήταν ανεπίδεκτοι…

Εγώ είχα πολεμήσει στο ανατολικό μέτωπο το 1943 όταν εκείνοι φλέρταραν στις όχθες του Σηκουάνα περιμένοντας τους Αμερικάνους να τους λευτερώσουν…

 

Η λεγεώνα δεν έχανε εύκολα μάχη…Οι περισσότεροι ήμασταν Γερμανοί βετεράνοι, καλά εξοπλισμένοι απέναντι σε έναν πολυπληθή αντίπαλο που είχε υπομονή, αλλά του έλειπαν όλα τα υπόλοιπα…

Το δικό μας πρόβλημα ήταν πως ήμασταν λίγοι και αναγκαστικά μας μπόλιαζαν με Γάλλους…

Η ζωή μας στην Ασία ήταν απλά ανεκτή…

Τρώγαμε καλά, πολεμούσαμε και τα βράδια όταν ήμασταν σε μεγάλες πόλεις, πηγαίναμε στα καμπαρέ και τα μπαρ των Γάλλων…

Οι Βιετναμέζες δεν με ενθουσίαζαν, όμως δεν υπήρχε άλλη λύση…οι λίγες Γαλλίδες ήταν με τις οικογένειές τους κι εμείς ρεμάλια που τριγυρνούσαμε χωρίς λόγο μαχόμενοι για μια ξένη χώρα…

 

Καθώς περνούσε ο καιρός οι μάχες δυσκόλευαν…

Οι Γάλλοι άλλαζαν συνέχεια διοίκηση λες και ήταν θέμα αρχηγού μόνο η ήττα…

Οι Βιετναμέζοι ήταν μιλιούνια που ήθελαν να λευτερωθούν…σκοτωνόντουσαν χιλιάδες κι άλλοι χιλιάδες εμφανιζόντουσαν την άλλη μέρα…σαν τα μυρμήγκια…

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον γνώρισα τον Μαρσέλ…

Παριζιάνος ήταν και συνομήλικος….

Καλό παιδί…είχε σπουδάσει χημικός και τον είχαν επιστρατεύσει….

Προσπαθούσα να του μάθω τα μυστικά του πολέμου και με άκουγε….

Το πρωί του μάθαινα πόλεμο και το βράδυ μου μάθαινε πως ρίχνουν τα κορίτσια…ο καθένας με την ειδικότητά του…

 

Μάης ήταν όταν άρχισε η μάχη στο Μο Χουάν….στις καλαμιές…

Όλη η λεγεώνα μαζί και Γάλλλοι, πέσαν να χτυπήσουν τους Βιετναμέζους που κατέβαιναν προς τον Νότο…

Ο Μαρσέλ πολεμούσε δίπλα μου και καθώς η μάχη φούντωνε τον έβλεπα που δεν το άντεχε…

Η θέα των σκοτωμένων που για εμένα ήταν κάτι γνωστό, για εκείνον ήταν κάτι βαρύ κι ασήκωτο, κάτι πέρα από τις δυνάμεις του…

Θέλει υπομονή ο πόλεμος κι εκείνος δεν την είχε…

Τα βράδια έπινε να ξεχάσει τις εικόνες από τους σκοτωμένους κι ίσως και για να ξορκίσει και το δικό του πεπρωμένο…

Τον θυμάμαι ακόμα με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και με τσιγάρα το ένα πάνω στο άλλο να προσπαθεί να βρει κάτι για να ξεχάσει εκείνο το μαρτυρικό σήμερα που περνούσαμε…

 

Μπαλώναμε τις καταστάσεις, μέρα με τη μέρα και σπρώχναμε τον καιρό μήπως και κάτι αλλάξει, μήπως και μας στείλουν πίσω στην Ευρώπη…

Ζωή δύσκολη που σε πολλούς γινόταν τρέλα και τους έστελναν στα νοσοκομεία μισότρελους κι έπειτα στα σπίτια τους…

Αυτά τα είχα δει στη Ρωσία το 1943 και τα γνώριζα αν και οι Γερμανοί ήμασταν πιο σκληροί…

Όλο ερχόντουσαν νέες φουρνιές από τη Γαλλία κι όλο επέστρεφαν οι τρελαμένοι πίσω…

Ατελείωτο πηγαινέλα για να κρατηθεί ως αποικία μια χώρα που δεν τους ήθελε πια…

Όλα γινόντουσαν για τον πλούτο και τον εγωισμό…

Ήθελαν να κρατήσουν την παλιά δύναμη που είχε χαθεί μετά τον πόλεμο κι ήθελαν να εκμεταλλεύονται το έδαφος του τόπου που έβγαζε αρκετά πράγματα…

Οι ντόπιοι ζούσαν σε καλύβες εκτός από αυτούς που είχαν ενταχθεί στον δυτικό τρόπο ζωής και συνεργάζονταν με τους Ευρωπαίους…αυτοί οι τελευταίοι ζούσαν καλά…

 

Τη λέξη Ντιεν Μπιεν φου δεν την είχα ξανακούσει…

Την άκουσα ένα πρωινό από τον διοικητή Σατρί…

Ένα κάθαρμα άκαπνο ήταν…δεν είχε πολεμήσει ποτέ…

Σχεδίαζε τάχα τη μάχη…μα πως να την σχεδιάσεις όταν βρίσκεσαι χίλια μέτρα μακριά από την πρώτη γραμμή…

Οι δικοί μας αξιωματικοί ήταν στις πρώτες γραμμές στον μεγάλο πόλεμο…αλλιώς τους εξαφάνιζαν…ετούτοι εδώ ήταν ”του κουτιού”….έστελναν τους άλλους να σκοτωθούν…έτσι απλά…

 

Η βάση του Ντιεν Μπιεν Φου βρισκόταν σε σημείο κλειδί…αν χανόταν θα χανόντουσαν πολλά μαζί της…

Το παιχνίδι πλέον γινόταν χοντρό…

Οι Βιετναμέζοι δέχονταν ενισχύσεις από Σοβιετικούς και Κινέζους κι εμείς από Δυτικούς …

Ο πόλεμος ήταν πόλεμος βιτρίνας και ελεεινών μικρών συμφερόντων…

Εμείς ήμασταν για μια ακόμα φορά τα θύματα…

Ξέραμε πως πολλοί γινόντουσαν πλούσιοι με διάφορους τρόπους, πως πολλοί έφτιαχναν καριέρες στέλνοντάς μας σε λάθος σημεία, τη λάθος στιγμή, όμως εγώ έπρεπε να σβήσω το παρελθόν, να αποκτήσω νέα ταυτότητα κι αυτός ήταν ο μόνος δρόμος που γνώριζα…

 

Στην αρχή το Ντιε Μπιεν Φου έμοιαζε απλή υπόθεση…

Μια βάση στο πουθενά όπου μπορούσες αν ήσουνα ερημίτης, να γίνεις και άγιος…τόση ησυχία είχε…

Δεν άργησε όμως η κατάσταση να θυμίζει κόλαση καθώς άρχισαν οι πρώτες μάχες…

Οι εχθροί βρίσκονταν στους γύρω λόφους κι εμείς στο πιάτο έτοιμοι να γίνουμε μεζές…

Ορύγματα παντού…και τι να μας κάνουν …που να φάμε…που να ηρεμήσουμε….

Η γη τρανταζόταν…

Ήξερα πως είχαν πάρει βαρύ πυροβολικό από τους Ρώσους…ήταν ίδιος ήχος με το ανατολικό μέτωπο…

Με είχε στοιχειώσει αυτό το πυροβόλο…αν ήξερα ποιός το είχε κατασκευάσει θα τον σκότωνα με τα χέρια μου…

 

Οι Γάλλοι ανεφοδίαζαν συνέχεια τη βάση με αεροπλάνα που προσγειώνονταν στον πρόχειρο αεροδιάδρομο…

Δεν ξέραν από πόλεμο κι αυτό ήταν σίγουρα, αλλιώς δεν θα είχαν φτιάξει βάση σε τέτοιο σημείο…

Οι στρατιώτες υπέφεραν από δυσεντερία, αφού το νερό που είχαμε ήταν κακής ποιότητος και δύσκολα έριχναν τα κατάλληλα χημικά για απολύμανση…

Τρώγαμε μέρες ρύζι και μπισκότα μέχρι να εμφανιστούν ξανά οι Ντακότες και φέρουν κονσέρβες και φρέσκο ψωμί…

Εγώ βρισκόμουν σε μια φωλιά πολυβόλων…

Δεν ξέρω, δεν μέτρησα ποτέ πόσους εχθρούς εξόντωσα….οι δεσμίδες εξαφανίζονταν πάνω τους αν και για εμένα δεν ήταν εχθροί…ήταν απλά αντίπαλοι σε ένα παιχνίδι που έμοιαζε παιδικό, όμως ήταν εφιαλτικό…

 

Εξακολουθούσα να έχω τον Μαρσέλ δίπλα μου…

Συχνά τα βράδια εφορμούσε σε θέσεις Βιετναμέζων για να βρει αλκοόλ…είχε εξαρτηθεί…

Δεν ξέρω τι έκανε, αν σκότωνε ή αν πλήρωνε, όμως πάντα γυρνούσε με εκείνο το αλκοόλ από ρύζι που εγώ τουλάχιστον δεν μπορούσα να πιώ…

Οι νεκροί μας γινόντουσαν όλο και περισσότεροι καθώς οι Βιετναμέζοι εφορμούσαν κατά κύματα που ανανεώνονταν…

Βρισκόμασταν σε ένα αδιέξοδο…

Πείνα, μυρωδιά από ακαθαρσίες και πτώματα και εκρήξεις παντού…σκηνικό κολάσεως….

 

Ένα βράδυ ο Μαρσέλ δεν γύρισε πίσω…δεν τον έκλαψα, όμως θεώρησα πως ήταν άδικο, θεώρησα πως τον είχαν κάνει αλκοολικό και τον είχαν ρίξει στα δόντια του Χάρου…

Οι Γάλλοι άρχισαν να κλονίζονται…το έβλεπα πια στα πρόσωπά τους…

Οι αξιωματικοί σχεδόν μυξόκλαιγαν κι ήταν θλιβερό, τόσο που δεν το ‘χα ξαναδεί ούτε όταν μας κυνηγούσαν οι Ρώσοι…

Ήξερα πως το τέλος πλησιάζει και δεν ήθελα να πεθάνω στο Βιετνάμ…

Είχα γλυτώσει από τόσες μάχες στην Ευρώπη, δεν ήθελα να αφήσω τα κόκαλά μου στην Ασία…

 

Παρατηρούσα πως οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί λιγόστευαν μέρα με τη μέρα και καταλάβαινα πως φεύγουν με τη Ντακότα των εφοδίων, κρυφά…

Ήταν μεγάλα τομάρια….άφηναν τραυματίες και μισότρελους φαντάρους πίσω κι έφευγαν εκείνοι…

Πλέον η βάση ήταν η κόλαση…Οι μυρωδιές μαζεύονταν όλες φτιάχνοντας ένα μίγμα που μια μόνο ρουφηξιά του μπορούσε να σε σκοτώσει…

Αρκετοί Γερμανοί της λεγεώνας ήμασταν ακόμα ζωντανοί…κάποιοι έλεγαν να παραδοθούμε στους Ασιάτες και να τους εξηγήσουμε πως είμαστε ξένοι, όμως εγώ δεν συμφωνούσα…ήξερα πως θα μας εκτελούσαν επί τόπου…

 

Στο Δαντικό αδιέξοδο ήμουν αποφασισμένος να αντιδράσω….δεν θα καθόμουν να εξοντωθώ…

Το αυτί μου πήρε κάποιες κουβέντες αξιωματικών πως έχει συμφωνηθεί να παραδοθούμε και μετά θα μας ελευθερώσουν…

Σιγά μη μας ελευθέρωναν…η Ασία έχει διαφορετική κουλτούρα….ήταν άσχετοι…

Εγώ θα δραπέτευα και μάλιστα καθώς πρέπει…με την Ντακότα…

Την επόμενη μέρα γινόταν χαλασμός και μέσα στον χαλασμό ήξερα πως θα έρθει το μεταγωγικό…

Εγκατέλειψα τη θέση μου χωρίς να με νοιάζει…ήταν όλα χαμένα…

Με χίλιες καλύψεις έφτασα στον διάδρομο προσγείωσης και λούμωξα σε ένα όρυγμα…

Σε λίγο θα έδυε ο ήλιος και τέτοια ώρα θα ερχόταν το αεροπλάνο…

 

Είχα προβλέψει σωστά…

Είδα τη φιγούρα του να κατεβαίνει μαζί με τον ήλιο και το ακολούθησα…

Στο τέλος του διαδρόμου άνοιξαν οι πόρτες κι άρχισαν να πετούν γρήγορα έξω τα εφόδια….

Είχα μαζί μου δυο περίστροφα…αν με εμπόδιζαν θα τους έριχνα…

Σε δέκα λεπτά είχαν πετάξει έξω όλα τα πράγματα κι εγώ είχα προλάβει να σκαρφαλώσω…

Είδα να τρέχουν προς τις ανοιχτές ακόμα πόρτες μερικοί αξιωματικοί…

Τους πυροβολούσαν οι Βιετναμέζοι από παντού….ένας έπεσε κάτω και δυο τρεις σκαρφάλωσαν…

Ο πιλότος τρομοκρατημένος φούλαρε τις μηχανές και πριν κλείσουν καλά καλά οι πόρτες απογειώθηκε…

Τρανταζόμασταν για λίγο κι έπειτα ήρθε η γαλήνη…

Δεν τόλμησαν να μου πουν τίποτα…

Ήξεραν το παρελθόν μου…

Όταν προσγειωθήκαμε στην Σαϊγκόν με απείλησαν…φυσικά όλα έμειναν στα λόγια…έτσι ήταν αυτοί…όμως εγώ δεν ήθελα να αφήσω τα κόκαλά μου στην κόλαση του Ντιεν Μπιέν Φου..

Με ενέταξαν ξανά στις κεντρικές μονάδες, όμως ουσιαστικά όλα είχαν τελειώσει…η πτώση του Ντιεν Μπιεν Φου ήταν το τέλος…εγώ σε ένα χρόνο θα είχα άλλη ταυτότητα και δεν με ενδιέφερε…το δικό μου αδιέξοδο είχε βρει λύση…

 

 

* O Νίκος Νασόπουλος  είναι γεννημένος στην Αθήνα, ασχολείται με τη συγγραφή μικρών ή μεγαλύτερων κειμένων από τη δεκαετία του 90…Έχουν εκδοθεί αρκετά έργα του σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή… Παλαιότερα έγραφε με το ψευδώνυμο Νίκος Παναγιώτου…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top